Μάχη της Κρήτης: Ο αποκεφαλισμός των ερωμένων των Ναζί κι ο άνθρωπος που έμεινε σε υπόγειο για 4 χρόνια
- «Η γιαγιά μου είχε στο υπόγειο του σπιτιού της έναν άνθρωπο για 3-4 χρόνια»
- «Ο μπαμπάς μου ανέπνεε από ένα καλάμι μέσα σε μια λίμνη για να μην τον πιάσουν οι Γερμανοί»
- Οι ερωμένες των Γερμανών που πρόδωσαν τους αντιστασιακούς και αποκεφαλίστηκαν
- «Εκαψαν ένα ολόκληρο χωριό επειδή σκοτώθηκε ένας φαντάρος τους»
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πριν από 80 χρόνια οι Ναζί αλεξιπτωτιστές γέμισαν τον ουρανό του Ηρακλείου, με σκοπό να πέσουν στο νησί και στη συνέχεια να το κατακτήσουν.
Οι Κρητικοί που είχαν απομείνει στον τόπο τους και δεν είχαν πάει στο Ελληνοαλβανικό μέτωπο τους... περίμεναν και υπερασπίστηκαν τον τόπο και την Ελλάδα με όλες τις δυνάμεις που είχαν.
Το gazzetta.gr σάς παρουσιάζει ιστορίες από τον πόλεμο και την κατοχή όπως μας τις μετέφεραν οι συγγενείς των ανθρώπων που έζησαν τις θηριωδίες των Ναζί.
«Η γιαγιά μου είχε στο υπόγειο του σπιτιού της έναν άνθρωπο για 3-4 χρόνια»
Ο Ηρακλής Ζωγραφάκης, εγγονός της Ιφιγένειας Περιβολάρη, η οποία είναι 90 ετών σήμερα μεταφέρει στο gazzetta.gr ιστορίες που του έχει αναφέρει η γιαγιά του.
«Η δική μου η γιαγιά ήταν επτά χρονών όταν έγινε η εισβολή. Ο μπαμπάς της ήταν στο μέτωπο στην Αλβανία, δεν είχε γυρίσει όπως και κανείς άλλος.
Στην Κρήτη δεν υπήρχε ελληνικό στράτευμα όταν έγινε η πτώση των αλεξιπτωτιστών. Υπήρχαν Καναδοί στο Μάλεμε που έπρεπε να υπερασπιστούν το νησί.
Όταν ήχησαν οι σειρήνες, η μάνα της φόρτωσε το γαϊδούρι, με ξηρά τροφή, δύο στάμνες νερό, ενώ πήρε μαζί της και την προίκα της. Ετσι, ανέβηκε στο βουνό μαζί με τις δύο κόρες της.
Ο παππούς της γιαγιάς μου που ήταν τότε 83 ετών, κατέβηκε στην πεδιάδα μαζί και με άλλους χωριανούς όπου περίμεναν τους αλεξιπτωτιστές. Εκεί υπήρχαν μύλοι, όπου γύριζαν και περίμεναν να πέσουν οι Ναζί πάνω σ' αυτούς. Ετσι κι έγινε. Όποιος έπεφτε πάνω στο μύλο, οι πιο γέροι που ήταν κρυμμένοι στους μύλους τους σκότωναν.
Οι πιο νέοι, οι 60άρηδες ας πούμε, κρύβονταν όπου μπορούσαν και έκαναν επιθέσεις ανά τριάδες. Τα παιδιά κι οι γυναίκες στη Χερσόνησο έμειναν στο βουνό δέκα μέρες. Όταν άρχισε να τελειώνει το νερό, έστελναν τα αγόρια να γεμίσουν τις στάνες. Οτιδήποτε υπήρχε σε οικόσιτο ζώο, το είχαν εξαφανίσει οι Γερμανοί. Την 10η μέρα, ένας Γερμανός μαζί με έναν δοσίλογο του χωριού έδωσε ένα γράμμα σ' ένα παιδί και ζήτησε από τους κατοίκους να κατέβουν με αντάλλαγμα να μην τους πειράξουν. Ετσι έγινε. Οσοι ήταν στο βουνό κατέβηκαν και δεν τους πείραξε κανένας. Όμως, όσα όπλα πήραν οι γέροι από τους αλεξιπτωτιστές που σκότωσαν, μεταφέρθηκαν σε αντιστασιακές οργανώσεις στα βουνά της Κρήτης.
Η γιαγιά μου αυτό που δεν θα ξεχάσει ποτέ της είναι πως όταν όταν γύρισε ο μπαμπάς της από το μέτωπο, είχε μαζί του και κάποιον από τη Βόρεια Ελλάδα, ο οποίος δεν βρήκε τίποτα περνώντας από το χωριό του.
Τον είχαν μέχρι και την απελευθέρωση στο υπόγειο. Δεν είδε το φως της ημέρας για 3-4 χρόνια. Μέχρι και την απελευθέρωση».
«Ο μπαμπάς μου ανέπνεε από ένα καλάμι μέσα σε μια λίμνη για να μην τον πιάσουν οι Γερμανοί»
Η Κατερίνα Καλαϊτζάκη, κόρη του Γεώργιου Καλαϊτζάκη, θυμάται όσα της είπε ο μπαμπάς της πριν αφήσει την τελευταία του πνοή το 1998.
«Ο μπαμπάς μου κατά τη γερμανική κατοχή ήταν περίπου 17 ετών. Είχε άλλα 12 αδέρφια και καταλαβαίνετε ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να φάνε. Ζούσαν στο χωριό Ζαρός. Ο πατέρας ήθελε να ταΐσει τα αδέρφια του και έτσι αναγκάστηκε να κλέψει, μαζί με άλλους δύο συγχωριανούς του, τα λάστιχα από τα φορτηγά των Γερμανών ώστε να τα πουλήσει και να εξασφαλίσει κάποια τρόφιμα.
Όπως μου είχε πει ο μπαμπάς μου, οι Γερμανοί, στο πέρασμά τους δεν άφησαν τίποτα. Τους είχαν πάρει μέχρι και τα ψωμιά.
Οι Ναζί, όμως, τους πήραν χαμπάρι και πήγαν μαζί με τα σκυλιά που είχαν να τους εντοπίσουν. Ο πατέρας μου βρήκε μία λίμνη, μπήκε μέσα στο νερό και ανέπνεε από ένα καλάμι που βρήκε εκεί, ώστε να τον μην εντοπίσουν τα σκυλιά γιατί μέσα στο νερό τα ίχνη χάνονται. Εν τέλει, οι Γερμανοί πέρασαν από εκείνο το σημείο, δεν τους βρήκαν και κατάφεραν να πουλήσουν τα λάστιχα και να εξασφαλίσουν λίγη τροφή για τις οικογένειές τους».
Οι ερωμένες των Γερμανών που πρόδωσαν τους αντιστασιακούς και αποκεφαλίστηκαν
Η κυρία Καλαϊτζάκη, συνεχίζοντας θυμάται άλλη μια ιστορία.
«Η άλλη ιστορία που μου είπε η μητέρα μου, Μαρία, πριν πεθάνει το 2013 έχει να κάνει με δύο αδερφές σ' ένα χωριό του Ηρακλείου, του οποίου το όνομα αυτή τη στιγμή δεν το θυμάμαι. Δεν είχα δώσει βάση όταν μου το 'πε.
Αυτές οι δύο αδερφές λοιπόν, που είχαν και ερωτικές σχέσεις με τους Γερμανούς φαντάρους απολάμβαναν όλα τα προνόμια, όπως φαγητά και άλλες ανέσεις για τα δεδομένα της εποχής και της κατάστασης που επικρατούσε.
Αυτές πρόδωσαν στους Γερμανούς τους αντιστασιακούς όχι μόνο του χωριού άλλα και άλλων δυο-τριών κοντινών περιοχών, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να πάνε και να εκτελέσουν 40 άτομα στην πλατεία του χωριού. Σήμερα υπάρχει και μνημείο στην πλατεία αυτήν.
Μετά την κατοχή, όμως, οι υπόλοιποι αντιστασιακοί που κατάφεραν να γλιτώσουν τις έσφαξαν και τις δύο».
«Εκαψαν ένα ολόκληρο χωριό επειδή σκοτώθηκε ένας φαντάρος τους»
Ο Δημήτρης Μαραθιανός, γιος του Γιώργου Μαραθιανού (γεννηθείς το 1931) και της Ευαγγελίας Καλοκύρη (γεννηθείσα το 1935) μιλώντας στο gazzetta.gr, θυμάται όσα του είχαν πει οι γονείς τους όταν ακόμη του μιλούσαν γι' αυτά.
Κι οι δυο του οι γονείς είναι εν ζωή, αλλά η κατάσταση της υγείας τους δεν τους επιτρέπει τις συγκινήσεις.
«Ο μπαμπάς μου ήταν 10 ετών κι η μαμά μου σχεδόν μωρό. Μου είχαν πει ότι οι φαντάροι τους έδιναν γαλέτες για να τους ταΐσουν.
Οι Γερμανοί, σίγουρα ήταν ο κατακτητής. Ήρθαν στα μέρη μας για να μας υποδουλώσουν. Στο χωριό μας, όμως, τις Αλόιδες δεν πάτησε κανένας. Δεν μας έκαναν εκεί ποτέ άσχημα πράγματα.
Στο προηγούμενο χωριό από το δικό μας, στη Δαμάστα όμως σκότωσαν 30-40 άτομα. Όσοι ήταν κάτω από 30 χρονών εκτελέστηκαν. Σκοτώθηκε ένας Γερμανός φαντάρος και έτσι οι Γερμανοί πήγαν και έκαψαν το χωριό.
Γενικότερα οι απλοί Γερμανοί φαντάροι, από μόνοι τους δεν ήταν βίαιοι. Δεν έμπαιναν στα σπίτια για να βιάσουν και να σκοτώσουν, αν δεν λάμβαναν εντολή από κάποιον αξιωματικό απ' ότι μου έχει πει ο μπαμπάς μου.
Η γιαγιά μου, μου είχε πει ότι έμπαιναν στα σπίτια και ζητούσαν φαγητό. Όταν εκείνη έφτιαχνε τηγανητές πατάτες, καθόντουσαν και γελούσαν βλέποντας να τις φτιάχνουν στα κάρβουνα. Η κατάσταση τότε κάπως έτσι ήταν. Οι γονείς μου ήταν μικρά παιδιά κι οι μνήμες τους είναι ελάχιστες».