Συμπεράσματα μιας δημοσκόπησης
Η εξαμηνιαία έρευνα της MRB “Τάσεις”, προσφέρει μια σειρά από χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα στο κατώφλι του 2018, μια χρονιά που από πολλούς, θεωρείται εκλογική:
Πρώτον, η Νέα Δημοκρατία διατηρεί ένα ισχυρό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, που παρά τη μείωσή του σε σχέση με τις προ φθινοπώρου μετρήσεις, παραμένει στις εννέα μονάδες. Το εύρος διακύμανσης των ποσοστών της αξιωματικής αντιπολίτευσης ξεκινά από το 33% και φτάνει στο 37% και εάν αυτά τα ποσοστά διατηρηθούν στο δρόμο προς τις εκλογές, το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη φλερτάρει με την αυτοδυναμία. Κρίσιμη παράμετρος της αυτοδυναμίας βέβαια, είναι το πόσα κόμματα θα καταφέρουν τελικά να μπουν στη βουλή. Ο βαθμός συσπείρωσης των ψηφοφόρων της ΝΔ ξεπερνά το 90%, αλλά το πιο σημαντικό στοιχείο, είναι ότι στις απευθείας μετακινήσεις, ένας στους δέκα ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνει ότι θα ψηφίσει ΝΔ.
Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε μετά το καλοκαίρι να ανεβάσει τα ποσοστά του. Στατιστικολόγοι και αναλυτές επιμένουν άλλωστε διαχρονικά ότι στο μέσο του εκλογικού κύκλου, μια κυβέρνηση βλέπει τα χαμηλότερά της ποσοστά. Το κυβερνών κόμμα διατηρεί βέβαια ιδιαίτερα χαμηλή συσπείρωση (κοντά στο 55%) και χάνει ψηφοφόρους τόσο προς τη ΝΔ, όσο και στο νεοσύστατο Κίνημα Αλλαγής. Ερωτηματικό για τους δημοσκόπους, αποτελεί πάντοτε το πόσοι από τους ψηφοφόρους ΣΥΡΙΖΑ του 2015 θα επιλέξουν να εμφνιστούν ξανά στην κάλπη, ή αν θα απέχουν. Αυτός είναι ίσως ο κρισιμότερος παράγοντας που θα κρίνει και τα τελικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στην κάλπη. Βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ δεν “ψαρεύει” μέχρι στιγμής ψηφοφόρους από άλλα κόμματα. Κοιτάζει δηλαδή μόνο στη δεξαμενή αυτών που τον ψήφισαν στις δίδυμες εκλογές του 2015.
Τρίτον, το στοίχημα του Κινήματος Αλλαγής, για διψήφιο ποσοστό στις μετρήσεις, φαίνεται να κερδίζεται. Αν αυτό αποτυπωθεί και στην κάλπη, θα επιβεβαιωθούν όσοι έλεγαν ότι στην πολιτική, η συνάθροιση δυνάμεων δεν λειτουργεί ποτέ προσθετικά - αντίθετα, λειτουργεί πολλαπλαστικά, ή διαιρετικά. Η δυναμική φαίνεται να υπάρχει, η διαφορά βέβαια από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει μεγάλη.
Τέταρτον, ο Πρωθυπουργός υστερεί στα ποιοτικά στοιχεία απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Χάνει στην καταλληλότητα, γεγονός που δεν παρατηρείται συχνά στις δημοσκοπήσεις. Ακόμη κι όταν το κυβερνών κόμμα υπολείπονταν στις μετρήσεις, ο Πρωθυπουργός συνήθως προηγείτο του αντιπάλου του στο ερώτημα της καταλληλότητας (συνέβαινε επί Σημίτη, αργότερα επί Καραμανλή, ακόμη κι επί Σαμαρά έναντι Τσίπρα).
Πέμπτον, στην κοινωνία επικρατούν συναισθήματα απογοήτευσης, θυμού κι οργής. Οι προσδοκίες της κοινωνίας για την πορεία της οικονομίας και των προσωπικών οικονομικών είναι εξαιρετικά χαμηλές. Το κλίμα δεν αντιστρέφεται, παρά το ότι η χώρα κλείνει τον έβδομο χρόνο στα Μνημόνια και ο Πρωθυπουργός τάζει την έξοδο από αυτά. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι η δημοσκοπική υπεροχή στα χρόνια της κρίσης, ερμηνεύεται κυρίως ως ψήφος αποδοκιμασίας στο κυβερνών κόμμα και λιγότερο ως ρεύμα ελπίδας για τον δεύτερο.
Πηγή: reader.gr
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ:
- Μιχάλης Χρυσοχοΐδης: Ο πληροφοριοδότης «Χι» και ο ρόλος του στην εξάρθρωση της 17Ν, πώς έβαλε στο κάδρο τον Γιωτόπουλο
- Θεοδωρικάκος για ελέγχους ενόψει Black Friday: Ενδείξεις παραβίασης νομοθεσίας σε 2.000 κωδικούς και έναν influencer
- «Ενας άλλος άνθρωπος είχε σκοτωθεί στη θέση μου...»: Η συγκλονιστική αφήγηση του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη για τη μάχη του με την τρομοκρατία