Καθηγητής γενετικής: Οι δύο λόγοι που το δεύτερο κύμα του κορονοϊού είναι... φονικότερο

Gazzetta team
Καθηγητής γενετικής: Οι δύο λόγοι που το δεύτερο κύμα του κορονοϊού είναι... φονικότερο
Oι καιρικές συνθήκες και οι τρεις μεταλλάξεις του κορονοϊού κατέστησαν πιο επιθετικό το δεύτερο κύμα της πανδημίας στην Ελλάδα, τονίζει ο ομοτ. καθηγητής Γενετικής του ΑΠΘ Κ. Τριανταφυλλίδης

Οι καιρικές συνθήκες και συγκεκριμένα η θερμοκρασία που κυμαίνεται στους 9 με 10 βαθμούς Κελσίου, αλλά και οι τρείς μεταλλάξεις που σημειώθηκαν τους τελευταίους μήνες και δημιούργησαν το νέο στέλεχος του κορονοϊού, είναι οι δυο βασικοί παράγοντες που καθιστούν πιο επιθετικό και σοβαρό το δεύτερο κύμα της πανδημίας COVID-19, όπως δήλωσε στο ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ «Πρακτορείο FM 104.9», ο ομότιμος καθηγητής Γενετικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης.

Συγκεκριμένα ο κ. Τριανταφυλλίδης ανέφερε ένα από τα δυο πράγματα που είναι τελείως διαφορετικά στο δεύτερο κύμα της πανδημίας σε σχέση με την περασμένη άνοιξη είναι ο καιρός και τόνισε πως «το άριστο της επιβίωσης του ιού είναι η θερμοκρασία περίπου 9- 10 βαθμούς Κελσίου και σήμερα στη Θεσσαλονίκη έχουμε περίπου 10 βαθμούς το μέγιστο, άρα έχουμε άριστη θερμοκρασία μετάδοσης του ιού. Έτσι για παράδειγμα ο ιός μπορεί να παραμείνει σε έναν ανελκυστήρα 4 με 5 ώρες, ενώ το καλοκαίρι παρέμενε μόνο 10 με 15 λεπτά. Αυτό σημαίνει ότι πλέον περισσότερα άτομα μπορούν να μολυνθούν, καθώς ο ιός μπορεί να επιζήσει πάρα πολλές ώρες, ακόμα και στις επιφάνειες, ενώ έχει αποδειχθεί ότι ο ιός μπορεί να μεταδοθεί και αερογενώς ακόμα και σε απόσταση τεσσάρων μέτρων».

Το δεύτερο στοιχείο στο οποίο οφείλεται η αυξημένη επιθετικότητα του κορονοϊού, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι το γεγονός ότι από το περασμένο καλοκαίρι, «έγιναν τρεις μεταλλάξεις στο αρχικό στέλεχος του ιού, που τον έκαναν ακόμα πιο σταθερό, πιο μεταδοτικό και επιπλέον το καινούργιο αυτό στέλεχος έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί πιο γρήγορα και πιο σοβαρά κλινικά συμπτώματα» τα οποία τώρα βλέπουμε να μολύνουν τον πληθυσμό στη χώρα μας.

Επισήμανε ωστόσο ότι στον κορονοϊό «αν και μπορούν να γίνουν 30.000 μεταλλάξεις στο RNA αυτό δεν συμβαίνει ευτυχώς, διότι ο κορονοϊός έχει ένα σύστημα επιδιόρθωσης των λαθών του, όπως ο υπολογιστής τον αυτόματο διορθωτή, έτσι οι μεταλλάξεις του είναι περίπου υποδεκαπλάσιες σε σχέση με τον ιό της γρίπης» και διευκρίνισε πως «οι μεταλλάξεις του ιού που έγιναν τον Φεβρουάριο στη Ευρώπη και συγκεκριμένα η μετάλλαξη 614 στην πρωτεΐνη της ακίδας του ιού, είχε ως αποτέλεσμα να έχει 10 φορές μεγαλύτερη συγγένεια με τα κύτταρά μας και έτσι ο ιός γίνεται δέκα φορές πιο μεταδοτικός, πολλαπλασιάζεται πιο γρήγορα και δίνει περισσότερους απογόνους».

 

Στην Ελλάδα ο μεταλλαγμένος ιός ήρθε τον Ιούνιο και η μετάλλαξη αυτή μεγάλωσε σε συχνότητα και έφτασε περίπου στο 40 %, με αποτέλεσμα να μολύνει όχι μόνο τα ενήλικα άτομα, αλλα να μολύνει και παιδιά ηλικίας άνω των 5 ετών σε ποσοστό 7%, σε αντίθεση με το κινέζικο στέλεχος που μόλυνε μόνο το 1% υπογράμμισε ο κ. Τριανταφυλλίδης.

Ερωτηθείς για το εμβόλιο που αναμένεται να κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες, είπε ότι «θεωρητικά θα είμαστε σε πολύ καλύτερη κατάσταση με ένα εμβόλιο εναντίον του κορονοϊό, σε σχέση με ένα εμβόλιο της γρίπης, η οποία μεταλλάσσεται 10 φορές γρηγορότερα».

Αναφερόμενος στη μετάδοση του ιού από τα οικόσιτα ζώα στον άνθρωπο, ο κ.Τριανταφυλλίδης τόνισε ότι, «έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να γίνει μετάδοση του ιού από τα μινκ στον άνθρωπο και το ανάποδο, ωστόσο στα οικόσιτα ζώα όπως τα σκυλιά και τις γάτες, έχει διαπιστωθεί ότι μπορεί να γίνει μετάδοση του ιού από τον άνθρωπο στο σκύλο και την γάτα, από την γάτα σε άλλη γάτα, αλλά όχι από τα αυτά τα ζώα στον άνθρωπο. Τα οικόσιτα ζώα δεν αρρωσταίνουν και είναι ασυμπωματικά, καλό όμως είναι όταν ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους να πλένουμε τα χέρια μας, μήπως κατά λάθος αποδειχθεί εκ των υστέρων ότι υπάρχει μια απειροελάχιστη πιθανότητα μετάδοσης».

Σχετικά με τα υπόλοιπα οικόσιτα ζώα, επισημαίνει ο καθηγητής, πως είναι γνωστό πως δεν μεταδίδεται σε πουλερικά και γουρούνια και μπορούμε χωρίς κανένα πρόβλημα να καταναλώνουμε κοτόπουλα και χοιρινό κρέας.