Αν ξέρουν τι έκαναν καλά και τι όχι στην Ισπανία, θα τα καταφέρουν με την Γεωργία

Βασίλης Σαμπράκος Βασίλης Σαμπράκος
Αν ξέρουν τι έκαναν καλά και τι όχι στην Ισπανία, θα τα καταφέρουν με την Γεωργία

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος ακούει τον Φαν’τ Σχιπ και τους ποδοσφαιριστές να μιλούν με αυτογνωσία και επίγνωση για όσα έκαναν και δεν έκαναν στη Γρανάδα ενόψει του πιο κρίσιμου αγώνα για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2022 απέναντι στην Γεωργία.

Επίσημο εκτός έδρας παιχνίδι απέναντι σε μεγάλο αντίπαλο η Ελλάδα είχε να δώσει από τον Οκτώβριο του 2019. Τότε, στη Ρώμη, απέναντι στην Ιταλία ο Τζον Φαν’τ Σχιπ μας είχε δείξει για πρώτη φορά την ιδέα του για την στρατηγική και την τακτική που επιθυμεί να ακολουθεί η ομάδα του απέναντι σε μεγάλες ομάδες. Εκείνο το αγωνιστικό πλάνο είχε λειτουργήσει πολύ καλά, γι’ αυτό και η εικόνα της απόδοσης της Ελλάδας απέναντι στην Ιταλία ήταν καλή - πολύ καλύτερη από την εντύπωση που άφησε το τελικό 2-0. Η Ελλάδα είχε κρατήσει λίγο την μπάλα (72%-28%), αλλά είχε καταφέρει να γίνει απειλητική. Έφτασε μια ανάσα από την ισοφάριση στο 73’ο λεπτό, προτού δεχθεί στο 78’ το δεύτερο γκολ. Σε εκείνο το παιχνίδι η βασική ιδέα του Ολλανδού προπονητή ήταν να στήσει το αμυντικό του μπλοκ στο μεσαίο τρίτο του τερέν με όραμα να κόβει τις επιθέσεις της Ιταλίας, ή το λιγότερο να επιβραδύνει τον ρυθμό της επιθετικής ανάπτυξής της και να ψάξει το γκολ στις γρήγορες επιθέσεις και τις αντεπιθέσεις.

Το βράδυ της Πέμπτης στην Γρανάδα ο προπονητής και οι ποδοσφαιριστές είχαν μια προηγούμενη παράσταση για να συνεννοηθούν σχετικά με το αγωνιστικό σχέδιο που είχε ετοιμάσει ο Φαν’τ Σχιπ. Εξι παίκτες που συμμετείχαν στο ματς της Ρώμης χρησιμοποιήθηκαν στο ματς με την Ισπανία. Αυτό είναι που κερδίζει μια ομάδα όταν δουλεύει για καιρό με τον ίδιο προπονητή. Αυτό είναι το όφελος της Εθνικής από τη συνέχεια που έχει στη συνεργασία με το ίδιο προπονητικό τιμ: η επίγνωση, η αυτοπεποίθηση, η εμπιστοσύνη των ποδοσφαιριστών προς το σχέδιο του προπονητή.

 

Απέναντι στην Ισπανία, η Ελλάδα ήταν λγότερο απειλητική, ειδικά στο πρώτο ημίχρονο, συγκριτικά με τη στάση της στο ματς της Ρώμης. Η στάση της στη φάση της άμυνας ήταν παθητική μέχρι να φτάσει η μπάλα στο δικό της αμυντικό τρίτο. Κι αυτός ήταν ένας λόγος για να αναγκαστεί η Εθνική να αμυνθεί με μεγάλο βάθος. Το κύριο πρόβλημά της δεν ήταν πως δεν αμυνόταν καλά· ήταν ότι δυσκολευόταν πολύ να κρατήσει την μπάλα. Σε αυτό το κομμάτι του παιχνιδιού η Ελλάδα φανέρωσε αδυναμίες, ειδικά κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου. Έχανε πολύ εύκολα την κατοχή της μπάλας και επέτρεπε στην Ισπανία να την πιέσει. Η Ελλάδα δεν υπέφερε, κι αυτό συνέβη χάρη στην ικανότητά της να “μικραίνει” διαρκώς το γήπεδο όταν οι Ισπανοί είχαν την κατοχή και να μην αφήνει ελεύθερο χώρο και χρόνο στους αντιπάλους της για να αναπτυχθούν. Χάρη στην συγκέντρωσή της η Ελλάδα δεν επέτρεψε στους Ισπανούς να βρίσκουν χώρο και χρόνο για να ανεβάσουν τον ρυθμό της επιθετικής ανάπτυξής τους. Κι έτσι κατάφερε να μη δεχθεί μεγάλο αριθμό ευκαιριών.

Επειδή όμως το ποδόσφαιρο παίζεται από δύο, πρέπει κανείς να κοιτάξει και την συμπεριφορά της Ισπανίας. Η ομάδα του Λουίς Ενρίκε μοιάζει να παρασύρθηκε από τον τρόπο με τον οποίο βρήκε το δικό της γκολ στο 33’. Πίστεψε ότι το δικό της τίκι τάκα ήταν αρκετό για να κουράσει το μυαλό και το σώμα των Ελλήνων ώστε να ξαναβρεί στιγμές αρρυθμίας σαν αυτή που βρήκε στο 33’, όταν οι Έλληνες κεντρικοί μέσοι παρασύρθηκαν από την πορεία της μπάλας και άφησαν τον ελεύθερο χώρο που βρήκε ο Κόκε για να σερβίρει στον Μοράτα. Η Ελλάδα όμως ανασυντάχθηκε αμέσως, έδειξε ανθεκτικότητα, συνέχισε με την ίδια στρατηγική και ξαναβρήκε αμέσως την συγκέντρωσή της. Και με τις αλλαγές από την αρχή του δευτέρου ημιχρόνου ο Φαν’τ Σχιπ έβαλε στην ομάδα του στοιχεία που τη βοήθησαν να αποκτήσει λίγο καλύτερη ισορροπία στο παιχνίδι της - δηλαδή να βγάζει την μπάλα από το δικό της μισό και να γίνεται λίγο περισσότερο απειλητική για τον αντίπαλο προκειμένου να τον προβληματίσει και να μη του επιτρέπει να επιτίθεται με 8 ποδοσφαιριστές στο δικό της μισό του γηπέδου.

Στο κομμάτι της επίθεσης η Εθνική στάθηκε τυχερή. Προκάλεσε την τύχη της με την στάση της, αυτό το άμεσο πρέσινγκ από τον Ζέκα και τον Μασούρα όταν έχασε την μπάλα στα όρια της ισπανικής μεγάλης περιοχής και “της έκατσε” με το λάθος του Ινίγο Μαρτίνεθ. Και επειδή αξιοποίησε την ευκαιρία που της έδωσε η τύχη και αμύνθηκε αποτελεσματικά έφυγε από την Γρανάδα με ένα μεγάλο αποτέλεσμα.

Ρεαλιστικά, το αγωνιστικό πλάνο αυτού του παιχνιδιού δεν θα μπορούσε να είναι κατά πολύ διαφοροποιημένο. Η Ελλάδα άλλωστε το διαπίστωσε αυτό στην πράξη κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου όσες φορές επιχείρησε να πιέσει ψηλά τους Ισπανούς ανεβάζοντας τις αμυντικές γραμμές της. Οι Ισπανοί έσπαγαν το πρέσινγκ και αμέσως η Ελλάδα έμπαινε στον κίνδυνο να δεχθεί επιθέσεις στην πλάτη της άμυνάς της. Ναι, φυσικά ναι, με καλύτερες τοποθετήσεις και πιο ποιοτικές πρώτες επαφές με την μπάλα η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε αναπτυχθεί καλύτερα και άρα να μην είχε δυσκολευτεί τόσο πολύ στο κράτημα της μπάλας, κι ίσως έτσι να είχε δημιουργήσει μεγαλύτερο αριθμό “επικίνδυνων” επιθέσεων (96 οι Ισπανοί - 18 οι Έλληνες). Όμως για να συμβούν αυτά όταν ετοιμάζεσαι να αντιμετωπίσεις έναν τόσο ποιοτικό αντίπαλο χρειάζεται περισσότερος χρόνος προετοιμασίας. Και η Εθνική δεν μπορούσε να τον έχει αυτή την εποχή για να δουλέψει περισσότερο στον τρόπο που λειτουργεί στο πρώτο στάδιο των επιθέσεών της.

Αν ακούγαμε τον προπονητή και τους ποδοσφαιριστές να μας λένε ότι αυτή ήταν μια αψεγάδιαστη εμφάνιση θα είχαμε μεγάλη ανησυχία για την πιθανότητα αυτοί να ζουν … στον κόσμο τους και να λειτουργούν με την ψευδαίσθηση ότι δεν απαιτείται βελτίωση στην επιθετική λειτουργία. Όμως τόσο ο προπονητής όσο και οι ποδοσφαιριστές στον δημόσιο και τον ιδιωτικό λόγο τους δείχνουν επίγνωση. Ξέρουν τι έκαναν καλά στη Γρανάδα και πού χρειάζεται να παρουσιάσουν άμεσα βελτίωση ενόψει του αγώνα με την Γεωργία. Και όσα ακούω από εκείνους μου δημιουργούν την αίσθηση ότι η νοοτροπία της προετοιμασίας τους για το επόμενο παιχνίδι είναι η ενδεδειγμένη. Ξέρουν δηλαδή ότι αν δεν νικήσουν την Τετάρτη στην Τούμπα τους Γεωργιανούς θα έχουν πετάξει στα σκουπίδια τον άθλο της Γρανάδας. Και έχουν επίσης αντιληφθεί ότι η δυναμική της Γεωργίας, όπως αυτή φάνηκε στο παιχνίδι της Πέμπτης απέναντι στην Σουηδία είναι παραπάνω από απειλητική. Απέναντι στη Σουηδία η Γεωργία ζήτησε και την μπάλα και το παιχνίδι. Συνεπώς στην Τούμπα δεν πρόκειται να εμφανιστεί μια ομάδα που θα αμυνθεί με βάθος και θα αφήσει την μπάλα στους Έλληνες. Αυτή η Γεωργία είναι μια απειλητική ομάδα, με γρήγορους επιθετικούς των οποίων οι τεχνικές δεξιότητες είναι παραπάνω από αρκετές για να τιμωρήσουν την Ελλάδα αν βρουν κενούς χώρους.

Το αποτέλεσμα της αρχής ήταν εντυπωσιακό. Το αμυντικό κομμάτι του αγωνιστικού πλάνου ήταν πάρα πολύ καλό, και η συγκέντρωση και η πειθαρχία των ποδοσφαιριστών το έκανε αποτελεσματικό. Η οργάνωση, η συνοχή, ο συγχρονισμός, η καλή ενδοεπικοινωνία, το ομαδικό πνεύμα ήταν στοιχεία που θα της φανούν παραπάνω από χρήσιμα μιας ομάδας που ζητά από τον εαυτό της να μείνει μέχρι τέλους στη μάχη για την κατάληψη της 2ης θέσης. Αρκεί αυτή η Εθνική να έχει την νοοτροπία μιας ομάδας που έχει αυτογνωσία και κατανοεί ότι πρέπει να εκμεταλλευτεί αυτές τις μέρες προκειμένου να προετοιμαστεί σωστά: να βάλει στοιχεία στο παιχνίδι της προκειμένου να βελτιωθεί στην κατοχή της μπάλας και την επιθετική ανάπτυξη δίχως να χάσει την αμυντική οργάνωση, την πειθαρχία, την προσήλωση της στο τακτικό κομμάτι και το πάθος και την ένταση που έβγαλε στο β’ ημίχρονο με τους Ισπανούς.

Ξεκινήσαμε καλά. Στο “είμαστε σε καλό δρόμο” όμως δεν θα φτάσουμε αν δεν νικήσουμε την Γεωργία. Όπως έγιναν τα πράγματα, οι ποδοσφαιριστές και ο Φαν’τ Σχιπ μετέτρεψαν το ματς με τους Γεωργιανούς σε πιο σημαντικό και κρίσιμο από όσο ήταν αυτό με την Ισπανία.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.