Η εξέγερση του Ίλιντεν εναντίον των Οθωμάνων κι η εχθρική στάση της Ελλάδας (pics)

Gazzetta team
Η εξέγερση του Ίλιντεν εναντίον των Οθωμάνων κι η εχθρική στάση της Ελλάδας (pics)
Η εξέγερση του Ίλιντεν ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1903 αποτελεί εθνική επέτειο στην γειτονική χώρα, ενώ η σημασία της αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον εξαιτίας των πρόσφατων εξελίξεων σχετικά με την ονομασία της ΠΓΔΜ.

H εξέγερση του Ίλιντεν (Προφήτη Ηλία) αποτελεί ένα από τα σημεία καμπής σχετικά με την ιστορία και την εξέλιξη των σλαβικών πληθυσμών της νότιας βαλκανικής χερσονήσου στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ τα «απόνερά» της μάς απασχολούν -όπως φαίνεται- μέχρι και σήμερα.

Η κατάσταση στα Βαλκάνια στις αρχές του 1900

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Οθωμανική αυτοκρατορία κατέρρεε κάτω από το παλιό μοντέλο διοίκησης, την γραφειοκρατία και την διαφθορά, την αύξηση των εισαγωγών με βιομηχανικά προϊόντα, την αύξηση της τιμής των αγροτικών προϊόντων, την αδυναμία της να εκβιομηχανιστεί.

Η οικονομική δύναμη του μουσουλμανικού πληθυσμού στην Μακεδονία και την Θράκη εξασθενούσε και οι χριστιανικοί και εβραϊκοί πληθυσμοί, ιδιαίτερα των πόλεων και των κωμοπόλεων, είχαν αποκτήσει μεγάλη ευρωστία που αντικατοπτρίζονταν στην άνοδο του βιοτικού και του μορφωτικού επιπέδου. Οι χριστιανικοί και εβραϊκοί πληθυσμοί είχαν αποκτήσει τον έλεγχο του εμπορίου, της οικιακής βιοτεχνίας ακόμα και της τουρκικής διοίκησης, όπου παρατηρούνται συχνά φαινόμενα διαφθοράς.

 

Στις αγροτικές περιοχές, ενώ τις εκτάσεις τις είχανε παλαιότερα οι μεγάλοι Τούρκοι γαιοκτήμονες οι οποίοι συμπεριφέρονταν άδικα και βάναυσα στους χριστιανούς εργάτες με παρακράτηση της αμοιβής τους, σε πολλές περιπτώσεις, όπως βιλαέτι του Μοναστηρίου, οι χριστιανικοί και οι εβραϊκοί πληθυσμοί είχαν αποκτήσει ακόμα και τις μισές εκτάσεις των παλαιών τσιφλικίων.

Τα ανταρτικά σώματα των διάφορων εθνικών ομάδων προσπαθούσαν με θεμιτά ή όχι μέσα, συχνά με την βία, να εκφοβίσουν τον αντίπαλο εθνικό πληθυσμό. Τα νέα σλαβόφωνα κράτη (Βουλγαρία, και Σερβία) αλλά και η Ελλάδα άρχισαν να διεκδικούν τα κομμάτια της Μακεδονίας και της Θράκης βασιζόμενοι σε ιστορικούς και εθνοτικούς λόγους.

Ο χριστιανικός πληθυσμός της περιοχής ήταν εθνοτικά μικτός αλλά με πατριαρχική πλειοψηφία, και οι διεκδικήσεις κάθε κράτους βασιζόταν σε ανταγωνιστικές αξιώσεις από διάφορες αυτοκρατορίες του μακρινού παρελθόντος. Ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο των εδαφών βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε εκστρατείες προπαγάνδας και ανταγωνισμού μέσω των εκκλησιών, της Βουλγαρικής Εξαρχίας και του Πατριαρχείου, για την κυριότητα των ναών και της γλώσσας την ώρα της αλλά ιδιαίτερα των σχολείων, που ελέγχονταν κυρίως από τον τοπικό μητροπολίτη, με σκοπό την δημιουργία εθνικής συνείδησης στον τοπικό πληθυσμό.

Στην περιοχή εμφανίζονται διάφορες ομάδες εντεταλμένων παραστρατιωτικών και ανταρτών, οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις υποστηρίζονται από τον τοπικό πληθυσμό ή τον τρομοκρατούν, και υποστηρίζονται ανεπίσημα από τις κυβερνήσεις βαλκανικών κρατών εκείνης της περιόδου. Κάθε τάση προσπαθούσε να ελέγξει την λειτουργία των σχολείων και των εκκλησιών ώστε να μπορεί να δηλώσει σε δεύτερο χρόνο την δύναμη της κοινότητάς της απέναντι κυρίως στους προξένους, εκπροσώπους των δυνάμεων της Δύσης στην περιοχή, και σε κάθε επόμενη μεταστροφή των γεγονότων.

Τα γεγονότα του 1903 κι η σφαγή των επαναστατημένων από τους Οθωμανούς

Η επιλογή της 20ής Ιουλίου, ημέρας του Προφήτη Ηλία, ήρθε ύστερα από μια σειρά πολλών αναβολών, ώστε να οργανωθεί με τον κατάλληλο τρόπο και με την συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού. Η εξέγερση στην Μακεδονία εκδηλώθηκε στο βιλαέτι του Μοναστηρίου και υποστηρίχθηκε από βουλγαρόφιλους και σλαβόφωνους των αργοτικών περιοχών αλλά και σε κάποιο βαθμό και από τον Αρμανικό (Βλάχικο) και ελληνόφωνο πληθυσμό της περιοχής.

Σε μήνυμα του προς τον πατέρα του, Στέφανο, στις 25 Ιουλίου ο Ίων Δραγούμης έγραψε ότι «έχομεν σλαυικήν επανάστασιν εν Μακεδονία [...] Άπαντες οι σλαυόφωνοι πληθυσμοί ηκολούθησαν το κομιτάτον, ορθόδοξοι και σχισματικοί, και οι πλείστοι εκουσίως» και ότι οι επαναστάτες καταλάμβαναν κωμοπόλεις και χωριά κατοικούμενα από βλαχόφωνους και αλβανόφωνους, όπως το Κρούσοβο, το Πισοδέρι και το Νυμφαίο. Η κατοχή του Κρουσόβου από τους επαναστάτες κράτησε ακριβώς δέκα μέρες μέχρι τις 12 Αυγούστου ανακηρύσσοντας τη Δημοκρατία του Κρούσεβο υπό την προεδρία του δασκάλου Νικόλα Κάρεβ.

Στις 6 Αυγούστου 1903 / 19 Αυγούστου, ημέρα εορτής της Μεταμορφώσεως, έγινε η εξέγερση Βουλγάρων αγροτών στο βιλαέτι της Αδριανούπολης και οδήγησε στον έλεγχο μιας μεγάλης περιοχής στα όρη της Στράντζα κοντά στη Μαύρη Θάλασσα και ανακηρύχτηκε η δημιουργία αυτόνομης διοίκησης των ελεύθερων περιοχών με το όνομα Δημοκρατία της Στράντζα και μιας προσωρινής κυβέρνησης με έδρα την πόλη Βασιλικό (σήμερα Τσάρεβο της Βουλγαρίας, στην επαρχία Μπουργκάς).

Η προσωρινή κυβέρνηση διατηρήθηκε συνολικά για είκοσι μέρες μέχρι την καταστολή της εξέγερσης από τον οθωμανικό στρατό.

Bulgarian national revolutionary movement in Macedonia and East Thrace (1893-1912).png

Όταν η εξέγερση εξαπλώθηκε πολλά ηγετικά στελέχη σκοτώθηκαν σε μάχες με τους Οθωμανούς και η δράση της εξέγερσης καταστάλθηκε μέσα σε διάστημα λίγων μηνών, ενώ πολλοί που στρατεύτηκαν με τους εξεργεθέντες σκοτώθηκαν, φυλακίστηκαν ή κατέφυγαν στις ορεινές περιοχές.

Η οθωμανική διοίκηση έβλεπε τώρα με μεγαλύτερη καχυποψία τους χριστιανικούς πληθυσμούς, και αντί να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις για την βελτίωση των βασικών δικαιωμάτων του χριστιανικού στοιχείου, η καταπίεση εντάθηκε και δοκιμάστηκε η εμπιστοσύνη του πληθυσμού σε ανάλογες μελλοντικές αυτονομιστικές ενέργειες.

Πιθανολογείται ότι ένας από τους κυριότερους στόχους της εξέγερσης, που ήταν η εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων, επετεύχθη και κατάφεραν να πείσουν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να προσπαθήσουν να παρέμβουν στον σουλτάνο ώστε να υιοθετήσει μια πιο διαλλακτική στάση απέναντι στους χριστιανούς υπηκόους, αν και η πίεση αντίθετα εντάθηκε στο χριστιανικό στοιχείο και οδήγησε, μετά την Επανάσταση των Νεότουρκων, στη κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου το 1912.

Σύμφωνα με τον Βρετανό ερευνητή H. N. Brailsford: το Ίλιντεν ήταν η πρώτη οργανωμένη απόπειρα του βουλγαρικού στοιχείου στην Μακεδονία και την Θράκη, μετά την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας το 1903.

Με καχυποψία υποδέχθηκε η Ελλάδα τα νέα της εξέγερσης

Η στάση του τότε Ελληνικού κράτους, αν και δεν έχει ξεκαθαριστεί απόλυτα ιστορικά, επάνω στην Σλάβομακεδόνικη επανάσταση του Ίλιντεν δεν φαίνεται να ήταν θετική γιατί προφανώς μια αυτόνομη ή ανεξάρτητη Μακεδονία θα ήταν κόντρα στις εδαφικές βλέψεις της χώρας στην περιοχή.

Σύμφωνα με τον Πεζά, τον τότε πρόξενο της Ελλάδας στο τότε Οθωμανικό Μοναστήρι (Μπίτολα), και τα όσα γράφει σε έκθεση προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης το 1902, η επερχόμενη εξέγερση (Ίλιντεν) έχει ως στόχο μια αυτόνομη ή ανεξάρτητη Μακεδονία, προτίθενται να την ακολουθήσουν και πατριαρχικοί και εξαρχικοί πληθυσμοί και περιγράφονται οι άθλιες συνθήκες ζωής πολλών Μακεδόνων (κυρίως αγροτών).

Ο ίδιος ο Πεζάς αναφέρει πως ο ίδιος και το Ελληνικό κράτος επιδιώκει μια συνεργασία με τις Οθωμανικές αρχές και δίνει μάλιστα σε αυτές όλες τις πληροφορίες που έχει μαζέψει σχετικά με τις κινήσεις των αυτονομιστών, καθώς επιθυμεί τη συντριβή του κινήματος.

Αναφέρει ακόμα πως η Ελλάδα ενδιαφέρεται για την ηρεμία και την ευημερία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς φοβάται πως η αναταραχή θα μπορούσε να επεκταθεί και μέσα στην Ελλάδα. Τις παραμονές της επανάστασης ο νέος πρόξενος της Ελλάδας στο Μοναστήρι Κ.Κυπραίος αναφέρει πως υπάρχει συνεργασία του με την Οθωμανική αυτοκρατορία σε επίπεδο πληροφοριών για την επερχόμενη επανάσταση και πως ξοδεύονται χρήματα για προπαγάνδα που θα απέτρεπε τον πατριαρχικό πληθυσμό να μπει στην επανάσταση.

Τέλος ο τότε μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης χαρακτηρίζει με ύβρεις τους επαναστάτες, ενώ φαίνεται πως ο συνεργάτης του και συνεργάτης των Οθωμανών Βαγγέλης Στρεμπενιώτης με τους άντρες του είχε συμμετοχή σε μία εκστρατεία κατά των επαναστατών στις 4 Αυγούστου.

Πληροφορίες: wikipedia.org