Λυπηρίδης: «Τις νύχτες στα μπουζούκια δεν τις αγάπησα ποτέ, άλλο θέλω να ξαναζήσω»
Ένα σύννεφο καπνού απλώνεται πάνω από το στοιβαγμένο κοινό. Η βαριά ανάσα του τραντάζει τους τοίχους των αποδυτηρίων και το βλέμμα όλων είναι καρφωμένο σ’ ένα σημείο. Μια γλυκιά ανυπομονησία για την εμφάνιση των «θεών». Ξαφνικά, το νεύμα όλων όσοι είναι στα πέριξ ενημερώνει ότι έφτασε η μεγάλη στιγμή. Τα υψηλά ντεσιμπέλ προκαλούν σεισμό, χιλιάδες χαρτάκια ανεμίζουν στην μπαρουτοκαπνισμένη ατμόσφαιρα κι ένα ποτάμι ενθουσιασμού ξεχειλίζει από τις κερκίδες παρασέρνοντας κι αυτούς που φορούν την κίτρινη φόρμα.
Είναι αυτό που θέλει να ζήσει ξανά ο Βασίλης Λυπηρίδης. Καμία απονομή τίτλου, κανένα παιχνίδι, κανένα γλέντι στο «Ακρόαμα» γιατί αυτό δεν άγγιζε την ψυχή του. Μόνο να βγει για μια ακόμη φορά από τα αποδυτήρια, να νιώσει ξανά αυτό που δεν ξανάνιωσε ποτέ. Μια κατάσταση πέραν των ανθρώπινων ορίων. Αυτό ήταν εκείνος ο Άρης. Φρενίτιδα. Το πιο απόκρυφο όνειρο.
Η συζήτηση μαζί του κράτησε 70 λεπτά αλλά θα μπορούσαμε να μιλάγαμε ώρες ολόκληρες. Η ξαφνική ωρίμανσή του, τα «χάδια» του «ξανθού», η συνύπαρξη με τους «μύθους», η καθημερινή ένταση και η αίσθηση ότι κουβαλά και ο ίδιος στις πλάτες του μια ολόκληρη χώρα. Οι νύχτες στα μπουζούκια που δεν αγάπησε ποτέ, η «αυτοκρατορία», οι αμέτρητοι τίτλοι, τα απωθημένα, οι ανατροπές, οι επιστροφές από το πουθενά, η ατελείωτη αγάπη του κόσμου. Υπάρχουν νύχτες που μπαίνει στον πειρασμό. Ποιος δεν το κάνει; Μπαίνει στο youtube. Βλέπει, θυμάται, αξιολογεί με την ωριμότητα ενός 54χρονου ανθρώπου. Τότε, ήταν 20-21 ετών. Μέλος της κορυφαίας ομάδας του 21ου αιώνα. Ούτε που το είχε φανταστεί…
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΝΑ ΓΙΝΩ ΦΥΣΙΚΟΣ
Αυτό που οι Αμερικανοί το λένε… «life is full of surprises», για τον ίδιο ήταν κάτι απρόσμενο, αναπάντεχο. Προφανώς δεν το είχε φανταστεί, αλλά επιδίωξε να το ζήσει μέχρι το μεδούλι. Στο κάτω-κάτω της γραφής… «δεν θα το άλλαζα ποτέ γιατί αυτό που έζησα δεν τα ζουν πολλοί. Ήταν μια κατάσταση beyond the borders, πέρα από τα φυσιολογικά και ανθρώπινα όρια». Ταξιδεύοντας στον χρόνο όμως, είχε φανταστεί, στην πραγματικότητα, είχε χτίσει (στο μυαλό του) μια άλλη ζωή. Η πανεπιστημιακή καριέρα ανέκαθεν ήταν το όνειρό του. Να γίνει φυσικός λόγω της βαθιάς αγάπης του για την επιστήμη. Και δεν ήταν κάποια παιδική πεποίθηση, μια έκφραση της στιγμής.
«Από μικρός ήμουν καλός μαθητής σε σημείο που όταν ο έλεγχος ήταν στο 19, στο σπίτι υπήρχε πένθος. Ο βαθμός του απολυτηρίου μου ήταν 19 και κάτι. Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος στο δασαρχείο και η μητέρα μου ασχολούταν με τα οικιακά. Στον πατέρα μου δεν άρεσε η έντονη ενασχόληση με το μπάσκετ καθώς όταν μεταγράφηκα στον Άρη, αυτομάτως άλλαξε το καθημερινό πρόγραμμά μου και θεώρησε ότι ήταν μεγάλο λάθος το ότι άφησα το πανεπιστήμιο γιατί ήξερε πόσο πολύ είχα προσπαθήσει αλλά και την προοπτική. Πέρασα στο Φυσικομαθηματικό Θεσσαλονίκης, ξαφνικά προέκυψε το μπάσκετ και η μεταγραφή μου στον Άρη. Οι υποχρεώσεις πολλαπλασιάστηκαν, δεν προλάβαινα, κι έτσι πήρα μεταγραφή στη Γυμναστική Ακαδημία, μετά στη Νομική την οποία επίσης δεν τελείωσα, για να ακολουθήσει το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και τα τέσσερα χρόνια σπουδών στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Προφανώς παρέμεινε ένα απωθημένο γιατί αγαπούσα από μικρός την επιστήμη μου. Τουλάχιστον ο αδερφός μου είναι φυσικός».
Πώς προέκυψε ο Άρης;
«Έπαιζα σε μια τοπική ομάδα στην Έδεσσα (σ.σ. μετακόμισε εκεί η οικογένεια λόγω της εργασίας του πατέρα του). Κάποια στιγμή στα τοπικά κλιμάκια ήθελαν να παρακολουθήσουν νεαρούς παίκτες κι είδαν και μένα. Θυμάμαι ότι είχαμε παίξει φιλικά παιχνίδια με ομάδες της Θεσσαλονίκης. Ο Άρης είχε στείλει άνθρωπο να με παρακολουθήσει και με προσέγγισε όταν ήμουν μαθητής της 2ας Λυκείου. Τότε, δεν ήθελα να φύγω από την Έδεσσα λόγω Πανελληνίων Εξετάσεων κι έστειλε έναν προπονητή ούτως ώστε να μ’ έχει από κοντά. Μετά τις εξετάσεις ολοκληρώθηκε η μεταγραφή, εγώ έφυγα από την Έδεσσα και για έναν χρόνο ήμουν στη ΧΑΝΘ με προπονητή τον Μάκη Πιριτίδη. Ουσιαστικά με προετοίμασε για το επόμενο επίπεδο καθώς οι προπονήσεις ήταν σκληρές και απαιτητικές».
Στο υποθετικό σενάριο της μη εισαγωγής σου στη σχολή του ΑΠΘ, τι θα μπορούσε να συμβεί;
«Δεν υπήρχε περίπτωση. Καταρχήν, στο μηχανογραφικό μου είχα βάλει ελάχιστες επιλογές. Ήμουν τόσο σίγουρος, δεν πήγα καν να δω τους βαθμούς. Ήξερα τι είχα γράψει και από τη στιγμή που είχαν βγει οι βάσεις για το Φυσικομαθηματικό Θεσσαλονίκης, ήμουν βέβαιος ότι είχα εισαχθεί στη σχολή. Δεν μπήκα καν σε διαδικασία να μάθω».
Από τη στιγμή που το όνειρό σου ήταν η πανεπιστημιακή καριέρα, μετάνιωσες για την εξέλιξη των πραγμάτων;
«Καλή ερώτηση. Δεν έχω μετανιώσει, αλλά έχω ένα κομμάτι το οποίο παρέμεινε ακάλυπτο. Θεωρώ ότι με την τρέλα που κουβαλούσα για το Φυσικομαθηματικό, θα έκανα κι εκεί πρωταθλητισμό. Σκοπός μου δεν ήταν η δημοσιότητα, ακόμη και σαν αθλητής δεν ήταν κάτι που με γέμιζε. Αντιθέτως, με γέμιζε το όλο κλίμα, η επιτυχία σ’ αυτό που κάνεις. Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος της δημοσιότητας, δεν τρελαινόμουν ακόμη και με τα γλέντια μετά την κατάκτηση ενός τίτλου. Συνολικά, δεν θα άλλαζα κάτι, γιατί αυτό που έζησα δεν έχουν τη δυνατότητα να το ζήσουν πολλοί. Μια κατάσταση η οποία πάντα ήταν πέρα από τα όρια».
Ανέκαθεν ήσουν άνθρωπος χαμηλών τόνων. Είπες ότι αυτό που έζησες τότε ήταν πέρα από τα δικά σου όρια. Σα να μην είχες την ελευθερία να κάνεις αυτό που ήθελες…
«Δεν ένιωσα ποτέ εγκλωβισμένος, απλά απολάμβανα αυτό που ζούσα. Η αλήθεια είναι ότι ήμασταν απομονωμένοι, σα να ήμασταν σ’ ένα κουβούκλιο υπερπροστασίας έχοντας έντονη αναγνωρισιμότητα και αποδοχή. Δεν είχαμε πολλές επαφές με τον … έξω κόσμο. Ταξίδια, ξενοδοχεία, παιχνίδια ανά 3-4 ημέρες, ελάχιστη επαφή με την πραγματικότητα. Τώρα απολαμβάνω πολλά περισσότερα πράγματα σε σχέση με τότε. Μέχρι σήμερα, με σταματούν στον δρόμο φίλοι του Άρη, μου μιλάνε για τις μοναδικές στιγμές εκείνης της εποχής και είναι εντυπωσιακό αν συνυπολογίσεις πόσα χρόνια πέρασαν. Πριν από λίγο καιρό με σταμάτησε ένας φίλος του Άρη για να μου δείξει ότι είχε τη φωτογραφία μου screen saver στο κινητό του».
Τι πραγματικά θυμάσαι με νοσταλγία;
«Αν υπάρχει κάτι που πραγματικά νοσταλγώ είναι η ένταση πριν από το παιχνίδι. Η πίεση ήταν τρομακτική και η ήττα απαγορευόταν. Στην πραγματικότητα, απαγορευόταν και η νίκη με μικρή διαφορά. Αν δηλαδή κερδίζαμε ένα παιχνίδι με διαφορά κοντά στους δέκα πόντους, στα αποδυτήρια δεν πανηγύριζε κανείς. Αυτό που θα ήθελα να ξαναζήσω είναι το συναίσθημα κατά την είσοδο στον αγωνιστικό χώρο. Υπό τον ήχο του μουσικού θέματος της Οδύσσειας του Διαστήματος, με τα χαρτάκια να πέφτουν σαν βροχή. Ναι, αυτό θέλω να το ξαναζήσω».
ΕΙΣΟΔΟΣ ΟΜΑΔΑΣ
από το 2:00 έως το 2:50
Ο ΓΚΑΛΗΣ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ… ‘ΤΙ ΕΓΙΝΕ; ΨΗΛΩΘΗΚΕΣ;
Όταν επιλέχθηκε για να αποτελέσει κομμάτι μιας αυτοκρατορίας δεν είχε κλείσει ούτε τα 19α του χρόνια. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την υποχρέωση του καθημερινού ξυρίσματος, οι δε παραστάσεις του εκτείνονταν από το κλειστό της Έδεσσας μέχρι αυτό της ΧΑΝΘ. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων, άγουρος, σαν να έπρεπε να κολυμπήσει ένα μαθητούδι στα βάθη ενός ωκεανού. Δίπλα του, όλες οι σπουδαίες προσωπικότητες του (τότε) ελληνικού μπάσκετ. Σοκ. Και η πίεση χτυπούσε κόκκινα. Μια διαρκής ενόχληση στο πάνω μέρος του κρανίου.
Πόσο εύκολο ήταν να ελέγξει ένας ανθρώπινος οργανισμός την πίεση που είχε εκείνη η ομάδα;
«Εκείνη την εποχή ζούσα στα όριά μου λόγω της πίεσης. Αυτοί που σε καταλαβαίνουν είναι οι δικοί σου άνθρωποι στο σπίτι, γιατί η ένταση δεν φεύγει από τη μία στιγμή στην άλλη. Όταν έβλεπε κάποιον να χαλαρώνει, ο Γκάλης είχε βγάλει μια έκφραση, την είχε πει και σε μένα… «τι έγινε; Ψηλώθηκες;». Η πίεση ήταν μεγάλη όπως και η ένταση γιατί ήμουν ανάμεσα σε μεγαθήρια κι όταν έβλεπες αθλητές που είναι εκατό φορές καλύτεροι από εσένα να ξεσκίζονται στην προπόνηση, εσύ τι διαφορετικό μπορείς να κάνεις;».
Μετά από χρόνια και πέραν των προσωπικοτήτων που διέθετε εκείνος ο Άρης. Έχεις σκεφτεί γιατί έφτασε να γίνει η ομάδα του 21ου αιώνα; Τι διαφορετικό είχε εκείνη η ομάδα;
«Ανεξαρτήτως τους κλίματος ευδαιμονίας που κυριαρχούσε τότε, αυτή η ομάδα είχε το κεφάλι της χαμηλά και κοιτούσε προς τα εμπρός. Δεν άφησε τον εαυτό της να παρασυρθεί ή να αφεθεί στο κλίμα ενθουσιασμού. Κάθε 2-3 ημέρες εξάλλου είχε μπροστά της και μια καινούργια πρόκληση. Ψυχολογικά, αυτή η εγρήγορση, στοίχιζε αρκετά γιατί δεν προλάβαινες να απολαύσεις μια επιτυχία, πλην του τέλους του Πρωταθλήματος. Η προσπάθεια ήταν συνεχής και η επιδίωξη ήταν το ανώτερο δυνατόν. Το περιβάλλον της ομάδας και οι συναθλητές σου σε κρατούσαν εντός ενός πλαισίου».
Ο ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΠΑΣΚΕΤΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ
Στα μάτια των πολλών, ο Βασίλης Λυπηρίδης ήταν ο ένας από τους παίκτες που απορροφούσε τα νεύρα του Γιάννη Ιωαννίδη. Μερικές συμπεριφορές έδειχναν ενοχλητικές, αρκετά υπερβολικές. Μπορεί και ο ίδιος να αισθάνθηκε έτσι, αλλά ο γενικότερος τρόπος σκέψης του ήταν διαφορετικός. Για τον Λυπηρίδη, ο «ξανθός» πάντα ήταν κάτι συγκεκριμένο.
Η σχέση του με τον Γιάννη Ιωαννίδη έχει περιγραφεί ποικιλοτρόπως. Έχεις αντιμετωπίσει κι εσύ τα νεύρα του. Πώς θα την περιέγραφες;
«Επειδή ακούω διάφορα στο τελευταίο διάστημα, θέλω να ξεκαθαρίσω το εξής. Προσωπικά πάντα κρίνω τους ανθρώπους από τις προθέσεις του. Αν κάποιος θέλει να σε κάνει καλύτερο και διαπιστώσεις ότι η πρόθεσή του εμπεριέχει ειλικρίνεια, θα δεχθείς και την υπερβολική πίεση. Η σχέση μου με τον Γιάννη Ιωαννίδη ήταν μια σχέση μεταξύ αθλητικού πατέρα και παιδιού. Αν θέλεις να γίνεις καλύτερος, θα πρέπει να αντέξεις την πίεση του περιβάλλοντος, να δοκιμάσεις τα όριά σου και να μάθεις να λειτουργείς σωστά έχοντας 160 σφυγμούς. Ο πρωταθλητισμός είναι σκληρό πράγμα. Ποτέ δεν ένιωσα κάτι διαφορετικό. Ήξερα τον σκοπό, μας ένωνε ο κοινός στόχος κι όταν έχεις αυτή την προσδοκία, έτσι βλέπεις τα πράγματα. Στην ένταση της στιγμής, προφανώς υπάρχει κίνδυνος να ξεφύγεις από τα όρια αλλά εκείνη τη στιγμή δεν το βλέπεις. Ο Γιάννης Ιωαννίδης είχε ένα μοναδικό προσόν να κρατά τις ισορροπίες. Εκείνη την εποχή, ο κόσμος άρχισε να μαθαίνει μπάσκετ μέσα από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων όπου προβάλλονταν οι καλύτεροι και οι πιο αποδοτικοί. Ήταν μια περίοδος εκπαίδευσης για όλους. Για τον κόσμο, τους προπονητές, τους δημοσιογράφους. Προσωπικά έβλεπα πάντα τη δουλειά μου κι αυτό που μετρούσε ήταν η ανταπόκριση στον ρόλο σου».
Τότε το μπάσκετ δεν είχε φτάσει στο τωρινό επίπεδο κυρίως από πλευράς γνώσης του επιπέδου των αντιπάλων. Το scouting για τους περισσότερους ήταν άγνωστη λέξη.
«Ο Άρης ήταν πρωταθλητής στο scouting, είναι η ομάδα που το ανακάλυψε στην Ελλάδα. Ποια άλλη ομάδα πλήρωνε τηλεοπτικό συνεργείο για να κινηματογραφήσει ομάδες του εξωτερικού και να έχει στα χέρια της κασέτες την επομένη του αγώνα του προσεχούς αντιπάλου της; Βλέπαμε βίντεο επί 2-3 ώρες όπου μας ανέλυαν τα πάντα για τον αντίπαλό μας. Προσωπικά, πάντα έπαιρνα δουλειά για το σπίτι καθώς είχα την ευθύνη της αντιμετώπισης του παίκτη με το ιδιαίτερο ταλέντο. Έπρεπε να τσεκάρω τις κινήσεις του και να παρουσιαστώ όσο το δυνατόν πιο προετοιμασμένος. Η επιθετική κίνηση πάντα ακολουθεί της άμυνας».
ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΠΟΙΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΗΤΑΝ Ο ΜΑΚΑΝΤΟΥ
Ο Ιωαννίδης συνήθιζε να λέει… «ποιος είναι ο καλύτερός τους παίκτης; Θα του στείλω τον Λυπηρίδη να τον σβήσει». Αυτός ήταν ο ρόλος του. Αμυντικές αποστολές, επιστράτευε τη δύναμη, το ελληνικό φιλότιμο και την απέραντη επιθυμία του να «σβήσει» τον αντίπαλό του. Στις περισσότερε φορές δεν ήξερε ποιον είχε να αντιμετωπίσει…
Κάθισες να σκεφτείς ποτέ ποιους παίκτες αντιμετώπισες; Τους ήξερες πριν βρεθείς απέναντί τους στο γήπεδο; Για παράδειγμα, το ευρύ κοινό δεν ήξερε ποιος ήταν πραγματικά ο Μπομπ Μάκαντου.
«Ειλικρινά, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήξερα το background του παίκτη που είχα να αντιμετωπίσω. Για παράδειγμα, ήξερα ότι ο Μάκαντου ήταν ο καλύτερος παίκτης της Τρέισερ, δεν γνώριζα όμως τις περγαμηνές του. Γενικώς κατευθυνόμουν από άγνοια κινδύνου, δεν μ’ απασχολούσε το βιογραφικό του καθενός, το δικό μου κίνητρο ήταν να αναγκάσω τον άλλον να παίξει χειρότερα από το συνηθισμένο επίπεδό του. Θέλω να πω ότι δεν είχαμε απόλυτη συναίσθηση της όλης κατάστασης, αλλά τρομερή αυτοπεποίθηση. Δεν θεωρούσαμε τους εαυτούς μας υποδεέστερους των παικτών της Γιουγκοπλάστικα γι’ αυτό εξάλλου την κερδίσαμε στο Σπλιτ. Παρότι αυτή η ομάδα είχε τόσους συγκεντρωμένους αστέρες, δεν είχαμε το αίσθημα του υποδεέστερου, της κατωτερότητας ή του έντονου θαυμασμού του ποιον έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Πάντα είχαμε την άποψη ότι μπορεί μια Τρέισερ, μια Γιουγκοπλάστικα να έχει πολλούς αστέρες στο ρόστερ της, αλλά σημασία έχει τι μπορεί να παρουσιάσει σαν ομάδα».
Γιατί ήσουν πάντα ανέκφραστος την ώρα του παιχνιδιού;
«Πέρα από τον χαρακτήρα μου, αυτό εμπεριείχε σκοπιμότητα γιατί οφείλεις να κρύψεις από τον αντίπαλο τα αδύνατά σου σημείο. Κάτι προκαλείς στον αντίπαλο όταν βλέπει ένα παγωμένο πρόσωπο. Νιώθει ότι αυτός είναι κρύο αίμα. Ήταν ένας αμυντικός μηχανισμός για να ανταποκριθώ στην αποστολή μου, αν θέλεις, τρόπος επιβίωσης. Ο καθένας διαχειρίζεται με τον τρόπο του την κάθε κατάσταση. Άλλος κλωτσά καρέκλες. Δεν γίνεται να έχεις να μαρκάρεις έναν θηριώδη σέντερ ή παίκτη που ήταν 30-40 κιλά βαρύτερος από σένα όπως ο Μακαντού και να είσαι… τρία πουλάκια κάθονται. Χωρίς σκληρό μαρκάρισμα ήταν αδύνατο να σταματήσεις τον Μάκαντου. Θυμάμαι, σ’ ένα παιχνίδι (μου) διαμαρτυρήθηκε για ένα μαρκάρισμα και του έδειξα τον Ιωαννίδη στον πάγκο. Ο Μάκαντου Χαμογέλασε και με τον τρόπο του μου έδωσε συγχαρητήρια. Οι μεγάλοι αθλητές δεν είχαν τέτοια κολλήματα. Το ίδιο ισχύει και για τον Όσκαρ Σμιντ. Στο γήπεδο ήταν κύριοι».
ΤΟ ΑΠΩΘΗΜΕΝΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
Αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, δεν θα είχε τον παραμικρό ενδοιασμό, καμία αμφιβολία, για το πού θα ήθελε να σταματήσει. Εκεί, στην άνοιξη του ’89, στο Final Four του Μονάχου. 31 χρόνια μετά, παραμένει στη σκέψη ως η μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία.
Ποιο παιχνίδι θα ήθελες να ξαναπαίξεις;
«Το Final Four του Μονάχου και τον ημιτελικό με τη Μακάμπι. Δεν ξέρω αν θα κατακτούσαμε το Κύπελλο Πρωταθλητριών, αλλά θα ήμασταν στον τελικό. Ήταν έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης. Έχουν υπάρξει φορές που κι εγώ έχασα τη συγκέντρωσή μου. Γενικώς, όταν βλέπεις μια ομάδα να πηγαίνει… τρένο, πρέπει να δημιουργήσεις ένα περιστατικό για να διαταράξεις τις ισορροπίες, να αναγκάσεις τον αντίπαλό σου να χάσει τον ρυθμό και τη συγκέντρωση σου. Αυτό έκανε η Μακάμπι. Κι εγώ το έκανα με 1-2 σκληρά φάουλ σ’ έναν αντίπαλο. Αυτόν τον ρόλο έχει και το τάιμ άουτ. Θεωρώ ότι η πραγματικά μεγάλη χαμένη ευκαιρία ήταν το Final Four του Μονάχου γιατί εκείνη η ομάδα ήταν έτοιμη να τα σαρώσει όλα».
Γενικώς, υπάρχουν απωθημένα;
«Τα χαμένα Final Four. Δεν έχω άλλο. Πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να τα είχαμε καταφέρει αν είχαμε καλύτερους ξένους γιατί εκείνη την εποχή αντιμετωπίσαμε ομάδες με τρομερή δυναμική οι οποίες μας στέρησαν την απόλυτη επιτυχία. Πιστεύω ότι η έλλειψη ενός ψηλού ο οποίος θα μπορούσε από μόνος του να δημιουργήσει μια φάση ήταν αυτό που μας έλειπε. Ενός παίκτη ο οποίος θα μπορούσε να σηκώσει το επιθετικό βάρος όταν εγκλωβίζονταν ο Γκάλης με τον Γιαννάκη και τον Σούμποτιτς. Κακά τα ψέματα, όταν οι αντίπαλοι έπεφταν πάνω στους συγκεκριμένους παίκτες, είχαμε πρόβλημα. Όλα θα ήταν διαφορετικά αν είχαμε παίκτη του επιπέδου του Μαγκί ή του Όντι Νόρις. Εκεί θα δημιουργούνταν άλλες ισορροπίες».
Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί ο Άρης δεν έφερνε καλύτερους ξένους; Προσωπικά πάντα είχα αυτή την απορία.
«Ίσως ήταν θέμα οικονομικό, ίσως και σχεδιασμού του παιχνιδιού, βάσει των παικτών που διαθέτεις. Η Γιουγκοπλάστικα είχε πιο πλουραλιστικό τρόπο παιχνιδιού με το υλικό που διέθετε, γι’ αυτό εξάλλου έφτασε σε τόσες επιτυχίες».
Κάποια στιγμή ο Γιάννης Ιωαννίδης είχε πει ότι τα έσοδα της ομάδας στα τέλη του 1990 πλησίασαν το ένα δισεκατομμύριο δραχμές!
«Εγώ πάντως δεν πήρα τίποτε (γέλια). Πάλι στην απέξω ήμουν. Δεν πειράζει, καλή καρδιά. Πρόσεξε, πάντα είχαμε οικονομικά θέματα. Στην ομάδα υπήρχαν τα 3-4 μεγάλα συμβόλαια και υπήρχε μεγάλο χάσμα με αυτά των υπολοίπων παικτών. Υπήρχαν περίοδοι όπου ήμασταν 4-5 μήνες απλήρωτοι και παίρναμε έναντι. Ωστόσο, ήταν τόσο έντονη η επιτυχία, τόσο μεγάλο το κίνητρο που είχαμε, όπου το οικονομικό περνούσε σε δεύτερη μοίρα. Τότε υπήρχε και το μοτό ότι από τον Άρη κανείς δεν έχασε τα λεφτά του κι έτσι τα χάσαμε».
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΡΟΚΟΨΕ ΣΤΑ… ΛΙΜΝΑΖΟΝΤΑ ΝΕΡΑ
Η καθημερινότητα εκείνης της ομάδας δεν ήταν απλά το βασικό αντικείμενο συζήτησης, αλλά τα πρωτοσέλιδα της εποχής. Τα gossip της δεκαετίας του ’80. Οι σχέσεις μεταξύ Νίκου Γκάλη και Παναγιώτη Γιαννάκη, ο ατίθασος χαρακτήρας του Γιάννη Ιωαννίδη, οι αναπόφευκτες συγκρούσεις κι όλ’ αυτά περικλείονταν από ντουζίνες μικρών μυστικών τα οποία δεν έβγαιναν στην επιφάνεια.
Θεωρούσουν συνδετικός κρίκος μεταξύ Γκάλη και Γιαννάκη. Είναι γνωστό ότι υπήρχαν (μεταξύ τους) συγκρούσεις. Πώς τις διαχειριζόσουν;
«Όταν σε μια ομάδα υπάρχουν αρκετές έντονες προσωπικότητες οι οποίες λειτουργούν υπό το καθεστώς μεγάλης πίεσης και απαίτησης, οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες. Κάποιες φορές (οι συγκρούσεις) είναι αναγκαίες για να προχωρήσει μια ομάδα γιατί και τα λιμνάζοντα νερά δεν είναι απαραιτήτως καλό. Κανείς δεν πρόκοψε στα λιμνάζοντα νερά. Κι εγώ προσπάθησα πολλές φορές να κρατήσω τις ισορροπίες. Θεωρώ τον εαυτό μου παιδί του Γιαννάκη υπό την έννοια ότι πριν από κάθε παιχνίδι είχαμε το ίδιο πρόγραμμα, είχαμε την ίδια φιλοσοφία και γενικώς ταιριάζαμε στον τρόπο διαχείρισης των πραγμάτων. Ο Γκάλης πάντα ήταν της παρέας, πιο εξωστρεφής, κοιτούσε να περάσει ευχάριστα την ώρα του έξω από το γήπεδο. Είχα καλή σχέση και με τους δύο. Υπήρχε ένταση, κλονίστηκαν οι ισορροπίες, αλλά αυτά δεν περνούσαν στον αγωνιστικό χώρο. Σε διαβεβαιώνω ότι η κατάσταση ήταν πιο έντονη στις προπονήσεις. Γενικώς οι προπονήσεις ήταν πιο έντονες από τους αγώνες. Όλες οι ομάδες βγάζουν στους αγώνες αυτό που έχουν στις προπονήσεις».
Μετά από ένα σημείο, εκτός γραμμών, αυτή η ομάδα έπαψε να είχε το δέσιμο που την χαρακτήριζε στο ξεκίνημα. Οι συγκρούσεις, όπως αυτή στη Βουλγαρία, προκάλεσαν αρνητική επιρροή;
«Εκεί δεν υπήρξε σύγκρουση του Γκάλη με τον Γιαννάκη αλλά του Νίκου με τον Ιωαννίδη. Είναι αλήθεια ότι ήταν μια έντονη στιγμή η οποία μας προβλημάτισε έντονα σε ότι αφορά το μέλλον των σχέσεων αλλά ξεπεράστηκε σχετικά σύντομα γιατί ο στόχος ήταν πολύ υψηλός. Γενικώς δεν είχε τον χρόνο να αναλωθείς σε τέτοια περιστατικά. Ήσουν υποχρεωμένος να τα αφήσεις πίσω σου».
ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΟΤΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΕ Ο ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Καθώς τα χρόνια περνούσαν και ο βασικός αγωνιστικός στόχος δεν επιτυγχάνονταν, το οικοδόμημα άρχισε να παρουσιάζει ρωγμές. Νομοτελειακά ήταν αδύνατο να μη φθαρεί στο πέρασμα του χρόνου. Κυρίως όμως, η κλειδαμπαρωμένη πόρτα του συλλόγου, είχε ανοίξει διάπλατα…
Πότε άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι η κατάσταση έχει φθαρεί επικινδύνως;
«Ήταν ένας συνδυασμός. Βλέπαμε την οικονομική παρακμή της ομάδας, άρχισαν να αποχωρούν τα κεντρικά πρόσωπα της σκηνής όπως ο Γιάννης Ιωαννίδης, ήταν φανερή η ρήξη των σχέσεων στο εσωτερικό της ομάδας και γενικώς έπαψε να υπάρχει η πίεση και το κοινό όραμα. Υπήρξε ένας αποπροσανατολισμός του κόσμου σχετικά με τα πραγματικά προβλήματα της ομάδας. Κι όταν αυτά περνούν τις γραμμές του γηπέδου, τότε αλλοιώνεται και η αγωνιστική καθημερινότητά σου».
Ποιο ήταν το κομβικό σημείο; Η φυγή του Γιάννη Ιωαννίδη;
«Η εξέλιξη των πραγμάτων απέδειξε ότι εκεί διαφάνηκε το τέλος. Ήταν ο άνθρωπος που κρατούσε τις ισορροπίες, είχε δημιουργήσει ένα περιβάλλον ασφάλειας για τους παίκτες του. Κρατούσε άριστα τις ισορροπίες γιατί στο αθλητικό επίπεδο που ζούσαμε τότε το θέμα δεν ήταν μόνο προπονητική τακτική και κοουτσάρισμα αλλά η διαχείριση των πολύ έντονων προσωπικοτήτων σε περίοδο μοναδικών καταστάσεων για τα δεδομένα της εποχής. Δεν ήταν εύκολο, το πέτυχε μέχρι ενός σημείου, μετά αυτό κλονίστηκε γιατί ήρθαν κι άλλα πράγματα. Οικονομικά και η μη επίτευξη του αγωνιστικού στόχου ήταν οι λόγοι. Εκεί άρχιζαν να κλονίζονται τα θεμέλια του οικοδομήματος».
Ο «ξανθός» είχε πολλές προλήψεις. Πόσο απέχει ο μύθος από την πραγματικότητα; Υπήρχε στοιχείο υπερβολής σε όλα αυτά;
«Όλα είναι αλήθεια, αλλά ας πούμε μια άλλη αλήθεια. Όλοι έχουν προλήψεις, συνηθίζουμε να επαναλαμβάνουμε πράγματα όταν αυτά πάνε καλά, θα έλεγα ότι διαμορφώνουμε τον τρόπο λειτουργίας μου. Άλλη το λένε συνήθειο κι άλλη πρόληψη. Συμβαίνει ενστικτωδώς. Όταν κάνεις κάτι και κερδίζεις, κοιτάζεις να το επαναλάβεις. Κι εγώ ακολουθούσα την ίδια διαδρομή για να πάω στο γήπεδο γιατί θα αισθανόμουν άσχημα αν πήγαινα να το αλλάξω».
Αναφέρθηκες στην αποχώρηση του Ιωαννίδη ως το κομβικό σημείο. Πότε κατάλαβες ότι πλέον είχε χαθεί κάθε ελπίδα για επιστροφή;
«Αντιλήφθηκα την οσμή του τέλος όταν μπήκαν στο παιχνίδι οι ισχυρές ομάδες της Αθήνας και φυσικά με τη φυγή των Ιωαννίδη, Γκάλη. Όσοι ήμασταν μέσα στην ομάδα το είχαμε δει από νωρίς. Δεν πέσαμε από τα σύννεφα, απλά προσπαθήσαμε να κρατήσουμε όρθιο το οικοδόμημα με την προσδοκία βελτίωσης των πραγμάτων».
Υπάρχει λογική ερμηνεία στο γεγονός ότι ακόμη και τότε, εκείνος ο Άρης δεν προσέλκυσε ενδιαφέρον μεγάλου επιχειρηματία αλλά συνέβη αυτό σε όλες τις άλλες ισχυρές ομάδες;
«Μην ξεχνάμε ότι οι δικές μας επιτυχίες έφεραν στον χώρο μεγάλους επιχειρηματίες. Αν η ομάδα έδρευε στην Αθήνα, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Ένας επιχειρηματίας θα μπει στη διαδικασία της οικονομικής υποστήριξης μιας ομάδας, επιδιώκοντας ταυτόχρονα την εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών συμφερόντων του. Αν η Θεσσαλονίκη ήταν μια οικονομική δύναμη, ενδεχομένως να είχε μπει κάποιος και στον Άρη. Εκείνη την εποχή άλλαξε άρδην το επιχειρείν στην Ελλάδα, υπήρξε αλλαγή στα οικονομικά δεδομένα της χώρας».
ΣΗΜΕΡΑ ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΤΙΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
«Δεν έχω πρόθεση να υποτιμήσω ή να υποβαθμίσω γιατί και τα τωρινά παιδιά έχουν αγωνιστική φιλοδοξία και ιδρώνουν στο γήπεδο, αλλά δεν είναι το ίδιο. Τότε ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου. Σήμερα, η πίεση δεν είναι το ίδιο ασφυκτική. Οι παίκτες είναι επαγγελματίες και τους χαίρομαι γι’ αυτό. Δεν δένονται με τις ομάδες, έχουν επαγγελματικά συμβόλαια…. σήμερα είναι, αύριο δεν είναι. Στη δική μου εποχή παιζόταν όλη η χρονιά γιατί ήξερες ότι το λάθος δεν μπορεί να διορθωθεί. Γι’ αυτό η πίεση ήταν τρομακτική και ελάχιστοι μπορούσαν να την αντέξουν. Πέρασαν καλύτεροι παίκτες από εμένα, αλλά δεν κατάφεραν να αντέξουν την πίεση γιατί κριτήριο δεν ήταν μόνο το ταλέντο αλλά η προσωπικότητα και η αντοχή σ’ αυτό το περιβάλλον. Γι’ αυτό υπήρχαν παίκτες οι οποίοι έκαναν τρομερά πράγματα στην προπόνηση αλλά στο παιχνίδι, είχαν θέμα».
… και ποιο είναι χαραγμένο στη μνήμη;
«Εκείνα τα Playoffs (με τον ΠΑΟΚ) ήταν ξεχωριστά λόγω των ανατροπών, της εναλλαγής των συναισθημάτων, του κλίματος έντασης… Νιώθαμε ότι θα κερδίζαμε τον καλύτερο ΠΑΟΚ που είχαμε αντιμετωπίσει. Αυτό που έγινε δεν ήταν προϊόν τύχης. Εκείνη η ομάδα είχε τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση και τόσο έντονο αγωνιστικό πνεύμα, δεν είχε μάθει να παρατάει ένα παιχνίδι. Είχε την πίστη ότι θα τα καταφέρει έστω στο τελευταίο δευτερόλεπτο. Προφανώς παίζει ρόλο και η τύχη, αλλά θέλει ικανότητα να κρατηθείς μέσα στο παιχνίδι και να χτυπήσει στην κατάλληλη στιγμή. Σαν μεμονωμένο παιχνίδι, αυτό με τη Σκαβολίνι. Δεν ήταν το καλύτερό μου, σίγουρα όμως από αυτά των πιο έντονων συναισθημάτων. Διεκδικούσαμε θέση πρόκριση στο Final Four, έπρεπε να κερδίσουμε, ήμασταν πίσω στο σκορ δευτερόλεπτα πριν το τέλος, η μπάλα ήταν στα χέρια μου και κέρδισα φάουλ. Παίκτης των δικών μου (χαμηλών) ποσοστών ευστοχίας στις βολές δεν ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να μας συμβεί. Ένιωσα την παγωμάρα του γηπέδου, την αγωνία όλων, ίσως και την αμφισβήτηση. Έβαλα τις βολές, περάσαμε μπροστά, πήρα και το αμυντικό ριμπάουντ και κερδίσαμε το παιχνίδι με ανατροπή».
Η κρίσιμη επίθεση και οι βολές από το 1:14:15
Είχες κι έναν περίεργο τρόπο να σουτάρεις. Δεν ήσουν και από τους πιο αποτελεσματικούς…
«Νομίζω ότι το θέμα που είχα ήταν ανατομικό (γέλια). Ίσως δεν το καλλιέργησα όσο θα έπρεπε από την αρχή. Στην αρχή δεν χρειάστηκε, μετά όμως είχα βελτίωση. Το σουτ είναι περισσότερο θέμα ψυχολογίας, αυτοπεποίθησης. Ως ένα βαθμό μετρά και το ταλέντο. Πρέπει να το καλλιεργήσεις και μετά στην εξίσωση μπαίνει ο ψυχολογικός παράγοντας. Έχουμε δει σπουδαίες παίκτες να βιώνουν εξαιρετικά δύσκολες βραδιές. Δεν ήμουν ποτέ ο παίκτης ο οποίος θα έπρεπε να βάλει 25 πόντους, όταν όμως χρειάστηκε να δώσει περισσότερους πόντους, βρήκα τον τρόπο».
Σταμάτησες στην πιο παραγωγική ηλικία ενός αθλητή, στα 29α. Ήταν η ολοκλήρωση ενός ονείρου;
«Ουσιαστικά σταμάτησα όταν έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα το κεφάλαιο Άρης. Πάντα ήμουν αθλητής ψυχολογίας, εμπνεόμουν από το περιβάλλον και τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν διαφορετικά από αυτά που είχα ζήσει. Μιλάμε για εκ διαμέτρου αντίθετη προσφυγή. Όταν ο Άρης μου δήλωσε ότι δεν με υπολόγιζε, για να φύγω κατέθεσα την προσφυγή, ακολούθησαν διαδοχικές ενστάσεις, έχασα μια χρονιά επειδή η όλη ιστορία έγιναν τις παραμονές της ολοκλήρωσης της μεταγραφικής περιόδου και θεώρησα ότι εκείνη η στάση δεν ήταν έντιμη, πολλώ δε μάλλον σ’ έναν αθλητή της δικής μου προσφοράς στην ομάδα. Έτσι έκλεισε το κεφάλαιο. Ίσως έκανα λάθος αλλά προτίμησα να μην γίνω παρίας και να μην κάνω αρπαχτές. Είναι ο τρόπος που έχεις μάθει. Έτυχε να παίζω με εγχειρισμένα γόνατα (σ. σ. πέντε εγχειρίσεις στα γόνατα και στους αστραγάλους), θεώρησα μη πρέπουσα την όλη συμπεριφορά και από τη στιγμή που δεν με κάλυπτε τίποτε, σε συνδυασμό με τα κριτήρια που είχα, αποφάσισα να σταματήσω. Στα καλά χρόνια δεν είχα δα και το μεγάλο συμβόλαιο. Δεν ήταν μικρότερο από δύο εκατομμύρια και δεν ξεπέρασε τα 10-12. Επί Θεόφιλου Μητρούδη έκανα το τριετές συμβόλαιο αλλά και από αυτό, δεν πήρα λεφτά. Βάζοντας όμως στην εξίσωση τη σχέση με τον κόσμο και παρά την οικονομική απώλεια, πάντα θεωρώ ότι αυτό που έζησα θα ήθελα να το ξαναζήσω».
Περίπου οκτώ χρόνια τώρα, ο Βασίλης Λυπηρίδης εργάζεται στο τμήμα οικονομικών υπηρεσιών στο Υπουργείο Εσωτερικών (σ. σ. πριν Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης). Οι «επισκέψεις» του στο Nick Galis Hall είναι περιορισμένες καθώς είναι λογικό να έχει δώσει προτεραιότητα στις δραστηριότητές του με τον 10χρονο γιο του. Οι αναμνήσεις παραμένουν στον σκληρό δίσκο του μυαλού του. Όπως η συνύπαρξη και με τον Ρόι Τάρπλει. Τον άνθρωπο ο οποίος… «δεν χρειαζόταν να δουλέψει (γέλια). Το πρόβλημα του Ρόι δεν ήταν η δουλειά στο γήπεδο γιατί είχε τόσα πολλά στοιχεία. Καμία φορά, όταν έρχεσαι από χαμηλά, δεν διαθέτεις τα προσόντα αλλά πετυχαίνεις, είναι ευκολότερο να διαχειριστείς μια κατάσταση. Ο Ρόι είχε ψυχολογικά θέματα, αλλά στη συνεργασία που είχαμε ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Η παρουσία του στο γήπεδο δεν είχε καμία σχέση με τις αντιδράσεις εκτός αυτού». Παραμένει το ίδιο ταπεινός και συνεσταλμένος. Έως και αθόρυβος καθώς ο τρόπος αποχώρησής από του την κεντρική σκηνή ήταν σχεδόν απαρατήρητος. Αυτό έγινε το 1998, σε ηλικία μόλις 32 ετών…