Συνεπιμέλεια ή μάχη στα χαρακώματα;
Παρακολούθησα με ένα σχετικό σφίξιμο τη διαδικασία στο ελληνικό κοινοβούλιο για την ψήφιση του νομοσχεδίου περί συνεπιμέλειας των τέκνων και με ακόμα μεγαλύτερο σφίξμο την κάλυψη του θέματος από δημοσιογράφους και Μέσα. Στην πραγματικότητα όσα διάβασα κι όσα άκουσα ήταν απόψεις, προσωπικές εκτιμήσεις και γνώμες με όποια υποκειμενικότητα αυτά συνεπάγονται. Άκουσα ανθρώπους, ναι κυρίως γυναίκες, να είναι αντίθετες στο νομοσχέδιο, ειδικά στις διατυπώσεις «εξίσου» και σε ό,τι αφορούσε τον ορισμό του ελάχιστου χρόνου που ο πατέρας μπορεί να βλέπει το παιδί του. Έλαβα και πολλά μηνύματα από χωρισμένους μπαμπάδες που πανηγύριζαν για την «νίκη» έναν αγώνα που διαρκεί πολλά χρόνια, με πολλά δάκρυα, σφιξίματα στην καρδιά και πολλή μοναξιά.
Αναγκαστικά καταλαβαίνετε μόνο υποκειμενική άποψη μπορώ να εκφράσω, σαν βετεράνος τόσο ως γιος διαζευγμένων γονιών όσο κι ως χωρισμένος πατέρας. Δύο στα δύο που λένε. Ίσως για αυτό και μόνο διεκδικώ το δικαίωμα να χαρακτηρίζω τη γνώμη μου πιο ολοκληρωμένη.
Στην πραγματικότητα οι έννοιες της συνεπιμέλειας, της «εξίσου κηδεμονίας» και του ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας ξεκινούν μέσα στο γάμο. Όταν όλα είναι ανέφελα, όταν η ελληνική οικογένεια έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, όταν τα σχόλια για τον οικογενειάρχη πατέρα και τη στοργική μητέρα προαναγγέλουν μια ευτυχισμένη ζωή. Ευτυχισμένη ζωή είπα, όχι ευτυχισμένες οικογενειακές φωτογραφίες στα social media, δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχει συνεπιμέλεια υπό την έννοια της ώριμης συζήτησης και συμφωνίας, υπάρχει μια πεπατημένη που ακολουθεί τη σχέση του ζευγαριού. Ένας σύζυγος-δυνάστης επιβάλει τις επιθυμίες και τις αποφάσεις του με το έτσι θέλω μέσα στο πλαίσιο του «επιτυχημένου» γάμου και στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Μια δεσποτική μητέρα μεγαλώνει «γερά» παιδιά κατά το δοκούν, όταν ο πατέρας λείπει και αυτό περίπου κρίνεται και φυσιολογικό.
Ο πατέρας είναι συνήθως επιφορτισμένος με τα πάντα εκτός σπιτιού εκπληρώνοντας το πρότυπο του κουβαλητή-caveman χωρίς ποτέ να κινδυνέψει να κατηγορηθεί ως αμελής πατέρας, αν θυσιάζει τον κοινό του χρόνο με τα παιδιά. Αν εξασφαλίζει σπίτια, αυτοκίνητα, εξοχικά, διακοπές και «υψηλή ποιότητα ζωής», ποιος να τον κρίνει για την ουσιαστική μη συνεπιμέλεια που επέλεξε;
Η μητέρα, αν και τελευταία είναι ιδιαιτέρως ενεργή επαγγελματικά και κουβαλήτρια, βαδίζει συνήθως πάνω σε παλαιότερα πρότυπα αποκλειστικής διαχείρισης των περί τέκνων αποφάσεων. Ο πατέρας μπορεί να είναι παρών σε αυτές τις αποφάσεις όταν συμφωνεί κι όταν πρέπει να επιβάλει πειθαρχικό έλεγχο, αν οι αποφάσεις της μητέρας δεν τηρούνται.
Ακούγομαι απόλυτος και ισοπεδωτικός; Σας είπα εξ αρχής, εκφράζω μια υποκειμενική άποψη, δεν είμαι ο παντογνώστης, δεν είμαι ευτυχώς ο νομοθέτης.
Η αρχή κάθε διαζυγίου είναι πως κανείς, υγιής στα μυαλά του άνθρωπος, δεν παντρεύτηκε για να χωρίσει. Αυτό προέκυψε στην πορεία. Γιατί δυο άνθρωποι που ξεκίνησαν μαζί επιθύμησαν διαφορετικά πράγματα, γιατί άλλαξαν εξαιτίας της ηλικίας, γιατί ήταν εξαρχής διαφορετικοί αλλά έκαναν το λάθος να νομίζουν ότι θα αλλάξουν ο ένας τον άλλον. Συνήθως για τα παραπάνω αποφασίζουν δυο άνθρωποι να λήξουν το γάμο τους. Αν το αποφασίσουν από κοινού, υπάρχει μια ελπίδα συνεννόησης, αν όχι, η συζυγική διαφωνία εύκολα μετατρέπεται σε γονεϊκή διαμάχη.
Η ελληνική κοινωνία έχει λιγότερους πραγματικούς φίλους από επαγγελματίες δικηγόρους και αυτό σκεφτείτε το λίγο παραπάνω. Έχει επίσης πάρα πολλούς κριτές κι ελάχιστους ακροατές. Και βέβαια έχει πολλά, πάρα πολλά διαζύγια. Γάμων που δεν πήγαν καλά και γάμων που δεν έπρεπε ποτέ να λάβουν χώρα. Και πολλά παιδιά απότοκα τέτοιων γάμων, μερικά μάλιστα γεννήθηκαν για να «σώσουν» έναν τελειωμένο γάμο, ίσως το μεγαλύτερο γονεϊκό έγκλημα ever.
Τα παιδιά γίνονται βέλη στη φαρέτρα των αντιδίκων, ρουκέτες σε ένα οπλοστάσιο που οι ιδιοκτήτες είναι έτοιμοι να ξοδέψουν μέχρι τέλους. Οι ρουκέτες είναι βέβαια υπερπολύτιμες κι ευαίσθητες αλλά μπροστά στην τελική νίκη αυτό παραβλέπεται. Η επικοινωνία με τα παιδιά μπαίνει πολύ συχνά στην ίδια πρόταση με τα χρήματα της διατροφής κι αυτό από μόνο του είναι χυδαίο αν το καλοσκεφτείτε.
Κάποτε ένας δικηγόρος μου είπε: «Τα παιδιά χρειάζονται έναν ισχυρό πατέρα. Ισχυρό οικονομικά, με αποθέματα δύναμης, ψυχραιμίας και αποφασιστικότητας. Αυτό είναι το πατρικό πρότυπο». Δεν μπορούσα να εξηγήσω σε έναν επιστήμονα του αντικειμένου ότι τον χωρισμό δεν τον λες και ανέφελο ως διαδικασία. Και κλάμα έχει, και αϋπνία έχει, και ανασφάλεια έχει και όλα αυτά που έχουν δικαίωμα να νιώθουν και άντρες και γυναίκες.
Επίσης όταν φτάσαμε σε μια «περιπέτεια» στα της επικοινωνίας με τα παιδιά μου, ένας άλλος δικηγόρος μου είπε: «Το να βλέπει ένας πατέρας τα παιδιά του είναι νομικό δικαίωμα, όχι υποχρέωση, άρα χρησιμοποίησε το!» Αντιλαμβάνομαι την επιστημονική διατύπωση και τη διάκριση μεταξύ δικαιώματος και υποχρέωσης, στα αυτιά μου όμως ακούστηκε ως υπερβολικά σκληρή κουβέντα. Με μετέτρεπε από πατέρα σε manager και τα παιδιά μου σε «υποθέσεις» που μπορούσα να διαχειριστώ κατά το συμφέρον μου.
Στην πραγματικότητα έχω δει προβλήματα κι εγκλήματα να διαπράττονται ανεξαρτήτως φύλου. Μανάδες να σκεπάζουν με τις φτερούγες τα παιδιά τους κάνοντας τον δρόμο προς τον πατέρα απροσπέλαστο, να αποξενώνουν γιους και κόρες από τον γονέα Β. Έχω δει και μπαμπάδες καθάρματα να εγκαταλείπουν τα παιδιά και τη μάνα τους στο έλεος του όποιου Θεού, όταν βέβαια δεν γίνονται διώκτες, βασανιστές χαιρέκακοι και ατομιστές.
Τι λέτε για τα παραπάνω; Μπορεί να τα ρυθμίσει όλα ο Νόμος, η Πολιτεία; Μπορεί να προβλέψει ο Νομοθέτης το παραμικρό σύμπλεγμα του κάθε αντιδίκου, την ανηθικότητα του καθενός και της καθεμιάς που εργαλειοποιούν τα παιδιά τους και χρησιμοποιούν τα χρήματα, τον χρόνο επικοινωνίας και τη γονεϊκή σχέση σαν εφόδια στον «πόλεμο»;
Επειδή είναι πρακτικά αδύνατον να προβλεφθούν όλα και για όλους, ένας καλός Νόμος νομίζω είναι ένας ισότιμος Νόμος. Χωρίς γονείς Α και Β κατηγορίας, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς διακρίσεις. Και μετά χρειάζονται έλεγχοι, δομές στην κοινωνία μας που θα βάζουν τους γονείς στο μικροσκόπιο και τα παιδιά σε προτεραιότητα. Αλλά και πάλι θα υπάρχουν οι εντός γάμου δυσλειτουργίες, εκεί που η κοινωνία και ο νόμος σπανίως κοιτάζουν. Γιατί υπάρχει η λανθασμένη εντύπωση πως η συνεπιμέλεια, το «εξίσου» και ο χρόνος επικοινωνίας αφορά μόνο διαζευγμένους.