Πασσαλής στο Gazzetta: «Πριν τον Μπάγεβιτς στο Ρέντη υπήρχαν τρία ντουζ»
Από τα Γιαννιτσά και τον Σαμψώντα στον Εδεσσαϊκό. Από εκεί στον Ολυμπιακό και στην κατάκτηση τίτλων. Ο Πέτρος Πασσαλής πάντα έκανε βήματα προς τα εμπρός, έχοντας το βλέμμα του στο «αύριο». Ενας ειλικρινής άνθρωπος - με τον εαυτό του πάνω απ' όλα - που φρόντισε να παρατηρεί τις καταστάσεις με κυνηκότητα.
Το αμυντικό χαφ με τα σγουρά μαλλιά, που ήτα ένα χρήσιμο εργαλείο σε όποια ομάδα βρέθηκε, σήμερα μοιράζει την καθημερινότητα μεταξύ Γιαννιτσών και Έδεσσας, εκεί όπου έχει ένα πολύ ζεστό ξενοδοχείο στο Βαρόσι.
Δεκατέσσερα χρόνια απ' όταν έβαλε τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα, ο Πέτρος Πασσαλής κάνει τον απολογισμό του στο Gazzetta. Τα όμορφα χρόνια στον Εδεσσαϊκό, τα πέτρινα χρόνια στον Ολυμπιακό, τα αβγά στο Ρέντη, ο Κόκκαλης που τους βοηθούσε όλους κι ο Αλεξανδρής που τον... τρέλαινε.
Η πρόκριση στο Ζάγκρεμπ που δεν έζησε από κοντά και το «όχι» στον Ρεδόνδο για την ανταλλαγή φανέλας. Η ρήτρα των 4 δισ. δραχμών και η Παρί που είναι η μόνη ομάδα στην οποία θα ήθελε να παίξει στο εξωτερικό.
Τον ενοχλεί που λένε ότι ο Ολυμπιακός τα έπαιρνε με την παράγκα; Ποιο είναι αυτό που δεν έχει συγχωρέσει ποτέ στον εαυτό του; Σε ποιους μίλησε με ασέβεια; Καβάλησε το καλάμι;
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΔΕΣΣΑ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΜΟΛΗΣ & ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΑΛΑΤΑΡΙΩΦ
«Μετά το ποδόσφαιρο βγαίνεις στον πραγματικό κόσμο»
Πώς είναι η ζωή μετά το ποδόσφαιρο;
«Πρώτα απ' όλα να σας ευχαριστήσω που ήρθατε εδώ. Το ποδόσφαιρο το σταμάτησα το 2007, τελευταία μου ομάδα ο Άρης. Η αλήθεια είναι ότι όσο είσαι ποδοσφαιριστή τίποτα δεν σε προετοιμάζει για το τί θα ζήσεις μετά. Είναι δύσκολη η προσαρμογή. Εμένα με βοήθησε το γεγονός ότι για έναν χρόνο ήμουν στις Ακαδημίες του Εδεσσαϊκού, οπότε η μετάβαση ήταν πιο εύκολη. Τα αποδυτήρια και το γήπεδο δεν μου έλειψαν.
Αυτό που αλλάζει υπερβολικά είναι ότι βγαίνεις στον πραγματικό κόσμο, βγαίνεις εκεί που πλέον δεν υπάρχει ο εργοδότης τέλος του κάθε μήνα. Πρέπει εσύ να κοιτάξεις το πώς θα ζήσεις την οικογένειά σου και το πώς θα διατηρήσεις ένα επίπεδο στην ποιότητα της ζωής όπως αυτό που είχες όσο έπαιζες ποδόσφαιρο. Είναι πολύ δύσκολο το κομμάτι της διαχείρισης των πρώτων ετών - ειδικά το οικονομικό κομμάτι και το κομμάτι της διαχείρισης του ότι "δεν με αντιμετωπίζουν όπως με αντιμετώπιζαν".
Το κομμάτι της κατάθλιψης των ποδοσφαιριστών είναι κάτι που αρχίζει και ανοίγει στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα είμαστε λίγο πίσω στο πώς αντιμετωπίζει ένας ποδοσφαιριστής την επόμενη μέρα και κάτι το οποίο είναι πολύ - πολύ σημαντικό και δεν υπάρχει μέριμνα πάνω σ' αυτό και ίσως θα πρέπει να γίνουν πιο έντονες οι οχλήσεις στους εν ενεργεία ποδοσφαιριστές για το πώς θα διαχειριστούν την επόμενη μέρα τους επαγγελματικά. Όσα χρήματα κι αν έχεις, αν δεν προσπαθήσεις να τα επενδύσεις κάπου, θα τελειώσουν και θα βρεθείς επί ξύλου κρεμάμενος. Οπότε είναι πολλά τα ανοιχτά κομμάτια για εμάς τους βετεράνους ποδοσφαιριστές, για το πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά που είναι εν ενεργεία ποδοσφαιριστές μ' αυτά που λέμε. Το τέλος θα έρθει και αν δεν το διαχειριστείς σωστά ώστε να είναι και μια νέα αρχή, μπορεί να είναι και το τέλος της ζωής που έκανες. Ίσως όχι από το αμέσως επόμενο διάστημα αλλά σε 6,8,5 ή 9 χρόνια θα έρθει. Ανάλογα με τα πόσα χρήματα είχες αφήσει στην άκρη. Οπότε θέλει πολλή προσοχή απ' όσους είναι είτε σε υψηλό είτε σε χαμηλό επίπεδο για το πώς θα διαχειριστούν την επόμενη μέρα».
Θεωρείς ότι θα μπορούσαν οι τελευταίες τους ομάδες να τους προετοιμάσουν ή πρέπει να γίνει κάτι άλλο;
«Όχι, οι ίδιοι πρέπει να προετοιμαστούν. Καμία ομάδα δεν σε προετοιμάζει. Την ομάδα την ενδιαφέρει - και πολύ καλά κάνει, γιατί σε πληρώνει γι' αυτό - όταν θα είσαι εκεί να αγωνίζεσαι και να βρίσκεσαι στο υψηλότερο επίπεδο. Ο ίδιος θα πρέπει να προετοιμαστείς».
Εσύ πώς προετοιμάστηκες; Φάνηκε, εκ του αποτελέσματος, ότι ήξερες πολύ καλά τί πρέπει να κάνεις όταν θα σταματήσεις να παίρνεις το συμβόλαιό σου και να είναι το όνομά σου στις εφημερίδες.
«Εμένα με προετοίμασε ο Άρης, γιατί φεύγοντας από τον Ολυμπιακό το 2001 για να πάω στον Άρη, πήγα σε μία ομάδα με μεγάλη δυναμική η οποία απουσίαζε και συνεχίζει να απουσιάζει από την κατάκτηση των τίτλων. Στον Άρη είχα τρεις τραυματισμούς που ήταν πολύ σοβαροί. Είχα πάθει τρεις χιαστούς. Ο ένας ήταν το 2001, ο άλλος το 2002 κι ο άλλος το 2006. Ειδικά ο δεύτερος χιαστός που συνέβη μέσα στα Γιάννενα έχει και μια λίγο περίεργη ιστορία.
Είχαμε παίξει με τον Ηρακλή στη Νέα Ευκαρπία, είχαμε χάσει 4-0. Τότε προπονητής ήταν ο Φοιρός. Στο πρώτο ματς με τα Γιάννενα είχαμε νικήσει 3-0 στο "Βικελίδης" και πάμε στα Γιάννενα για το δεύτερο ματς. Εκείνη τη μέρα κάτι δεν μου πήγαινε. Πιάνω τον Φοιρό και του λέω: "Κοίτα κόουτς επειδή στο πρώτο ματς νικήσαμε 3-0, θα παίξω, αλλά μόλις βάλουμε γκολ και σιγουρέψουμε την πρόκριση, θέλω να με βγάλεις". Συμφώνησε. Βάζουμε το γκολ, κάνουμε το 0-1 με τον Μαλλούς αν δεν κάνω λάθος και έχει σηκώσει τον Σίμιτς, έναν Κροάτη που είχαμε. Γίνεται η τελευταία φάση που είμαι μέσα στο παιχνίδι...
Μεγάλη πάσα από την απέναντι πλευρά, μου κάνει κεφαλιά ο Μπράγκα, πατάω στο αριστερό πόδι και κάνω πάσα με το δεξί... Ερχεται ένας παίκτης του ΠΑΣ και μου κάνει τάκλιν και μένει το πόδι μου κολλημένο μέσα στη λάσπη. Με χτυπάει και παθαίνω ρήξη έσω πλαγίου, πρόσθιου χιαστού και οπίσθιου. Μετά από 2-3 μήνες ένας Αρμένιος παίκτης που είχαν στα Γιάννενα υπέστη ένα παρόμοιο τραυματισμό και σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Εγώ βγήκα από το γήπεδο μπουσουλώντας. Ερχεται ο γιατρός, ο Βαγγέλης Πανταζής και βλέπει το γόνατο που... πήγαινε βόλτα. Πήγαινε πέρα δώθε. Την επόμενη μέρα μπήκα χειρουργείο. Τελειώνοντας το χειρουργείο ρωτάω τον Βαγγέλη αν θα ξαναπαίξω ποδόσφαιρο. "Ναι ρε, θα ξαναπαίξεις", μου είπε. Μετά από καιρό μού είπε ότι ήταν αμφίβολο. Τότε ήμουν 28 χρονών με δύο παιδιά. Αμφίβολο το αν θα ξαναπαίξω...».
Δεν το ήξερες όμως...
«Το ψυχανεμιζόμουν... Κάνω αποθεραπεία και φυσικά, ο Βαγγέλης μού έκανε τρομερή δουλειά. Ο Σίμος ο Βαλιτσάνος με βοήθησε πολύ στο να επανέλθω. Πήγαινα στις 8 το πρωί στο θεραπευτήριο και έφευγα στις 3 το μεσημέρι και το απόγευμα ξανά στο γήπεδο. Επανήλθα και κατάφερα να παίξω ποδόσφαιρο άλλα τέσσερα χρόνια σε υψηλό επίπεδο. Νομίζω ότι αυτήν ήταν μία μεγάλη επιτυχία που είχα, ότι γύρισα και ξαναέπαιξα ποδόσφαιρο.
Τότε σηκωνόμουν το πρωί, έμενα σ' ένα σπίτι στην Καλαμαριά, στον 5ο όροφο με όλη τη Θεσσαλονίκη στα πόδια μας. Είχα δύο παιδιά και έλεγα "θα μπορώ να συνεχίσω να προσφέρω την ίδια ποιότητα ζωής στην οικογένειά μου και μετά;". Ήμουν στον Άρη με τα όποια οικονομικά προβλήματα είχε και έβλεπα το ποδόσφαιρο να σταματάει. Τα χρήματά μου τα πήρα όλα αλλά σε βάθος χρόνου.
Το να μπορέσω να διαχειριστώ την καθημερινότητα μετά μού πήρε χρόνο για να μπορέσω να ανταποκριθώ. Υπάρχουν απαιτήσεις. Όταν είσαι ελεύθερος επαγγελματίας, υπάρχουν απαιτήσεις στο δημόσιο, στους υπαλλήλους, στους εταίρους σου και θα πρέπει η οικογένειά σου να ζει το λιγότερο όπως την είχες συνηθίσει».
Ασχολήθηκες επιχειρηματικά ενώ ήσουν εν ενεργεία παίκτης ή όταν σταμάτησες το ποδόσφαιρο;«Όχι, είχα ξεκινήσει. Είχα κάνει μια επένδυση στις υπεραστικές συγκοινωνίες. Και μάλιστα την είχα κάνει με τη βοήθεια του πατέρα μου όταν ήμουν ακόμη στον Εδεσσαϊκό. Και συνεχίζω να το έχω ως επένδυση».
Κι όταν ήρθε ο τρίτος χιαστός;
«Ο τρίτος χιαστός ήρθε όταν παίζαμε στη Β' Εθνική. Δύσκολο... Ήταν πολύ δύσκολο! Όταν υποβιβαστήκαμε με τον Άρη υπέστην τη μεγαλύτερη ήττα ως ποδοσφαιριστής, γιατί όταν ήμουν στον Εδεσσαϊκό, ανεβήκαμε κατηγορία, μείναμε στην Α' εθνική και όσο ήμουν στην ομάδα ο Εδεσσαϊκός δεν έπεσε κατηγορία. Εφυγα από τον Εδεσσαϊκό όταν ήταν σ' ένα πολύ καλό επίπεδο. Πήγα στον Ολυμπιακό στα "πέτρινά" του χρόνια. Επαιξα στον Ολυμπιακό, βοήθησα και βοηθήθηκα και φεύγοντας από τον Ολυμπιακό, τον άφησα πάλι σ' ένα πολύ καλό επίπεδο, έχοντας πάρει τίτλους. Στον Άρη, η μεγαλύτερη ήττα που έχω υποστεί ως ποδοσφαιριστής ήταν ο υποβιβασμός».
Και ήρθε με μία ομάδα που ο κόσμος δεν τα συγχωρεί αυτά.
«Πρώτα απ' όλα δεν το συγχωρώ εγώ στον εαυτό μου το συγκεκριμένο. Από τον Άρη εκείνη τη χρονιά δεν έφυγα, παρά τις προτάσεις που είχα για να παίξω στην Α' Εθνική αλλά όταν κάποιος είναι πεσμένος και όταν σε έχει βοηθήσει δεν μπορείς να τον αφήσεις».
Το είδες κι ως υποχρέωση;
«Ναι, μέσα σε εισαγωγικά ήταν και υποχρέωση μου».
Ήταν τότε με τα δελτία;
«Όχι, ήταν το σκηνικό με τον Ηρακλή, που μπήκαν οι οπαδοί από τη Θύρα 1. Δημιουργήθηκαν κάποια επεισόδια και φάγαμε -6. Είχαν χτυπήσει τον Κατσιαμπή και τον Αμπάρη. Τους είδα με τα μάτια μου. Είχαμε μπει στα αποδυτήρια με τον Κολτσίδα. Ο Κωφίδης ήταν προπονητής και πήγαμε να του πούμε: "βγείτε για να μην τιμωρηθούμε".
Και μου λέει ο Σάββας: "Ρε Πέτρο, βλέπεις πώς είναι τα παιδιά, πώς να βγούμε να παίξουμε";».
Εντάξει, ο Κωφίδης κοιτούσε την ομάδα του και εσύ την ομάδα σου.
«Εγώ κοιτούσα την ομάδα μου, ο Σάββας κοιτούσε το τί είναι το σωστό και το λογικό. Και είμαι χαρούμενος γιατί όταν έφυγα από τον Άρη, η ομάδα ήταν σ' ένα καλό σημείο, ήταν στην 4η θέση. Δεν μπορείς μόνο να παίρνεις από κάπου και να ζητάς. Πρέπει να δώσεις. Και 'γω αυτό που μπορούσα να δώσω ήταν η παρουσία μου. Όσο μπορούσα δηλαδή. Τουλάχιστον, ήμουν τίμιος».
«Δεν συγχωρώ στον εαυτό μου τον υποβιβασμό με τον Άρη»
«Ψυχοθεραπεία γίνεται μέσα στην οικογένειά μου»
Σε τί ηλικία σταμάτησες;
«33».
Πολύ μικρός.
«Κοίτα να δεις, με τους τρεις τραυματισμούς που είχα το ότι μπορούσα και έπαιξα μέχρι εκεί...Βέβαια, είχα τότε και τρία παιδιά».
Μετά τον τρίτο χιαστό, συνέχισες να παίζεις....
«Μετά τον τρίτο χιαστό έπαιξα ακόμη έναν χρόνο».
Θέλει πολύ μεγάλη δύναμη για να το ξεπεράσεις αυτό.
«Εντάξει, αυτό είναι το επάγγελμά μου. Μπορεί να είναι η αγάπη, αλλά εκεί φτάνεις. Να πεις: "είναι το επάγγελμα μου"».
Σε βοήθησαν και τα φυσικά σου χαρακτηριστικά να «αντέξεις».
«Οτιδήποτε κι αν κάνεις, όσο καλά κι αν είναι τα βιολογικά σου χαρακτηριστικά, αν δεν δουλέψεις δεν θα καταφέρεις τίποτα. Σίγουρα τα χαρακτηριστικά που είχα εγώ όσον αφορά στο κομμάτι της αντοχής και της μυϊκής δύναμης ήταν σημαντικά, αλλά για να επανέλθω από τους χιαστούς δούλεψα πάρα πολύ. Δούλεψα ώρες ατελείωτες. Ειδικά στο δεύτερο χιαστό. Ο Βαγγέλης ο Πανταζής μού έχει πει ότι την περίπτωσή μου την έχει παρουσιάσει σε ένα ιατρικό συνέδριο. Όταν έχουν καταστραφεί οι δύο από τους τρεις συνδέσμους, το να καταφέρεις να παίξεις σε επίπεδο Super League, που είναι υψηλό το επίπεδο όσο και να το κάνεις, είναι τεράστια η καταπόνηση που δέχεσαι. Δόξα τω Θεώ τα κατάφερα».
Αναφέρθηκες στο κομμάτι της ψυχολογίας. Εσύ χρειάστηκες ψυχολόγο για να μπεις στη νέα σου ζωή ή για να ξεπεράσεις τους τραυματισμούς σου;
«Επειδή με την οικογένειά μου γενικότερα – και όχι μόνο με το Μαράκι μου, τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου – είμαστε πολύ δεμένοι, πάντα βρίσκεται ένας άνθρωπος στον οποίο θα μπορέσω να μιλήσω. Θα μπορέσω να του πω τί είναι αυτό που με απασχολεί, να ακούσω και από τον άλλον τι τον απασχολεί. Οπότε σε βοήθεια ψυχολόγου, με την έννοια του επίσημου ψυχολόγου, δεν έφτασα. Όμως, το ότι γίνεται πάντα ένα είδος ψυχοθεραπείας και από εκείνους προς εμένα και από εμένα προς εκείνους, συμβαίνει και τώρα. Αν δεν έχεις κάποιον να μοιραστείς τα άγχη και τις ανησυχίες σου, τότε θα καταφύγεις σε κάποιον ειδικό ή αν έχεις πλέον φτάσει στο ταβάνι και δεν μπορείς να πάρεις από τους ανθρώπους σου αυτό που επιθυμείς. Εγώ δεν έφτασα εκεί. Αλλά ότι συζητούσα και συζητάμε θέματα που μας απασχολούν φυσικά και γίνεται».
Από τον Σαμψώντα Γιαννιτσών στον Ολυμπιακό του Λίμπρεχτς
Πώς ξεκίνησες το ποδόσφαιρο; Πώς θυμάσαι τα πρώτα σου χρόνια;
«Ξεκίνησα στον Σαμψώντα Γιαννιτσών. Παίζαμε στις αλάνες, μαζευόμασταν στα σχολεία και παίζαμε και τότε βρέθηκε ένας άνθρωπος που ήταν πρωτοπόρος σε σκέψη, ο Σαμψωνίδης ο Φίλιππος. Εκείνος μας μάζεψε και μας έκανε ομάδα. Μάλιστα, μας έλεγε ότι η ομάδα δεν ονομάστηκε 'Σαμψών' από το όνομά του αλλά από τον αρχαίο ήρωα. Και μάλιστα η πρώτη φανέλα που φορέσαμε είχε τον Σαμψώντα να γκρεμίζει τα τείχη. Αυτή ήταν η πρώτη φανέλα που φόρεσα.
Αγωνιστήκαμε στα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα της Ενωσης Πέλλας, από εκείνη την ομάδα έχω παιδικούς φίλους κι ένας λόγος που επέλεξα να μείνω στα Γιαννιτσά είναι αυτός. Ότι δηλαδή έχω φίλους εκεί. Όταν ήμουν στη δευτέρα Λυκείου είχα μια κλήση στην Εθνική Παίδων, μετά έγινε κλήση στην Νέων, στην Ελπίδων... Μετά, τελειώνοντας το Λύκειο αποφάσισα ότι θέλω να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Ήρθε η πρόταση από τον Εδεσσαϊκό, αν και είχα κι άλλες προτάσεις από τους Πόντιους Βέροιας, από τα Γιαννιτσά που με ήθελαν ως Ερασιτέχνη αλλά εγώ ήθελα να είμαι επαγγελματίας. Είχα και από τον Απόλλωνα Αθηνών και τελικά επέλεξα τον Εδεσσαϊκό. Βρήκα ένα πολύ καλό κλίμα, οι μεγαλύτεροι με δέχτηκαν και με αγκάλιασαν ως νέο μέλος της ομάδας. Αρχικά, είχα προπονητή τον κύριο Νούσια και μετά τον κύριο Κατσαβάκη. Την πρώτη χρονιά, ενώ δεν ξεκινήσαμε μ' αυτήν τη φιλοδοξία και μ' αυτόν το στόχο, η άνοδος στην Α' Εθνική».
Ο προπονητής «κλειδί» στα πρώτα σου βήματα ποιος ήταν ήταν; Ο Σαμψωνίδης;
«Ο Φίλιππας ήταν πρόεδρος, δεν λειτουργούσε σαν προπονητής αλλά θεωρώ ότι εκείνη την εποχή αυτός ο άνθρωπος έκανε πράγματα πρωτόγνωρα. Μας πήγαινε για προετοιμασία στη Βουλγαρία, με όλα τα έξοδα πληρωμένα από εκείνον. Κατεβαίναμε στη Θεσσαλονίκη να παίξουμε στα τουρνουά της Ενωσης Μακεδονίας με δικά του έξοδα. Αυτός πλήρωνε το πούλμαν, τα ρούχα και κάποια στιγμή μας πλήρωνε και τα παπούτσια. Ήταν πρωτοπόρος. Άρα ο πρώτος άνθρωπος που με βοήθησε στην εξέλιξη μου ήταν ο Φίλιππας. Από εκεί και πέρα σίγουρα με εμπιστεύτηκε η τότε διοίκηση του Εδεσσαϊκού κι ο προπονητής κι οι συμπαίκτες μου.
Ήμουν μέλος της εθνικής Ελπίδων. Προπονητής στον Ολυμπιακό ήταν ο Λίμπρεχτς και με ήξερε από τον Ηρακλή. Κερδίσαμε 4-0 το Σαν Μαρίνο μέσα στο Καραϊσκάκης και εγώ ήμουν αρχηγός, έκανα ένα πάρα πολύ καλό παιχνίδι εκείνη τη μέρα. Ο Ολυμπιακός εκείνη την εποχή ήθελε νέους και Ελληνες ποδοσφαιριστές. Είχε πάρει εκείνο το καλοκαίρι τον Τοχούρουγλου, τον Τρούπκο... και το Δεκέμβριο πήγα εγώ με τον Σαπάνη. Υπήρχε η ικανότητα αλλά υπήρχε κι η τύχη.
Αν δεν παίζαμε μέσα στο Καραϊσκάκης με το Σαν Μαρίνο, δεν θα με έβλεπε ο Λίμπρεχτς, δεν θα γινόταν ντόρος με το όνομά μου και ίσως να μην γινόταν κι η μεταγραφή. Εγινε η μεταγραφή και μετά ξεκινά νέο κεφάλαιο».
«Δεν αξίζει ο Τσέλιος να είναι στην ΑΕΚ και αξίζει ο Τάνκοβιτς;»
Να μείνουμε στον Εδεσσαϊκό λίγο ακόμη. Είπες ότι το κλίμα ήταν καλό. Πώς μπόρεσε αυτή η ομάδα να διατηρηθεί στην Α' κατηγορία;
«Ο Εδεσσαϊκός είναι ένα πολύ μεγάλο όνομα. Τη χρονιά που πήγα εγώ ήταν στις πρώτες τρεις ομάδες βαθμολογικά, στο πρωτάθλημα της Β' Εθνικής. Η ομάδα τότε είχε ξεκινήσει να κάνει ένα παιδομάζωμα από τις γύρω περιοχές. Υπήρχαν στο ρόστερ ο Αντώνης Σαπουντζής που είναι από την Καρυδιά, ο Μανόλης ο Μητσόπουλος που είναι από το Παλαίφυτο, ο Πάρης ο Ζουμπούλης από τον Εξαπλάτανο, ο Νικολαΐδης από τον Μαρμαρά... Σας λέω παίκτες που έχουν παίξει στην Α' Εθνική για χρόνια. Μετά προστεθήκαμε εγώ από τα Γιαννιτσά, ο Νασιόπουλος από τη Χαλάστρα, ο Κουτσουρές από τη Νέα Ιωνία. Όλοι αυτοί είναι παιδιά που τους μάζεψε ο Εδεσσαϊκός, τους έβαλε μέσα στην ομάδα και μπολιάστηκαν με τους άλλους παίκτες που υπήρχαν. Τότε ήταν ο Κώστας Μαλουμίδης, που είναι μεγάλη ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο και μας βοήθησε πολύ. Ο Λαδιάς, ένας εξαιρετικός άνθρωπος που τον έχω μέσα στην καρδιά μου. Ο Τομπάζης ο Δημήτρης από τα Γιαννιτσά... Εξαιρετικοί άνθρωποι που βοήθησαν εμάς τους νεαρούς.
Ο Εδεσσαϊκός κάθε χρόνο έδινε κι έναν παίκτη. Ξεκίνησε με τον Μητσόπουλο, μετά τον Σαμπουντζή, μετά τον Ζουμπούλη, μετά εμένα, μετά τον Νασιόπουλο. Υπήρχε μια ροή. Οικογενειακό κλίμα στα αποδυτήρια και καλές επιλογές της διοίκησης στο κομμάτι του προπονητή και σ' αυτό των παικτών. Το πάντα ξεκινούν από την κεφαλή. Ήταν πολύ καλά τα χρόνια που πέρασα στον Εδεσσαϊκό και αισθάνομαι ευγνώμων σ΄ αυτήν την ομάδα και σε όσους με στήριξαν τόσο διοικητικά όσο και αγωνιστικά. Δεν θα ξεχάσω όταν ανεβήκαμε κατηγορία. Ήταν απίστευτο! Είχαν έρθει με αυτοκίνητα να μας υποδεχτούν στο γήπεδο».
Αρα σε μια ηλικία 17 ετών ήσουν τοπικός ήρωας.
«Εντάξει, τοπικός ήρωας... Ήμουν μέσα σ' αυτούς που κατάφεραν κάτι σπουδαίο! Ο Εδεσσαϊκός άξιζε κάτι ανάλογο και τη δεκαετία του '60, αλλά έχασε την άνοδο δύο φορές σε αγώνες μπαράζ. Το κατακτήσαμε εμείς το 1991».
Και τότε ήταν και δύσκολο να παίξεις στη Β' Εθνική. Το επίπεδο ήταν καλύτερο...
«Εχω τις ενστάσεις μου εδώ. Όταν έπαιζα εγώ υπήρχαν 18 ομάδες στη Β' Εθνική. Αν κάνουμε τον πολλαπλασιασμό είναι περίπου 450 παίκτες και οι 440 ήταν Ελληνες. Τώρα αν καθίσεις να μετρήσεις τους παίκτες που είναι Ελληνες στη Β' Εθνική, από τους 300 θα δεις ότι είναι 40-60 κι αυτοί είναι μαζεμένοι σε κάποιες ομάδες. Άρα για μένα που ήμουν νεαρός και ήθελα να κάνω το βήμα παραπάνω, είχα τη δυνατότητα, εφόσον άξιζα. Τώρα μπορεί να υπάρχουν παιδιά που έχουν την ικανότητα και την αξία αλλά δεν μπορούν να το κάνουν. Και δεν μπορούν να το κάνουν γιατί δεν τους δίνεται ο χώρος. Προτιμούν ξένους ποδοσφαιριστές. Πρέπει να δείξουν εμπιστοσύνη στον Ελληνα ποδοσφαιριστή. Η ικανότητα υπάρχει αλλά πρέπει να δείξουν εμπιστοσύνη, όπως εμπιστεύτηκαν εμάς. Με πήραν από την Α1 και με έβαλαν να παίξω Β' Εθνική. “Κολύμπησα”. Αν δεν δώσει την ευκαιρία στον άλλον να το κάνει δεν μπορείς να αντιληφθείς αν όντως μπορεί».
Σ' αυτό δεν έχεις άδικο. Κι ο Ζαΐμι στη συνέντευξή του στο Gazzetta πρόσφατα αυτό είπε, ότι ήταν ο μόνος ξένος ανάμεσα σε 25 Ελληνες.
«Ο Εργοτέλης στη Β' Εθνική φέτος ήταν μια ομάδα που την έβλεπες και τη χαιρόσουν. Θα σας δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Τσέλιος παίζει δανεικός από την ΑΕΚ στον Εργοτέλη. Δηλαδή, αυτό το παιδί δεν αξίζει να βρίσκεται στην ομάδα της ΑΕΚ και αξίζει να βρίσκεται για παράδειγμα ο Τάνκοβιτς που ήρθε από τη Σουηδία ή αξίζει να βρίσκεται κάποιος άλλος; Δεν είναι τόσο μεγάλη η διαφορά τους ποιοτικά. Δώστε του τη δυνατότητα. Με το να είναι δανεικός τί κερδίζει; Εκτός από το ότι φθείρεται ψυχολογικά».
Σ' αυτό αναφέρθηκε κι ο Λουτσιάνο στη συνέντευξή του στο Gazzetta. Είπε ότι ένας ξένος πρέπει να κάνει τη διαφορά σε μια ομάδα. Όπως τότε συνέβη με τον Καστίγιο.
«Ακριβώς, τη διάβασα τη συνέντευξη. Εξαιρετικός ποδοσφαιριστής ο Λούτσι και έκανε τη διαφορά. Μπορούσε να σου ξεκλειδώσει το ματς με μια ενέργεια. Δεν ήταν στο επίπεδο του Τζόρτζεβιτς, γιατί για εμένα ο Τζόρτζεβιτς είναι ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που έχουν περάσει από τον Ολυμπιακό σ' όλη την ιστορία του. Ο Λουτσιάνο όμως ήταν ένας εξαιρετικός ποδοσφαιριστής που άξιζε να είναι σε μια ομάδα όταν οι ξένοι της ήταν μόνο πέντε».
Πάμε στο πώς πήρες τη μεταγραφή σου στον Ολυμπιακό.
«Με γνώριζε ο Λίμπρεχτς και από τον Εδεσσαϊκό... Με πήρε ο Σπύρος Σιούγγαρης, που λειτουργούσε ως άνθρωπος του Ολυμπιακού. Ο Σπύρος έχει συγχωρεθεί. Αυτός με πήρε τηλέφωνο, επικοινώνησε με τη διοίκηση του Εδεσσαϊκού και έτσι έγινε η μεταγραφή μου στον Ολυμπιακό».
Πώς ήταν η μετάβαση αυτή;
«Όμορφη. Το 1994 ήμουν 20 ετών... Ήμουν γνωστός σε τοπικό επίπεδο, αλλά όταν βρίσκεσαι πρωτοσέλιδο στο ΦΩΣ και στις εφημερίδες, ήταν ωραία. Το τηλέφωνο χτυπούσε συνεχώς, συνεντεύξεις... Δεν γίνεται να μην καβαλήσεις το καλάμι. Όποιος πει ότι ήταν προσγειωμένος είναι ψεύτης».
Φαίνεσαι πολύ προσγειωμένος.
«Με γνωρίζετε στα 47 μου». (γέλια)
Τί έκανες και ένιωθες ότι είχες καβαλήσει το καλάμι;
«Κοίταξε ένα πράγμα για το οποίο νιώθω άσχημα τώρα, αλλά τότε δεν είχα νιώσει καθόλου άσχημα, είναι όταν είχε έρθει ο Πανιώνιος να παίξουμε στο Καραϊσκάκης και μίλησα με ασέβεια στον Γιώργο Τόγια. Του μίλησα άσχημα».
Θυμάσαι τί του είπες;
«Εντάξει, μίλησα άσχημα, δεν λέγονται αυτά... Επίσης, είχα μιλήσει άσχημα στον Αποστολάκη. Νιώθω άσχημα, γιατί τους ανθρώπους πρέπει να τους σέβεσαι. Επειδή βρέθηκα να παίζω στον Ολυμπιακό δεν επιτρέπεται να μιλάω με ασέβεια σε ανθρώπους που έχουν καταθέσει τα διαπιστευτήρια τους και όλοι γνώριζαν τί έχουν προσφέρει στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Εντάξει, όταν η μπάλα είναι διεκδικούμενη να σε πάρω και να σε σηκώσω στον αέρα αλλά όχι να μιλάς με ασέβεια. Το πιο σημαντικό για μένα είναι μέσα στο γήπεδο. Εκεί που είμαι με τον συνάδελφό μου, μ' αυτόν που αγωνίζεται γι' αυτό που αγωνίζομαι και εγώ. Για τη νίκη της ομάδας. Το να μιλάω με ασέβεια σε κάποιον μέσα στο γήπεδο – όχι πάνω στη φάση – αλλά να μιλάω άσχημα... Τώρα που το σκέφτομαι αισθάνομαι πολύ άσχημα, αλλά ήμουν και μικρό παιδί 20-21 ετών. Εκτός γηπέδου δεν έχω κάτι... Με το κορίτσι μου είμαστε μαζί χρόνια. Από την Εδεσσα. Δεν ήμουν άνθρωπος που ήθελα τη ζωή έξω, τα μπουζούκια κι όλα τα υπόλοιπα. Εκτός γηπέδου δεν μπορώ να πω ότι έκανα κάτι όπως να πίνω ή να έβγαινα. Ήμουν χαμηλών τόνων».
Ετυχε να τους ζητήσεις συγγνώμη;
«Όχι. Κοίτα, δεν είναι θέμα συγγνώμης. Ετσι ενέργησα εκείνη τη στιγμή. Απλά αισθάνομαι άσχημα γι' αυτά τα περιστατικά».
Εντάξει, δεν είναι και κάτι...
«Για σένα δεν είναι, αλλά για μένα είναι. Στο κομμάτι του σεβασμού είμαι λίγο περίεργος. Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει σεβασμός σε όλες τις πτυχές της ζωής μας».
Σε εσένα υπήρξε κάποιο περιστατικό που να μη σε σεβαστούν;
«Όχι. Ετσι όπως είχα μιλήσει εγώ, όχι».
Ούτε από κάποιον συμπαίκτη ή προπονητή σου;
«Προστριβές πάντα υπήρχαν. Και με συμπαίκτες και με κάποιον προπονητή μπορούσες να έρθεις σε αντιπαράθεση αλλά σε τέτοια μορφή ποτέ».
«Μίλησα με ασέβεια σε Γιώργο Τόγια και Αποστολάκη. Ήμουν 20 ετών και είχα καβαλήσει το καλάμι»
«Επεσαν αβγά στο Ρέντη - Την τελευταία μου χρονιά στον Ολυμπιακό ήμουν "ό,τι να 'ναι"»
Υπήρξε προπονητής που να θεωρείς ότι θα μπορούσε να σε αντιμετωπίσει καλύτερα;
«Από ποια άποψη»;
Είτε ποδοσφαιρικά, είτε να ένιωσες αδικία.
«Πάντα στη ζωή μας, ό,τι κι αν συμβαίνει, ένα μερίδιο ευθύνης ανήκει σε μας και ένα άλλο μερίδιο ευθύνης ανήκει στον προπονητή. Την τελευταία μου χρονιά, που έφυγα από τον Ολυμπιακό και πήγα στον Άρη, είχα μόνο τέσσερις συμμετοχές ενώ την προηγούμενη χρονιά είχα 30. Δεν μου έδειξε εμπιστοσύνη ο κύριος Ματζουράκης. Και στη συνέχεια ο κύριος Λεμονής ούτε αυτός μου έδειξε εμπιστοσύνη, αλλά και 'γω τότε εκείνη την περίοδο ήμουν “ό,τι να 'ναι”. Δεν μπορώ να τους κατηγορήσω για κάτι. Αφού και 'γω πήγαινα για προπόνηση και δεν έκανα όπως θα έπρεπε».
Αυτό γιατί συνέβη;
«Γιατί είχα αποφασίσει ότι δεν ήταν το μέλλον μου στον Ολυμπιακό».
Είναι περίεργο αυτό που λες. Ήσουν επτά χρόνια στον Ολυμπιακό, έζησες τα «πέτρινα χρόνια», τα 5 σερί πρωταθλήματα. Δεν ξέρω αν έφαγες και καμιά λεμονόκουπα στο Ρέντη...
«Αβγά».
Αβγά;
«Μετά απ' ένα παιχνίδι, κάναμε προπόνηση στο πάνω γήπεδο όπως είναι σήμερα το προπονητικό. Σε κάποια στιγμή έπαιζε ο Γεωργάτος από τα αριστερά και σκάνε τρία αβγά. Προπονητής ήταν ο Τάκης Περσίας. Δεν σημάδευαν τον Γρηγόρη φυσικά. Απλά ήταν απ' έξω, τα πέταξαν και έτυχε να είναι εκεί ο Γρηγόρης».
Τον πέτυχαν;
«Όχι, δίπλα του έπεσαν. Συνέβη κι αυτό. Κοίταξε, κάποια στιγμή τα πράγματα αλλάζουν. Υπήρχε αρκετά μεγάλη εμπιστοσύνη όσο ήταν ο κύριος Μπάγεβιτς στον Ολυμπιακό. Για να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του βέβαια δώσαμε μεγάλο αγώνα. Θυμάμαι ότι παίζουμε ένα ματς με τη Φερεντσβάρος στο Καραϊσκάκης. Ήμουν μέτριος ως κακός σε εκείνον τον αγώνα και μετά περιμένω να παίξω σε ένα ματς με τον Απόλλωνα μέσα στη Ριζούπολη και βάζει τον Καρασαββίδη. Πρώτος αμυντικός χαφ ήταν ο Σαμπανάτζοβιτς, μετά στη σκέψη του ήμουν εγώ και μετά ο Καρασσαβίδης. Σε εκείνο το ματς έβαλε τον Θεόφιλο. Παίζει, κερδίζουμε και για 2 μήνες με έπαιρνε στη 18άδα, αλλά με άφηνε στο ξενοδοχείο. Ήταν ο τρόπος του για να μου δείξει με υπολογίζει αλλά και ότι έπρεπε να δουλέψω για να παίξω. Ύστερα από 2 μήνες μ' έβαλε σ' ένα ματς μέσα στο Ηράκλειο με τον ΟΦΗ και μετά έπαιξα σχεδόν ολόκληρο το δεύτερο γύρο.
Κύριος πάνω απ' όλα. Ήξερε να φτιάχνει τα αποδυτήρια και να καταλαβαίνει τον ποδοσφαιριστή. Χωρίς να λέει πολλά – πολλά ήξερε να κερδίζει τον ποδοσφαιριστή. Εξαιρετικός ως προπονητής και άνθρωπος. Φεύγοντας ο Μπάγεβιτς, ο Ολυμπιακός άρχισε να μπαίνει σε μια άλλη ροή. Εφερνε πιο ακριβούς ποδοσφαιριστές από το εξωτερικό, οπότε ο χρόνος έφευγε για εμάς που ήμασταν στην ομάδα και είχαμε υποστεί και μια φθορά. Εγώ έκανα μια συγκεκριμένη δουλειά κι ο φίλαθλος άρχισε να κουράζεται. Το ποδόσφαιρο είναι θέαμα, κάποιος θα ήθελε να δει έναν παίκτη με άλλα πιο τεχνικά χαρακτηριστικά από τα δικά μου. Ή μπορεί να ήθελε να δει κάποιον με ίδια προσόντα που είχα εγώ αλλά να είναι άλλο όνομα. Συνέχεια τον Πασσαλή και τον Πασσαλή ή τον οποιοδήποτε... Ο κόσμος αρχίζει να κουράζεται και θέλει κάποια αλλαγή».
«Πριν τον Μπάγεβιτς, στο Ρέντη υπήρχαν... τρία ντουζ!»
Στο διάστημα που σε άφηνε εκτός ο Μπάγεβιτς, μονολογούσες μέσα σου τίποτα; Επιδίωξες να του πεις κάτι;
«Όχι, δεν επιδίωξα τίποτα ποτέ. Νομίζω ότι είναι τρία τα σημεία όταν έχεις ένα πρόβλημα. Το πρώτο είναι το σημείο της άρνησης. Το δεύτερο είναι να λες “εντάξει μωρέ και ποιος είναι αυτός”. Το τρίτο είναι η αποδοχή της κατάστασης και να προσπαθήσεις. Όταν αποδεχτείς την κατάσταση υπάρχουν δύο δρόμοι. Ή λες “δεν με θέλει, στραβώνω και δεν κάνω τίποτα, θα πάω αλλού”. Ο άλλος ο δρόμος είναι να παλέψεις. Εγώ επέλεξα το δρόμο του αγώνα. Και καλά έκανα γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν και από τα καλύτερα ποδοσφαιρικά μου χρόνια».
Ο Μπάγεβιτς ήταν αξιοκρατικός;
«Ήταν εξαιρετικός. Δεν έχω να πω κάτι... Φυσικά, είχε κι αυτός τις εμμονές του αλλά για μένα είναι ό,τι καλύτερο συνάντησα σε προπονητή».
Δεν ήταν καλύτερος ο Λίμπρεχτς που σου έδωσε την ευκαιρία να παίξεις στον Ολυμπιακό;
«Το ότι μου έδωσε τη δυνατότητα να παίξω στον Ολυμπιακό, δεν σημαίνει ότι η κρίση μου θα είναι ανάλογη και μ' αυτό. Ο Λίμπρεχτς ήταν ένας πολύ καλός προπονητής, θεωρώ ότι αδικήθηκε από την παρουσία που είχε στον Ολυμπιακό. Ό,τι είχε να σου πει θα στο έλεγε και δεν τον ενδιέφερε αν θα σε ενοχλούσε. Καθόλου δεν τον ένοιαζε. Θα σε ειρωνευόταν... Αυτό, όμως, που έπρεπε να πάρεις από εκείνον θα το έπαιρνες.
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα για να καταλάβετε πως λειτουργούσε ο Μπάγεβιτς. Τα αποδυτήρια του Ρέντη ήταν ένα λυόμενο, όχι στην κεντρική πύλη που υπάρχει σήμερα αλλά στην άλλη πύλη με το γήπεδο που έχει το πλαστικό. Υπήρχαν τρία ντουζ για να κάνουμε μπάνιο. Υπήρχε το γυμναστήριο. Η λεγόμενη “φούσκα” στα χρόνια του Κοσκωτά και γενικά δεν ήταν τα αποδυτήρια μιας ομάδας επιπέδου Ολυμπιακού Ο Παναθηναϊκός τότε είχε την Παιανία. Τα γήπεδα στην Παιανία ήταν άθλια βέβαια.
Κι όταν ήρθε ο Μπάγεβιτς, καθυστερήσαμε να ξεκινήσουμε την προετοιμασία δύο μέρες. Εγιναν καινούργια αποδυτήρια, έγινε χώρος για να καθόμαστε πριν την προπόνηση. Ενα σαλονάκι με τηλεόραση. Υπήρχαν μετά 12-16 μπάνια... Και άργησε η προετοιμασία για να δημιουργηθεί ο περιβάλλων χώρος. Ο Μπάγεβιτς έδωσε έμφαση στη λεπτομέρεια. Ήρθε και σε έκανε να αισθάνεσαι ποδοσφαιριστής. Εφερε μαζί του τη διαιτολόγο Μαρία Λυκομήτρου. Κάναμε λιπομέτρηση και εγώ που ήμουν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής που έκανα μεταγραφή στον Ολυμπιακό είχα λίπος 13. Δεν είναι λογικό! Μετά έπαιζα με λίπος στο 8. Δεν ήξερα ότι είχα επιπλέον λίπος. Ο Μπουρουτζίκας εξαιρετικός στη δουλειά του και σαν άνθρωπος. Ο Τάκης ο Περσίας το ίδιο, η Αγγελική Αρκάδη ήταν ο “φύλακας φρουρός” του Μπάγεβιτς. Ο άνθρωπος το είχε δέσει όταν αυτές οι έννοιες δεν υπήρχαν για τους υπόλοιπους. Σου ζητούσε τρία συγκεκριμένα πράγματα μέσα στο γήπεδο. Αν τα έκανες σωστά, ήσουν εντάξει. Ρουτίνα στην προπόνηση, πολλές φορές επαναλήψεις ώστε να κάνουμε κτήμα μας αυτά που ήθελε. Δεν κάναμε τρελά πράγματα αλλά όλοι αυτοί οι αυτοματισμοί έβγαιναν. Το παιχνίδι από τα πλάγια ήταν από απλές ασκήσεις που γίνονται και στις ακαδημίες. Ο Μπάγεβιτς ήξερε να διαλέγει ποδοσφαιριστές. Και να τους πείθει.
Όταν είχε έρθει ο Γεωργάτος από την Παναχαϊκή ήταν 10άρι. Τον έβλεπα στις προπονήσεις και έλεγα ότι αυτός κάνει λάθος μόνο όταν θέλει. Τον έκανε αριστερό μπακ».
Θυμάσαι πώς το αντιμετώπισε αυτό ο Γεωργάτος;
«Ας μιλήσει καλύτερα αυτός». (γέλια)
Πώς ήταν η σχέση σου με τους συμπαίκτες σου; Με ποιους έκανες περισσότερη παρέα;
«Α, ήταν με διακυμάνσεις αυτό όπως όλες οι σχέσεις. Δεν είχα ιδιαίτερο πρόβλημα με κανέναν. Αρκετοί πέρασαν».
Είχε κανείς πρόβλημα μαζί σου;
«Δεν ξέρω. Και να είχε δεν το έμαθα. Κοίτα, με τον Νταμπίζα γνωριζόμουν από τις μικρές ομάδες της Εθνικές, με τον Ηλία Σαπάνη είχαμε πάει μαζί στην ομάδα, με τον Πουρσανίδη έκανα αρκετή παρέα, όπως και με τον Γεωργάτο. Μ' αυτούς που έχω σχέσεις ακόμη και σήμερα είναι ο Ελευθερόπουλος και ο Νταμπίζας». (γέλια)
Ο Ελέ έκανε και δεύτερο παιδάκι.
«Χαζομπαμπάς... Μου στέλνει βιντεάκια. Ο Δημήτρης αγαπάει πάρα πολύ την προπονητική και μακάρι να βρει μια ομάδα να τον στηρίξει και να του δώσει τη δυνατότητα αυτά που μπορεί να τα βάλει μέσα στο γήπεδο. Εχει ιδέες, έχει σκέψη, δημιουργεί τρομερή σχέση με τους παίκτες. Όπως εύχομαι και για το Νίκο τον Νταμπίζα να πάει σε μια ομάδα και να εισπράξει αυτό που του αναλογεί, γιατί στον Παναθηναϊκό δεν συνέβη αυτό. Η δουλειά που έκανε στον Παναθηναϊκό σε σχέση με αυτό που πήρε δεν έχει σχέση. Οι περισσότερες επιλογές που έκανε βάσει του προϋπολογισμού που είχε ήταν εξαιρετικές, αλλά στο τέλος έφυγε σαν να φταίει αυτός για όσα έγιναν. Είναι λάθος. Και οι μόνοι Έλληνες που έχουν σπουδάσει το επάγγελμα του τεχνικού διευθυντή είναι αυτός κι ο Δημήτρης Παπαδόπουλος. Κι ο Ταυλαρίδης έκανε νομίζω. Αντε να είναι τέσσερις σε όλη την Ελλάδα. Πώς θες να γίνεις εσύ αυτός που θα διαχειριστεί 20 εκατ. Ευρώ αν δεν το έχεις σπουδάσει; Η εμπειρία είναι πολύ σημαντική αλλά δεν μπορείς να γίνεις τεχνικός διευθυντής αν δεν έχεις την τριβή».
Μας μίλησες για τους Γεωργάτο και Ελευθερόπουλο που πήγαν στο εξωτερικό. Εσύ είχες την ευκαιρία να πας να παίξεις εκτός Ελλάδας; Ήταν κάτι που το ήθελες ή αν γύριζες το χρόνο πίσω θα το είχες επιδιώξει;
«Δεν νομίζω ότι θα το επεδίωκα. Αν ερχόταν κάποια πρόταση... Κοίταξε, όταν υπέγραψα το δεύτερο μου συμβόλαιο στον Ολυμπιακό είχα μια τρελή ρήτρα για τα τότε δεδομένα. Ήταν απίστευτη η ρήτρα με βάση το συμβόλαιο που είχα υπογράψει. Ήταν 4 δισ. Δραχμές! Δεν υπάρχει αυτή η ρήτρα. Γιατί μου την έβαλαν; Δεν ρώτησα και ποτέ». (γέλια)
Ισπανικό μοντέλο...
«Ήταν τρελό το νούμερο, δεν ξέρω αν θα το είχα επιδιώξει. Ξέρεις μόνο
«Στο δεύτερό μου συμβόλαιο στον Ολυμπιακό, είχα ρήτρα 4 δισ. δραχμές»
«Η 18άδα ήταν μπετόν, δεν έσπαγε»
Ο Μπάγεβιτς έπαιζε μ' ένα αμυντικό χαφ.
«Ο Μπάγεβιτς έπαιζε με δύο αμυντικούς χαφ. Ξεκινούσε με έναν και πάντοτε το άλλαζε και έπαιζε δύο αμυντικούς χαφ. Ο βασικός αμυντικός χαφ του Μπάγεβιτς ήταν ο Σαμπανάτζοβιτς, μετά τη δεύτερη χρονιά του έπαιζα εγώ. Ο Σάμπα έπαιξε λιγότερα παιχνίδια. Μετά ήρθε ο Πουρσανίδης. Είτε έπαιζα εγώ, είτε μαζί με τον Ηλία. Την επόμενη χρονιά τραυματίστηκα και έπαιζε ο Ηλίας περισσότερο. Γενικά ο Μπάγεβιτς έπαιζε με δύο αμυντικούς χαφ. Πάντα ήθελε να ξεκινήσει με έναν και στην πορεία έπαιζε με δύο».
Δεν είχες παίξει τον αγώνα με την Κροάσια...
«Τότε είχα σπάσει το πόδι μου. Με την Ανόρθωση, στο πρώτο παιχνίδι που είχαμε νικήσει με 2-1 στο ΟΑΚΑ, στην τελευταία φάση του πρώτου ημιχρόνου σπάω το πόδι μου. Επέστρεψα και έπαιξα τα παιχνίδια με τον Άγιαξ εντός και εκτός, μέσα με την Πόρτο και παθαίνω υποτροπή, στην τελευταία φάση, στο 90'. Σηκώθηκα για κεφαλιά με τον Ζαρντέλ, πάτησα στο πόδι του. Με την Κροάσια ήμουν με σπασμένο το πόδι στο σπίτι. Επί της ουσίας έπαιξα κάποια παιχνίδια στο τέλος».
Πώς έζησες εκείνο το παιχνίδι παρακολουθώντας το από την τηλεόραση;
«Μεγάλη χαρά που προκριθήκαμε, μεγάλη στεναχώρια που δεν ήμουνα εκεί. Είδα το παιχνίδι, χάρηκα και όταν τα παιδιά άρχισαν να πανηγυρίζουν και να χαίρονται, έκλεισα την τηλεόραση. Την άλλη μέρα στην προπόνηση, χαρά μεγάλη. Αν εκείνη η ομάδα περνούσε τη Γιουβέντους, δεν ξέρω πού θα μπορούσε να φτάσει. Υπήρχε μια τέτοια ευφορία και δυναμική, που δεν την είχα ξαναζήσει όσα χρόνια έπαιζα ποδόσφαιρο».
Στο ματς με τη Γιουβέντους που ήσουν;
«Ήμουν στην κερκίδα. Είχα επανέλθει από τον τραυματισμό, αλλά τότε η 18άδα ήταν... μπετόν. Ήταν συγκεκριμένη, δεν έσπαγε. Μεγάλη στεναχώρια. Εντάξει μετά, όπως κάθε φορά, κατέβηκα στα αποδυτήρια. Θέλαμε όλοι μας την πρόκριση. Από εμάς τους παίκτες μέχρι τον τελευταίο φίλαθλο που έβλεπε το παιχνίδι από την τηλεόραση».
Ειπώθηκε ή γράφτηκε κάτι για εσένα εκείνη την εποχή που να μην σου άρεσε ή να μην αντικατόπτριζε την αλήθεια;
«Δεν νομίζω. Δεν ήμουν από τους παίκτες που δημιουργούσαν εντυπώσεις στα έντυπα ή στις τηλεοράσεις. Αισθάνομαι ικανοποιημένος από τον τρόπο που με αντιμετώπισαν οι δημοσιογράφοι. Γενικά ποτέ δεν ήμουν δημοσιογραφικός τύπος, αλλά δεν θεωρώ και ότι κάποιος είχε εμμονή μαζί μου. Σίγουρα σε κάποιους δεν άρεσα ως παίκτης, ο τρόπος παιχνιδιού μου. Δεν μπορώ να του πω 'γιατί δεν σου αρέσω'; Ήθελαν κάτι καλύτερο. Ο.Κ, φυσιολογικό. Δεν θεώρησα ότι υπήρχε κάποιος που ήθελε να μου κάνει κακό».
Ποιο παιχνίδι θα ήθελες να ξαναπαίξεις;
«Δεν θα σου πω για παιχνίδι, αλλά για μια στιγμή που θα ήθελα οπωσδήποτε να αλλάξω. Παίζουμε στο Μπερναμπέου, χάνουμε με 5-1. Τελειώνει ο αγώνας και είμαι εκνευρισμένος. Έρχεται ο Ρεδόνδο και μου λέει να αλλάξουμε τη φανέλα. Και του λέω 'όχι'! Ο άνθρωπος ήταν είδωλο. Τον έβλεπα κι έλεγα τι παικταράς ήταν. Τρελαινόμουν! Έρχονται στο ΟΑΚΑ, 0-0 το αποτέλεσμα. Του ζητάω να ανταλλάξουμε τη φανέλα και μου απάντησε αρνητικά. Εκείνη τη στιγμή όχι μόνο θα του την έδινα τη φανέλα μου, θα του έδινα και το σορτς! Γενικά πάντως δεν μου αρέσει να ζω με τις αναμνήσεις. Ζήσαμε το χθες, ήταν όμορφο, το περάσαμε. Έχουμε και το σήμερα. Έχουμε τόσα να ζήσουμε μπροστά μας. Θέλω να ζήσω όμορφες στιγμές στο μέλλον».
«Είπα "όχι" στον Ρεδόνδο για να ανταλλάξουμε φανέλα»
«Ο Κόκκαλης θα μας έδινε πριμ, αν του υποσχόμασταν ότι το ποσό αυτό θα το επιστρέφαμε αν χάναμε. Δεν απάντησε κανείς»
Ζεις το τέλος των πέτρινων χρόνων και αρχίζεις να ζεις την κατάκτηση πρωταθλημάτων και κυπέλλων. Νιώθεις ότι συνεισέφερες σε αυτό το οικοδόμημα; Νιώθεις ότι βελτιώθηκες κι εσύ ως ποδοσφαιριστής;
«Σίγουρα έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι. Αυτό είναι δεδομένο. Φυσικά και ένιωσα να αλλάζω επίπεδο ποδοσφαιρικά. Τα πράγματα που έκανα στο γήπεδο και τα οποία ήταν συγκεκριμένα, τα έκανα καλύτερα όσο περνούσε ο χρόνος. Αισθάνομαι υπερήφανος με όσα κατάφερα στην καριέρα μου ως ποδοσφαιριστής και φυσικά όσα πέτυχα με τη φανέλα του Ολυμπιακού».
Τα περιβόητα φακελάκια του Κόκκαλη πριν από τον Παναθηναϊκό με τα πριμ, αληθεύουν;
«Για φακελάκια δεν ξέρω, δεν έχω πάρει ποτέ κάποιο. Δεν ξέρω αν συνέβη αργότερα, δεν είχε πέσει κάτι τέτοιο στην αντίληψή μου. Θα σας πω όμως ένα πράγμα που δείχνει την έλλειψη εμπιστοσύνης που υπήρχε στην ομάδα και που ευθυνόταν για τα πέτρινα χρόνια. Παίζαμε εναντίον του Παναθηναϊκού στο Καραϊσκάκης. Έρχεται ο κ. Κόκκαλης πριν από το παιχνίδι να μας μιλήσει. Δεν θυμάμαι αν ήταν την ημέρα του αγώνα ή την προηγούμενη. Μιλάμε τώρα για τον τελευταίο χρόνο των πέτρινων ετών. Μας λέει ότι θα έδινε στον καθένα υψηλό πριμ, αν υποσχόμασταν πως το ποσό που θα εισπράτταμε, θα το επιστρέφαμε αν χάναμε. Αν πιστεύαμε εμείς ότι θα κερδίζαμε, θα λέγαμε όλοι μαζί ναι. Δεν απάντησε κανένας!».
Στα χρόνια που ακολούθησαν, κατά τα οποία η ομάδα έπαιρνε τίτλους, θα απαντούσατε θετικά αν σας έκανε την ίδια ερώτηση;
«Δεν θα μας έκανε αυτήν την ερώτηση. Ο άνθρωπος ήταν επιχειρηματίας, πανέξυπνος. Αυτό που μας είπε το θυμάμαι ακόμη. Για εμένα ήταν μάθημα ζωής. Δεν είναι τι απάντηση θα δώσεις. Μερικές φορές δεν έχει σημασία η απάντηση που θα δώσεις, αλλά το γιατί σου κάνει την ερώτηση. Αυτό πρέπει να αναρωτηθείς. Το ζητούμενο για εμένα τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν "γιατί γίνεται αυτή η ερώτηση". Για εμένα αυτή η ερώτηση έγινε καθαρά γιατί δεν πιστεύαμε εμείς, όχι ο ίδιος, αλλά το περιβάλλον, ότι έχουμε τη δυνατότητα να πούμε "ναι"».
«Στα πρώτα χρόνια στον Ολυμπιακό δεν ήμουν τόσο επαγγελματίας»
Με ποιον άλλον συμπαίκτη σου ένιωθες τεράστια σιγουριά; Όταν δηλαδή έκαιγε η μπάλα, σε ποιον θα την έδινες;
«Με τον Τζόρτζεβιτς, χωρίς δεύτερη σκέψη. Όποιος έχει παίξει στον Ολυμπιακό, γνωρίζει πολύ καλά τη μουρμούρα των οπαδών, αυτόν τον ήχο, όταν παίρνεις τη μπάλα. Αυτό συνέβαινε σε όλους τους ποδοσφαιριστές. Και στον καλύτερο και στον χειρότερο. Η διαφορά όμως ποια είναι; Ότι ο μοναδικός παίκτης που το περνούσε αυτό και ζητούσε συνεχώς τη μπάλα ήταν ο Τζόρτζεβιτς. Υπήρχε μια περίοδος που δεν ήταν καλά ο Τζόρτζεβιτς. Είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό, σε όλους συμβαίνει αυτό αγωνιστικά. Ακόμα και τότε, που ακουγόταν το μουρμουρητό από την κερκίδα, τη ζητούσε τη μπάλα, την έπαιρνε. Δεν του έβγαινε η ενέργεια στην πρώτη, στην δεύτερη, στην τρίτη προσπάθεια. Ο μοναδικός που το ξεπέρασε μέσα στο γήπεδο ήταν ο Τζόλε. Όλοι θέλουν χρόνο προσαρμογής, να τα βρουν λίγο με τον εαυτό τους. Ο μοναδικός που το ξεπέρασε πολεμώντας εντός γηπέδου και μη δίνοντας σημασία στα μουρμουρητά, ήταν ο Τζόρτζεβιτς. Θεωρώ ότι ήταν ο καλύτερος συμπαίκτης που είχα ποτέ».
Βάζει ο Στέλιος Γιαννακόπουλος τη γκολάρα κόντρα στην Πόρτο. Τι θυμάσαι από εκείνες τις στιγμές;
«Πρώτα από όλα θυμάμαι το άγχος πριν από το ξεκίνημα του αγώνα. Τρελό άγχος. Είχα πάρει το Μαράκι και είχαμε πάει στο Φάληρο. Καθόμουν και κοιτούσα τη θάλασσα μερικές ώρες πριν μπούμε στο ξενοδοχείο. Την επόμενη μέρα ξυπνάμε και ο Μπάγεβιτς μας δείχνει video από την Πόρτο. Την προηγούμενη χρονιά η Πόρτο είχε κάνει φοβερή πορεία και είχε αποκλείσει τη Γιουνάιτεντ. Πάμε στο γήπεδο και το γήπεδο βράζει. Μπορεί και περισσότερα από 80.000 άτομα! Πολύ ωραίες στιγμές. Εκείνες τις χρονιές μπόρεσε και ωρίμασε ο Ολυμπιακός. Ακόμα και με τα πέντε γκολ στο Τρόντχαϊμ, τα πέντε στη Μαδρίτη, άλλο βαρύ αποτέλεσμα. Η Ρόζενμποργκ εκείνη τη χρονιά είχε εξαιρετική ομάδα. Δεν πέρασε με ένα γκολ του Τζόρτζεβιτς την τελευταία αγωνιστική. Αλλιώς θα περνούσε αυτή και θα έμενε εκτός η Μίλαν. Εκείνη την εποχή βλέπαμε πώς έπαιζαν οι παίκτες της Ρόζενμποργκ και ήταν εξαιρετικός. Ο τρόπος που ζητούσαν τον κενό χώρο. Όλα αυτά τα αποτελέσματα βοήθησαν στο να μεγαλώσει ο Ολυμπιακός σιγά σιγά στην Ευρώπη. Δεν μπορείς να πατάς ένα κουμπί και από τη μια στιγμή στην άλλη να γίνεις η ομάδα που θα πάρει τις προκρίσεις, που θα κάνει μεγάλες νίκες. Έπρεπε να υπάρχει μια προοδευτικότητα. Έτσι είναι η ζωή, έτσι και το ποδόσφαιρο. Εξελίσσεσαι. Εκείνες οι χρονιές βοήθησαν να εξελιχθεί ο Ολυμπιακός».
Τι θυμάσαι περισσότερο από τις προπονήσεις; Κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό; Ποιος ήταν ο μεγαλύτερος χαβαλές;
«Παίζαμε ποδοβόλεϊ πριν από τις προπονήσεις. Επί Μπάγεβιτς. Τα επόμενα χρόνια, όταν αποχώρησε, αυτό σταμάτησε. Η δουλειά που έπρεπε να κάνεις πριν και μετά από την προπόνηση στα γυμναστήρια και όλοι οι ποδοσφαιριστές αρχίσαμε να μπαίνουμε σιγά, σιγά σε άλλα καλούπια. Τις πρώτες χρονιές στον Ολυμπιακό θεωρώ ότι δεν ήμουν τόσο επαγγελματίας όσο στα πρώτα χρόνια στον Εδεσσαϊκό. Αυτό άλλαξε στην πορεία και βοήθησαν τα παιδιά που είχαν παραστάσεις και ήρθαν από το εξωτερικό. Εξελίχθηκε το ποδόσφαιρο, εξελίχθηκε και η σχέση προπονητή - παικτών, γυμναστή - παικτών. Δεν έχω να θυμάμαι κάτι πολύ θετικό ή πολύ αρνητικό. Αυτός που ήταν σε μια φάση μόνιμης θετικής διάθεσης ήταν ο Κυριάκος Τοχούρογλου. Χαβαλές γινόταν με όλους. Ήταν ανάλογα και με το πώς θα ξυπνούσε ο καθένας, τι διάθεση θα είχε. Κάποιος μπορεί να ερχόταν στην προπόνηση χαλασμένος, να ήταν τρελαμένος».
Ο Γεωργάτος θεωρείς ότι αδίκησε τον εαυτό του στην Ίντερ;
«Ο καθένας παίρνει αυτό που θέλει. Ανάλογη άποψη έχω και για αρκετούς άλλους ποδοσφαιριστές με τους οποίους αγωνίστηκα. Ο Τζόλε ήταν ο καλύτερος με τον οποίο έπαιξα, ο Γκόγκιτς ήταν αδικημένος με βάση την καριέρα που έκανε. Ο Ίβιτς έπαιρνε τη μπάλα στα πόδια και ο τρόπος που έστριβε το σώμα του, ο τρόπος που τελείωνε τις φάσεις ήταν φοβερός. Ο Καραπιάλης... Τώρα τι να καθόμαστε να λέμε».
Στην προπόνηση ποιον σου άρεσε να χαζεύεις;
«Με τρέλαιναν τα ποδοσφαιρικά χαρακτηριστικά του Αλεξανδρή. Ο τρόπος που τελείωνε τις φάσεις με το δεξί, με το αριστερό, δύναμη, ταχύτητα, ποδοσφαιρική αντίληψη. Ο Καραπιάλης, ο Γκώνιας, ο Νινιάδης. Παιδιά που είχαν άλλη σχέση με τη μπάλα. Ο Καραταΐδης, αρχηγός. Ο καθένας είχε κάτι διαφορετικό. Μιλάμε για παίκτες κυρίως μεσοεπιθετικούς. Αμυντικά ήταν πιο τυποποιημένα τα πράγματα. Όλοι για να μπορέσουν να παίξουν σε αυτό το επίπεδο κάτι έχουν. Υπάρχουν κι άλλοι που το έχουν, αλλά ίσως δεν έχουν το ψυχολογικό κομμάτι για να σταθούν».
Θεωρείς ότι κάποια στιγμή η ομάδα του Ολυμπιακού είχε περάσει στον αυτόματο; Είχαν κουμπώσει τα άκρα Μαυρογενίδης - Γιαννακόπουλος και Γεωργάτος – Τζόρτζεβιτς;
«Μια ομάδα ποτέ δεν περνάει στον αυτόματο. Πάντα πρέπει να υπάρχει ένας να δίνει το γενικό πρόσταγμα. Όσο υπήρχε ο Μπάγεβιτς, το πρόσταγμα δινόταν από αυτόν. Μετά από εκεί και πέρα έγιναν αλλαγές και έπρεπε ο Ολυμπιακός να βρει τα πατήματά του. Τα βρήκε με τον Τάκη Λεμονή. Σίγουρα και οι υπόλοιποι προπονητές που πέρασαν συνεισέφεραν κι αυτοί. Πάντα υπάρχει μια μεταβατική περίοδος. Η περίοδος του Μπάγεβιτς ήταν αρκετά μεγάλη και σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας εποχής. Ο κ. Μπιγκόν και ο κ. Μαντζουράκης προσπάθησαν πολύ, αλλά η ομάδα ρόλαρε καλύτερα όταν την πήρε ο κ. Λεμονής».
Ποιο ήταν το καλύτερό σου ντέρμπι;
«Υπήρχαν παιχνίδια κόντρα στον Παναθηναϊκό που είχαμε φτάσει στο εντελώς αντίθετο σημείο. Που σας είχα πει ότι κανείς δεν περίμενε ότι θα νικήσουμε. Ήταν η χρονιά που είχε κάνει καλή περίοδο στην Ευρώπη, παίζαμε πολύ καλό ποδόσφαιρο. Είχαμε λοιπόν φτάσει στο σημείο να πιστεύουμε μέσα μας ότι εύκολα ή δύσκολα θα νικήσουμε. Είχαμε νικήσει με 2-0, τη χρονιά με τον κ. Δανιήλ στον Παναθηναϊκό αν δεν κάνω λάθος. Ο Παναθηναϊκός δεν ήταν πολύ χειρότερος, μπορώ να σας πω ότι ήταν καλύτερος. Είχε τον έλεγχο του αγώνα, αλλά νικήσαμε 2-0. Είχαμε μέσα μας αυτήν την ανωτερότητα. Λέγαμε ότι 'σήμερα θα νικήσουμε εμείς'».
Ο Ζάχοβιτς ήταν όντως τόσο δύσκολος χαρακτήρας;
«Ήταν ένας παίκτης που ήρθε στην Ελλάδα γιατί έπρεπε να έρθει με βάση τα όσα έχουμε μάθει και μετά. Ότι δεν ήθελε να έρθει. Από τη στιγμή που δεν ήθελε να έρθει... Η ποδοσφαιρική του αξία ήταν μεγάλη. Το να τον κρίνουμε σαν χαρακτήρα αυτό το εξάμηνο που έμεινε, θα ήταν άδικο για τον ίδιο. Εγώ αυτό που είδα, αυτό που μου έμεινε, είναι πως ήταν ένα παιδί που ζούσε το ποδόσφαιρο, το αγαπούσε. Απλά δεν ήθελε να έρθει στον Ολυμπιακό. Αυτό ήταν ξεκάθαρο και φάνηκε και στην πορεία».
Σου έκανε εντύπωση το επεισόδιο που είχε με τον Μπιγκόν;
«Όχι, γιατί να μου κάνει εντύπωση; Αφού είχαμε ζήσει πολλά εκείνη τη χρονιά. Δεν ήθελε να είναι εδώ, ήθελε να είναι στην Ισπανία. Σώνει και καλά; Ποτέ δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν ήθελε να είναι με τους συμπαίκτες του. Το να είναι στραβωμένος επειδή οδηγήθηκε σε μια απόφαση την οποία δεν ήθελε, είναι κάτι φυσιολογικό και θα συνέβαινε σε όλους. Τον έβγαλε ο προπονητής στο 70', έναν ποδοσφαιριστή για τον οποίο η ομάδα έδωσε ένα τσουβάλι λεφτά. Σε ένα παιχνίδι που νικάμε 3-0 και έχουμε μπροστά μας ένα ευρωπαϊκό για το οποίο ήθελε να προετοιμαστεί...».
«Δεν μου έκανε εντύπωση το περιστατικό ανάμεσα σε Ζάχοβιτς και Μπιγκόν»
«Φυσικά και μου έκανε ποδιές ο Ζιοβάνι»
Ο Ζιοβάνι;
«Ήταν ένας ποδοσφαιριστής τον οποίο χαιρόσουν να βλέπεις και ως συμπαίκτης».
Μας κάνει εντύπωση που μίλησες πριν για τον Αλεξανδρή, για τον ποδοσφαιριστή που χαιρόσουν να χαζεύεις...
«Με τον Αλέξη τρελαινόμουν για τα χαρακτηριστικά του! Ήταν στην εποχή μας, αν εξαιρέσεις τον Χρήστο Κωστή πριν τραυματιστεί, ο ποδοσφαιριστής με τα καλύτερα χαρακτηριστικά. Αριστερό, δεξί, τελειώματα, τεχνική, ταχύτητα, δύναμη. Ο Ζιοβάνι ήταν... Ζιοβάνι. Δεν θα ξεχάσω τον τρόπο με τον οποίο συστήθηκε στον κόσμο του Ολυμπιακού. Παίζουμε ένα φιλικό στο Ολυμπιακό Στάδιο. Τερματοφύλακας ήταν ο Ελευθερόπουλος. Γίνεται κόρνερ, διώχνει τη μπάλα ο Ελέ με το χέρι.
Η μπάλα πήρε ύψος. Οποιοσδήποτε από εμάς θα πηδούσε για κεφαλιά. Ο Ζιοβάνι σηκώνεται και σταματάει τη μπάλα στο στήθος. Χαρακτηριστικό του ο τρόπος που κοντρόλαρε τη μπάλα και την κάλυπτε. Τέλος, εκεί γεννήθηκε ένας μεγάλος έρωτας! Ήταν ένας ποδοσφαιριστής που είχε διαφορετική επαφή με τη μπάλα σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους. Οι ποδιές που έκανε, οι ντρίμπλες, το γκολ - ποίημα με τον ΠΑΟΚ, όταν έκανε το 4-0. Δεν μπορώ να βρω λέξεις να τον περιγράψω».
Στην προπόνηση, εσένα σου έκανε ποδιές;
«Φυσικά και μου έκανε».
Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος αντίπαλος που είχες;
«Ο Τσιάρτας μπορούσε ανά πάσα στιγμή να βγάλει τη μπάλα εκεί που ήθελε, ο Σαβέφσκι το ίδιο. Ο Μπορέλι. Πολλοί καλοί παίκτες και σίγουρα κάποιους ξεχνώ. Ο Σαπουντζής επίσης, έβαζε με τέτοιον τρόπο το σώμα του και δεν μπορούσες να τον κλείσεις. Ο τρόπος που προστάτευε τη μπάλα... Πολύ δυνατός ποδοσφαιριστής, δεν μπορούσα να τον κουνήσω. Ο Οκκάς, επίσης. Πάντα κάποιος είχε την καλή πλευρά του. Έπρεπε να ξέρεις ποια είναι αυτή για τον αντιμετωπίσεις. Για τον Οκκά δεν ήξερες. Από το εξωτερικό ο Ραούλ της Ρεάλ, ο τρόπος που κινούνταν στον χώρο και έφευγε. Ο Λιτμάνεν... μια επαφή ήθελε».
«Ο Κόκκαλης ήταν ο άνθρωπος που μας βοηθούσε όλους - Φυσικά με έχει ενοχλήσει που λένε ότι παίρναμε πρωταθλήματα με την "παράγκα"»
Πώς θυμάσαι την πρώτη κούπα που σήκωσες με τον Ολυμπιακό;
«Με πολύ μεγάλη χαρά. 6-0 την Καβάλα τελευταίο παιχνίδι στο Καραϊσκάκης, ο κόσμος έμπαινε στο γήπεδο. Είχε στηθεί εξέδρα. Ένας χαμός».
Ποια φιέστα θυμάσαι περισσότερο;
«Την πρώτη. Υπήρχε μεγάλη προσμονή από τον κόσμο και μου είχε μείνει περισσότερο».
Ο Κόκκαλης σου είχε πει κάτι σε προσωπικό επίπεδο και να σου έχει μείνει;
«Δεν υπήρχε κάτι. Ήταν άνθρωπος που μας βοήθησε όλους. Ο πρόεδρος έχει πάντα την τελική απόφαση σε ό,τι κι αν γίνει. Δεν έχω να πω όμως κάποια ιστορία».
Το τελευταίο σου ματς στον Ολυμπιακό, το είχες αποφασίσει ότι θα φύγεις;
«Είχα αποφασίσει ότι σιγά, σιγά πρέπει να αποχωρήσω. Ένα 2-2 με τον Άρη στο Κλεάνθης Βικελίδης. Είχαμε πάρει το πρωτάθλημα εκείνη τη χρονιά με τον κ. Λεμονή. Είχε βάλει παιδιά που δεν είχαν αρκετό χρόνο συμμετοχής, χάναμε 2-0 στο ημίχρονο το κάναμε 2-2 στο δεύτερο. Δεν ήμουν καλός. Είχα συμβόλαιο με τον Ολυμπιακό. Δεν ήξερα τι θα γίνει το καλοκαίρι. Σε ένα σημείο είχα πει ότι θα μείνω να το παλέψω και να διεκδικήσω τις πιθανότητες που έχω. Προέκυψε η πρόταση από τον Άρη και πήγα εκεί. Όταν έφυγα από την προετοιμασία με τον Ολυμπιακό, είχα μιλήσει με τον Λεμονή και μου είπε ότι με υπολόγιζε. Η αντιμετώπιση που είχα από την πλευρά του ήταν εξαιρετική. Είμαι ευγνώμων για τον τρόπο που χειρίστηκε ο Ολυμπιακός την κατάστασή μου. Δεν έφυγα με πίκρα, ούτε με στεναχώρια. Έφυγα χαρούμενος και γεμάτος».
Πώς ήταν ο Λεμονής ως προπονητής;
«Καλός προπονητής. Τον έχει αδικήσει αυτό το κομμάτι, το ότι όποτε θέλει προπονητή ο Ολυμπιακός επιστρέφει στον Λεμονή. Με αυτόν ο Ολυμπιακός έχει κάνει μεγάλα αποτελέσματα, έχει παίξει πολύ καλό ποδόσφαιρο και αν βάλω κάποιον μετά τον Μπάγεβιτς, αυτός είναι ο Τάκης Λεμονής. Καλός προπονητής που δέθηκε τόσο πολύ με τον Ολυμπιακό. Και καλός άνθρωπος».
Ποιος ήταν ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισες στο ποδόσφαιρο;
«Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Δεν μπορώ να δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση. Σίγουρα υπήρχαν καλά παιδιά. Υπήρχαν κι άλλα που δεν ανταποκρίνονταν στο κομμάτι της καλοσύνης».
Σε έχει ενοχλήσει το γεγονός ότι πολύς κόσμος υποστήριζε ότι ο Ολυμπιακός έπαιρνε τα πρωταθλήματα με την «παράγκα»;
«Φυσικά και με έχει ενοχλήσει. Ενοχλούμαι ακόμα και τώρα όταν συμβαίνουν πράγματα τα οποία βγάζουν το ποδόσφαιρο από αυτό που πραγματικά είναι. Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι. Κάποιος θα κερδίσει, κάποιος θα χάσει. Αν κάποιος είναι τυχερός και ικανός να νικήσει και ο άλλος όχι, συμβαίνει παντού και πάντα. Δεν μπορούν να λένε ότι τα πρωταθλήματα που έπαιρνε ο Ολυμπιακός τα έπαιρνε με την "παράγκα". Η άποψή τους είναι σεβαστή, αλλά από εμένα δεν γίνεται αποδεκτή».
«Η διαφορά των οπαδών του Ολυμπιακού με αυτών του Άρη»
Και μετά τον Ολυμπιακό ο Άρης, με προπονητή τον Ανρί Μισέλ.
«Εξαιρετικός. Πολύ καλή ομάδα ο Άρης εκείνη τη χρονιά, αλλά με διοικητικά προβλήματα που βγήκαν στην πορεία. Είχε γίνει μεταβίβαση των μετοχών από τον Κοντομηνά στον Ζαχουδάνη. Έχουμε ζήσει ιστορικές στιγμές στον Άρη, βιβλίο γράφουμε. Τι να πρωτοπώ; Μεγαλομέτοχος ομάδας ο οποίος έρχεται στο γήπεδο με ένα Citroen Xoara, που κάθονται δύο άτομα μπροστά και τρία στην πίσω θέση, δεν υπάρχει. Όταν ερχόταν ο Κόκκαλης, είχε μηχανές πίσω, μηχανές μπροστά. Περιπολικά, ένας χαμός γινόταν. Τι μεγαλομέτοχος ρε παιδιά με Citroen Xsara; Θα με τρελάνετε τελείως; Όταν έχεις χρήματα, το δείχνεις κιόλας. Δύσκολες καταστάσεις. Την πρώτη χρονιά έφυγε ο Μισέλ, ήρθε ο Ταρντί, μετά ο Γερμανός ο Κράους, κάπου στο ενδιάμεσο ο Παντζιαράς, που ήταν προπονητής τερματοφυλάκων και κάθισε στον πάγκο σε κάποια παιχνίδια. Δεν παίξαμε και καλό ποδόσφαιρο, έπαθα και ρήξη χιαστού. Έκανα αγώνα δρόμου και επανήλθα σε τέσσερις μήνες. Τότε βάζαμε τεχνητό μόσχευμα για να επιστρέψουμε νωρίτερα. Είχα υπογράψει μονοετές συμβόλαιο και εγώ τραυματίστηκα τον Νοέμβριο. Ήταν στη γιορτή της κόρης μου, στις 26 Νοεμβρίου. Παίζω κάποια παιχνίδια μετά το τετράμηνο και ανανεώνω τη συνεργασία μου με τον Άρη. Ζήσαμε βέβαια εκείνη τη χρονιά, και τι δεν ζήσαμε! Δεν ήταν μόνο το οικονομικό, δεν υπήρχε σταθερότητα».
Τι σε έκανε να μείνεις όμως;
«Δεν είχα καλύτερη πρόταση για να φύγω. Έτσι επέλεξα να μείνω. Ο Άρης με στήριξε. Είχα έναν τραυματισμό και ο Άρης μου έδωσε νέο συμβόλαιο με πάνω κάτω τις ίδιες αποδοχές με το προηγούμενο συμβόλαιο. Μετά ήρθε ο Παναγούλιας με τον Λάμπρο Σκόρδα. Συνυπήρξα στον Άρη με παίκτες όπως ο Τζίμπα. Ήμουν με τον Μόρις, τον Ντεμπά, τον Μπασίρ, τον Κνόπερ. Στον Άρη ήταν καλές οι χρονιές που έζησα από την άποψη του πώς προετοιμάζεσαι για το τι θα συναντήσεις μετά. Αρκετά προβλήματα μέσα στην ομάδα, καλές σχέσεις με τους παίκτες, κάποιες καλές χρονιές με τον Φοιρό προπονητή, όταν πήγαμε στον τελικό του κυπέλλου».
Είχες έξτρα κίνητρο να πάρεις τρόπαιο εναντίον του Ολυμπιακού;
«Όχι, είχα κίνητρο να πάρω ένα τρόπαιο και με τον Άρη. Μεγαλύτερη ήττα στην ποδοσφαιρική μου πορεία ήταν που δεν κατάφερα να πάρω έναν τίτλο με τον Άρη! Με τον Εδεσσαϊκό ανεβήκαμε Α' Εθνική, όταν έφυγα η ομάδα παρέμεινε στην πρώτη κατηγορία. Με τον Ολυμπιακό πήρα πρωταθλήματα, με τον Άρη τίποτα. Δυστυχώς δεν προέκυψε. Μακάρι ο Αρης να καταφέρει να πάρει τίτλους τα επόμενα χρόνια».
Τι άλλο σου έχει μείνει ευχάριστο από τη θητεία στον Άρη;
«Η τρέλα των οπαδών. Όπου κι αν παίζαμε κάποιος θα ήταν. Στη Μολδαβία παίζαμε και είχαν ταξιδέψει 20 άτομα».
Πιο τρελοί οι οπαδοί του Άρη από αυτούς του Ολυμπιακού;
«Ξέρετε ποια είναι η διαφορά; Ότι ενώ ο Ολυμπιακός παίρνει τίτλους συνεχώς και αυτό του δίνει τη δυνατότητα να δημιουργεί νέους φιλάθλους, ο Αρης χωρίς να παίρνει τίτλους δημιουργεί νέους φιλάθλους. Στο κομμάτι της τρέλας δεν μπορώ να τους βάλω σε μια ζυγαριά να τους ζυγίσω. Και οι δύο έχουν φανατικούς οπαδούς».
Σε επηρέαζαν οι έδρες;
«Μου άρεσε πολύ να παίζω στην Τούμπα, στη Φιλαδέλφεια, στη Λεωφόρο. Τρελαινόμουν να παίζω σε αυτά τα γήπεδα ως αντίπαλος. Και φυσικά ως γηπεδούχοι, στην έδρα μας, όταν πήγαινε καλά το παιχνίδι (γέλια). Είναι καλύτερα να σε βρίζουν οι αντίπαλοι από το να σε βρίζουν οι δικοί σου. Κι αυτοί εντάξει, έβγαζαν τη μούρλα τους».
Πώς βλέπεις την τωρινή κατάσταση στον Άρη;
«Ο Άρης τα τελευταία χρόνια έχει συνεχή εξέλιξη. Αυτή μπορεί να σταματήσει με το ban λόγω Ντουρμισάι. Αυτή είναι η σημαντικότερη υπόθεση του καλοκαιριού. Δεν είναι τι παίκτες θα μπορέσει να πάρει, αλλά αν μπορεί να πάρει. Αυτό είναι το σημαντικό. Αν δεν ενεργοποιηθεί κάποια ποινή από το CAS και ο Άρης καταφέρει να πάρει ποδοσφαιριστές, θεωρώ ότι θα πετύχει σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Αν ενεργοποιηθεί, ο προγραμματισμός θα πάει αρκετά πίσω».
«Οτιδήποτε κάνεις στη ζωή σου θα το βρεις μπροστά σου»
Ποια είναι η άποψή σου για τον Άκη Μάντζιο;
«Αξίζει να δουλέψει όλη την επόμενη χρονιά. Αν πιάσει κανένα σύνδρομο Οκτωβρίου και διώξουν τον προπονητή, πάλι μια από τα ίδια θα είναι. Το πρώτο δείγμα είναι θετικό».
Ποιος Έλληνας ποδοσφαιριστής σ' αρέσει αυτή την εποχή;
«Δεν τον έχω δει καθόλου εφέτος να αγωνίζεται, αλλά ο Πέλκας στην Τουρκία, με βάση όσα έχω διαβάσει, πρέπει να ήταν εξαιρετικός. Είναι και από τα Γιαννιτσά, επομένως έχω έναν ρόλο επιπλέον να χαίρομαι. Από εκεί και πέρα, έχω απορία τι γίνεται με τον Φορτούνη στον Ολυμπιακό. Είναι κεφάλαιο για τον Ολυμπιακό και το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο Μασούρας έχει φοβερή εξέλιξη, δεν το περίμενα ότι θα έφτανε σε αυτό το επίπεδο. Περιμένω να δω τον Τσιμίκα. Κάτι είδαν σε αυτόν, αλλά περιμένω να δω τι θα κάνει εκεί που πήγε».
Σήμερα πώς είναι η ζωή του Πέτρου Πασσαλή;
«Ήρεμη, όμορφη και ελπίζω ότι θα συνεχίσει να είναι έτσι. Υπάρχουν δουλειές που τρέχουν, η καθημερινότητά μου σε πολύ μεγάλο βαθμό καθορίζεται από εμένα και όχι από τη δουλειά μου. Θέλω να έχω ελεύθερο χρόνο για να τον αφιερώνω στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου. Δόξα σοι ο Θεός. Δεν έχω παράπονο».
Από όλα αυτά που έχεις ζήσει, τι σου έχει μείνει επαγγελματικά και μη; Τι σκέφτεσαι και πορεύεσαι με αυτό;
«Οτιδήποτε κάνεις στη ζωή σου, είτε καλό είτε κακό, θα το βρεις μπροστά σου. Αυτό είναι το πρώτο. Τίποτα στη ζωή δεν είναι δεδομένο, για όλα χρειάζεται αγώνας και μάχη. Από το πιο μικρό που μπορεί να είναι η ανθρώπινη σχέση που μπορεί να έχεις με κάποιον μέχρι το πιο μεγάλο που μπορεί να είναι να παίξεις ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο για εσένα ή να κάνεις μια δουλειά που θα σου προσφέρει αρκετά χρήματα. Πρέπει να έχεις σεβασμό σε όλους. Σε όποιον άνθρωπο βρίσκεται δίπλα σου, είτε είναι ο μεγιστάνας ο οποίος κρατάει στα χέρια του την τύχη σου γιατί είναι ο εργοδότης σου, είτε είναι ένας άνθρωπος που συναντάς στον δρόμο και σου λέει "αγόρασε αυτό το χαρτομάντιλο γιατί δεν έχω να ζήσω". Σεβασμός, είναι πολύ σημαντικός. Όλα στη ζωή μπορούν να διορθωθούν στη ζωή, αρκεί να υπάρχει υγεία, διάθεση, θέληση και όλα τα υπόλοιπα έρχονται».