Νίκος Κούνδουρος: Των άλλων τα ντέρτια

Νίκος Κούνδουρος: Των άλλων τα ντέρτια

Gazzetta team

Το ελληνικό μεταπολεμικό, μετεμφυλιακό καθεστώς δεν νοιάστηκε ποτέ για τον άλλο. Μόνο όταν υψώθηκαν γροθιές και φωνές ο άνθρωπος βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής. Μέχρι να γίνει αυτό όμως, η απόσταση που τον χώριζε από τον μαγικό φακό ήταν τεράστια. Στριμωχνόταν στο περιθώριο. Το πανίσχυρο μέσο της εποχής -ο κινηματογράφος- έμενε μακριά απ’ αυτόν. Από φόβο κυρίως. Και από δουλοπρέπεια. Ώσπου κάποια ατίθασα παιδιά, κάποιοι νέοι που δεν είχαν παρωπίδες, έριξαν φως στο γκρίζο των αποκλεισμένων. Τότε στο μεγάλο πανί ο κόσμος είδε πόλεις μαγικές, ένιωσε τη δροσιά του κυριακάτικου ξυπνήματος και ξαφνιάστηκε από τους “δράκους” που ζούσαν το δικό τους παραμύθι. Δύο ονόματα, δύο κόσμοι: Μιχάλης Κακογιάννης, Νίκος Κούνδουρος. Ο δεύτερος το είπε καθαρά: “Δεν κάνω κινηματογράφο για την αφεντιά μου. Οι άλλοι με νοιάζουν, των άλλων τα ντέρτια, οι καημοί, οι δυστυχίες, οι έρωτες, οι θάνατοι”. Ο φακός, λοιπόν, βρίσκει το εκτός πλάνου κοινό, λερώνεται με τη σκόνη του κόσμου, ακολουθεί τον ρυθμό της ανάσας του και ο ελληνικός κινηματογράφος ανανεώνεται, δικαιώνει την αποστολή και τον προορισμό του. Ο Κούνδουρος όμως δεν ύψωσε μόνο ανάστημα. Ύψωσε και τα λόγια τα ωραία, την ποίηση, και στόλισε με αυτά τα πλάνα του, τις ιστορίες του. Ο “δράκος” δεν είναι πια εδώ, μας άφησε όμως το παραμύθι του και τον ευγνωμονούμε.

image

Ο επιβιώσας

Ο Νίκος Κούνδουρος, ο επιβιώσας! Αυτός και ο Μίκης Θεοδωράκης και τόσοι άλλοι… Αναμενόμενο; Καθόλου και αυτό δίνει το στίγμα του Κρητικού καλλιτέχνη. Αεικίνητος. Σαν τον Βέγγο κι αυτός. Μόνο που αυτός κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όσο κι αν οι ταινίες του αφορούσαν τον λαό, ο ίδιος έμεινε σε απόσταση ασφαλείας απ’ αυτόν. Δεν τον φοβήθηκε. Την αστόχαστη αντίδραση του (του λαού) δεν ήθελε να αντιμετωπίσει. Η κοσμοθεωρία του μέσα από το μαζικό μέσο σίγουρα ξεβόλεψε, ενόχλησε. Η ανανέωση χρειαζόταν χρόνο και χώρο, χώρο που δεν υπήρχε και όμως φτιάχτηκε. Ο Κούνδουρος συνέβαλλε σε αυτό και άνοιξε τον δρόμο μαζί με τον Κακογιάννη. Ο δρόμος έγινε λεωφόρος από τους Αγγελόπουλο, Βούλγαρη. Η προσπάθεια για επιβίωση δεν σταμάτησε όμως. Κατοχή, Εξορία, Εμφύλιος, Μετεμφυλιακή σκοτεινιά, δικτατορία συνταγματαρχών… Ο Κουνδούρος όμως κινείται ανεξέλεγκτα, μία μπρος, μία πίσω. Οι ταινίες του αποδεικνύουν. “Μαγική πόλη”, “Δράκος” και αργότερα “1922”, “Μπορντέλο”, “Μπάυρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου”… Ο κόσμος του στερεώνεται στο Μακρονήσι, στην Κρήτη, στον “Δράκο” και στον κινηματογράφο ως μέσο φωνής, αντίστασης. Ο Κούνδουρος διατρέχει τον 20ο αιώνα με τον δικό του τρόπο και μεις τον παρακολουθούμε. Τον παρακολουθούμε να δημιουργεί, να φωνάζει, να στέκεται όρθιος και να γίνεται ο Νίκος Κούνδουρος, ο επιβιώσας!

Οι ταινίες αντανακλούν την κοσμοθεωρία του

image

Σμιλεύοντας τον άνθρωπο και τον χρόνο

Ο ταινίες του αντανακλούν την κοσμοθεωρία του. Θεωρητικά είναι αυτονόητο για κάθε καλλιτέχνη, όμως στην πράξη είναι δύσκολο να εκφραστεί. Η δημιουργία ταινίας είναι πολυπαραγοντικό ζήτημα και υπάρχουν πολλές παράμετροι που μπορούν να εκτρέψουν σε άλλα μονοπάτια τη διαδικασία. Η αρχική πρόθεση αλλοιώνεται και το τελικό αποτέλεσμα είναι προϊόν συμβιβασμού και υποχωρήσεων. Στην περίπτωση του Νίκου Κούνδουρου αυτό δεν πρέπει να ισχύει. Η σιγουριά μας απορρέει από το τελικό αποτέλεσμα και την προσωπικότητα του σκηνοθέτη. Επίσης, από την ποσότητα των ταινιών που γύρισε. Το σύνολο περιλαμβάνει 12 κινηματογραφικά έργα. Αν υπολογίσουμε ότι την πρώτη του ταινία την γύρισε στα 28 του και είχε αμέσως επιτυχία, τότε καταλαβαίνουμε και την άποψη και τη συμπεριφορά του. Ο Κούνδουρος δεν θα έκανε ταινία που δεν θα μπορούσε να ελέγξει! Το πιο σημαντικό: η αντίληψη και η στάση ζωής του απέναντι στην κοινωνία, την πολιτική και την Ιστορία, φαίνεται πεντακάθαρα στις ταινίες του. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει αν έκανε την οποιαδήποτε έκπτωση στη δουλειά του. Συνεπώς, έκανε αυτό που ήθελε. Και το έκανε πρώτα για τους άλλους και μετά για τον εαυτό του. Δεν ήθελε να διασκεδάσει, να ικανοποιήσει το αδηφάγο καταναλωτικό πνεύμα της κάθε εποχής. Ψυχαγωγία και μια άλλη οπτική στα πράγματα ήταν ο στόχος του και το πέτυχε. Αυτό συνεπάγεται πρωτοπορία, τόλμη, αποφασιστικότητα, συνέπεια, εντιμότητα, όραμα.

Ο Κούνδουρος όμως δεν δημιουργεί εκ του μηδενός. Όχι! Επειδή η τέχνη αντλεί από την κοινωνία, από την ύπαρξη την ίδια, ο Κούνδουρος –αρχικά- στράφηκε σε αυτό που πολλοί δεν έβλεπαν ή έκαναν πως δεν έβλεπαν: την κοινωνία και τον άνθρωπο. Η Ελλάδα του ’50 παλεύει με τη φτώχεια, την ανέχεια, την πολιτική καταπίεση και την απροσδιόριστη ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Ο νεορεαλισμός, το νουάρ, το μελόδραμα κυριαρχούν στο ξεκίνημα. Την επόμενη δεκαετία, αυτή του ’60, ο λυρισμός, ο σουρεαλισμός (γιατί όχι;) και κάτι από τον υπαρξισμό αναδύονται μέσα από τη δουλειά του. Από τα μέσα του ’70 κυριαρχεί το παρόν και η σύγχρονη ελληνική ιστορία. Το ελεύθερο πνεύμα της εποχής αποτυπώνεται στα ζωηρά, ηλεκτρισμένα πλάνα των ταινιών του. Ο Κούνδουρος καταπιάνεται με το έπος, το εκτός ορίων, με την αχλή του μύθου… Από την κοινωνία και τον άνθρωπο περνά στην Ιστορία και τον άνθρωπο. Με υπομονή και πίστη στο όραμα του προχωρά και ολοκληρώνει ό,τι τον ανησυχεί και τον προβληματίζει. Σαν να σμιλεύει τον άνθρωπο και τον χρόνο, έτσι προχώρησε, έτσι έφτιαξε τις ταινίες του.

Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική

image

Βιογραφικό καρέ

Ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926. Ο πατέρας του, ο δικηγόρος και πολιτικός Ιωσήφ Κούνδουρος, κρητικός, δεν ανεχόταν ο γιος του να πολιτογραφηθεί Αθηναίος. Τον μετέφερε στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μια πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου, στις 15 Δεκεμβρίου 1926. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, από την οποία αποφοίτησε το 1948. Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο Ε.Α.Μ και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου εξορίστηκε στη Μακρόνησο λόγω των αριστερών φρονημάτων του. Μετά την αποφυλάκιση αποφασίζει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο και το 1954 σκηνοθετεί τη “Μαγική Πόλη”. Το ταλέντο και η πρωτοτυπία του γίνονται αντιληπτά. Η ταινία θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο Φεστιβάλ Βενετίας. Δυο χρονιά μετά έρχεται η ταινία-ορόσημο, “Ο Δράκος” (βλ. παρακάτω). Ο Γιάννης Σολδάτος εύστοχα παρατηρεί πως ο Κούνδουρος “μπολιάζει τον κινηματογράφο με την εικαστική αντίληψη του πλάνου”. To 1958 δημιουργεί την ταινία “Οι παράνομοι” και θα λάβει μέρος στο Φεστιβάλ Βερολίνου τον επόμενο χρόνο. To 1959 γυρίζει την ταινία "Στο Ποτάμι". Σε αυτό αφηγείται διάφορες ιστορίες με επίκεντρο ένα ποτάμι των βορείων συνόρων της χώρας. Το 1963 το κοινό θα δεις τις “Μικρές Αφροδίτες”. Το σενάριο φέρει την υπογραφή του Βασίλη Βασιλικού. Η ταινία ξεχωρίζει για τον λυρισμό και το έντονο ερωτισμό της και βραβεύεται σε πολλά φεστιβάλ. Κορυφαία διάκριση αυτή της “Καλύτερης ταινίας” και “Καλύτερης σκηνοθεσίας” στο Φεστιβάλ Βερολίνου την ίδια χρονιά. Σαρώνει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ τιμάται και με το βραβείο της “Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου”. Το 1967 γυρίζει το “Πρόσωπο της Μέδουσας”. Η ταινία μένει ημιτελής λόγω χούντας. Θα την ολοκληρώσει στην Ιταλία με τον τίτλο “Vortex”. Με την πτώση της δικτατορίας θα παραδώσει το μουσικοπολιτικό ντοκιμαντέρ “Τα τραγούδια της φωτιάς” (1975). Τρία χρόνια μετά έρχεται το “1922” με θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή, βασισμένο στο βιβλίο του Ηλία Βενέζη “Το νούμερο 31328”. Έξι χρόνια αργότερα γυρίζει το “Μπορντέλο” (η ιστορία της Ρόζας Βοναπάρτη και των κοριτσιών της). Το 1992 προβάλλεται στις αίθουσες το “Μπάιρον: Μπαλάντα για ένα δαίμονα”. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο επαναστατημένο Μεσολόγγι του 1824, όταν καταφθάνει εκεί ο Λόρδος Βύρων. Το 1998 παρουσιάζει την ταινία “Οι φωτογράφοι” και το 2012 το “Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη”. Πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου 2017.

Στην εξορία γεννήθηκαν όλα!

image

Μακρόνησος, από το σκοτάδι στο φως

Αν θες να καταλάβεις τον Κουνδούρο δες τη Μακρόνησο. Τόπος εξορίας και τραύμα στη συλλογική μνήμη που καθόρισε τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων. Τα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια, το “Μακρονήσι” δέχθηκε πολλούς “διαφορετικούς, πολλούς αντικαθεστωτικούς, αντιφρονούντες. Ένας απ’ αυτούς και ο Κούνδουρος. Τρία χρόνια έμεινε εκεί. Τρία χρόνια που όμως έγιναν η ζωή του όλη! Η εξορία θα ξεκαθαρίσει το τοπίο μέσα του και θα του δώσει πρόταγμα, σκοπό, επιδίωξη και αιτία πάλης και διεκδίκησης. Όπως σωστά αναφέρουν οι Χρήστος Ιερείδης, Άκης Καπράνος σε άρθρο τους στα “Τα Νέα”, στις 23 Φεβρουαρίου 2017, “Όλη η φιλμογραφία του, ένα μεγάλο παράπονο για την περιφρόνηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, από την πρώτη ταινία μέχρι την τελευταία του”. Η Μακρόνησος, λοιπόν, του έδωσε το τραύμα και το θαύμα, τη δυνατότητα να δει τον άνθρωπο στα καλύτερα και στα χειρότερα του. Η αντοχή ήταν τα καλύτερα και ο βασανισμός, ο σαδισμός , τα χειρότερα. Όταν είδε πόσο λίγο κοστίζει για κάποιους η ανθρώπινη ζωή, η αξιοπρέπεια, πήρε την απόφαση του: μέσα από την τέχνη θα αναδείκνυε την περιφρόνηση και την ανθεκτικότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Και να πώς άρχισαν όλα. Τα διηγήθηκε στον Αντώνη Μποσκοϊτη, στην εφημερίδα “Lifo”, τον Μάιο του 2016.

Στη Μακρόνησο γνώρισα πάρα πολύ κόσμο. Ανήκα σε μια επίλεκτη ομάδα διανοούμενων αντιφρονούντων. Μεταξύ αυτών και ο Άρης Αλεξάνδρου, ο ποιητής. Επειδή πηγαινοερχόμουν στην Αθήνα για να πάρω τούβλα, κεραμίδια και υλικά, μου λέει μια μέρα ο Αλεξάνδρου: “Ψάξε, σε παρακαλώ, να βρεις τη μάνα μου και να της πας αυτό το γράμμα”. Αυτός ήταν ο πυρήνας της κινηματογραφικής μου σταδιοδρομίας, γιατί, ψάχνοντας τη μαμά του Αλεξάνδρου, βρέθηκε στο Δουργούτι, σε ένα πραγματικά άθλιο συνοικισμό προσφύγων από παράγκες με τενεκέδες για σκεπή. Τους αγάπησα και με αγάπησαν κι όταν ξεκαθάρισαν μέσα μου τα πράγματα, είπα: “Θα κάνω μια ταινία για να καταγράψω αυτό τον κόσμο της απόλυτης φτώχειας”. Μου ήταν εντελώς άγνωστος ο κόσμος αυτός.

Αξίζει να αναφέρουμε και τη γνωριμία του με τον Θανάση Βέγγο. Να πώς το αφηγήθηκε ο ίδιος. [Από το άρθρο των Ιερείδη, Καπράνου, στα “Τα Νέα”]

Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. “Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε” μου είπαν και το μόνο που ζήτησα ήταν να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν! Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο - τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο! “Τι κάνεις;” τον ρωτάω. “Θα πεθάνεις εδώ πάνω” απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Ήταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ' όλα

Από τη ζωή του δεν θα μπορούσε να λείπει ο Μάνος Χατζιδάκις. Όπως είχε πει [από το άρθρο του Αντώνη Μποσκοϊτη στη Lifo] ο άνθρωπος της ζωής μου ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Η μάνα του ήταν φίλη με τη μάνα μου, πίνανε τα καφεδάκια τους. […] Ο Χατζιδάκις ήταν ο μουσικός μου. Έγραψε μουσική για την “ασπρόμαυρη” περίοδο μου, στη Μαγική Πόλη, στον Δράκο, στους Παράνομους και στο Ποτάμι. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ άλλον συνθέτη για συνεργάτη μου.

Ο ανθρωπάκος γίνεται ικανός για το χειρότερο

image

“Ο Δράκος”, όλο του το είναι

Η Μακρόνησος είναι η αρχή. “Ο Δράκος” είναι η πορεία και το φινάλε. Δεν έχει σημασία αν είναι η δεύτερη ταινία στη φιλμογραφία του. Ο Κούνδουρος αμέσως πιάνει κορυφή και σε αυτήν καρφώνει την κουρελιασμένη ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ισιώνει τις τσαλακωμένες πτυχώσεις, καθαρίζει το βλέμμα και διορθώνει την περπατησιά της. Η μεταμορφωτική δύναμη του φόβου, της φτώχειας, της απελπισίας, στα χέρια του Κούνδουρου γίνεται θάρρος, αποφασιστικότητα, ελπίδα. Ο ανθρωπάκος που δεν ήταν ικανός για τίποτα, γίνεται ικανός για το χειρότερο και αυτό είναι καλύτερο από το τίποτα! Είναι τα πάντα! Σε αυτή την ταινία η αξιοπρέπεια αναμετριέται με την αναξιοπρέπεια και κερδίζει. Το βλέμμα του αδύναμου δεν κοιτά από κάτω προς τα πάνω, αλλά κοιτά εκεί που θέλει, επιθυμεί. Ο θάνατος του ανθρωπάκου θα επιβεβαιώσει την τραγική του μοίρα, αλλά θα δείξει ότι η αξιοπρέπεια κάνει την κοινωνία να προχωρά, πιο δυνατή, την κρατά όρθια και είναι αυτή που απαλύνει τον πόνο της απώλειας.

Ο Κούνδουρος στον “Δράκο” έδειξε όλο του το είναι, αυτό που ήθελε να πετύχει, αυτό που κυνήγησε: τον όμορφο και δύσκολο αγώνα του ανθρώπου να κρατήσει την αξιοπρέπεια του. Κάτι αντιλαμβανόταν για τα χρόνια που θα έρχονταν. Και δεν είχε άδικο. Στον “Δράκο” αποτυπώνεται η προσπάθεια της ελληνικής κοινωνίας να επιβιώσει μέσα στο ασφυκτικό μετεμφυλιακό κράτος, μετά στη δικτατορία των συνταγματαρχών και τέλος στη μεταπολίτευση της ευμάρειας και της προόδου. Η ανησυχία του Κούνδουρου για την περιφρόνηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν σταμάτησε ποτέ. Όπως και η προσπάθεια του να τη σώσει και να την ομορφύνει με τα εικαστικής αισθητικής πλάνα του. Με τον “Δράκο” έδειξε ότι ήθελε έναν κινηματογράφο εξωστρεφή, έντιμο, πολιτικό, ενεργό, μαχητικό. Έδειξε ότι ο δημιουργός πρέπει να αντιλαμβάνεται τα αιτήματα των καιρών και να παλεύει για να φτάσει στο μέλλον. Έδειξε ότι υπάρχει κινηματογραφική ενσυναίσθηση και πως ένας Δράκος κατοικεί σε όλους μας.

To Top 5 της φιλμογραφίας του

"Μαγική Πόλη"

"Ο Δράκος"

"Μικρές αφροδίτες"

"Τα τραγούδια της φωτιάς"

"Μπάιρον: Μπαλάντα για έναν δαίμονα"

Πηγές

-Νίκος Κούνδουρος: Ακούγεται κοινοτοπία, αλλά, ναι, ο άνθρωπος της ζωής μου ήταν ο Χατζιδάκις. [εφ. Lifo, του Αντώνη Μποσκοϊτη]

-Ο “Δράκος”, το ΕΑΜ και ένα αντίσκηνο στ Μακρόνησο. [εφ. Τα Νέα, των Χρ. Ιερείδη, Α. Καπράνου]

-Νίκος Κούνδουρος, βιογραφία [sansimera.gr]