Έρνεστ Χέμινγουεϊ: Κάθε στιγμή του ανήκει!

Έρνεστ Χέμινγουεϊ: Κάθε στιγμή του ανήκει!

Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ σε καφέ στη Μαδρίτη δίνει συνέντευξη. Μάιος του 1954 και ο δημοσιογράφος αναρωτιέται για την τέχνη της μυθοπλασίας. Ο συγγραφέας ξεκινά την απάντηση του με μια ερώτηση. Πηγαίνετε στις ιπποδρομίες; ρωτά τον συνομιλητή του. Περιστασιακά απαντά αυτός. Τότε διαβάζετε το ενημερωτικό φυλλάδιο… Ορίστε, εκεί βρίσκεται η αληθινή τέχνη της μυθοπλασίας. Σας φαίνεται αινιγματική, ασαφής, σιβυλλική, η διαπίστωση-ορισμός του Χέμινγουεϊ; Δεν είναι, αν σκεφτείτε τον άνθρωπο που την είπε. Κι αν επεξεργαστείτε όσα ξέρετε γι’ αυτόν, όσα έχετε ακούσει, τότε ναι, αυτή είναι η αληθινή τέχνη της μυθοπλασίας. Θα μπορούσε να κάνει λόγο για αγωνία, δράση, περιπέτεια, ανατροπή, ομορφιά, ζωή, θάνατο… Αυτά, όμως, υπάρχουν στη ζωή και στις ιπποδρομίες τα βλέπεις, τα αισθάνεσαι, τα βιώνεις όλα σε μια στιγμή. Κάπως έτσι λειτουργούν και τα βιβλία του Χέμινγουεϊ, κάπως έτσι ήταν και η ζωή του. Όλα σε μια στιγμή, όλα συμπυκνωμένα, όλα έντονα και πειθαρχημένα. Ο Χέμινγουεϊ ήξερε τι θα πει να κερδίζεις, ήξερε τι θα πει να καταστρέφεσαι, δεν ήξερε τι θα πει ήττα. Η μοναξιά της δημιουργίας συνδυάστηκε με την ακόρεστη επιθυμία για το ολοκληρωμένο, το γεμάτο στιγμιότυπο ζωής. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ πάντα θα μας συντροφεύει γιατί κάθε στιγμή του ανήκει!

image

Σκλάβος μιας αυτοεπιβαλλόμενης πειθαρχίας

Αν θες να καταλάβεις τον συγγραφέα και τον άνθρωπο κοίτα τον χώρο εργασίας του. Το περιοδικό «The Paris Review», στο τεύχος 18, την άνοιξη του 1958, μας έδωσε πολλά για να κατανοήσουμε τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Πρώτα απ’ όλα συνέντευξη μαζί του. Πριν απ’ αυτό όμως, στο εισαγωγικό κομμάτι, σημαντικά στοιχεία για την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του. Άνθρωπος της συνήθειας, οργανωτικός με τον τρόπο του, ευαίσθητος και δεμένος με τα προσωπικά αντικείμενα τα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ως ανθρώπου και συγγραφέα. Την περίοδο που βρισκόταν στην Αβάνα, το δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για εργασία ήταν γεμάτο αναμνηστικά. «Με χαροποιεί να τα κοιτάζω» παραδεχόταν και ήταν αυτά που συμβόλιζαν και έδιναν την ισορροπία στη ζωή του. Όσο πιστός ήταν στην τέχνη της γραφής, άλλο τόσο ήταν και στα υλικά αποκτήματα του. Σε αυτά υπήρχε κάτι από το πάθος, κάτι από τη λαχτάρα του για ζωή και όσο δοσμένος ήταν στα μικρά και μεγάλα έπαθλα, το ίδιο υπήρξε και στη συγγραφή. Η αφοσίωση του απαράμιλλη και η πίστη σε αυτό που έκανε ιερή. Για τον Χέμινγουεϊ «ένα μέρος της συγγραφής είναι γερά θεμελιωμένο και ένα άλλο είναι τόσο εύθραυστο που αν μιλήσεις γι’ αυτό θα καταρρεύσει». Ο ίδιος κατάφερε να συνδυάσει την εξωστρεφή κοινωνική ζωή με τη μοναχική αποστολή της συγγραφής. Όπως περιγράφεται από το περιοδικό: σκλάβος μιας αυτοεπιβαλλόμενης πειθαρχίας.

image

Οι αναγνώστες αντλούσαν τις λέξεις

Ο Χέμινγουεϊ –το διάστημα 1925-1961- άλλαξε το πρόσωπο της αμερικανικής λογοτεχνίας. Το κοινό και οι κριτικοί θα τον γνωρίσουν μέσα από τη συλλογή διηγημάτων «Στον καιρό μας» (In Our Time) και στην (κριτική) αποτίμηση θα σημειωθεί πως οι ιστορίες του είναι ουσιαστικές, ευχάριστες, ανθεκτικές, ζωηρές, φρέσκιες, λες και η περιγραφή αφορούσε αθλητή και όχι βιβλίο. Το πεζογραφικό του ύφος ήταν δραματικά διαφορετικό και απαιτούσε νέους τρόπους περιγραφής, παρουσίασης, ενώ με τα χρόνια φάνηκε η αξία του λακωνικού και αρχικά υποτιμημένου διαλόγου που χρησιμοποιούσε.
Το μεγαλύτερο, όμως, επίτευγμα του ήταν η επαφή με τον αναγνώστη, η οικειότητα που δημιουργούσε. Κάθε μυθιστόρημα του γινόταν εύκολα κτήμα των αναγνωστών αφού τους έδινε τη δυνατότητα να αντλούν λεπτομέρειες από την καρδιά του. Στην ουσία οι αναγνώστες αντλούσαν τις λέξεις και ο Χέμινγουεϊ μεσολαβούσε. Η επιθυμία τους του έδινε το θάρρος και την τόλμη να μην θεωρεί τίποτα ανέγγιχτο. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο η δημοσιογραφική του εμπειρία, ο δημοσιογραφικός λόγος που ενίσχυε τη ριζοσπαστική προδιάθεση του δημιουργού. Κι αν στο ξεκίνημα αναδείχτηκε η απλότητα και η ευστοχία του λόγου του, στη συνέχεια έδειξε την πολυπλοκότητα του. Ηθελημένα άλλαξε στιλ και στο έργο «Θάνατος το απομεσήμερο» ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τα δευτερεύοντα ρήματα από τα κύρια, όπως δύσκολο ήταν να χαρακτηρίσεις ορισμένα κομμάτια του έργου. Η προηγούμενη κριτική εμπειρία θα τα κατέτασσε ως χυδαία ή άσεμνα. Στα μέσα των 30’s οι κριτικοί παρατηρούν την ανάδυση νέου λογοτεχνικού κινήματος με τον Χέμινγουεϊ επικεφαλής. Παρά τις καινοτομίες, τις ριψοκίνδυνες λογοτεχνικές δοκιμές, τη φήμη, η λογοτεχνική του πορεία είχε μεταπτώσεις. Όταν κυκλοφόρησε το «Να έχεις και να μην έχεις» (1937), πολλοί κριτικοί θεώρησαν ότι αυτό ήταν το τέλος του ως συγγραφέα! Το βιβλίο θεωρήθηκε δύσκολο και όχι στην κατεύθυνση που ήθελαν (!) οι δέκτες. Ο πόλεμος όμως και η δημοσιογραφική του ιδιότητα κατά κάποιο τρόπο θα τον επαναφέρουν. Η παρουσία του στον Εμφύλιο της Ισπανίας κράτησε ζωντανή την ικανότητα του να συμπληρώνει και να μεταφέρει τις οπτικές λεπτομέρειες. Ήταν σαν να έβλεπες χαρακτικά του Γκόγια! Τον Οκτώβριο του 1937 θα γράψει το θεατρικό «Η πέμπτη φάλαγγα» και τρία χρόνια μετά, το 1940, το κοινό θα διαβάσει το μεγαλειώδες «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Ο συγγραφέας Χέμινγουεϊ είχε επιστρέψει!
Οι δημοσιογραφικές αποστολές στην πρώτη γραμμή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν σταματούν και καθετί που κάνει δεν μένει κρυφό. Θα περάσουν δέκα χρόνια -1950- για να εκδώσει νέο τίτλο και η κριτική θα επιστρέψει στο «Να έχεις και να μην έχεις»! Με ελάχιστες εξαιρέσεις, το βιβλίο «Μέσα απ’ το ποτάμι και στα δέντρα» θα θεωρηθεί το τέλος του συγγραφέα Χέμινγουεϊ. Δυο χρόνια μετά θα τους διαψεύσει με το καθοριστικό για την καριέρα του βιβλίο «Ο γέρος και η θάλασσα». Η νουβέλα αυτή θα τον οδηγήσει στην κορυφαία διάκριση του Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1954. Πριν την ύψιστη τιμή είχε εμπλακεί, τον Ιανουάριο, μαζί με τη γυναίκα του Μέρι, σε αεροπορικό ατύχημα στην Αφρική. Η ατυχία όμως δεν σταμάτησε στο πρώτο. Το διασωστικό αεροπλάνο την επόμενη μέρα λίγο μετά την απογείωση έπεσε και τυλίχτηκε στις φλόγες. Ο Χέμινγουεϊ τραυματίστηκε σοβαρά και χρειάστηκε έναν χρόνο για να συνέλθει. Ουσιαστικά δεν έγινε ξανά ο άνθρωπος που ήταν. Πέρα από τα σωματικά τραύματα υπέφερε και ψυχικά. Τον Νοέμβριο του 1960 μπαίνει στην κλινική Mayo για θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Τον Ιούλιο του 1961 θα τραβήξει τη σκανδάλη στο αγαπημένο του κυνηγετικό όπλο και ο πυροβολισμός θα ακουστεί σε όλον τον κόσμο. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ήταν νεκρός!

image

Ο γέρος και η θάλασσα

Η νουβέλα που επιβεβαίωσε το λογοτεχνικό εκτόπισμα του Χέμινγουεϊ. Το έργο που στην ουσία έκλεισε τα στόματα των αμφισβητιών και τον οδήγησε στο Πούλιτζερ (1953) και το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1954). Το μεγάλο έργο του Αμερικανού κι ας μην έχει το μέγεθος προηγούμενων. Το μεγάλο έργο που ανέδειξε μια και καλή τις αρετές του Χέμινγουεϊ. Το μεγάλο έργο που συναντά ένα άλλο, τον «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ. Μπορεί ο χρόνος δράσης και το αφηγηματικό πεδίο να μην είναι αντίστοιχα, όμως η δυναμική τους δεν διαφέρει. Ο άνθρωπος απέναντι στο μεγαλείο και το μυστήριο της θάλασσας, απέναντι στα ανυπότακτα πλάσματα της. Στη νουβέλα του Ε.Χ ο ψαράς Σαντιάγκο, στα ανοιχτά της Κούβας, παλεύει με τη θάλασσα και έναν μεγάλο ξιφία. Ο ψαράς για 84 μέρες δεν μπορεί να πιάσει τίποτα. Την 85η θα καμακώσει έναν μεγάλο ξιφία και θα δώσει μάχη για να τον δέσει στο σκάφος του. Στην επιστροφή όμως καρχαρίες θα ορμήσουν στη λεία και θα την κατασπαράξουν. Θα αφήσουν τον σκελετό και τον ψαρά εξαντλημένο. Η επιστροφή στο σπίτι του δίνει την ευκαιρία να ξεκουραστεί και να ονειρευτεί. Δεν έχει χάσει, όχι. Η έντονη πάλη με τη θάλασσα του προσφέρει κάτι ανεκτίμητο: σεβασμό!
Το τελευταίο έργο του Χέμινγουεϊ αντανακλά το μοναδικό συγγραφικό του ύφος, την αντικειμενική και λακωνική πρόζα. Η γλώσσα είναι απλή, άμεση, διαυγής και φρέσκια. Αυτό οφείλεται στην ικανότητα του να επιλέγει συμπαγείς λέξεις, συγκεκριμένες, συνηθισμένες, της καθομιλουμένης… Σπάνια διάλεγε επίθετα και αφηρημένα ουσιαστικά όπως και πολύπλοκη σύνταξη. Ο Χέμινγουεϊ βασιζόταν στις σύντομες προτάσεις και τις λεπτομέρειες και εδώ φαίνεται η συντακτική προτίμηση. Η ενσωμάτωση σ’ αυτές (τις προτάσεις) της έντασης της ζωής ήταν το μυστικό της δύναμης των έργων του. Όσον αφορά τη δημιουργία αληθινών χαρακτήρων εκμεταλλευόταν τον διάλογο ,την αμεσότητα του οποίου είχε συλλάβει αποτελεσματικά. Η αμεσότητα ήταν αυτή που έκανε τον λακωνικό του λόγο συναισθηματικό. Πρέπει να σημειώσουμε ότι το ύφος του είναι εσκεμμένο και τεχνητό γι’ αυτό και αποκτά μεγαλύτερη αξία η φυσική εικόνα που περνά στον αναγνώστη. Ο Χέμινγουεϊ φτιάχνει το φυσικό ύφος και αυτό ήταν και είναι δύσκολο.
Το γλωσσικό στιλ του είναι απόρροια της ενασχόλησης του με το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Τον εκπαίδευσε στην οικονομία της έκφρασης και στην ακρίβεια της περιγραφής των λεπτομερειών. Στο «Ο γέρος και η θάλασσα» μεγάλο ρόλο παίζει η αξιοποίηση των αληθινών περιστατικών μια και το βιβλίο βασίστηκε σε πραγματικό γεγονός το οποίο περιέγραψε το 1936 στο περιοδικό «Esquire». Ο Χέμινγουεϊ χρησιμοποιεί τα γεγονότα για κάνει αποδεκτό τον μύθο και όχι μόνο τα καταφέρνει, αλλά κάθε φορά μας εκπλήσσει ο αγώνας του ψαρά Σαντιάγκο ενάντια στη θάλασσα και τον ξιφία.

image

Βιογραφική σύνοψη και αποτίμηση

Ο Έρνεστ Μίλερ Χέμινγουεϊ γεννήθηκε το 1899 στο Όουκ Παρκ του Ιλινόις. Το πάθος των ταξιδιών σημάδεψε από νωρίς τη ζωή και το έργο του. Το 1917 προσλήφθηκε ως ρεπόρτερ στην εφημερίδα «The Kansas City Star». Τον επόμενο χρόνο δέχτηκε να πάει ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου στο ιταλικό μέτωπο. Τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε δύο φορές. Επιστρέφει στις ΗΠΑ το 1919 και δυο χρόνια μετά παντρεύεται. Το 1922 ήταν ανταποκριτής στο ελληνοτουρικό μέτωπο. Δυο χρόνια μετά εγκαταλείπει τη δημοσιογραφία για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου ανανέωσε τις πρώιμες φιλίες του με αμερικανούς αυτοεξόριστους, όπως οι Έζρα Πάουντ, Γερτρούδη Στάιν. Η ενθάρρυνση και το ενδιαφέρον που έδειξαν για τα κείμενά του έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους του. Με τη σατιρική νουβέλα «Οι χείμαρροι της άνοιξης» (1926) γίνεται γνωστός. Η διεθνής του φήμη επιβεβαιώνεται με τα βιβλία «Φιέστα» (1926), «Άντρες χωρίς γυναίκες» (1927) και «Αποχαιρετισμός στα όπλα» (1929). Στα έργα του «Θάνατος στο αποσήμερο» (1932), «Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής» (1935) και «Ο γέρος και η θάλασσα» (1952) φαίνεται το πάθος του για ταυρομαχίες, το κυνήγι και το ψάρεμα. Αξέχαστο το «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» (1940) στο οποίο καταγράφονται οι εμπειρίες του από την παραμονή του στην Ισπανία κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Ο Χέμινγουεϊ δεν έπαψε να απασχολεί το κοινό, την αμερικάνικη κοινωνία και την παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή. Πλήθος αδημοσίευτων έργων, βιογραφίες, είδαν το φως της δημοσιότητας μετά τον θάνατο του, ενώ κριτικά κείμενα και εργασίες γι’ αυτόν δεν σταμάτησαν ποτέ. Το πρόσωπο του έφτασε σε κάθε σπίτι των ΗΠΑ αφού έγινε γραμματόσημο. Πώς να ξεχαστεί; Ακόμη όμως κι αν δεν γινόταν κομμάτι των αμερικανικών ταχυδρομείων, το όνομα και η προσωπικότητα του δεν μπορούν να μείνουν εκτός κοινωνικής και πολιτισμικής κουλτούρας. Για την πατρίδα του παραμένει σύμβολο και ενσάρκωση της αμερικάνικης υπόσχεσης: Ο νεαρός από το Όουκ Παρκ που ήθελε να γίνει ο καλύτερος συγγραφέας και τα κατάφερε! Έγραψε βιβλία που επηρέασαν γενιές, απέκτησε φήμη, πλούτο, αναδιαμόρφωσε τη μικρή φόρμα μυθοπλασίας, άλλαξε τον τρόπο ομιλίας των χαρακτήρων, αντιμετώπισε τις ηθικές επιταγές που περιόριζαν τον συγγραφέα και μας άφησε βιβλία που μας περιγράφουν κρυστάλλινα πώς ήταν ο κόσμος και οι άνθρωποι στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ μας έδειξε τη μοίρα μας και πώς να αναμετρηθούμε μαζί της. Έδρασε στο ξέσπασμα της ιστορικής στιγμής, έδρασε για την ανθρώπινη στιγμή, έδρασε για μια στιγμή, αυτή που πάντα μας ακολουθεί.

Πηγές
-«The Paris Review»

-«Hemingway in Our Times” [nytimes]

-«Hemingway’s Language Style and Writing Techniques in The Old Man and the Sea»