Ντιέγκο Μαραντόνα: Ωδή στη χαρά
Το ξημέρωμα βρήκε τον κήπο του σπιτιού γεμάτο λάσπες. Έβρεχε όλη νύχτα. Ήταν Κυριακή, αλλά κανείς δεν ήθελε να βγει έξω να παίξει. Ο άγνωστος πιτσιρικάς αυτής της λεπτομέρειας του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, κάθεται στο παράθυρο και βλέπει την μπάλα του μέσα σε μια λίμνη γεμάτη νερό και χώμα. Όταν τον πλησιάζει η μητέρα του να τον ρωτήσει γιατί δεν είναι εκεί έξω να την κλωτσά, απαντά ψιθυριστά, σαν να φοβάται να πει αυτό που θέλει. Δεν είναι όμως φόβος, είναι σεβασμός γι' αυτό που θα ακολουθήσει, γι' αυτόν που θα έρθει. “Μα, θα έρθει ο Ντιέγκο σε λίγο. Τον ονειρεύτηκα χθες βράδυ”. Το απορημένο βλέμμα της μάνας “πέφτει” στο κενό και ο μικρός συνεχίζει την παρακολούθηση. Τότε, ένας βραχύσωμος άντρας ντυμένος στα λευκά μπαίνει στο κήπο. Πλησιάζει την μπάλα και την “κολλάει” στο στήθος του. Κάνει γκελ με τα πόδια, τους ώμους, το κεφάλι. Η μπάλα δεν ακουμπά στο έδαφος. Θα χαθεί η μαγεία. Ο πιτσιρικάς ετοιμάζεται να βγει στην αυλή και παίξει μονό με τον Ντιέγκο. Τότε, ο τελευταίος λακτίζει την μπάλα με όλη του δύναμη και η σφαίρα χάνεται, εξαφανίζεται. Μαζί της κι αυτός. Τώρα, στη λίμνη, εκτός από νερό και χώμα, υπάρχει κι ένας πολύχρωμος σβώλος, που όλο γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει και στο καθρέφτισμα του νερού ο λευκός ιππότης χαμογελά λέγοντας: “Παίξει μικρέ, παίξε...”. Η εντολή του Θεού Μαραντόνα μόλις δόθηκε.
Επιμέλεια: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΛΛΑΝΤΖΑΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Μαραντόνα ΕΙΝΑΙ το όριο
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ο μικρός το δέμας, ο μέγας. Τελεία εδώ. Το επίθετο προσδιορίζει το μέγεθος του “larger than life” Αργεντινού που δεν περιορίζεται στα στενά υλικά-σωματικά όρια. Η προσωπικότητα του δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί διαφορετικά και προφανώς δεν θα το ήθελε ούτε ο ίδιος. Ο Μαραντόνα ΕΙΝΑΙ το όριο και ο κανόνας του ποδοσφαίρου, του αθλητισμού εν γένει. Εκεί που άλλοι σταματούν μπροστά σε κανόνες και σέρνονται πίσω από στερεοτυπικές συμπεριφορές, αυτός ορίζει τους δικούς του κανόνες και φτιάχνει το ένα και μοναδικό στερεότυπο ποδοσφαιριστή: αυτό του αλήτη. Εκεί, σε αυτή την περσόνα “γεννιέται” ο παίκτης που αγαπά το παιχνίδι και πασχίζει να το μεγαλώσει. Το ποδόσφαιρο είναι παγκόσμια γλώσσα μεταξύ ισότιμων παικτών, όμως η νίκη προσφέρει τη δύναμη και τη χαρά της εξουσίας και σε αυτή τη διαδικασία δεν υπάρχει χώρος για αγγέλους.
Το πιο δίκαιο “δεκάρι” στην ιστορία του ποδοσφαίρου δεν έχασε ποτέ το δαίμονα που είχε μέσα του και το νούμερο-παράσημο δεν του χαρίστηκε. Το κέρδισε παίζοντας στο πλάι του “μικρού, προκλητικά ρομαντικού Ντιέγκο”. Ναι, όσο ρομαντισμό κι αν κρύβει η σχέση με την ασπρόμαυρη μπάλα, την ίδια στιγμή ο κυνισμός και η υποταγή διαμορφώνουν το αντιφατικό χαρακτήρα του σπορ. Ε, ο Μαραντόνα κατάφερε να μείνει στη μέση και να ενώσει τις δύο σταθερές στο σώμα και τη συμπεριφορά (εντός και εκτός γηπέδου) του αλήτη. Γιατί στο τέλος, ο αλήτης, χάσει-κερδίσει, πάντα ικανοποιημένος θα ναι: Η χαρά του παιχνιδιού πάντα θα του ανήκει.
Το χαμόγελο στο θολό περίγραμμα των γονιών
Το πρώτο αποτύπωμα (όλων) την ίδια στιγμή που χάνεται στο πέρασμα του χρόνου, την ίδια στιγμή βρίσκεται όταν το καλεί η μνήμη και η ανάγκη ενός αφιερώματος. Το θολό του περίγραμμα, με ευδιάκριτες όμως αυλακώσεις, αντανακλάται σε δύο σταθερές: Τους γονείς. Ο Ντιέγκο δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Υπάρχει, βέβαια, άλλη μία σταθερά που ορίζει τη σχέση των δύο πλευρών: η έννοια της παρουσίας-απουσίας. Το γονεϊκό πρότυπο διαμορφώνεται απ' αυτό το δίπολο και μαζί του το υπόλοιπο -σε μεγάλο βαθμό- της ζωής του παιδιού. Εν προκειμένω του αγοριού Ντιέγκο.
Το ερώτημα του κατά πόσο επηρέασαν ο Ντον Ντιέγκο και η Ντάλμα Σαλβαντόρα Φράνκο “Ντόνα Τότα” τον Ντιέγκο δεν έχει εύκολη απάντηση. Το σίγουρο είναι ότι το έκαναν και αυτό γιατί οι δύσκολες συνθήκες στις οποίες μεγάλωσε η οικογένεια προκάλεσαν τους γονείς να φανούν αντάξιοι των περιστάσεων. Ο πατέρας εργαζόταν σε εργοστάσιο και έλειπε σχεδόν όλη μέρα για να υπάρχει φαγητό στο τραπέζι της πολυμελούς οικογένειας Μαραντόνα. Η μητέρα ήταν πάντα εκεί για τα παιδιά της και η θέση του αρχηγού της οικογένειας δικαιωματικά της ανήκει. Ως αρχηγός έδινε το καλό παράδειγμα και δεν δίσταζε να θυσιάζει τον εαυτό της για το καλό της φαμίλιας. Το φαγητό δεν έφτανε για όλους, έτσι προσποιούνταν ότι την πονούσε το στομάχι της για να φάνε όλοι. Αν και δεν ήθελε ο γιος της να γίνει ποδοσφαιριστής δεν στάθηκε εμπόδιο. Η άδολη και ανιδιοτελής αγάπη της ήταν κάτι που ποτέ δεν άφησε ο Ντιέγκο και ίσως αυτό να ήταν που τον έσωσε από τον αυτοκαταστροφικό εαυτό του. Ο θάνατος των δύο ανθρώπων που του στάθηκαν πραγματικά, αποκάλυψε το παιδί που πάντα είχε μέσα του ο Ντιέγκο, την αθωότητα που τον χαρακτήριζε και τον οδηγούσε. Οι γονείς ήταν η αιτία για να προσπαθεί και για να χαμογελά. Πάντα.
Μπροστά από τη φλόγα που τρεμοσβήνει
Η αγιογραφία δεν ταιριάζει στον Ντιέγκο, αλλά ο θαυμασμός για την αντοχή του στην αμαρτία. Η μοναδική περίπτωση ανθρώπου που έκανε το παράδειγμα προς αποφυγή τόσο ελκυστικό. Σαν ξεχασμένος ήρωας του Ουίλιαμ Μπάροουζ και φιγούρα στο φόντο σε βιβλίο του Μάρκεζ, ο δαίμονας που ζούσε μέσα του δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την υποταγή σε σώμα καθηλωμένο. Ο αλήτης Ντιέγκο συνειδητά θα υποβάλλει τον εαυτό του στη μεγαλύτερη δοκιμασία που μπορεί να ενώσει σώμα και πνεύμα: τα ναρκωτικά.
Η απόσταση απ' αυτά σώζει και είναι η ασφαλής επιλογή. Η χρήση τους όμως επιβεβαιώνει την ισχύ του ατόμου και την καταστροφή του. Συνήθως, η εκμηδένιση και το τέλος επικρατούν, όμως στην περίπτωση του Αργεντινού η θέληση του σώματος κράτησε όρθιο το γεμάτο ενέργεια κορμί του. Η τύχη δεν τον άφησε ποτέ και είναι το ανεξήγητο της προέλευσης της που συνάντησε την ανεξέλεγκτη τρέλα και την άσβεστη φλόγα του πάθους που έδωσε δεύτερη ευκαιρία στον Ντιέγκο. Η σχέση με την κοκαΐνη ξεκίνησε στην Μπαρτσελόνα και κλιμακώθηκε. Έγινε εθισμός και παραλίγο θάνατος το 2004. Τα αγωνιστικά κατορθώματα στο ενδιάμεσο -ιδιαίτερα αυτά στο παγκόσμιο κύπελλο του '86 και η περίοδος στη Νάπολι- απέδειξαν ότι η θέληση για δημιουργία ήταν πιο ανθεκτική απ' αυτήν της καταστροφής. Εκείνη την περίοδο ο Ντιέγκο εκτελούσε όσα του έλεγε η μοίρα, η τύχη και το αυθόρμητο. Το ταλέντο και η ευφυΐα ήταν οι παράγοντες που μεσολάβησαν για να αποτυπωθούν στο χορτάρι. Ο αντιήρωας Ντιέγκο ήταν αυτό που παρενέβαινε μεταξύ της ανομολόγητης λατρείας του κοινού για ποδοσφαιρική αλητεία και της υπόκλισης της κόλασης (ναρκωτικά) στην ξαφνική έκρηξη του. Ένα γκολ, μια ντρίμπλα, μια πάσα, ένα χτύπημα φάουλ, ένα χέρι (του δικού μας Θεού) και πίσω από το κρύσταλλο της ψευδαίσθησης το άγριο κόκκινο της φλόγας που τρέμει και σίγα-σιγά σβήνει.
Παντιέρα... Ντιέγκο
Η πολιτική είναι σαν την τρέλα. Θες δεν θες σε βρίσκει και περιμένει από σένα να χαράξεις πορεία. Ή θα την ακολουθήσεις ή θα την αποφύγεις και θα αφήσεις να σε κατευθύνει αυτή. Τα πάντα είναι πολιτική και άτομα σαν τον Ντιέγκο δεν θα μπορούσαν να είναι απολιτίκ. Ο Μαραντόνα είναι πατριώτης. Αγαπά την πατρίδα του και έχει δηλώσει ότι θα έκανε τα πάντα γι' αυτήν. Θα την υπερασπιζόταν από κάθε εχθρό. Ο Ντιέγκο όμως γεννήθηκε σε αφιλόξενο περιβάλλον και έπρεπε να τα βάλει με τη φτώχεια και την ανέχεια. Η συνείδηση του τον οδήγησε και του έδειξε ποια είναι η τάξη του. Το μονοπάτι της Αριστεράς ήταν μονόδρομος για τον Αργεντινό. Από κει όμως η διαδρομή είχε μόνο τα δικά του χνάρια.
Ο Ντιέγκο απέκτησε την πολιτική του μόρφωση δρώντας. Το συναίσθημα και οι καταβολές τον οδηγούσαν. Σταθερά γι' αυτόν η μάχη του μικρού απέναντι στον μεγάλο. Η προσπάθεια του καταδικασμένου στο περιθώριο να “πληγώσει” ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (ΗΠΑ). Η έλλειψη ιδεολογικού υποβάθρου όμως τον έριχνε σε αντιφάσεις και σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας προχωρούσε σε αποφάσεις αδιανόητες για τη σημερινή του ταυτότητα. Την περίοδο της εφηβείας “στήριξε” τη χούντα στην Αργεντινή, αφού η τελευταία έσπευσε να τον εκμεταλλευτεί. Ο μη πρωταγωνιστικός ρόλος της ανάλυσης των δεδομένων τον τοποθετούσε στη χορεία αυτών που θα μετείχαν σε αμυντικό πόλεμο, αλλά στο Μουντιάλ του '86 τάχθηκε υπέρ της εισβολής της Αργεντινής στα νησιά Φώκλαντ. Η σταδιακή (πολιτική) ωρίμανση τον έφερε πολύ κοντά στον Φιντέλ Κάστρο και στην αποτύπωση του “Τσε” Γκεβάρα στο μπράτσο του. Το τοπίο όμως δεν είχε αποκρυσταλλωθεί και στα 90's ήταν κοντά στον δεξιό Κάρλος Μένεμ. Ο χρόνος τον βοήθησε να δει ότι η φτώχεια των συμπατριωτών του ήταν αυτό που δέσποζε στη μεγάλη εικόνα του μυαλού του. Η συμπαράσταση στον Ούγκο Τσάβες (τώρα στον Μαδούρο) αναπότρεπτη και καθήκον του.
Το πολιτικό βάρος δεν μπορούσε να λείπει από τον αγώνα στο γήπεδο. Κάθε κίνηση του στο χορτάρι ήταν και μια διαδήλωση, ένα χτύπημα στη ειρωνεία και τον κυνισμό των κυρίαρχων δυνάμεων. Ο Ντιέγκο έπαιρνε φόρα και με κάθε μέσο συγκρουόταν και ας είχε μπροστά του Γερμανούς, Άγγλους, Ιταλούς αντιπάλους. Η περηφάνια και η αποφασιστική αντίσταση ήταν το ζητούμενο, ήταν αυτό που έπρεπε να δηλωθεί και να επιβληθεί. Ο Ντιέγκο δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τρέλα και χωρίς πολιτική δράση.
Κατακτητής ονείρων
Η πρώτη εικόνα του Μαραντόνα που έχει καταγραφεί, είναι αυτή ενός πιτσιρικά που κάνει γκελ με την μπάλα χρησιμοποιώντας τα πόδια και το κεφάλι με την ίδια ευκολία. “Δύο όνειρα έχω. Το ένα είναι να παίξω στο Μουντιάλ και το άλλο να το κατακτήσω”, εμφανίζεται να λέει σε αυτό το βίντεο. Από την πρώτη δεκαετία της ζωής του, ο Ντιέγκο έδειχνε να ξέρει για ποιον λόγο ήρθε στη ζωή. Και την προφητεία θα την εκπλήρωνε στα γήπεδα του Μεξικό, στο Μουντιάλ του 1986. Το καλοκαίρι που ο (αντι)ήρωας της ιστορίας αποφάσισε να κηρύξει την έναρξη της βασιλείας του. Να πάρει τους πάντες με το μέρος του, να πείσει ότι είναι κάτι ξεχωριστό ανάμεσα σε θνητούς, να μετατραπεί σε ένα κοινωνικό φαινόμενο. Γιατί αυτό ήταν ο Μαραντόνα. Όχι ποδοσφαιριστής-επιχείρηση, όπως οι σημερινοί κορυφαίοι, αλλά ποδοσφαιριστής-κοινωνικό φαινόμενο.
Το “απόψε παίζει ο Μαραντόνα” ήταν η ατάκα σήμα-κατατεθέν της δεκαετίας του '80, το καλοκαίρι του '86 ήταν αυτό στο οποίο ο Ντιέγκο έδωσε σε όλους φως. Μεγάλοι ποδοσφαιριστές υπήρξαν και πριν από αυτόν, θρύλοι δημιουργήθηκαν και πριν από αυτόν, πραγματικότητα σαν κι αυτή εκείνου του Μουντιάλ όμως, δεν είχε υπάρξει πριν, δεν υπήρξε μετά και δεν θα υπάρξει ποτέ. Δεν είναι η κατάκτηση του τίτλου από την Αργεντινή, είναι η αίσθηση της μοναδικότητας που δημιούργησε σε όλους με όσα έκανε στο γήπεδο. Το γεγονός ότι όλα αυτά έγιναν στη χώρα που η Βραζιλία του Πελέ είχε μεγαλουργήσει το 1970, μπορεί να θεωρηθεί και σημάδι. Ο Μαραντόνα επέλεξε την ίδια χώρα, την ίδια διοργάνωση, το ίδιο γήπεδο για να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο και να ανεβάσει αδιανόητα ψηλά τον πήχη για κάθε επόμενο. Το βλέμμα μίσους προς τους Άγγλους πριν την σέντρα, σε εκείνο τον προημιτελικό, η πλήρης αντίθεση μέσα σε λίγα λεπτά με τα δύο εντελώς αντίθετα γκολ, μετέτρεψαν τον Ντιέγκο σε ηγέτη ενός έθνους που έψαχνε εκδίκηση και λύτρωση, σε κλέφτη, στον κορυφαίο όλων των εποχών. “Από ποιον πλανήτη ήρθες;”, ρωτάει ο Ούγκο Μοράλες στην ανατριχιαστική περιγραφή του στη φάση του 2-0. Ευτυχώς που ήρθε, είναι η απάντηση.
Σε μια ντρίμπλα γεννιέται η Νάπολη
Η Νάπολη είναι το "αποπαίδι" της Ιταλίας, η μεγάλη αλλά παραμελημένη από το κράτος πόλη, η οποία πάντα θα έρχεται δεύτερη, ή και τρίτη-τέταρτη, πίσω από τον βορρά ή τη Ρώμη. Είναι, όμως, και το αγαπημένο της παιδί, αφού έχει την ιστορία της, την υπερηφάνεια της, τον τρόπο της να πετυχαίνει ή να προσπαθεί να πετύχει μέσα από τον δύσκολο δρόμο και ποτέ από τον εύκολο. Μπορείς να δεις, επομένως, ότι ήταν κάπου γραφτό το να είναι αυτή η πόλη που θα υμνούσε ο Μαραντόνα αλλά και θα υμνούσε τον Μαραντόνα. Κι όπως με το Μουντιάλ του '86, έτσι και στη Serie A εκείνων των χρόνων, η επιτυχία του Ντιέγκο δεν ήταν ποδοσφαιρική, δεν μπορείς να το δεις και να το κρίνεις αποκλειστικά έτσι, γιατί χάνεις την ουσία. Φορώντας την φανέλα της πατρίδας του, ο Pibe de Oro έδωσε επιτέλους το δικαίωμα στους Αργεντινούς να νιώσουν οι καλύτεροι όλων, φορώντας αυτή της Νάπολι, έδωσε το δικαίωμα στους νότιους να υψώσουν το μεσαίο τους δάχτυλο στους βόρειους.
Ο Ντιέγκο ήταν αυτός που ένωσε τους πάντες. Τους μαφιόζους με τους εργάτες, τους εκτελεστές με τις νοικοκυρές, τους μεγάλους με τους μικρούς, τους ζωντανούς με τους νεκρούς. “Δεν ξέρετε τι χάσατε”, γράφτηκε στον τεράστιο τοίχο του νεκροταφείου της πόλης μετά το πρωτάθλημα του '87, ως ένα μήνυμα προς όσους είχαν φύγει από την ζωή. Κι όπως θα έπρεπε να συμβεί, ο Μαραντόνα είχε φροντίσει και για όσους θα έρχονταν στη ζωή στη συνέχεια. Το όνομα «Ντιέγκο» είναι το πιο συνηθισμένο στον ιταλικό νότο στις ηλικίες των 30-35 ετών, προς τιμήν αυτού που τους έκανε να ονειρεύονται με ανοιχτά μάτια, ως ύψιστη αναγνώριση αυτού που ο βορράς δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει. Όχι γιατί ο Αργεντινός ήταν υπεράνω χρημάτων, αλλά επειδή ήταν κι αυτός το "αποπαίδι" του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Ήταν δικός τους, όχι επειδή έτσι έγραφε το συμβόλαιο, αλλά επειδή έτσι έλεγε η καρδιά του. Και έκανε αυτές των Ναπολιτάνων να χτυπούν όλο και πιο δυνατά, σαν να ερωτεύονται κάθε φορά και πιο πολύ, τραγουδώντας το «Oh mamma, mamma, mamma...». Το πιο ερωτικό σύνθημα που φώναξαν ποτέ οπαδοί για οποιονδήποτε αθλητή.
Μη διαλέγεις, γίνε αυτό που είσαι
Ορισμένα πράγματα γίνονται χωρίς να ξέρεις το γιατί. Ίσως επειδή πρέπει να γίνονται, για αθώους ή για εμπορικούς λόγους, στις μέρες μας ειδικά. Πάντα, για παράδειγμα, σε οτιδήποτε αφορά το θέαμα, είτε μιλάμε για αθλητισμό είτε για τέχνη, θα πρέπει να υπάρχει ο καλός και ο κακός. Θα πρέπει να υπάρχει αυτός που είναι το καλό παράδειγμα, το υπόδειγμα, αυτός που όλοι οι γονείς θέλουν πρότυπο για τα παιδιά τους. Και υπάρχει και αυτός που είναι το παράδειγμα προς αποφυγή, ο "καταραμένος", ο κακός της ιστορίας. Η κλασική ιστορία του καλού και του κακού, η οποία βρίσκει την εφαρμογή της και στο Μαραντόνα ή Πελέ. Δίλημμα που κρατάει ακόμη και για το οποίο μπορείς να κάνεις μόνο καταγραφή δεδομένων.
Ο καλός της υπόθεσης φορούσε πάντα κοστούμι, εμφανίζεται πάντα κύριος, δείχνει ότι νιώθει άνετα στα σαλόνια. Ο κακός θα βγει με t-shirt, θα χτυπήσει τατουάζ Τσε Γκεβάρα και θα κάνει δηλώσεις καπνίζοντας ή πίνοντας. Ο καλός θα γίνει το πρόσωπο της Mastercard και φίλος με τους ανθρώπους που διοικούν το ποδόσφαιρο για δεκαετίες. Ο κακός θα "εκδιωχθεί" από το Μουντιάλ του 1994 και θα περάσει όλη του την ζωή βρίζοντας τους φίλους του άλλου. Ο καλός αν μπορούσε να επιλέξει τον ρόλο του σε αυτό το δίλημμα, θα επέλεγε αυτόν που του δόθηκε. Του καλού. Ο κακός, από την άλλη, θα αδιαφορούσε. Γιατί ποτέ δεν μπήκε στη διαδικασία του ρόλου. Ήταν πάντα ο εαυτός του, άρεσε ή όχι. Και αυτό είναι ένα από τα πρώτα και βασικότερα μαθήματα που πρέπει να παίρνουν τα μικρά παιδιά.
Η οριστική απάντηση
Τελικά, “γιατί Ντιέγκο;” Η απάντηση δεν βρίσκεται στην αρχική τοποθέτηση, που λειτουργεί ως διαπίστωση και περιέχει όλα τα στοιχεία της επιβολής. Ναι, ΕΙΝΑΙ το όριο, όμως αυτό είναι το ξεκίνημα της οριστικής απάντησης σε ένα οριστικό (και μεγάλο) ερώτημα. Η απάντηση βρίσκεται εκτός ορίων. Λεπτομέρεια σε αυτό που αφήνει η εικόνα του. Που περνά και δεν χάνεται, αναπλάθεται. Διαρκώς. Ο Ντιέγκο κινούνταν ανεξέλεγκτα, εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου και θα πρέπει να τον δούμε σαν κομμάτι ενός πίνακα του Τζάκσον Πόλοκ. Κάθε κίνηση του Αργεντινού προκαλούσε πολλαπλές εκρήξεις χρωμάτων και το ίδιο σώμα τις μάζευε και τις άπλωνε στο τοπίο. Σε αυτή τη γεμάτη χρώματα χιονοστιβάδα ο Ντιέγκο δεν χανόταν. Έλαμπε. Σαν μοναχικός ήρωας του Τζακ Κέρουακ που όμως δεν θέλει να κρυφτεί και να χαθεί στην εσωστρέφεια του. Μοναδική συνοδεία του η μουσική ενός αργεντίνικου τάνγκο και η τελειότητα της 9ης Συμφωνίας του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.
Τα χνάρια του Ντιέγκο μένουν άφθαρτα στο πέρασμα του χρόνου και η πορεία τους δεν είναι ομαλή. Η κίνηση δεν είναι σε ευθεία γραμμή, αλλά κυκλική, όπως στην “Ηλιόπετρα” του Οκτάβιο Παζ και η συνάντηση αρχής-τέλους έχει κάτι από τον στοχασμό του Τ.Σ Έλιοτ στα “Τέσσερα Κουαρτέτα”. Τα πάντα, λοιπόν, εκκινούν και καταλήγουν στο πρόσωπο του Ντιέγκο. Εδώ, όμως, ο ατομισμός δεν συνδέεται με την αναπόφευκτη ιδιοτέλεια, αλλά γίνεται πύλη ανοιχτή -μόνιμη- για να σταλεί το μήνυμα: Να ακουστεί και να δουν άπαντες ότι η Ωδή στη Χαρά δεν είναι απλώς ένας μουσικό, λεκτικό σχήμα, αλλά μπορεί να υπάρξει και να ενσαρκωθεί. Ο Ντιέγκο, ως άλλος Μεσσίας δεν κηρύττει, ψυχαγωγεί και στο τέλος σώζει. Συνεπώς, το “γιατί Ντιέγκο;” έχει μία και απόλυτη απάντηση: Για να σώσουμε το γέλιο της ψυχής μας.