Πολ Γκασκόιν: Μέχρι να μαραθούν τα φυτά
Ο Πολ Γκασκόιν, κάποτε, έφτασε πολύ κοντά στον θάνατο. Δεν τον ντρίμπλαρε φυσικά, αυτά είναι ανόητα κλισέ. Το μόνο βέβαιο είναι ο θάνατος.... Παρ' όλα αυτά τη γλίτωσε. Πώς όμως; Του ψιθύρισε το μοναδικό πράγμα που τον ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή: “Μην με αφήσετε να πεθάνω. Πρέπει να γυρίσω σπίτι να ποτίσω τα φυτά”. Ο “μεγάλος θεριστής” ήξερε ότι θα ήταν κρίμα να πάρει μαζί του έναν ωραίο τύπο όπως αυτόν. Του τη χάρισε. Γιατί να φορτωθεί και τη ζωή των φυτών; Ο άνθρωπος τα “σκοτώνει” εύκολα μόνος του. Ωστόσο, σαδιστής από τη φύση του, δεν άφησε τον ήρωα μας να φύγει δίχως βάσανα να τον συνοδεύουν. Και ποιο είναι το μεγαλύτερο βάσανο του Γκασκόιν; Να κερδίσει τον Τζορτζ Μπεστ!
Πριν την απάντηση στο πώς θα γίνει αυτό, ας δούμε εν τάχει τι εστί “Gazza”. Αυθόρμητα και δίχως φίλτρο, με τηλεγραφικό ύφος λέμε ότι ο Γκασκόιν ήταν παικταράς. Ο Γκασκόιν έπαιζε για την τρέλα και την ομορφιά του ποδοσφαίρου. Ο Γκασκόιν ήταν ωραίος τρελός. Ο Γκασκόιν απέκτησε μεγάλη φήμη. Ο Γκασκόιν δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τη δημοσιότητα. Ο Γκασκόιν ήταν αλκοολικός. Ο Γκασκόιν ήταν “προϊόν” των γκλάμορους 80's. Ο Γκασκόιν ήταν θύμα και θύτης. Ο Γκασκόιν πληγώθηκε από το ίδιο του το σώμα. Ο Γκασκόιν έπαιξε σε μια εποχή που όλα οδηγούσαν στην καταστροφή της υστεροφημίας. Ο Γκασκόιν είναι ακόμη ζωντανός και όσο μένει κερδίζει τον Μπεστ! Ο Γκασκόιν να παίζει μπάλα στο φτερό του καρχαρία κι ας έχει κιτρινίσει, σχεδόν ξεχαστεί, το ένδοξο παρελθόν του. Ο Γκασκόιν μόνος απέναντι στον θάνατο μέχρι να μαραθούν τα φυτά.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΛΛΑΝΤΖΑΣ
Ποτέ Μπεστ!
Το πέρασμα στην άλλη όχθη δεν ήθελε και πολύ να γίνει πραγματικότητα το 2013. Τότε, βρισκόταν σε κέντρο αποτοξίνωσης στην Αριζόνα. Την τρίτη μέρα τον έπιασαν έντονοι σπασμοί και χρειάστηκε άμεση διακομιδή στο νοσοκομείο. Η φωνή του γιατρού που έλεγε ότι “αυτός δεν θα τη βγάλει” τον έφερε ενώπιος ενωπίω με τον θάνατο. Ώσπου μπήκαν στη μέση τα... φυτά. Ο Γκασκόιν ήταν μόνος και τα κατάφερε. Άντεξε και θα μπορεί να βλέπει όρθιος τα θρυμματισμένο είδωλο του, τον Τζορτζ Μπεστ. Η σύγκριση με τον θρύλο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν είναι άστοχη, ούτε ξαφνική. Ο Βορειοιρλανδός είναι είδωλο του “Gazza” όχι γιατί τον θαύμαζε (σ.σ άλλος ήταν το πρότυπο του) αλλά γιατί στην ουσία είναι το alter ego του σε διαφορετικό χρόνο και εποχή!
Ο Μπεστ διήγε έκλυτο βίο σε μια περίοδο που η παρέκκλιση ήταν κατά κάποιο τρόπο κανόνας. Τα 60's στιγματίστηκαν από τη φαντασία και την τόλμη του διαφορετικού όσο ακραία κι αν εκφραζόταν αυτό. Στο πολιτισμικό πεδίο -στο οποίο ανήκει ο Μπεστ- επήλθαν καταιγιστικές εξελίξεις με κοινό γνώμονα τη ρήξη με το παλιό, το συντηρητικό. Οι “χορογραφίες” του στο γήπεδο και η έντονη προσωπική-κοινωνική ζωή ήταν μέρος ενός κόσμου που άλλαζε.
Μολαταύτα, η φαντασία στην εξουσία δεν ήρθε ποτέ και το πέρασμα στη νέα εποχή έγινε μέσα από την αντίδραση και την υποταγή στην κουλτούρα της κατανάλωσης. Εκεί, στην ουσία “γεννιέται” ο Γκασκόιν και μαζί του “συνεχίζει” ο Μπεστ. Η ίδια (σχεδόν) καλλιτεχνική έκφραση στο γήπεδο, η ίδια εξωφρενική ζωή εκτός. Μόνο που στα 80's σημασία είχε η λάμψη της ματαιοδοξίας και όταν περνούσες τα όρια απλά “καιγόσουν”. Ο “Gazza” έγινε ένα ακόμη καταναλωτικό προϊόν που ξοδεύτηκε με μανία και πριν περάσει στη λήξη και τη λήθη, η τύχη του χαμογέλασε και έμεινε ζωντανός. Η εποχή του Γκασκόιν δεν αφομοίωνε το ταλέντο και τις αξίες, εν αντιθέσει με αυτή του Μπεστ. Μοναδικός σκοπός το κλέψιμο της υπεραξίας αυτών και μετά ερχόταν νέο “θύμα”. Ο Μπεστ, λοιπόν, έγινε θρύλος, τοποθετήθηκε στα σύμβολα της εποχής του, έθελξε, γοήτευσε, όμως η ηθελημένη κατάχρηση της ζωής του τον οδήγησε σε πρόωρο θάνατο. Ο Γκασκόιν όμως ζει και όσο ζει δεν θα γίνει ποτέ Τζορτζ Μπεστ! Ποτέ...
Το ποδόσφαιρο ήταν η σωτηρία αλλά και η καταδίκη του!
Απόδραση από το έρεβος
Αν ο Γκασκόιν ήταν λογοτεχνικός ήρωας θα τον συναντούσαμε στο Λονδίνο της βικτωριανής εποχής του Κάρολου Ντίκενς. Εναλλακτικά θα μπορούσε να “γεννηθεί” στο σκοτεινό περιβάλλον του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Το ποδόσφαιρο ήταν η σωτηρία αλλά και η καταδίκη του!
Ο Πολ Τζον Γκασκόιν γεννήθηκε στις 27 Μαΐου του 1967 στο Γκέιτσχεντ (Gateshead) της Αγγλίας. Το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά των Τζον και Κάρολ Γκασκόιν. Η οικογένεια ζούσε σε σπίτι το οποίο ανήκε στη δημοτική αρχή με ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο και κοινόχρηστο μπάνιο. Διακοπές σήμαιναν ημερήσια εκδρομή στην παραθαλάσσια πόλη White Bay, ενώ τα Χριστούγεννα τραγουδούσε τα κάλαντα για να αγοράσει τσιγάρα ή γλυκά στους γονείς τους οι οποίοι συχνά τσακώνονταν. Η ενδοοικογενειακή βία, ιδιαίτερα μεταξύ των αδελφών, αυξήθηκε όταν πατέρας του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει για τη Γερμανία για να βρει δουλειά (σ.σ ήταν εργάτης, οικοδομές) και η μητέρα του κατέληξε να κάνει τρεις δουλειές για να ζήσει η οικογένεια.
Το δύσκολο και προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον τον έφερε αντιμέτωπο με ανασφάλειες και, όπως έχει γράψει στην αυτοβιογραφία του, άρχισε να σκέπτεται τον θάνατο από την ηλικία των εφτά ετών ενώ επέστρεφε σπίτι μετά από παιχνίδι ποδοσφαίρου! Ο ίδιος έχει πει πως “ξαφνικά, τρόμαξα και έτρεξα σπίτι φωνάζοντας και κλαίγοντας. Έπεσα στο κρεβάτι, ανάμεσα στη θέση της μαμάς και του μπαμπά. Δεν είπα γιατί φώναζα. Το έκρυψα στο κεφάλι μου”. Αυτό που φοβόταν ήταν σαν να το καλούσε και σε ηλικία 10 ετών είδε τον θάνατο στο πρόσωπο του φίλου του Στίβεν Σπράγκον. Μαζί είχαν πάει σε κατάστημα της γειτονιάς τους κι ενώ ο Γκασκόιν χαζολογούσε, ο φίλος του βγήκε στον δρόμο την ώρα που περνούσε βαν με παγωτά. Ο ίδιος θυμάται πως “ήμουν μόνος μαζί του. Ήταν το πρώτο πτώμα που έβλεπα και ένιωσα ότι ο θάνατος του Στίβεν ήταν δικό μου λάθος. Συχνά πάω με τη σκέψη μου στον τόπο του δυστυχήματος”. Ο πατέρας του επέστρεψε από τη Γερμανία αλλά η οικογενειακή ηρεμία ήταν ακόμη ζητούμενο. Μάλιστα, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και δεν δούλεψε ξανά. Η ψυχολογική κατάσταση του Γκασκόιν επιδεινώθηκε. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς φως ενώ υπέφερε από κατάθλιψη στα 13 του! Και λίγο πριν βυθιστεί στο απόλυτο σκοτάδι, ξάπλωσε σε ένα απέραντο, μαλακό πράσινο τόπο, αυτόν του ποδοσφαίρου.
Δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τη φήμη
“Με τίποτα δεν είμαι αλκοολικός”
Το ποδόσφαιρο έσωσε και σώζει τον Γκασκόιν. Ωστόσο, τον κρατά ζωντανό για να του τρώει τις σάρκες ο μεγαλύτερος και πιο επικίνδυνος δαίμονας: το αλκοόλ. Δεν είναι ο μοναδικός, αλλά είναι αυτός που επιμένει. Ο “Gazza” έχει υποφέρει από κατάθλιψη, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, ψύχωση... Ο αλκοολισμός όμως είναι το σαράκι που του τρώει τα σωθικά. Η αιτία δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ο ίδιος έχει πει ότι έπινε με τους φίλους του, αλλά κανείς τους δεν είχε τη δική του εξέλιξη. Σε συνέντευξη του στο περιοδικό “GQ”, τον Ιούλιο 2016, είχε πει πως “έπινα κανονικά μέχρι τα 33. Μια μέρα, ήμουν στη Μίντλεσμπρο, ήπια ένα ποτό με τα παιδιά και πήγα για ύπνο στις 11:30 μ.μ. Σηκώθηκα στις έξι το απόγευμα και λαχταρούσα να πιω. Βγήκα έξω, αγόρασα και ήπια. Κοιμήθηκα και στις 8 μ.μ ήθελα πάλι να πιω. Συνειδητοποίησα πως έπρεπε να κάνω κάτι. Πήγα για αποκατάσταση και μου είπαν είσαι αλκοολικός και απάντησα με τίποτα δεν είμαι αλκοολικός."
Ίσως είναι αδύνατο να περιγράψεις τη γενεσιουργό αιτία σε τέτοιες καταστάσεις, όμως το υπόβαθρο του έμοιαζε να τον οδηγεί εκεί. Ο χαρακτήρας του άστατος, συναισθηματικός, ευσυγκίνητος και το οικογενειακό περιβάλλον άρρωστο. Ο Γκασκόιν δεν είχε άμυνες για τις επιθέσεις που δεχόταν. Εκτεθειμένος, στον κυνισμό και τη σκληρότητα ενός κόσμου που ενδιαφερόταν μόνο για τους νικητές. Η επιτυχία στο ποδόσφαιρο μπορεί να του έδωσε οικονομική ανεξαρτησία και να έβαλε τέλος στην αγωνία του βιοπορισμού, γι' αυτόν και την οικογένεια του, όμως η κοινωνική του θέση έμεινε στηριγμένη σε σαθρά θεμέλια. Ο Γκασκόιν δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τη φήμη, την αναγνωρισιμότητα, την αποθέωση. Τα ΜΜΕ τον “κατασπάραξαν” και εκμεταλλεύτηκαν καθετί για να τον εκθέσουν. Τον παρακολουθούσαν, διαστρέβλωναν την εικόνα του και πάντα, μα πάντα, τον συνέδεαν με το ποτό. Οι βασικές κατευθύνσεις στη ζωή του έλειπαν και μόνο το ένστικτο και ο αυθορμητισμός τον οδηγούσαν. Συνεπώς, ήταν ανίκανος να φτιάξει υγιή σχέση με τη γυναίκα του, τη Σέριλ. Παραδέχτηκε ότι την κακοποιούσε και το 1999 χώρισαν. Ένα χρόνο πριν είχε απορριφθεί από τον ομοσπονδιακό τεχνικό της Αγγλίας Γκλεν Χοντλ για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998. Το ποτό, λοιπόν, έμοιαζε η εύκολη καταφυγή, αλλά εκεί δεν υπήρχε διέξοδος, μόνο αδιέξοδο…
Η εκδήλωση του ενθουσιασμού μερικές φορές ξεπερνούσε το αναμενόμενο
Εχθρός της εικόνας του!
Η χωρίς όρια συμπεριφορά του δεν εκδηλωνόταν μόνο εκτός γηπέδου. Ο ποδοσφαιριστής Γκασκόιν συναντούσε τον ξέφρενο, άμυαλο, Γκασκόιν. Πότε; Μα, όταν σημείωνε γκολ προφανώς. Τότε, η χαρά, η ευδαιμονία, η ψυχική ευφορία εξακοντίζονταν σε απίστευτα ύψη και η εκδήλωση του ενθουσιασμού μερικές φορές ξεπερνούσε το αναμενόμενο. Δεν πρόκειται για σεμνοτυφία και πουριτανισμό, αλλά για την έλλειψη ενσυναίσθησης και επίγνωσης του κοινωνικό/πολιτικού περίγυρου μαζί με την αδιαφορία για τη “ζωή” της εικόνας του. Για τον “Gazza” δεν μετρούσε ούτε το τώρα της περσόνας του ούτε το μετά. Δυστυχώς…
Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Για το πρώτο θα επιστρέψουμε στα μέσα της δεκαετίας ’90, στο δεύτερο μισό αυτής, και στη Γλασκώβη, στην Σκωτία. Τότε αγωνιζόταν για λογαριασμό των Ρέιντζερ και στο πρώτο ντέρμπι με τη Σέλτικ έκανε ένα πολύ σοβαρό λάθος. Μετά την επίτευξη γκολ, ενθαρρυμένος από τους συμπαίκτες του προσποιήθηκε ότι παίζει φλάουτο. Η οργή του πλήθους απίστευτη, διότι η κίνηση που έκανε ο “Gazza” ήταν αδιανόητα προκλητική για τους καθολικούς της Σέλτικ. Οι οπαδοί της είναι υπέρ του αγώνα των Ιρλανδών για ένωση και η εν λόγω κίνηση συμβολίζει τη νίκη του Ουλιέλμου της Οράγγης στον πόλεμο των βασιλιάδων (1688-1691). Ήταν η σύγκρουση μεταξύ των καθολικών υποστηρικτών του βασιλιά James II και αυτών του Ολλανδού προτεστάντη πρίγκιπα Ουλιέλμου της Οράγγης. Ο Γκασκόιν δέχτηκε απειλές για τη ζωή του, μέχρι και στο στόχαστρο του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) μπήκε.
Το δεύτερο αφορά την εθνική ομάδα. Στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1996 η Αγγλία παίζει εναντίον της Σκωτίας. Ο Γκασκόιν σκοράρει στο 78ο λεπτό και έρχεται ο πανηγυρισμός: Ξαπλώνει στο έδαφος, ο συμπαίκτης του Τέντι Σέριγχαμ στέκεται από πάνω και του ρίχνει νερό στο στόμα. Για όσους ήξεραν και ξέρουν, ήταν αναπαράσταση της “καρέκλας του οδοντιάτρου”. Τι σημαίνει αυτό; Το παιχνίδι κατανάλωσης αλκοόλ στο Χονγκ Κονγκ, όταν η ομάδα βρέθηκε εκεί στο πλαίσιο προετοιμασίας. Σε μπαρ της περιοχής ο Γκασκόιν δέθηκε σε δερμάτινη καρέκλα και ο μπάρμαν έριχνε, από ψηλά, στο στόμα του ουίσκι και τεκίλα!
Ήταν αυτός που έπαιζε πάντα για τους συμπαίκτες του
“Δέχομαι τρελή πίεση”
Καταραμένος, λένε, δεν είναι αυτός που τον κυνηγάει μια κακιά μοίρα, μια σειρά τραγικών γεγονότων που επηρεάζουν τη ζωή του, την πορεία του. Καταραμένος, λένε, είναι αυτός που έχει το ταλέντο για να κάνει σπουδαία πράγματα, να ξεχωρίσει, να μεγαλουργήσει, αλλά είναι αυτοκαταστροφικός. Στην περίπτωση του Γκασκόιν μας κάνουν και οι δύο εκδοχές, αλλά όταν φτάνουμε στο κεφάλαιο Λάτσιο, δίπλα στη λέξη "κατάρα" μπορούμε να βάλουμε και τη λέξη "ευχή".
Σε μια χώρα που δεν μπορεί, διαχρονικά, να αγαπήσει οτιδήποτε προέρχεται από την Αγγλία, ο "Gazza" αποδείχθηκε ευχή και κατάρα. Ευχή, επειδή η μεταγραφή του στους Λατσιάλι το 1992, με ένα ποσό που έκανε τους συμπατριώτες του να ζαλίζονται, έκανε τη Serie A πολύ πιο δημοφιλή στην Αγγλία από ό,τι θα περίμενε κανείς. Κατάρα, επειδή όταν ήρθε να αποχωρήσει, το 1995, ο ιταλικός Τύπος είχε προλάβει να τον αποδομήσει, να τον προσβάλει, να τον φέρει στα όρια του. Ενδιάμεσα, ο Πολ δεν έκανε τίποτα άλλο από το να είναι ο εαυτός του, παθαίνοντας αλλά και προκαλώντας σοκ. Όταν είδε την ένταση των προπονήσεων και την απόλυτη προσήλωση στην τακτική, ένιωσε ότι δε θα τα καταφέρει. Όταν οι Ιταλοί είδαν έναν παίκτη που έδινε συγχαρητήρια στον διαιτητή που του έδειχνε κόκκινη κάρτα ή που ευχαριστούσε με ένα “thanks mate” τον Μάριο Μπορτολάτσι της Τζένοα για ένα δολοφονικό μαρκάρισμα στο ντεμπούτο του, σκέφτηκαν ότι η Αγγλία μπορεί τελικά να "εξάγει" και κάτι καλό.
Στα τρία χρόνια που έμεινε στη Ρώμη, ο Γκασκόιν κατάφερε, με τον δικό του τρόπο πάντα, να γίνει θύμα και θύτης. Ήταν αυτός που εξόργιζε τον Ντίνο Τζοφ με το να κατεβαίνει... γυμνός στα ομαδικά γεύματα, ήταν και αυτός που άραζε στο στέκι των Irriducibili για να πιουν μπύρες μαζί. Ήταν αυτός που γινόταν ήρωας ισοφαρίζοντας με κεφαλιά στο ντέρμπι με τη Ρόμα, ήταν και αυτός που αργούσε να επιστρέψει από άδεια επειδή ήθελε να μείνει μια επιπλέον μέρα στην Αγγλία για να πάει για ψάρεμα! Ήταν αυτός που έπαιζε πάντα για τους συμπαίκτες του, ήταν κι αυτός που είδε έναν πιτσιρικά ονόματι Αλεσάντρο Νέστα να του σπάει το πόδι σε μια προπόνηση. Ήταν αυτός που λάτρευε η ιταλική τηλεόραση, ήταν και αυτός που επιτέθηκε κάποτε σε δημοσιογράφο και φωτογράφο. Ήταν αυτός που προσγειώθηκε στο Fiumicino της Ρώμης σαν ο ηγέτης που θα έδινε σάρκα και οστά στο όραμα του presidente Σέρτζιο Κρανιότι, ήταν και αυτός που λίγο πριν απογειωθεί βάζοντας τέλος στην ιταλική εμπειρία, αποφάσισε να... απογυμνωθεί: “Είμαι ένα νέο παιδί και ένα νέο παιδί δε θα έπρεπε να ζει όλη αυτή την πίεση. Δέχομαι τρελή πίεση και μερικές φορές δεν μπορώ να τη διαχειριστώ. Το κρύβω αυτό με το να προσπαθώ να είμαι αστείος αλλά στο τέλος της ημέρας μπορώ να είμαι ένα σοβαρό άτομο...”.
Ένα ταλέντο που μπορούσε πολύ εύκολα να κάνει κάτι που έμοιαζε δύσκολο
Ο αδάμαστος τρελός
Στην επιστροφή του στη Ρώμη τον Νοέμβριο του 2012, όταν ήταν καλεσμένος της Λάτσιο για το ματς με την Τότεναμ στο Europa League, ο Γκασκόιν πήρε την επιβεβαίωση-ψυχολογική ντόπα που ήθελε για την αγάπη των Ιταλών προς το πρόσωπο του. Και παράλληλα, εξέφρασε κι αυτός τη δική του αγάπη για τους Ιταλούς, παρά τον τρόπο με τον οποίο τελείωσε από τη Λάτσιο. Αυτή η χώρα, η Ιταλία, είναι κι αυτή που έχει τον κατάλληλο όρο για να περιγραφεί η ικανότητα του Πολ με την μπάλα: Sprezzatura. Ετσι ονομάζουν οι Ιταλοί την ικανότητα κάποιου να κάνει κάτι εντυπωσιακό χωρίς να κουραστεί ή να το σκεφτεί πολύ. Πολ Γκασκόιν δηλαδή... Ένα ταλέντο που μπορούσε πολύ εύκολα να κάνει κάτι που έμοιαζε δύσκολο, ένα ταλέντο που μπορούσε να επιλέξει να κάνει σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα του παιχνιδιού, κάτι που έμοιαζε δύσκολο ακόμη και να το σκεφτείς.
Η εικόνα που έχουν οι περισσότεροι για τον "Gazza", σε ό,τι αφορά τα ποδοσφαιρικά του χρόνια, είναι αυτή ενός τύπου με παραπάνω κιλά, αλλά ακόμη κι έτσι ο Πολ μπορούσε να ξεχωρίσει. Το τέλειο κοντρόλ, η μπαλιά με τη μία, ο κενός χώρος που έβλεπε πριν καν τον δει ο συμπαίκτης του, ήταν στοιχεία που κουβαλούσε ως το τέλος της καριέρας του. Στα καλά του χρόνια, αυτό που κουβαλούσε ήταν η μπάλα και μπορούσε να το κάνει κόντρα σε οποιονδήποτε αντίπαλο και υπό οποιοσδήποτε συνθήκες. Με το κεφάλι ψηλά πάντα, με αέρινο στυλ, με τέλειο χειρισμό της μπάλας ακόμη και σε πολύ μικρό χώρο, ο Γκασκόιν μπορούσε με την ίδια ευκολία να κρατήσει μπάλα μέχρι να πάρει φάουλ, να περάσει 3-4, να ρίξει στο έδαφος τον αντίπαλο του αν ήθελε να τον διασύρει, να επιτεθεί κατά μέτωπο χωρίς να βλέπει καν τους αντιπάλους του και αντί να πλασάρει στο τέλος, απλά να σπάσει την μπάλα δίπλα για να μπει ο συμπαίκτης με την μπάλα στα δίχτυα. Δεν είχε το καλλιτεχνικό στυλ του Μπάτζιο, δεν είχε την αλήτικη παρουσία του Μαραντόνα, δεν ήταν τόσο elegant όσο ο Ζιντάν, αλλά ήταν ένας πραγματικά σπουδαίος μπαλαδόρος, που όμοιο του δεν έχουμε δει να ξαναβγάζει η Αγγλία στα χρόνια που ακολούθησαν. Ο "Gazza" είχε τέτοια άνεση με την μπάλα στα πόδια, ώστε να "αναγκάσει" κάποτε την Gazzetta dello Sport να γράψει για αυτόν: “Αυτός ο αδάμαστος τρελός Γκασκόιν έχει ανασύρει μία αρχαία κίνηση των μυών που έχει τη σπάνια ομορφιά ενός πολύτιμου κειμηλίου”.
Δεν ήταν τα Πάντσερ που ισοπέδωσαν τα όνειρα του "Gazza", αλλά οι ίδιοι οι συμπατριώτες του
Εθνική ομάδα: Αγάπη και πόνος
Η Αγγλία είναι μια χώρα που ποδοσφαιρικά αγαπάει να φτιάχνει ήρωες και λατρεύει να βρίσκει... αποδιοπομπαίους τράγους, να υποδεικνύει "ενόχους" για τον ένα ή τον άλλο αποκλεισμό. Μια ιστορία αγάπης και πόνου και ανάμεσα στον Γκασκόιν και την εθνική ομάδα υπήρξε πολύς πόνος, μάλλον επειδή υπήρξε και μεγάλη αγάπη. Αυτή, άλλωστε, ήταν που τον έκανε να βάλει τα κλάματα αμέσως μόλις πήρε την κίτρινη κάρτα στον ημιτελικό του Italia '90 κόντρα στη Γερμανία, πράγμα που σήμαινε ότι δε θα είχε δικαίωμα συμμετοχής στον τελικό. Τελικά η Αγγλία δεν πήρε το εισιτήριο για αυτό που θα ήταν το μεγαλύτερο της ματς μετά τον τελικό του 1966 αλλά ο Πολ πήρε το "εισιτήριο" για την ποδοσφαιρική αιωνιότητα της πατρίδας του, αφού εκείνα τα δάκρυα έχουν αποτυπωθεί ακόμη και στη μαριονέτα του που υπάρχει και πάντα θα υπάρχει στο εθνικό μουσείο ποδοσφαίρου της Αγγλίας. Όπως θα υπάρχει για πάντα στη μνήμη όλων, χωρίς να χρειάζεται να ανατρέξουν στο youtube ή στις... βιντεοκασέτες τους, η γκολάρα που είχε βάλει κόντρα στη Σκωτία στο Euro 1996. Εκείνο το τουρνουά, στα αγγλικά γήπεδα, ήταν αυτό που τα Λιοντάρια θα κατακτούσαν για να κάνουν ξανά υπερήφανο το έθνος, ήταν αυτό που ο Γκασκόιν θα λυτρωνόταν και θα ζούσε τον δικό του θρίαμβο, χαρίζοντας στους δικούς του μια επιβεβαίωση της αξίας του, του ταλέντου του. Τελικά, όμως, δεν έγινε τίποτα από τα δύο...
Τα δάκρυα του 1990 αντικαταστάθηκαν το '96 από το απλανές βλέμμα του μετά τον αποκλεισμό ξανά στον ημιτελικό, ξανά στα πέναλτι, ξανά από τη Γερμανία. Κι όμως, δεν ήταν τα Πάντσερ που ισοπέδωσαν τα όνειρα του "Gazza", αλλά οι ίδιοι οι συμπατριώτες του. Αυτοί που δεν μπορούσαν να δεχθούν τον “dentist's chair” πανηγυρισμό του, παραπέμποντας σε μια ξέφρενη βραδιά με πολύ αλκοόλ στο Χονγκ-Κονγκ λίγες εβδομάδες πριν το Euro, αυτοί που έπειθαν τον Γκλεν Χοντλ να τον αφήσει εκτός αποστολής για το Μουντιάλ του 1998 επειδή μία εβδομάδα πριν την ανακοίνωση των ονομάτων έτρωγε κεμπάμπ σε προχωρημένη ώρα. Ο πιο ταλαντούχος Άγγλος ποδοσφαιριστής της γενιάς του, ένας από τους καλύτερους που έβγαλε ποτέ η χώρα και ένας ωραίος, αυθεντικός, τρελός τύπος, δεν κατάφερε να πανηγυρίσει ποτέ κάποιο τίτλο με την εθνική ομάδα της χώρας του, στην οποία έκανε μόνο 57 συμμετοχές. Αρκετές όμως, θα πει κάποιος ουδέτερος, για να κάνει συμπαθητική εκείνη την Αγγλία. Την Αγγλία με τα τελειώματα του Λίνεκερ, το πάθος του Πιρς, τα κουράγια του Σίλτον και πάνω από όλα το ποδόσφαιρο, την μπάλα, τη φαντασία του Πολ Γκασκόιν...