Λούκα Μόντριτς, ένας ιδιοφυής γίγαντας τσέπης
Στην διάρκεια της πρώτης, hardcore καραντίνας, διάβαζε κάθε μέρα μια φράση του Μοχάμεντ Άλι, η οποία του έδινε δύναμη για να αντιμετωπίσει την απομόνωση. «Μην τα παρατάς. Υπέφερε τώρα και ζήσε την υπόλοιπη ζωή σου σαν πρωταθλητής» είχε πει ο πυγμάχος – θρύλος. Μια φράση που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί μότο ζωής για τον Λούκα Μόντριτς.
Ο Κροάτης μικρός γίγαντας δεν τα παράτησε και δεν τα παρατάει ποτέ. Το βράδυ της Τρίτης (22/06), όταν η Κροατία έβλεπε κατάφατσα το φάντασμα του αποκλεισμού, την πήρε από το χεράκι και την οδήγησε με εμφατικό τρόπο στους «16» του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος.
Χάρη σε ένα γκολ – αριστούργημα με το εξωτερικό του ποδιού, μια ασίστ σε κόρνερ στον Ιβάν Πέρισιτς και μια μαεστρική καθοδήγηση σε όλη την διάρκεια του αγώνα, η εθνική ομάδα της χώρας του έγινε η πρώτη δευτεραθλήτρια κόσμου, από την Γερμανία το 1988, που ξεπερνάει την φάση ομίλων του Euro.
Μια κατάρα 33 ετών που ξορκίστηκε από έναν ιδιοφυή, 35χρονο ποδοσφαιριστή που τρέχει σαν να είναι είκοσι, «γεμίζει» το γήπεδο με την παρουσία του παρ’ ότι μόλις 1,72 και επιβεβαιώνει, με τον πιο απολαυστικό τρόπο, ότι και στο ποδόσφαιρο τα ακριβά αρώματα μπαίνουν σε μικρά μπουκάλια.
Photo Credits: UEFA.com
Η ντρίμπλα στις βόμβες
Ο Λούκα Μόντριτς ο πρεσβύτερος ήταν ένας περήφανος για την καταγωγή του βοσκός, ο οποίος λάτρευε να κάνει αγροτικές δουλειές από τις πρώτες πρωινές ώρες, ειδικά αν είχε ως βοηθό του τον μικρό εγγονό του, ο οποίος είχε πάρει το ίδιο όνομα και περνούσε πολλές ώρες μαζί του, αφού οι γονείς του δούλευαν.
Στις 18 Δεκεμβρίου του 1991, μια ομάδα εθνικιστών Σέρβων (Τσέτνικ) έπεσε επάνω του, την ώρα που ο Μόντριτς οδηγούσε το κοπάδι του από πρόβατα και κατσίκες στα βουνά που βρίσκονται δίπλα στο χωριό του, το Ζάτον Ομπροβάτσκι. Μια κροατική περιοχή, η οποία είχε καταληφθεί από τους Σέρβους λίγους μήνες πριν, στη διάρκεια του ματωμένου εμφυλίου της Γιουγκοσλαβίας.
«Ποιος είσαι, τι κάνεις εδώ; Αυτή είναι σερβική γη» του φώναζαν, ενώ άρχισαν να τον σπρώχνουν και να τον χτυπούν. Αφού έκαναν την… πλάκα τους, τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ, όπως έκαναν την ίδια ημέρα με άλλους έξι συνταξιούχους που είχαν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο τους. Οι δολοφόνοι δεν βρέθηκαν και δεν τιμωρήθηκαν ποτέ.
Εκείνη την εποχή, ο Λούκα Μόντριτς ο νεότερος ήταν έξι ετών. Η ήσυχη, αγροτική ζωή που είχε γνωρίσει μέχρι τότε, είχε μόλις φτάσει στο (απότομο) τέλος της. Λίγο καιρό αργότερα πέθανε και η γιαγιά του. Πλέον ήταν πρόσφυγας και, μαζί με τους γονείς και την αδελφή του, εγκατέλειψαν το πατρικό του, το οποίο είναι ακατοίκητο, χωρίς σκεπή, κατεστραμμένο από τις βόμβες.
Το ζεστό, πατρικό σπίτι αντικαταστάθηκε από ξενοδοχεία προσφύγων στο Ζαντάρ. Στο «Κολοβάρε», το οποίο σήμερα είναι ένα φιλόξενο ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων, η οικογένεια Μόντριτς έζησε εφτά χρόνια σε ένα δωμάτιο είκοσι τετραγωνικών μέτρων, όπως εκατοντάδες άλλες οικογένειες.
Στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου, ο μικρός Λούκα κλωτσούσε με τις ώρες μια μπάλα, η οποία έγινε έκτοτε η αχώριστη σύντροφος. Με έφεση στον αθλητισμό, στο σχολείο έπαιξε μπάσκετ και το έκανε, μεταξύ άλλων, με τον μετέπειτα συμπαίκτη του στην εθνική ομάδα, Ντάνιελ Σούμπασιτς. Συν τοις άλλοις, ήταν ένας πολλά υποσχόμενος τερματοφύλακας χάντμπολ.
Όταν, όμως, ο καθηγητής φυσικής αγωγής τον είδε με μια μπάλα στα πόδια, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που τον έβαζε να παίζει απέναντι σε μεγαλύτερη παιδιά, προκαλώντας τον να ξεπερνάει συνεχώς τον εαυτό του.
Και αυτό ακριβώς έκανε ο Μόντριτς, έστω και αν ζούσε ακόμα με τον φόβο του θανάτου. «Έκανα προπόνηση στη Ζαντάρ και, ξαφνικά, άρχισαν να ακούγονται οι σειρήνες και να πέφτουν οι βόμβες εκατό μέτρα μακριά. Δεν έκλαιγα, αλλά ήξερα ότι συνέβαινε κάτι κακό. Δόξα τον Θεό, δεν σκοτώθηκε κανένας φίλος» θυμάται για τα απίστευτα δύσκολα, παιδικά χρόνια.
Αυτά που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα, αλλά και την συμπεριφορά του. «Οι γονείς μου με έμαθαν να είμαι ταπεινός και να σέβομαι τον κόσμο» εξηγεί ο ντροπαλός και γλυκομίλητος έξω από το γήπεδο Κροάτης, ο οποίος μεταμορφώνεται όταν μπαίνει στον αγωνιστικό χώρο. Αν αμφιβάλετε, ρωτήστε τους Σκωτσέζους…
Το παιδικό όνειρο του Λούκα
Το 1998, όταν η εξαιρετική Κροατία των Σούκερ, Μπόμπαν, Προσινέτσκι, Ασάνοβιτς και Βλάοβιτς κατακτούσε την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας, ο Λούκα ήταν 13 ετών.
«Έβλεπα το Μουντιάλ στην τηλεόραση και ονειρευόμουν να φορέσω την φανέλα της εθνικής ομάδας. Σήμερα, είμαι ο αρχηγός της» λέει ο μικρός γίγαντας του κροατικού ποδοσφαίρου ο οποίος, βεβαίως, δεν είναι «μόνο» ο αρχηγός της εθνικής ομάδας.
Εδώ και λίγους μήνες είναι ο ρέκορντμαν συμμετοχών (πλέον έχει 141), αφού ξεπέρασε τον Ντάριο Σρνα, από τον οποίο κληρονόμησε και το περιβραχιόνιο. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ο ηγέτης της, ο φάρος που με το φως του την οδήγησε σε μια επιτυχία που ξεπέρασε ακόμα και αυτή του 1998.
Με μια σειρά από εμφανίσεις – ποδοσφαιρικές διδασκαλίες, ο Μόντριτς άγγιξε την δόξα στα γήπεδα της Ρωσίας πριν από τρία χρόνια, φτάνοντας με την Κροατία μέχρι τον τελικό του Μουντιάλ.
Η… υπερηχητική Γαλλία του Κιλιάν Μπαπέ προσγείωσε τους Βαλκάνιους στο μεγάλο ραντεβού, αλλά ο Μόντριτς και οι συμπαίκτες του, έτυχαν υποδοχής ηρώων όταν επέστρεψαν στην χώρα τους. Όπως τους άξιζε άλλωστε.
Η συμμετοχή σε έναν τελικό Μουντιάλ ήταν το απόλυτο, αλλά όχι και το μοναδικό highlight μιας μυθικής καριέρας, η οποία ξεκίνησε με πολλές αμφιβολίες λόγω ύψους και σωματοδομής (και όμως…) και εξελίχθηκε σε μια ζωντανή απόδειξη ότι στην μπάλα το μέγεθος δεν έχει σημασία.
Η Χάιντουκ Σπλιτ τον απέρριψε γιατί ήταν υπερβολικά μικρόσωμος. Δεν πτοήθηκε, αλλά πείσμωσε. Μεγάλωσε στα τμήματα υποδομής της Ζαντάρ και της Ντιναμό Ζάγκρεμπ, τον βάφτισαν «Κροάτη Κρόιφ» λόγω κινήσεων, σε ηλικία 23 ετών έκανε το άλμα στην Τότεναμ και, τέσσερα χρόνια αργότερα, ήρθε η μεταγραφή – όνειρο στην Ρεάλ Μαδρίτης, αφού πρώτα ήρθε σε ρήξη με την διοίκηση του λονδρέζικου συλλόγου.
Στην Βασίλισσα, ο Μόντριτς ξεδίπλωσε όλο το ταλέντο και την ποδοσφαιρική του ιδιοφυία, όντας παίκτης – κλειδί στην κατάκτηση τεσσάρων Champions League και τριών Μουντιάλ Συλλόγων, μεταξύ άλλων.
Πρόσφατα, ανανέωσε για έναν ακόμα χρόνο το συμβόλαιο του με την Ρεάλ, αφού άλλωστε θέλει να κλείσει την καριέρα του στη Μαδρίτη, όπου πιθανότατα θα μείνει να ζήσει όταν κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, μαζί με την σύζυγό του, Βάνια, και τα τρία παιδιά τους: Τον Ιβάνο (έντεκα ετών), την Έμα (οκτώ) και την Σοφία (τεσσάρων).
«Όταν νικάς, θέλεις να νικάς και άλλο, και άλλο» λέει για το πώς βιώνει το ποδόσφαιρο, το οποίο υπηρετεί πιστά εδώ και 25 χρόνια και, μεταξύ πολλών άλλων, του επέτρεψε, με το πρώτο του συμβόλαιο, να αγοράσει ένα σπίτι στους γονείς του, Στίπε και Γιάσμινκα. Το πατρικό, άλλωστε, καταστράφηκε στον πόλεμο.
Έβαλε τέλος στο «αιώνιο» δίπολο Κριστιάνο-Μέσι
Μικρός, όταν άρχισε να καταλαβαίνει πόσο καλός ήταν από τις κλωτσιές που του έδιναν οι αντίπαλοι για να τον σταματήσουν, δεν υπήρχαν χρήματα ούτε για επικαλαμίδες. Για να τον προστατεύσει, ο πατέρας του έφτιαξε επικαλαμίδες από ένα κομμάτι… βελανιδιάς!
Πλέον, δίνει την εντύπωση ότι θα μπορούσε να παίζει… ξυπόλητος και να παραδίδει ποδοσφαιρικά μαθήματα παρομοίου επιπέδου. Χάρη σε αυτά κατάφερε να γίνει ο πρώτος ποδοσφαιριστής που έβαλε τέλος στο «αιώνιο» δίπολο Λιονέλ Μέσι – Κριστιάνο Ρονάλντο.
Το 2018, ως αναγνώριση για το καταπληκτικό του Μουντιάλ, αλλά και την τεράστια επιρροή του στην Ρεάλ των τριών διαδοχικών Champions League, ο Κροάτης βραβεύτηκε με την «Χρυσή Μπάλα», ύστερα από μια δεκαετία όπου οι… εξωγήινοι από Αργεντινή και Πορτογαλία μοιραζόντουσαν το Όσκαρ του ποδοσφαίρου.
«Είμαι πολύ ευτυχισμένος, αλλά αυτό το βραβείο ανήκει και σε εκείνους τους ποδοσφαιριστές που πιθανότατα άξιζαν να το πάρουν και δεν το πήραν» είπε στην βράβευση ο Μόντριτς, αναφερόμενος σε παίκτες όπως ο Τσάβι, ο Αντρές Ινιέστα και ο Γουέσλι Σνάιντερ.
Στην εκδήλωση της βράβευσης, έλαμψαν δια της απουσίας τους Κριστιάνο Ρονάλντο και Λιονέλ Μέσι, οι οποίοι προφανώς δεν… χώνεψαν καλά την ήττα τους. Δεν πειράζει παιδιά, «ξύδι», όπως αποκαλούν περιπαικτικά τον Λούκα Μόντριτς, όταν ξινίζει το πρόσωπό του μετά από μια (από τις σπάνιες) ήττα του…
H πρωτοποριακή πλατφόρμα της bwin σε περιμένει με νέες λειτουργίες! |21+