Τop 100: Γιατί η κραυγή του Σπύρου Γιαννιώτη είναι η κορυφαία στιγμή της δεκαετίας! (#1)
Δείτε εδώ και τις 100 κορυφαίες στιγμές της δεκαετίας που πέρασε!
Στο τέλος της ημέρας, τι είναι ο αθλητισμός, αν όχι η δημιουργία συναισθημάτων; Η υπερχείλιση κραυγών, πανηγυρισμών, άγχους, φόβου. Η έκρηξη ορμονών, το σφίξιμο στους μυς, τα δάκρυα χαράς και λύπης. Αυτά τα δευτερόλεπτα που πετάς στον ουρανό ή πέφτεις στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι.
Όταν μπαίνεις σε μια διαδικασία αξιολόγησης μιας ολόκληρης δεκαετίας, όταν ξαφνικά θυμάσαι όλα αυτά που σε έκαναν να νιώσεις υπερηφάνεια ή αποτροπιασμό, όταν πρέπει να διαλέξεις αυτή τη μία στιγμή που ξεχωρίζει από όλες τις άλλες, το έργο φαντάζει αδύνατο. Είναι από τις φορές που η σκιά της υποχρέωσης μοιάζει εκατό φορές μεγαλύτερη από εσένα. Πώς να συγκρίνεις; Πόσα κριτήρια να χρησιμοποιήσεις για να φτάσεις σε ένα αξιοκρατικό συμπέρασμα;
Αυτή η φορά, δεν ήταν τέτοια…
Στις 16 Αυγούστου 2016, ένας Έλληνας αθλητής στο Ρίο της Βραζιλίας ολοκλήρωσε μια σπουδαία καριέρα, πετυχαίνοντας το φαινομενικά ακατόρθωτο: μας δίδαξε τι σημαίνει αθλητισμός. Μας έδειξε με την όλη πορεία του, με τη συμπεριφορά του, με την ταπεινοφροσύνη του, με τις αποτυχίες και τις επιτυχίες του, πώς είναι το πρότυπο ενός αθλητή.
Ο Σπύρος Γιαννιώτης έγινε εκείνο το απόγευμα στην Κόπα Καμπάνα ο ήρωας που τόσο πολύ αναζητούσαμε ως αθλητικό έθνος. Μακριά από έριδες, μακριά από σκιές, με την ατελείωτη δουλειά του, με το πραγματικό ήθος που χαρακτηρίζει έναν sportsman, ο 36χρονος τότε Σπύρος τελείωσε μια κούρσα ζωής, κραυγάζοντας μέσα στο νερό. Και την ίδια ώρα, εκατομμύρια Έλληνες ουρλιάζαμε και χοροπηδούσαμε μπροστά στις τηλεοράσεις μας γι’ αυτόν. Όχι για την επιτυχία του, όχι για το χρώμα του μεταλλίου του, αλλά γι’ αυτόν! Σκούζαμε «πάμε Σπύρο», «κράτα Σπύρο», «κολύμπα Σπύρο», «άλλο λίγο Σπύρο», γιατί ο Σπύρος εκείνη την ώρα είχε μεταμφιεστεί σε γαλανόλευκο φάρο εθνικής συνείδησης. Ο Γιαννιώτης ήταν όλη η χώρα εκείνες τις στιγμές. Και όλη η χώρα έκανε την μία χεριά μετά την άλλη…
Τέσσερα χρόνια πριν, στα 32 του, ο Σπύρος είχε βάλει τα κλάμματα στο Λονδίνο. Είχε τερματίσει τέταρτος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, μια τρομερή επιτυχία υπό άλλες συνθήκες για έναν οποιοδήποτε αθλητή, όμως όχι γι’ αυτόν. Λίγα δευτερόλεπτα μετά την κούρσα, με το νερό να ρέει ακόμα πάνω του, δήλωσε: «Σαν μικρό παιδί κλαίω. Όλοι πίστεψαν σε μένα. Τους απογοήτευσα». Πίστευε τότε, ότι αυτή ήταν η τελευταία του ευκαιρία να κερδίσει το ένα μετάλλιο που του έλειπε. Ήξερε, ότι όλοι τον υπολογίζαμε, ήταν άλλωστε ο εν ενεργεία παγκόσμιος πρωταθλητής. Δεν τα κατάφερε, όμως. Όπως είπε και ο ίδιος εκείνη την ώρα «Έτσι είναι ο αθλητισμός».
Όντως, έτσι είναι ο αθλητισμός. Έχει ήρωες, αντι-ήρωες και κακούς. Έχει μεγάλες επιτυχίες και πικρές αποτυχίες. Έχει ατελείωτο πόνο για λίγα δευτερόλεπτα χαράς και πολλά χρόνια υπερηφάνειας. Για λίγα εκατοστά χώρου ή χρόνου είσαι στην κορυφή του Ολύμπου ή στα τάρταρα του Καιάδα. Και ο Σπύρος ήταν σίγουρος εκείνες τις στιγμές, πως το όνομα του θα λησμονηθεί για πάντα στην χρυσή ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Ήταν σίγουρος πως έχασε την ευκαιρία του…
Δεν το έβαλε, όμως, κάτω. Στο απίστευτα επίπονο αγώνισμα των 10 χιλιομέτρων ανοικτής θαλάσσης, στα 32 του, πήρε την απόφαση που άλλαξε τη ζωή, όχι μόνο τη δική του και του προπονητή του, του Νίκου Γέμελου, αλλά και τις δικές μας. Το έβαλε πείσμα να κυνηγήσει το δικό του χρυσόμαλλο δέρας. Στα 36 του. Στο Ρίο. Στην τελευταία κούρσα της ζωής του…
Δούλεψε τέσσερα χρόνια με αυτό στο μυαλό του. Τέσσερα χρόνια, στην μία λωρίδα του Παπαστράτειου, την ώρα που παιδάκια κολυμπούσαν δίπλα του, εκείνος ήξερε πως μία μία η κάθε χεριά, τον οδηγούσε πιο κοντά στον Λυτρωτή Ιησού του Ρίο. Δεν ξέρω αν τελικά κολύμπησε την απόσταση από τον Πειραιά μέχρι τη Βραζιλία αυτά τα τέσσερα χρόνια, όταν όμως ήρθε η ώρα να πέσει στα νερά της Κόπα Καμπάνα, ήξερε ότι αυτή πραγματικά ήταν η τελευταία του ευκαιρία. Το είχε αποδεχθεί πλέον και το είχαμε αποδεχθεί κι εμείς. Ένας σπουδαίος αθλητής θα ριχνόταν στην τελευταία του μάχη για να φτάσει την αθανασία. Αυτό ήταν που διακυβευόταν στο Ρίο. Η υστεροφημία του. Η κατάκτηση του ενός στόχου που είχε στο μυαλό του από όταν ήταν παιδί. Αυτό που τσιγκλούσε το κεφάλι και την ψυχή του, όλη του τη ζωή. Αυτό που τον έκανε να κλάψει στο Λονδίνο. Το Ολυμπιακό μετάλλιο…
Μία ώρα και πενήντα λεπτά τον βλέπαμε να παλεύει με τα κύματα. Να παλεύει με τις Ερινύες και τις Κασσάνδρες. Να παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό. Χεριά χεριά να ανοίγει την απόσταση. Χεριά χεριά να παίρνει κεφάλι στην κούρσα και να οδεύει προς την αθανασία. Χεριά χεριά να πλησιάζει προς το τέλος της καριέρας του. Μία ώρα και πενήντα λεπτά βλέπαμε έναν άνθρωπο να ανεβαίνει στο Έβερεστ και τώρα είχε μείνει η τελική ευθεία. Αυτά τα τελευταία δευτερόλεπτα. Ο Σπύρος ήταν πρώτος. Είκοσι και βάλε χρόνια πόνου, ταλαιπωρίας, δακρύων, τραυματισμών, ατελείωτων ωρών στο γυμναστήριο και το νερό έφταναν στο τέλος τους. Και ο Σπύρος ήταν πρώτος. Τέσσερα χρόνια μετά το Λονδίνο, τέσσερα χρόνια μετά την μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής του, ήταν ξανά εκεί και είχαν απομείνει λίγα μέτρα.
Κι εμείς, όλοι όρθιοι, ήμασταν μαζί του. Μετρούσαμε τις χεριές του, ουρλιάζαμε να αντέξει λίγο ακόμα. Ο Ολλανδός Φέρι Βέρτμαν τον πλησίαζε. Οι δυνάμεις του Σπύρου είχαν τελειώσει, ό,τι είχε να δώσει το σώμα του το είχε δώσει, πια κολυμπούσε με την ψυχή του, με το πνεύμα του, με τις κραυγές τις δικές μας. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν εκείνη την ώρα, αν σκεφτόταν κάτι. Δεν ξέρω αν έβλεπε τους δικούς του ανθρώπους, αν έβλεπε τον τερματισμό, αν ήξερε ότι τα είχε καταφέρει. Ο Βέρτμαν, όμως, πλησίαζε. Και ο Γάλλος Μαρκ-Αντουάν Ολιβιέ. Η αθανασία ήταν ξανά τόσο κοντά και τόσο μακριά…
Ο Σπύρος πέρασε τον τερματισμό πρώτος. Ο Ολλανδός, όμως, χτύπησε μια χεριά νωρίτερα το ρολόι. Για μια χεριά ο Βέρτμαν πήρε το χρυσό και ο Γιαννιώτης το ασημένιο. Με τον ίδιο χρόνο. Έπειτα από δέκα χιλιόμετρα, όλα κρίθηκαν στην μία χεριά. Σ’ αυτά τα ρημαδιασμένα τα ελάχιστα εκατοστά του δευτερολέπτου. Για τον Σπύρο, όμως, τίποτα από όλα αυτά δεν είχε σημασία. Έβαλε και πάλι τα κλάμματα. Μέσα στο νερό αυτή τη φορά. Σήκωσε τις γροθιές του στο αέρα και κραύγασε. Η δικαίωση είχε έρθει. Όλα είχαν τελειώσει. Τα είχε καταφέρει… Κι εμείς αγκαλιασμένοι χοροπηδούσαμε για την επιτυχία του.
Μετά το τέλος της κούρσας, τον συμβούλεψαν να κάνει ένσταση για να διεκδικήσει το χρυσό. Εξάλλου, είχε όντως περάσει πρώτος τη νοητή γραμμή του τερματισμού. Δεν ήθελε. Δεν τον ένοιαζε. Δεν το θεώρησε δίκαιο. Έκανε ένα λάθος μέσα στο νερό και του κόστισε το χρώμα του μεταλλίου του. Ως τζέντλεμαν το αποδέχθηκε. Δεν θα λέκιαζε το τέλειο τέλος της καριέρας του με μία ένσταση.
Ο Γιάννης πέτυχε αυτό, που δεν πιστεύαμε ποτέ ότι θα δούμε τη δεκαετία που πέρασε. Ο Λευτέρης, η Κατερίνα, η Άννα, ο Παναγιώτης, ο Παύλος, η Αλεξάνδρα, η Χριστίνα και ο Ηλίας μας έκαναν να δακρύσουμε από υπερηφάνεια, ο Στέφανος έδειξε τα πρώτα μεγάλα σημάδια μιας εν δυνάμει ανεπανάληπτης καριέρας, ο Θεός Νικ ανέβηκε στο θρόνο που τόσο του άξιζε και οι Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός στο μπάσκετ επιβεβαίωσαν ξανά τι σημαίνει αυτό το άθλημα για την Ελλάδα.
Η επιτυχία του Γιαννιώτη αυτή καθαυτή, ίσως να μην είναι τόσο σημαντική όσο κάποιων από τους προαναφερθέντες. Ο Σπύρος, όμως, μας υπενθύμισε τι είναι πραγματικά ο αθλητισμός. Είναι τα συναισθήματα. Είναι η πορεία. Η ιστορία από την αρχή μέχρι το τέλος. Το ταξίδι από την απόλυτη απογοήτευση στην αθανασία.
Ο Σπύρος Γιαννιώτης ολοκλήρωσε την δεκαετία που μας πέρασε την καριέρα του και η τελευταία αθλητική εικόνα του που θα θυμόμαστε, είναι αυτή με τις γροθιές στον αέρα, ουρλιάζοντας για την απόλυτη δικαίωση των δεκαετιών δουλειάς, επιμονής και αφοσίωσης στον στόχο του. Και γι’ αυτό είναι στο Νο.1 των δικών μας κορυφαίων στιγμών της δεκαετίας. Σ’ ευχαριστούμε, Σπύρο!