Μπουρούσης: «Μπήκα στο μπάσκετ κατά τύχη και φεύγω αθόρυβα»
Ήταν ένας από τους λίγους μπασκετμπολίστες που έχουν φορέσει την φανέλα των τριών μεγαλύτερων ομάδων της Αθήνας (ΑΕΚ, Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός, ενώ παρεμπιπτόντως έχει παίξει και σε Μπαρτσελόνα και σε Ρεάλ) και ο μοναδικός που έχει κατακτήσει τίτλους και με τις τρεις.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καρδίτσα κι έπαιξε μπάσκετ περισσότερο λόγω ύψους και λιγότερο λόγω της αρχικής του επιθυμίας. Η διαδρομή του, όμως, απέδειξε περίτρανα ότι ο ψιλόλιγνος κι άτεχνος ψηλός της Εθνικής νέων έφτασε να αναδειχθεί κορυφαίος σέντερ της Ευρώπης (2016) και MVP του ισπανικού πρωταθλήματος (2016), ενώ είναι ο τελευταίος διεθνής που πέρασε τον Νίκο Γκάλη σε συμμετοχές (9ος στην ιστορία με 174) στην Εθνική ανδρών!
Ο λόγος για τον Γιάννη Μπουρούση, έναν από τους πιο έξω καρδιά και γι' αυτό και άκρως παρεξηγημένους Έλληνες παίκτες, η καριέρα του οποίου πέρασε από μύρια κύματα, μέχρι να καθιερωθεί στην «ελίτ» της Ευρώπης. Ως ένας από τους πιο ευφυείς και ποιοτικούς σέντερ που πέρασε ποτέ από την Euroleague και κατέκτησε συνολικά 13 τίτλους, με ουκ ολίγες ατομικές διακρίσεις.
Λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση της απόσυρσής του από τα γήπεδα, το Gazzetta τον συνάντησε στη γειτονιά του και ο ίδιος μοιράστηκε μαζί μας, όλες τις χαρές, τις στενοχώριες και τις ξεχωριστές στιγμές της μυθικής μπασκετικής διαδρομής του, που ολοκληρώθηκε λίγες μέρες μετά το «αντίο» των στενών του φίλων και συνοδοιπόρων, Βασίλη Σπανούλη και Νίκου Ζήση.
Το κείμενο των 7.291 λέξεων που ακολουθεί χωρίζει την καριέρα του σε έντεκα σταθμούς: Τα πρώτα του βήματα στον Φιλαθλητικό Όμιλο και τον Γ.Σ. Καρδίτσας, η 5ετία στην ΑΕΚ, το πέρασμα από την Μπαρτσελόνα, τα πέντε πιο έντονα χρόνια στον Ολυμπιακό, η ανασυγκρότηση στο Μιλάνο, η καθιέρωση στην Ρεάλ, η εκτόξευση στην Βιτόρια, η «καρμική» επιστροφή στην Ελλάδα στα χρώματα του Παναθηναϊκού, η περιπέτεια της Κίνας, η συνειδητοποίηση του τέλους στους Κανάριους Νήσους, το τελευταίο «τανγκό» στο Περιστέρι και το μεγαλύτερο κεφάλαιό του στα γήπεδα, με την 17χρονη πορεία του με την Εθνική ομάδα.
Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι προσδεθείτε. Η αυλαία της «Μπουρουσιάδας» ανοίγει...
Τα πρώτα χρόνια στην Καρδίτσα!
Θέλω να ξετυλίξουμε το «κουβάρι» της μπασκετικής σου διαδρομής, βάζοντας σε να θυμηθείς πως ήταν ο εαυτός σου, όταν ήσουν 15-16 χρονών;
«Μπασκετικά ήμουν άμπαλος! Τότε μου άρεσε περισσότερο το ποδόσφαιρο, είχα δοκιμάσει κι άλλα σπορ στο αθλητικό γυμνάσιο που πήγαινα στην Καρδίτσα, αλλά αναγκαστικά – λόγω ύψους – έπαιζα και μπάσκετ! Αυτό που δεν ξέρει ο πολύς ο κόσμος είναι ότι δοκίμασα αρκετά την τύχη μου και στο άλμα εις ύψος. Πήγαινα τα απογεύματα στο στάδιο και πηδούσα σαν το κατσίκι! Γενικά έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να μην γυρίζω σπίτι πριν βραδιάσει...»
Είχες ελευθερία από το σπίτι ή ήταν αυστηροί οι γονείς σου;
«Δεν έχω παράπονο ότι δεν κυκλοφορούσα! Το αντίθετο θα έλεγα... Άλλωστε εκείνη την εποχή, όλοι συνομήλικοί μου ήμασταν παιδιά της αλάνας και του χωματόδρομου. Απλά όταν βράδιαζε έπρεπε να μαζευτούμε. Μόνο αν αργούσαμε, υπήρχε πρόβλημα! Αλλά σε γενικές γραμμές, μου άρεσε ο αθλητισμός και ήταν σίγουρα η απόλυτη διέξοδος από το σπίτι, από Παρασκευή απόγευμα μέχρι και Κυριακή βράδυ...»
Και πότε γράφτηκες στον Γ.Σ. Καρδίτσας; Πότε έκανες δελτίο;
«Αν θυμάμαι καλά στην 5η ή στην 6η δημοτικού. Αλλά πρώτα πήγα στον Φιλαθλητικό Όμιλο και μετά στον Γ.Σ. Καρδίτσας. Το πρόβλημα, βέβαια, ήταν ότι στην αρχή δεν συμμετείχα σταθερά στις προπονήσεις. Δηλαδή μπορεί να εμφανιζόμουν δύο μέρες και μετά ξανά μετά από ένα 20ήμερο!»
Πότε άρχισες να βλέπεις το μπάσκετ πιο σοβαρά;
«Αρκετά αργά! Περίπου 17-18 ετών! Δεν είναι ότι δεν έπαιζα πριν ή ότι δεν είχα έφεση... Απλά σε πιο οργανωμένο επίπεδο άργησα να ενταχθώ γιατί στην αρχή ντρεπόμουν μήπως δεν κάνω σωστά τις ασκήσεις, αλλά δεν ήμουν απ' αυτά τα παιδιά που είναι όλη την ημέρα με μία μπάλα στο χέρι...»
Συνέβη κάτι συγκεκριμένο και άρχισες να ασχολείσαι περισσότερο;
«Είχε επιστρέψει ο θείος μου στην Καρδίτσα για ένα μνημόσυνο και μόλις είδε πόσο είχα ψηλώσει, αποφάσισε να μιλήσει στον συγχωρεμένο τον Γιώργο Αμερικάνο, που ήταν γείτονας του. Τότε η ΑΕΚ είχε μπει σε μία διαδικασία παιδομαζέματος, που είχε αρχίσει από το 1995. Κάπως έτσι, έπεσε η ιδέα να κατέβω στην Αθήνα για να δοκιμαστώ. Είχε προηγηθεί κι ένα άλλο περιστατικό, όταν ο πατέρας μου εξερράγη γιατί ο τότε προπονητής μου, ο Σπύρος Παππάς τον συνάντησε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων και τον ρώτησε για ποιο λόγο δεν εμφανιζόμουν στο γήπεδο... Εγώ του έλεγα ψέματα ότι προπονούμαι κανονικά, ενώ πήγαινα στο ποδοσφαιρικό γήπεδο και προσπαθούσα να γίνω κεντρικός αμυντικός ή τερματοφύλακας! Αυτή ήταν η καψούρα μου!»
Τι επακολούθησε;
«Ένας κακός χαμός, γιατί αρχικά δεν με πίστευε και νόμιζε ότι πήγαινα στα φλιπεράκια, στις καφετέριες ή στα μπιλιάρδα! Έφαγα ένα γερό χέρι ξύλο και μου είπε “θα πας στο μπάσκετ, θέλεις δεν θέλεις!”... Έσκυψα το κεφάλι κι άρχισα προπονήσεις...»
Τότε δηλαδή δεν σου περνούσε ποτέ από το μυαλό ότι θα έπαιζες για μία 20ετία και βάλε επαγγελματικό μπάσκετ και θα ταξίδευες σε όλον τον κόσμο;
«Νομίζω ότι μόλις το 10% των παικτών που κάνουν καριέρα, το έχουν στο μυαλό τους από μικροί και το επιδιώκουν. Εγώ ανήκω στο 90%... Δεν είχα καμία μεγάλη κάψα για να παίξω γιατί δεν ήμουν γενικά συγκεντρωμένος σε κάτι. Για παράδειγμα, δεν ήμουν ποτέ οπαδός κάποιας ομάδας. Την μία υποστήριζα τον Παναθηναϊκό, την άλλη τον Ολυμπιακό και την τρίτη την ΑΕΚ.»
ΑΕΚ (2001-2006): Πρωτάθλημα Ελλάδας
Και πότε κατέβηκες στην Αθήνα;
«Το καλοκαίρι του 2001. Ο πρώτος προπονητής με τον οποίο προπονήθηκα στην ΑΕΚ ήταν ο Φώτης Κατσικάρης, που είχε την ευθύνη των ακαδημιών. Αλλά δεν έκανα μία προπόνηση και με πήραν αμέσως. Κοιτούσαν κι άλλα παιδιά! Τότε εγώ δεν ήξερα καν τι σημαίνει η λέξη μάνατζερ και ο Άρης Λυχναράς, που με είχε αναλάβει, με έστειλε να δοκιμαστώ και σε άλλες ομάδες. Πήγα στο Περιστέρι αλλά δεν με ήθελαν. Μετά πήγα στον Σπόρτινγκ, αλλά ο προπονητής που με δοκίμασε, μου εξήγησε ότι δεν θα συνέχιζε στην ομάδα κι ενώ ετοιμαζόμουν να επιστρέψω στην Καρδίτσα, κάνει ρελάνς η ΑΕΚ και μου ζητάει να υπογράψω συμβόλαιο έναντι 3,5 εκατομμυρίων δραχμών τότε...»
Πως αντέδρασες;
«Δεν σου κρύβω ότι τα 'χασα! Έπαιζα μόλις 5 μήνες οργανωμένο μπάσκετ και κατεβαίνοντας στην Αθήνα, δεν φανταζόμουν ότι πρώτον, δεν θα επέστρεφα στην Καρδίτσα για την 3η Λυκείου και δεύτερον, ότι θα έπαιζα μπάσκετ και θα πληρωνόμουν κι από πάνω! Ήταν μεγάλο σοκ κι ευτυχώς που μεσολάβησε ένας μήνας διακοπών για να το συνειδητοποιήσω, πριν επιστρέψω για την έναρξη της προετοιμασίας και αρχικά για μόνιμη εγκατάσταση στο σπίτι της θείας μου της Τασίας.»
Πως ήταν η γεύση από τις πρώτες προπονήσεις με μία επαγγελματική ομάδα;
«Ήμουν πολύ ψαρωμένος, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι μετά τις πρώτες 10 μέρες, άρχισα να νιώθω αφόρητους πόνους στα γόνατα. Και στις αλάνες που έπαιζα στην Καρδίτσα πονούσα, αλλά εκεί δεν είχα και πολλές επιλογές για να ψαχτώ και επικρατούσε η λογική του “πονάω επειδή ψηλώνω”!».
Και πως το αντιμετώπισες;
«Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μετά από κάθε προπόνηση, ο Μίνιτς μας έβαζε να σουτάρουμε δύο βολές. Αν χάναμε έστω και μία τρέχαμε γύρω-γύρω το γήπεδο. Όπως καταλαβαίνεις δεν έβαλα την πρώτη και μου έκανε νόημα να τρέξω, αλλά πραγματικά πονούσα τόσο πολύ που δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Τότε, λοιπόν, με πήγαν στον γιατρό της ομάδας, τον Γιάννη Χατζηκομνηνό, που έμελλε να γίνει ένας από τους καλύτερους φίλους που απέκτησα μέσα από το μπάσκετ. Του είπα ότι πονάω πολύ, εκείνος με έστειλε για εξετάσεις και μόλις βγήκαν τα αποτελέσματα, με πήγε στον Νικολάου, ο οποίος μου έριξε την βόμβα: «Μικρέ, έχουν σχεδόν καταστραφεί οι χόνδροι σου και στα δύο γόνατα και αν θέλεις να παίξεις μπάσκετ, θα πρέπει να καθήσεις στο κρεβάτι για τουλάχιστον 7-8 μήνες!»
Το πήρες κατάκαρδα;
«Όχι τόσο όσο θα φαντάζεται κάποιος, γιατί ήμουν μικρό παιδάκι και ακόμη δεν είχα βγει από το αυγό! Τι θα του έλεγα “όχι δεν θα κάτσω;”!» Λίγες μέρες αργότερα, στις 12 Σεπτεμβρίου θυμάμαι, μπήκα στο χειρουργείο και μετά από 5ωρη επέμβαση, βγήκα με τρεις βίδες στο δεξί και μία στο αριστερό πόδι. Κάθισα σχεδόν 7 μήνες στο κρεβάτι. Σηκωνόμουνα μόνο τρεις φορές την εβδομάδα, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή για να πηγαίνω με πατερίτσες και καροτσάκι μόνο στο Ιατρικό Κέντρο και να κάνω ενδυνάμωση σε ένα ειδικό μηχάνημα. Όταν έφτασε η ώρα να σηκωθώ κι άρχισα να περπατάω στον διάδρομο για γυμναστική, η μία από τις βίδες είχε σφίξει τόσο πολύ, που την πέταξε έξω ο οργανισμός κι αναγκαστικά ξαναμπήκα στο χειρουργείο...»
Κοινώς πέρασες όλη την πρώτη σου χρονιά στην ΑΕΚ, στο κρεβάτι του πόνου...
«Μετά από εκείνη την προπόνηση και μέχρι να αποθεραπευτώ πλήρως, δεν ξαναείχα καμία επαφή με την ομάδα. Με τον coach Ίβκοβιτς, δηλαδή, είχαμε ανταλλάξει δύο-τρεις κουβέντες όταν ήρθα και όταν επέστρεψα στις προπονήσεις, το επόμενο καλοκαίρι, είχε φύγει από την ομάδα.»
Η δεύτερη χρονιά πως ήταν;
«Κατ' αρχήν ήμουν σχεδόν 8 πόντους ψηλότερος! Από 2,02 όταν είχα έρθει, έφτασα στα 2,10 όταν πλέον αποθεραπεύτηκα πλήρως κι επέστρεψα στις προπονήσεις, ακολουθώντας αρχικά ατομικό πρόγραμμα με τον Θανάση Σκουρτόπουλο, που τότε είχε προσληφθεί για να δουλέψει με τους μικρούς. Μαζί με την ομάδα άρχισα να προπονούμαι μετά τα μέσα της σεζόν και μέχρι το τέλος, έπαιξα μόλις σε ένα ματς, στην Δάφνη για την τελευταία αγωνιστικής της κανονικής περιόδου.»
Εγώ σε θυμάμαι πάντως στα Λιόσια, όπου άρχισες δειλά-δειλά να κάνεις τις πρώτες σου εμφανίσεις...
«Ήταν η αμέσως επόμενη χρονιά, όπου είχαμε μετακομίσει λόγω των έργων που γίνονταν στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις και στα playoffs, θυμάμαι, είχε τραυματιστεί ο Ντικούδης και πήρα χρόνο στην σειρά απέναντι στον Παναθηναϊκό. Αλλά τα πρώτα καλά μου παιχνίδια, τα έκανα με τον Κατσικάρη την επόμενη χρονιά πάλι στα Λιόσια. Το καλοκαίρι του 2005 πήγα στο Λος Άντζελες για έναν μήνα προπονήσεων και από 'κει που δεν το περίμενα, βρέθηκα στην 12άδα της Εθνικής για το Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου και έζησα όλο αυτό το πανέμορφο παραμύθι.»
Σε βοήθησε πολύ η δουλειά που έκανες στην Αμερική;
«Σίγουρα, αλλά ήταν το τελευταίο καλοκαίρι στο οποίο δούλεψα σοβαρά. Γιατί αν το καλοσκεφτείς, από το 2005 μέχρι και το 2019 ήμουν συνεχώς με την Εθνική ομάδα. Αν καθόμουν κάποιες χρονιές, ξεκούραζα το κορμί και δούλευα πάνω σε συγκεκριμένα κομμάτια του παιχνιδιού, τότε πιστεύω ότι θα είχα παρουσιάσει ακόμη καλύτερο πρόσωπο.»
Κλείνοντας το κεφάλαιο της ΑΕΚ, τώρα που οδεύεις στο 38ο έτος της ηλικίας, τι σου έχει μείνει πιο πολύ όταν σκέφτεσαι εκείνη την 5ετία (2001-2006);
«Η σχέση που έχω αναπτύξει με τον Νίκο Ζήση, που ήταν πάντα ένας άνθρωπος που σεβόμουν και υπολόγιζα πολύ στην άποψή του και γενικά το δέσιμο με τους Έλληνες παίκτες εκείνης της εποχής, όπως ο Χατζής, ο Κακιούζης, ο Ντικούδης, ο Κικίλιας, που με είχαν υπό την προστασία τους και γενικά μου έδειχναν τον δρόμο στα πρώτα μου βήματα. Ήμουν τυχερός που τους συνάντησα εκείνη την περίοδο, μαζί και με κάποιους άλλους ανθρώπους όπως ο Κατσικάρης και ο Σκουρτόπουλος από τους προπονητές, ο Γιάννης ο Μεριχωβίτης ο γυμναστής και ο Γιάννης ο Χατζηκομνηνός ο γιατρός, που ήταν μερικά από τα πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανέλιξή μου. Μου έδωσαν τις βάσεις έτσι ώστε να δουλέψω σκληρά και να αρπάξω τις ευκαιρίες.»
Η εικόνα, η στιγμή που δεν ξεχνάς ποτέ;
«Οι διάφορες πλάκες με τον τότε φροντιστή της ομάδας, τον Γιώργο τον Γαργαρόπουλο που ήταν τρομερός άνθρωπος και είχε απίστευτο χιούμορ. Αν ο κ. Φιλίππου δεν έφευγε από την ομάδα, πιστεύω ότι η ΑΕΚ θα άφηνε εποχή και θα δημιουργούσε την δική της δυναστεία.»
Το καλύτερό σου παιχνίδι που θυμάσαι;
«Θυμάμαι ένα ματς στο Τρεβίζο που χάσαμε και ήταν το πρώτο που έπαιξα καλά στην Euroleague, φυσικά τα ματς στα playoffs με τον Παναθηναϊκό που χρησιμοποιήθηκα για πρώτη φορά αρκετά και ένα ματς στην Λαμία κόντρα στην Μπαρτσελόνα του Ναβάρο.»
Μπαρτσελόνα (2006): Το δώρο του Ντούσκο Ιβάνοβιτς!
Πότε και πως αποφασίζεις να φύγεις από την ΑΕΚ;
«Το καλοκαίρι του 2006 που τελείωνε το συμβόλαιό μου, είχα κάποιες προτάσεις και σε συνδυασμό με την αποχώρηση της οικογένειας Φιλίππου, άρχισα να βλέπω το μέλλον μου αλλού. Τότε προέκυψε μία πρόταση της Μπαρτσελόνα για έναν μήνα και αποφάσισα να πάρω το ρίσκο και να πάω στην Ισπανία μόνο για τα playoffs.»
Τι θυμάσαι από εκείνη την περιπέτεια;
«Ότι τα είχα βρει μπαστούνια σε πολύ υψηλότερο επίπεδο απ' αυτό στο οποίο είχα συνηθίσει και κατάλαβα ότι πρέπει να δουλέψω πολύ σκληρά για να παίξω πρωταγωνιστικό ρόλο. Όταν είσαι βασικός στην ΑΕΚ και ξαφνικά πας στην Βαρκελώνη και έχεις μπροστά σου τον Φούτσκα και τον Μαρκονάτο με προπονητή τον Ιβάνοβιτς, που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, καταλαβαίνεις πόσο μεγάλο ήταν το σοκ. Ευτυχώς που ήταν και ο Κακιούζης εκεί και μου το έκανε πιο εύκολο... Δεν θα ξεχάσω ότι ο Ιβάνοβιτς είναι ο μόνος προπονητής από τον οποίο έχω πάρει δώρο στην καριέρα μου: μία πένα την οποία έχω ακόμη!»
Ολυμπιακός (2006-2011): 2 Κύπελλα Ελλάδας
Και μετά αποφασίζεις να πας στον Ολυμπιακό με τον Πίνι Γκέρσον προπονητή;
«Ακριβώς! Και μάλιστα κάνω μία καταπληκτική προετοιμασία, παίζω πολύ καλά στα φιλικά και αρχίζει η σεζόν και αγωνίζομαι ελάχιστα. Ώσπου τον Δεκέμβριο έρχεται η Βαλένθια και με ζητάει αλλά ο Ολυμπιακός αρνείται να με δώσει.»
Πολλά έχουν ακουστεί για τον Γκέρσον σαν προπονητή. Όπως για παράδειγμα ότι η προπόνηση είναι παιδική χαρά...
«Αυτές είναι οι εξυπνάδες που λέει ο καθένας που βρίσκεται έξω από τον χορό. Ήταν ένας πανέξυπνος προπονητής, που όμως είχε μία τελείως διαφορετική φιλοσοφία από αυτή που είχαμε συνηθίσει.»
Με τον Ολυμπιακό δέθηκες πάρα πολύ;
«Από τα μέσα του δεύτερου χρόνου και μετά άρχισα να δένομαι με αρκετούς ανθρώπους της ομάδας και ίσως αυτό να μου έκανε κακό στην συνέχεια! Τότε ήμασταν σε μία διαδικασία χτισίματος και είχαμε ως στόχο να χτυπήσουμε τον Παναθηναϊκό που ήταν κυρίαρχος. Ακολούθησε η έλευση του Παναγιώτη Γιαννάκη που ήταν πολύ αυστηρός και την επόμενη σεζόν μετά από 10 χρόνια, ο σύλλογος ξαναπήγε στο Final 4.»
Όταν λες σου έκανε κακό, τι εννοείς;
«Θα σου πω ένα περιστατικό και όταν το διαβάσει ο Χρήστος ο Σταυρόπουλος, που τότε ήταν general manager αλλά τώρα είναι στην Αρμάνι Μιλάνου, θα γελάσει! Ο φροντιστής εκείνης της ομάδας, με τον οποίο είχαμε εξαιρετικές σχέσεις ο Δημήτρης Πασχόπουλος δεν είχε αυτοκίνητο για να μετακινείται. Αυτό μου είχε κάνει εντύπωση και αποφάσισα να βγω μπροστά και να τσακωθώ, προκειμένου να τον βοηθήσω. Είχα κανένα όφελος; Απολύτως κανένα! Ήμουν απλώς αφελής και μαλάκας. Γιατί δεν είχα κανένα λόγο να δημιουργήσω θέμα με τον γενικό διευθυντή της ομάδας, ο οποίος με πήρε τηλέφωνο, με ξεφώνισε και καλά μου έκανε! Καλά να πάθω! Αλλά αυτό το έκανα μέσα από την καρδιά μου, γιατί έτσι ένιωθα! Άκουγα τα προβλήματα όλων και προσπαθούσα να βοηθήσω. Ίσως επειδή είμαι από την επαρχία και μου ήταν πιο οικεία όλα αυτά.»
Γενικώς έβγαινες μπροστά...
«Ναι! Όταν δεν παίζαμε καλά και διαμαρτυρόταν ο κόσμος ή πετούσε αντικείμενα, εγώ ήμουν πάντα διαθέσιμος να μιλήσω και να βοηθήσω στη λύση του όποιου προβλήματος. Όταν έφυγα από την ομάδα και έκανα την αυτοκριτική μου κατέληξα ότι τελικά έπρεπε να κάνω ό,τι έκαναν και οι άλλοι. Να κατεβάζω το κεφάλι, να παίζω και να μην μιλάω... Αυτό δεν σημαίνει ότι μετανιώνω για όσα έκανα τότε! Απλά αν ο χρόνος γυρνούσε πίσω, δεν θα έκανα τα ίδια.»
Το Final 4 του Βερολίνου νομίζω ότι σε σημάδεψε από πολλές απόψεις...
«Για τις “10 μέρες” λες; Ήταν αντίδραση της στιγμής απέναντι στο συναίσθημα της αδικίας που με κυρίευσε στον μικρό τελικό. Δεν είχα ξανανιώσει τέτοια ειρωνεία από Έλληνες φιλάθλους, του Παναθηναϊκού εννοώ και μου βγήκε αυτό. Νομίζω ήταν η τελευταία φορά που απευθύνθηκα ξανά στην κερκίδα. Και γενικά από τότε άρχισα να διαχειρίζομαι καλύτερα τα συναισθήματά μου. Σκέψου ότι με είχαν για νευρικό και οξύθυμο και τελείωσα το μπάσκετ χωρίς να αποβληθώ ποτέ στην καριέρα μου με ντισκαλιφιέ. Δεν πιάστηκα ποτέ στα χέρια με αντίπαλο...»
Εκτός από το περιστατικό με τον Κρστιτς...
«Μα με τον Κρστιτς πήγα να κατευνάσω τα πνεύματα κι έφαγα καρέκλα στο κεφάλι. Και κακώς που μπλέχτηκα κι εκεί γιατί είχα σπασμένο χέρι και θα μπορούσα να πάθω σοβαρότερη ζημιά...»
Για να γυρίσουμε στο Βερολίνο, εκείνη η χειρονομία που είχες κάνει τότε στους οπαδούς του Παναθηναϊκού, σε “θεοποίησε” στις τάξεις των αντίστοιχων του Ολυμπιακού. Θέλω να πω, σε έκραζε και σε αποθέωνε ο κόσμος στον δρόμο εκείνη την εποχή;
«Ω καλά είσαι! Ακόμη και τώρα το θυμούνται κάποιοι και το αναφέρουν, έτσι για πλάκα! Κοίταξε να δεις, εμείς οι αθλητές – αν το φιλοσοφήσεις – προσφέρουμε και κοινωνικό έργο στον παντρεμένο, στον χωρισμένο, στον κάθε πικραμένο και σαλεμένο και του δίνουμε την ευκαιρία να ξεδώσει.»
Σε εκείνο το Final 4, όμως, είχε προκύψει και μία τεράστια ευκαιρία να αλλάξεις την καριέρα σου και να μετακομίσεις στο ΝΒΑ... Ήταν κομβική στιγμή για την μετέπειτα διαδρομή σου αυτό το ραντεβού που είχες με τον Γκρεγκ Πόποβιτς για να υπογράψεις στους Σαν Αντόνιο Σπερς;
«Ήταν σίγουρα! Οι άνθρωποι μου έδιναν τριετές κλειστό συμβόλαιο και είχαν κάνει το ταξίδι μόνο και μόνο για να μου μιλήσουν και να με πείσουν να πάω στο ΝΒΑ. Αλλά είχα δεθεί τόσο πολύ με την ομάδα μου, είχε γίνει και αυτό που γίνει με την κερκίδα, που πραγματικά αισθάνθηκα ότι θα πρόδιδα αυτό για το οποίο μαχόμουν και γι' αυτό έκανα πίσω. Και τότε δεν ήταν μόνο οι Σπερς που με ήθελαν. Υπήρχε η Ρεάλ, υπήρχε ο Παναθηναϊκός και αυτό δεν το ξέρει ο κόσμος και τα χρήματα που έδιναν, ήταν πολύ περισσότερα, ακόμη και απ' αυτά που πήρα αργότερα από τον Ολυμπιακό.»
Συγνώμη, δεν σε ιντρίγκαρε να πας στην Αμερική και να παίξεις με τον Τιμ Ντάνκαν, τον Τόνι Πάρκερ και τον Μάνου Τζινόμπιλι;
«Ξέρεις τι με φόβισε; Επειδή είχα πάντα το πρόβλημα με τα γόνατά μου, φοβήθηκα ότι αν πάω εκεί και δεν περάσω τις πολύ απαιτητικές εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονται όλοι οι παίκτες, θα έχω πρόβλημα μετά και στην Ευρώπη. Αυτό με απασχόλησε και το 2016, όταν παιζόταν να πάω στους Ουόριορς ή στους Χοκς.»
Και τελικά αποφασίζεις να μείνεις στον Ολυμπιακό, κάνοντας ουσιαστικά το γούστο σου; Και με λιγότερα χρήματα...
«Ακριβώς! Ένιωθα κατά κάποιο τρόπο υποχρεωμένος απέναντι στον εαυτό μου και τον κόσμο να συμβάλλω στην επιστροφή του πρωταθλήματος στον Πειραιά. Ήθελα να φύγω από τον Ολυμπιακό με τίτλους. Και θυμάμαι ότι το είχα πει στους Σπερς αυτό. Αλλά γίνεται να πας στο ΝΒΑ όποτε θέλεις εσύ;»
Με τον Κλέιζα και τον Τσίλντρες πως τα πήγαινε τότε;
«Μια χαρά! Ο πρώτος ήταν τρελοκομείο βέβαια, αλλά ο δεύτερος ήταν γαμώ τα παιδιά!»
Ισχύει ότι ο Κλέιζα είχε κοντέψει να παίξει μπουνιές με τον Γιαννάκη σε μία προπόνηση;
«Δεν υπάρχει παίκτης που να μην έχει τσακωθεί με τον προπονητή. Υπάρχει ζευγάρι που δεν έχει γίνει μπίλιες έστω μία φορά; Αυτός που το έχει καταφέρει, θα παντρεύτηκε χθες και θα χώρισε σήμερα...(γέλια).»
Πάμε στα πιο σκληρά τώρα... Την επόμενη χρονιά, το καλοκαίρι του 2010, έρχεται ο Ίβκοβιτς...
«Μετά από 10 μέρες, με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε “Γιάννη, θα σου κάνουμε μείωση 30%!”... Ήταν η 2η χρονιά του μεγαλύτερου συμβολαίου που είχα υπογράψει και ο μάνατζέρ μου, ο Κώστας Παπαδάκης, στέλνει στον κ. Σκινδήλια μία απάντηση, ότι “δεν δεχόμαστε την μείωση, αλλά δεν έχουμε καμία απαίτηση, θέλουμε απλά την ελευθερία του παίκτη”... Έτσι ράγισε το γυαλί με τον Ολυμπιακό... Τους είπα δεν θέλω ούτε Ευρώ, αρκεί να μείνω ελεύθερος...»
Χαλάστηκες πολύ τότε;
«Γενικά είχε χαλάσει το κλίμα γιατί κατά κάποιον τρόπο με θεωρούσαν το “μαύρο πρόβατο” για όλα. Και χωρίς αυτό να έχει να κάνει με τις απολαβές των συμπαικτών μου, θεώρησα μειωτικές τις περικοπές που μου ζήτησαν και μόλις έφτασα να παίρνω κάποια καλά λεφτά, να μου κόβουν ένα σημαντικό ποσοστό χρημάτων από το συμβόλαιό μου. Πολύ ευγενικά και ωραία, λοιπόν, αρνήθηκα την μείωση και συνέχισα στην ομάδα, κοιτώντας για πρώτη φορά τον εαυτό μου.»
Με τον “Ντούντα” πότε άρχισαν τα προβλήματα;
«Κατ' αρχήν, θέλω να πω ότι τον σέβομαι απεριόριστα. Την χρονιά που πήγα στην ΑΕΚ και δεν έπαιξα καθόλου γιατί έκανα τα δύο χειρουργεία, εκείνος ήταν που “άναψε το πράσινο φως” για να επενδύσει η ομάδα πάνω μου. Δεν το ξεχνάω αυτό. Σέβομαι επίσης την αξία του σαν προπονητή και όλα αυτά που έχει προσφέρει στο σερβικό αλλά και στο ελληνικό μπάσκετ. Δεν μπορώ όμως να μην αντιδράσω σε όλα αυτά που είπε σε μία πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε και στην οποία προσέβαλε τους τότε γιατρούς.»
Δηλαδή;
«Πρώτον, πότε δεν πήγα στον coach να παραπονεθώ ότι πονάω ή να αμφισβητήσω το ιατρικό τιμ της ομάδας. Δεύτερον, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί μου έδωσε “άδεια” έναν μήνα, με έθεσε εκτός ομάδας και με έβαλε να προπονούμαι μόνος μου. Τρίτον και σημαντικότερον, ακόμη δεν έχω μάθει γιατί οι κ.κ. Αγγελόπουλοι δεν με δέχθηκαν ποτέ για να μου δώσουν την ευκαιρία να απολογηθώ. Παρ' ότι τους το ζήτησα δύο και τρεις φορές.»
Ο Ίβκοβιτς γιατί το έκανε αυτό; Ήθελε να σου κόψει τον τσαμπουκά φερ' ειπείν;
«Αυτά τα τρικ τα έκανε με πολλούς παίκτες. Με τον Γκάλη στον Άρη, τον Λέβινγκστον και τον Φασούλα στον ΠΑΟΚ. Θεωρούσε ότι είχα ανοίξει παρτίδες με την Θύρα 7 και δεν του άρεσε. Που ούτε αυτό ίσχυε...»
Δεν έχετε ξαναμιλήσει από τότε;
«Όχι, δεν του μιλάω, αν και μεταξύ μας δεν υπήρξε ποτέ κάποια ένταση. Δεν τσακωθήκαμε ποτέ. Απλά, θεωρώ ότι με αδίκησε κατάφωρα και με στενοχώρησε πολύ, οπότε δεν υπάρχει κανένας λόγος επαφής ή επικοινωνίας...»
Το τεράστιο ζήτημα με την περιβόητη ατάκα για το “φάρμακο”, ήταν ουσιαστικά η τελική αφορμή για το τέλος της συνεργασίας σου με τον Ολυμπιακό;
«Εγώ με τους προέδρους “τελείωσα” από την ημέρα που με τιμώρησε ο Ίβκοβιτς. Έκτοτε, δεν ήθελα να έχω την παραμικρή σχέση και ήμουν φευγάτος. Γιατί δεν με δέχτηκαν σε απολογία παρ' ότι επαναλαμβάνω τους παρακάλεσα τρεις φορές. Από τότε ο Ολυμπιακός είχε τελειώσει για μένα...»
Τι σε πείραξε περισσότερο το ότι σε έβγαλαν “ντοπαρισμένο” επειδή έκανες μία λάθος διατύπωση, χρησιμοποιώντας τη λέξη “φάρμακο” ή ότι δημοσιοποιήθηκαν χωρίς λόγο οι συνομιλίες σου με τον Μάκη Ψωμιάδη που αργότερα έγινε πεθερός σου, αλλά τότε βρισκόταν στο μικροσκόπιο των αρχών;
«Εγώ εκείνη την χρονιά είχα περάσει 10 ελέγχους ντόπινγκ. Όλοι οι συναθλητές μου ήξεραν καλά τι άνθρωπος είμαι και αν έκανα χρήση απαγορευμένων ουσιών. Χίλιες φορές να είχα κάνει και να με έπιαναν. Αλλά όχι αυτή η αδικία. Αυτό με πείραξε! Το ότι με έβγαλαν “ντοπέ” από το τηλέφωνο. Και γι' αυτό και ζήτησα πρώτος να υποβληθώ άμεσα σε αιματολογικές και ουρολογικές εξετάσεις. Αυτή η ουσία στην οποία αναφερόμουν ήταν ηλεκτρολύτης, απλά εγώ την έλεγα “φάρμακο”. Την παίρνουν όλοι οι παίκτες σε όλες τις ομάδες.»
Είχε σχολιαστεί τότε και ο άσχημος τρόπος με τον οποίο είχε μιλήσει για τον Παναγιώτη και τον Γιώργο Αγγελόπουλο...
«Θα σου πω κάτι. Ο συγχωρεμένος ο Μάκης Ψωμιάδης ήταν πολύ καλός φίλος με τον Γιώργο Σαλονίκη και ήταν ο πρώτος που μου έλεγε να μην τσακώνομαι με τον Ίβκοβιτς και να ακούω τους προέδρους. Ακόμη και τώρα έχω κρατήσει τα μηνύματα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα που μου είχε στείλει μετά την επιστροφή μου, που είχαμε κερδίσει τον Παναθηναϊκό και στο οποίο μου έλεγε: “Συγχαρητήρια που γύρισες κι έπαιξες καλά και μακάρι να χάρηκαν και οι πρόεδροι!”. Εγώ όμως, είχα “λοκάρει” και δεν ήθελα να έχω καμία κουβέντα μαζί τους. Γι' αυτό και σε εκείνη την τηλεφωνική συνομιλία χρησιμοποίησα άσχημα λόγια. Ήταν μία ατυχής στιγμή, που όμως, μπορεί να συμβεί στον καθένα. Περίμενα πως και πως να τελειώσει η σεζόν για να φύγω...»
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, ποια ήταν η ομορφότερή σου στιγμή στον Πειραιά και ποια η χειρότερη ή η πιο δύσκολη;
«Η καλύτερη ήταν όταν νικήσαμε μέσα στην Μαδρίτη την Ρεάλ με τραυματία τον δάσκαλο Νίκολα Βούιτσιτς και πήραμε την πρόκριση για το Final 4 του 2009. Την μεγαλύτερη απογοήτευση την είχα αισθανθεί όταν μπήκα στο αυτοκίνητο για να γυρίσω σπίτι, μετά την τιμωρία μου για έναν μήνα. Ένιωθα άδειος και τρομερά αδικημένος.»
Αρμάνι Μιλάνου (2011-2013): «Ο βλάχος από την Καρδίτσα στις επιδείξεις του Armani!»
Και κάπως έτσι παίρνεις των ομάτιών σου και μετακομίζεις στην πρωτεύουσα της μόδας, για λογαριασμό της Αρμάνι...
«Εκεί πραγματικά συνειδητοποίησα πόσο ωραία είναι η αίσθηση το να παίζεις μπάσκετ στο εξωτερικό.»
Είναι αλήθεια ότι τα δύο χρόνια στην Αρμάνι σε βοήθησαν να γυρίσεις εντελώς τον διακόπτη;
«Το ένα είναι αυτό και το δεύτερο είναι ότι υποχρεώθηκα να το κάνω γιατί από το ζενίθ βρέθηκα στο ναδίρ! Στο -10 ρε παιδί μου, πως το λένε; Οπότε έπρεπε να αφήσω πίσω μου όλη αυτή την κατάσταση και να ξαναβρω τον εαυτό μου.»
Τι σου έχει μείνει απ' αυτή την διετία;
«Η ομάδα μπορεί να μην πέτυχε σχεδόν τίποτε, αλλά για μένα ήταν μεγάλο σχολείο. Το πως πρέπει να είσαι επαγγελματίας σε όλα τα επίπεδα. Κι αυτά τα δύο χρόνια με προετοίμασαν για να πάω στην Μαδρίτη. Ο “βλάχος” από την Καρδίτσα βρέθηκε ξαφνικά στις επιδείξεις μόδας του Αρμάνι, απίστευτα πράγματα...»
Τελειώνει η σεζόν 2012-2013 στο Μιλάνο και έρχεται η πρόταση από την Ρεάλ...
«Μην βιάζεσαι! Πριν τελειώσει η σεζόν ο Ολυμπιακός είχε στεφθεί για δεύτερη σερί χρονιά πρωταθλητής Ευρώπης...»
Πως αισθάνθηκες; Το λέω γιατί έφυγες από την ομάδα και ο Ολυμπιακός πήρε back to back την Euroleague...
«Χάρηκα πολύ! Και έστειλα μηνύματα σε όλους, άσχετα αν ο κ. Μπαρτζώκας ήταν ο μοναδικός που δεν μου απάντησε ποτέ... Ίσως τελικά να μην ήταν τυχαίο που κάποια χρόνια αργότερα με χλεύασε μπροστά σε πρώην συμπαίκτες μου μετά την αποτυχία της Εθνικής ομάδας στο Παγκόσμιο της Ισπανίας. Δεν πειράζει γιατί βρεθήκαμε την επόμενη χρονιά στα playoffs για την πρόκριση στο Final 4 του Μιλάνου, όταν εγώ πλέον έπαιζα στην Ρεάλ και αποκλείσαμε τον Ολυμπιακό...»
Ρεάλ Μαδρίτης (2013-2015): 1 πρωτάθλημα, 2 Κύπελλα, 1 Supercup & 1 Euroleague
Κάτσε, γιατί τώρα εσύ βιάζεσαι! Το καλοκαίρι εκείνο σκέφτηκες και κάτι άλλο εκτός της Ρεάλ;
«Όχι ήξερα από νωρίς για το ενδιαφέρον της και υπέγραψα και με ελαφρώς λιγότερα χρήματα απ' όσα έπαιρνα στο Μιλάνο. Γιατί θα πήγαινα σε ένα από τα μεγαλύτερα clubs του κόσμου.»
Πως ήταν η εμπειρία;
«Ακόμη μεγαλύτερο σχολείο από την Αρμάνι! Εκεί συνειδητοποίησα στον απόλυτο βαθμό τι σημαίνει να είσαι παίκτης της Ρεάλ και πόσο μεγάλου σεβασμού τυγχάνεις. Όπως μου είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ο πρόεδρος, Φλορεντίνο Πέρεθ, οι παίκτες της “βασίλισσας” πρέπει να προσέχουν την παραμικρή τους κίνηση και να μην δίνουν το παραμικρό δικαίωμα. Αλλά αυτό που εμένα με χαροποιούσε περισσότερο απ'΄όλα, είναι ότι μετά από όλα όσα είχα περάσει, έφτασα να αγωνίζομαι σε έναν από τους κορυφαίους, αν όχι στον κορυφαίο σύλλογο του κόσμου. Ήταν τεράστια δικαίωση να διεκδικώ όλους τους τίτλους, να φοράω μία ιστορική φανέλα και να ζω καθημερινά μέσα σε μία ατμόσφαιρα άκρως επαγγελματική κι ονειρεμένη! Τι να σου πρωτοπω... Για τις εγκαταστάσεις, τα αποδυτήρια, το προπονητικό κέντρο, όλα! Δεν υπάρχει κάτι καλύτερο στην Ευρώπη!»
Σε λίγο θα μου πεις ότι συμπάθησες και τον Ρούντι Φερνάντεθ εκεί;
«Ο Ρούντι, ο Ρέγιες και όλοι οι υπόλοιποι διεθνείς με τους οποίους μαλώναμε σαν τα κοκόρια στους αγώνες Ελλάδας-Ισπανίας, ήταν οι πρώτοι που με καλωσόρισαν και με βοήθησαν όταν πήγα στην Μαδρίτη. Γενικά όλοι οι Ισπανοί παίκτες.»
Ο Ρονάλντο πως ήταν από κοντά; Βρισκόσαστε στα χριστουγεννιάτικα δείπνα της ομάδας...
«Τον Κριστιάνο τον είχα γνώρισα πιο πριν σε κάτι βραδινές εξόδους (γέλια!!!)... Πολύ ωραίος τύπος και χαλαρός. Και φυσικά όταν αγωνίζεσαι κι εσύ στην Ρεάλ, σε αντιμετωπίζει διαφορετικά.»
Η δεύτερη χρονιά δεν ήταν το ίδιο καλή...
«Αυτό συνέβη γιατί την πρώτη σεζόν έπαιξα σε 85 παιχνίδια και εν συνεχεία πήγα στην Εθνική ομάδα με μόλις 10 μέρες ξεκούραση, εκεί κατέστρεψα το αριστερό μου γόνατό. Τότε έπρεπε να κάτσω ένα μήνα μακριά από τις προπονήσεις, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα γιατί υπήρχε το Παγκόσμιο με τον φίλο μου τον Φώτη Κατσικάρη στον πάγκο. Αυτή η ζημιά μου βγήκε μέσα στην χρονιά και κατά σύμπτωση μετά το τελευταίο παιχνίδι κόντρα στην Εφές του Ίβκοβιτς, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Μετά από 'κει δεν άντεχα. Το γόνατό μου δεν μπορούσε να ανταποκριθεί και μοιραία με πήρε η κάτω βόλτα.»
Χάλασε η σχέση σου με τον Λάσο, έκτοτε;
«Ποτέ! Και αυτό γιατί δεν του έδωσα ποτέ κανένα δικαίωμα και δεν έχασα ούτε μία προπόνηση! Από την στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορούσα να παίξω πλέον στο 100%, άλλαξε τον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας, έβγαλε μπροστά τον Αγιόν και νιώθω τυχερός που καταφέραμε και κατακτήσαμε την Euroleague!»
Η πιο άσχημη στιγμή με την φανέλα των Μαδριλένων ποια ήταν;
«Ο χαμένος τελικός του Final 4 στο Μιλάνο από την Μακάμπι! Φτάνεις στην πηγή, κρατάς την ομάδα ζωντανή με 2 βολές λίγο πριν την εκπνοή της κανονικής διάρκειας και στην παράταση, δεν καταφέρνεις να πιεις νερό! Μεγάλη στενοχώρια γιατί είχαμε παίξει μεγάλο μπάσκετ εκείνη την χρονιά και είμαστε το μεγάλο φαβορί.»
Και η πιο όμορφη να υποθέσω ο επόμενος τελικός στην Μαδρίτη, το 2015, όταν στέφθηκες για πρώτη φορά πρωταθλητής Ευρώπης απέναντι στον Ολυμπιακό; Θεωρείς ότι ίσως ήταν κάρμα αυτό το συναπάντημα, τέσσερα χρόνια μετά;
«Μπορεί να ήταν και κάρμα! Ασχέτως αν είχα μικρή συμμετοχή. Είμαι ευγνώμων για την στιγμή που έζησα στο παρκέ με την ελληνική σημαία και την μεγάλη μου κόρη αγκαλιά, να πανηγυρίζω ένα όνειρο ετών!»
Μπασκόνια (2015-2016): MVP του ισπανικού πρωταθλήματος
Αν δεν κάνω λάθος, είχες συμβόλαιο για έναν ακόμη χρόνο αλλά επέλεξες να φύγεις και να πας στην Μπασκόνια... Γιατί;
«Δεν ήξερα αν θα είχα χρόνο συμμετοχής. Τους τέσσερις μήνες που ουσιαστικά έπαιξα ελάχιστα, το γόνατό μου είχε αρχίσει και γινόταν καλά. Ήθελε ξεκούραση κι εγώ αισθανόμουν πολύ καλύτερα. Αλλά έβλεπα ότι δε θα ήμουν στις πρώτες επιλογές, οπότε πήρα το ρίσκο και πήγα στην Λαμποράλ Κούτσα, όπως λεγόταν τότε αφήνοντας πίσω την επιλογή της Κίνας, που από τότε υπήρχε στο τραπέζι.»
Το “ταξίδι” στην Χώρα των Βάσκων ηταν, μπασκετικά, το ωραιότερο της καριέρας σου;
«Νομίζω πως ναι! Είναι από τις περιπτώσεις που πας κάπου και πριν προλάβεις να πεις “που ήρθα;”, γίνεται ξαφνικά ένα κλικ και αλλάζουν όλα προς το καλύτερο! Δεν θα ξεχάσω ότι όταν είχα πρωτοφτάσει στην Βιτόρια και είχα δει την ομάδα να χάνει με 30 πόντους σε ένα φιλικό με ομάδα από την Α2 Ιταλίας, με είχε πιάσει ο Περάσοβιτς και μετά το καλωσόρισμα μου λέει: “Μην κρίνεις απ' αυτό που είδες απόψε και μην αγχώνεσαι! Η ομάδα προέρχεται από 20 μέρες προπονήσεων χωρίς ρεπό, θα ξεκουραστούμε 2-3 μέρες και με το που θα μπεις κι εσύ, θα είμαστε μιά χαρά!”. Κι έγινε έτσι ακριβώς! Λες και το ήξερε! Βέβαια, κάναμε πολύ σκληρή προπόνηση κι επίσης οφείλω να του αναγνωρίσω ότι είναι ένας από τους πιο ντόμπρους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Συνεννοούμαστε με τα μάτια!»
Σε εκείνη την χρονιά πάντως, είχες κάνει... παπάδες που λέει και η λαϊκή ρήση...
«Χωρίς... φάρμακο (γέλια)! Με βοήθησε πάρα πολύ το σύνολο, αποκτήσαμε εκπληκτική χημεία από την πρώτη μέρα. Εκείνη την σεζόν αισθανόμουν λες και ό,τι έπιανα γινόταν χρυσάφι! Βγήκα MVP στην ACB και καλύτερο πεντάρι στην Euroleague κι έχασα πιστεύω άδικα το MVP στην κανονική περίοδο.»
Τι σου έχει μείνει σαν καλύτερη και χειρότερη στιγμή;
«Θα ξεκινήσω από τα άσχημα...»
Έχεις κόλλημα με τα αρνητικά ρε φίλε...
«Ξέρεις καλά ότι στον αθλητισμό έχεις πάντα λίγες χαρές και πολύ περισσότερες λύπες. Δυστυχώς, κατά σύμπτωση και πάλι στο Βερολίνο, χάσαμε στο τέλος από την Φενέρ στον ημιτελικό και απο λεπτομέρειες στην παράταση, δεν πήγαμε στον τελικό.»
Στα καλύτερα τώρα...
«Μία νίκη που είχαμε κάνει με την Μπαρτσελόνα στην ACB, με ένα απίστευτο καλάθι που είχα πετύχει στην εκπνοή και είχα στείλει το ματς στην παράταση! Ίσως το πιο κουφό της καριέρας μου! Είχα μόλις μπει αλλαγή κι απέμεναν εννέα δέκατα του δευτερολέπτου. Έκανα νόημα στον Χάνγκα που έκανε την επαναφορά, πέταξε μία τρομερή baseball πάσα, την έπιασα και σκόραρα μπροστά στον Τόμιτς!»
Νομίζω ότι αν γίνονταν εκλογές εκείνη την χρονιά στην Βιτόρια κι έβαζες υποψηφιότητα, θα έβγαινες δήμαρχος!
«Εύκολα! Μετά από εκείνη την σεζόν ψηφίστηκα μέσα στην καλύτερη δεκάδα παικτών που έχουν περάσει ποτέ από την ομάδα, σε όλες τις εποχές! Ήταν πολύ τιμητικό!»
Παναθηναϊκός (2016-2017): πρωτάθλημα και Κύπελλο Ελλάδας
Τότε θυμάμαι ότι σε ήθελε όλη η Ευρώπη, ομάδες από την Κίνα και το ΝΒΑ. Το που θα πάει ο Μπουρούσης το καλοκαίρι του 2016 και πόσα λεφτά θα πάρει ήταν το πιο καυτό μπασκετικό θέμα συζήτησης...
«Τα χρήματα, όπως ξέρεις δεν με ένοιαζαν τόσο πολύ! Ούτε στην Ρεάλ τα κοίταξα, ούτε στον Ολυμπιακό πήρα πολλά, μόνο στην Κίνα πήγα για το οικονομικό.»
Αλλά εσύ επέλεξες να πας στον Παναθηναϊκό...
«Θα γυρίσω σε αυτό που με ρώτησες πριν για το κάρμα. Όταν έφυγα από την Βιτόρια και γύρισα στην Ελλάδα για διακοπές, είχα στα χέρια μου προτάσεις από την Κίνα, τους Χοκς, τους Ουόριορς, την Τουρκία και την Βαλένθια. Εντελώς ξαφνικά με πήρε ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος και μου ζήτησε να βρεθούμε. Όταν μου είπε ότι θέλει να φτιάξει μία ομάδα για να πάρει πίσω το πρωτάθλημα, που το είχε πάρει δύο συνεχόμενες φορές ο Ολυμπιακός, κάτι μου έκανε κλικ μέσα μου! Μου δινόταν η ευκαιρία να κατακτήσω για πρώτη φορά το ελληνικό πρωτάθλημα – γιατί όταν το πήραμε με την ΑΕΚ δεν είχα παίξει ούτε σε ένα ματς – και μάλιστα απέναντι στον Ολυμπιακό, με τον οποίο είχαν συμβεί όλα αυτά που είχαν συμβεί, έτσι ώστε να μπορέσω να δικαιωθώ κι εγώ σαν Γιάννης! Γιατί πίστεψέ με έχω ακούσει πάρα πολλά!»
Και τα βρήκατε έτσι τόσο απλά και τόσο γρήγορα;
«Του είπα μία κουβέντα μόνο, που είχε να κάνει με τον κόσμο του Παναθηναϊκού. Του εξέφρασα δηλαδή την ανησυχία ότι θα έρθει ο ίδιος σε κόντρα με μία μερίδα οπαδών. Με καθησύχασε ότι θα σβήσει αυτός τις όποιες φωτιές ανάψουν και εν συνεχεία δώσαμε τα χέρια.»
Τι θυμάσαι από εκείνη την χρονιά;
«Ότι πολύ γρήγορα αλλάξαμε προπονητή και από τον Πεδουλάκη στους δύο μήνες πήγαμε στον Πασκουάλ. Πάλι αρνητικό είναι το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό (γέλια)!! Το ότι η πεντάδα που γύρισε το πρώτο ματς με την Φενέρ στην 2η περίοδο, δεν έπαιξε σχεδόν καθόλου στην 3η περίοδο με αποτέλεσμα να χάσουμε. Αν είχαμε ξεκινήσει με νίκη την σειρά, πιστεύω ότι θα είχαμε ελπίδες να αποκλείσουμε τους Τούρκους και να πάμε εμείς στο Final 4 της Πόλης...»
Αλλά τελικά η Φενέρ σας “σκούπισε” και μόνο που δεν γυρίσατε με τα πόδια...
«Μετά έγινε αυτό το θεϊκό με το πούλμαν, τα έχουμε πει πολλές φορές... Ήταν ωραία εμπειρία, περάσαμε καλά...»
Κάτσε, μισό λεπτό... Ξέρω τους λόγους για τους οποίους μπήκες στο πούλμαν και είχαν να κάνει με το συμβόλαιό σου. Αλλά ειλικρινά πες μου και με βάση το ταμπεραμέντο σου, μόλις το άκουσες, τι είπες; Το πιο light που μπορώ να φανταστώ είναι ότι “μάλλον δεν πάτε καλά”;
«Το απόλαυσα (γέλια)!!! Αυτό που λες είναι το πλέον προβλέψιμο και όλοι με περίμεναν στην γωνία να το κάνω. Ε, δεν το έκανα! Οπότε μπήκα στο λεωφορείο κανονικά και γύρισα με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας στην Αθήνα. Θυμάμαι την μάνα μου να μου λέει “εντάξει, το έχω κάνει τουριστικά 3-4 φορές! Τι πρόβλημα έχεις να το κάνεις κι εσύ μία;”... Επειδή ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, είχε και την πλάκα του. Έχουμε βγάλει φωτογραφίες και πότε-πότε τις βλέπουμε και γελάμε...»
Και μετά επιστρέφετε στην Ελλάδα και μέσα στην δίνη όλων αυτών των γεγονότων, που ακολούθησαν τον αποκλεισμό από το Final 4, παίζετε στα playoffs και κερδίζετε ίσως το πιο ανέλπιστο πρωτάθλημα...
«Όταν νικήσαμε μέσα στο ΣΕΦ και πήραμε το πρωτάθλημα, ένιωσα μία τεράστια ηθική δικαίωση γιατί ήταν η πρώτη χρονιά που επέστρεφα στην Α1 Κατηγορία, μετά την αποχώρησή μου από τον Ολυμπιακό. Και μόλις τελείωσε η σεζόν, ένιωσα ότι η αποστολή μου τελείωσε και παρ' ότι είχα συμβόλαιο για άλλον έναν χρόνο, ζήτησα από τον πρόεδρο να μείνω ελεύθερος για να πάω στην Κίνα με ένα πολύ μεγαλύτερο συμβόλαιο.»
Tέλος εποχής από την Euroleague
Ζεγιάνγκ Λάϊονς (2017-2019): «Ευτυχώς που έφυγα πριν τον κορωνοϊό!»
Και όχι μόνο πήγες στην Κίνα, αλλά έμεινες και δεύτερο χρόνο...
«Να σου πω την αλήθεια, από την στιγμή που πήρα αυτή την απόφαση, είπα με τον εαυτό μου ότι δεν θα ξαναπαίξω ποτέ στην Euroleague και το τήρησα. Γιατί και θα είχα μεγαλώσει ηλικιακά αλλά και δεν θα μπορούσα να είμαι στο επίπεδο που ήμουν πριν φύγω.»
Το πρωτάθλημα πως είναι εκεί;
«Είναι πολύ πιο δύσκολη εμπειρία απ' όσο νομίζει o πολύς ο κόσμος. Μπορεί το μπάσκετ που παίζεται εκεί να μην είναι πολύπλοκο, να έχει ελάχιστη τακτική και λίγες προπονήσεις, αλλά στις θέσεις “1” και “5”, όλες οι ομάδες επιλέγουν τους ξένους, οπότε οι παίκτες είναι πολύ καλοί. Κατά τα άλλα, το πρόγραμμα είναι αρκετά βαρύ γιατί παίζουν τρία παιχνίδια την εβδομάδα και υπάρχουν πολλές μετακινήσεις. Το φαγητό είναι περίεργο, η ζωή πολύ περιορισμένη στα ξενοδοχεία και τα εμπορικά κέντρα, οπότε εκεί πας για τα μεγάλα συμβόλαια σε μία σεζόν που διαρκεί 5-6 μήνες. Ευτυχώς που έφυγα πριν αρχίσει η εξάπλωση του κορωνοϊού...»
Γκραν Κανάρια (2019-2020): «Ήθελα να φύγω στους 2 μήνες!»
Η πρώτη καραντίνα σε βρήκε στο Λας Πάλμας και τους Κανάριους Νήσους. Πως προέκυψε η επιστροφή στην ACB;
«Ήταν μία συνειδητή επιλογή, γιατί η Γκραν Κανάρια έπαιζε στο καλύτερο πρωτάθλημα της Ευρώπης, είχε Έλληνα προπονητή (σ.σ.: Φώτης Κατσικάρης) με τον οποίο με συνδέουν δεσμοί φιλίας από την εποχή της ΑΕΚ, αλλά δεν σου κρύβω ότι στους δύο μήνες ήθελα να φύγω! Γιατί επικρατούσε μία αδιαφορία μεταξύ των παικτών και δεν υπήρχε η νοοτροπία στην οποία είχα συνηθίσει εγώ, χωρίς αυτό να αποτελεί μομφή για τον coach. Γενικά δεν έδεσα με αυτό το κλίμα και το μόνο θετικό από εκείνη την χρονιά, είναι ότι η έξαρση της πανδημίας με βρήκε σε ένα νησί με εντελώς καλοκαιρινή ατμόσφαιρα, σταθερά καλές θερμοκρασίες και πολύ λίγα κρούσματα. Βέβαια υπήρχε πολύ μεγάλη αυστηρότητα...»
Περιστέρι (2020): Το τελευταίο “τανγκό”!
Και κάπως έτσι επέστρεψες στην Ελλάδα και μετά το καλοκαίρι, εκεί που περιμέναμε ότι θα... χαιρετήσεις – από την στιγμή που δεν πήγες στην Κίνα – ξεκινάς προπονήσεις με το Περιστέρι και μετά από λίγες εβδομάδες, υπογράφεις μέχρι το τέλος της σεζόν...
«Ο κορωνοιός μας χάλασε τα σχέδια! Όταν πήγε ο Πεδουλάκης κι έφυγε ο Λουκάς (σ.σ.: Μαυροκεφαλίδης) δημιουργήθηκε η ανάγκη για έναν ψηλό. Στην αρχή μου είπε ο Αργύρης να πάω για να προπονούμαι κι επειδή ήθελα και να γυμναστώ αλλά και να βγαίνω από το σπίτι, το βρήκα ως μία καλή ευκαιρία. Συμφώνησα μέχρι το τέλος της σεζόν, ο σύλλογος και ο κ. Κότσης μου φέρθηκαν άψογα, αλλά το ρόστερ της ομάδας δεν είχε τους ποιοτικούς παίκτες με τους οποίους είχα συνήθισα να παίζω και μετά από λίγο καιρό, έχασα το ενδιαφέρον μου και ζήτησα να σταματήσω.»
Πότε ωρίμασε στο μυαλό σου η απόφαση για να βάλεις τελεία και παύλα στο μπάσκετ;
«Από πέρυσι το σκέφτομαι πολύ σοβαρά. Από την περίοδο που είχα μείνει μόνος μου σε ένα σπίτι στους Κανάριους Νήσους και είχα άπλετο χρόνο για ενδοσκόπηση.»
Και που κατέληξες;
«Στο ότι μπήκα στο μπάσκετ κατά τύχη και φεύγω εντελώς αθόρυβα!»
Ισχύει αυτό που λένε ότι κοιμάσαι παίκτης και ξυπνάς κάτι άλλο; Θέλω να πω, έρχεται η στιγμή που σου γίνεται ένα κλικ και λες δεν ξαναπαίζω;
«Θα σου πω κάτι... Πριν από λίγο καιρό έβαλα την τηλεόραση κι έπαιζε η ΑΕΚ με τον Προμηθέα. Το ματς ήθελε τρία λεπτά για να τελειώσει και ήταν στον πόντο. Ε, σε πληροφορώ ότι δεν κοίταξα ούτε δευτερόλεπτο, η μετάδοση τελείωσε και ξαφνικά έψαχνα να δω πόσο ήρθε! Έχω τρομερή άρνηση πλέον. Πήγα στο Final 4 της Euroleague στην Κολωνία σαν σχολιαστής και παρακολουθούσα από την πρώτη γραμμή τις πιο κρίσιμες αναμετρήσεις της σεζόν. Θέλεις ότι έλλειπε ο κόσμος, θέλεις ότι έχω βαρεθεί, δεν μου έκανε καμία αίσθηση...»
Εθνική ομάδα (2002-2019): Δύο ευρωπαϊκές πρωτιές και ένα χάλκινο μετάλλιο
Και να κλείσουμε με το μεγαλύτερο κεφάλαιο της καριέρας σου, που είναι η Εθνική ομάδα. Θυμάσαι πως άνοιξε;
«Πιο φανταστικά δεν γινόταν! Ήταν το καλοκαίρι του 2002, όταν επελέγην στην 12άδα της Εθνικής νέων για το Πανευρωπαϊκό της Λιθουανίας. Εγώ τότε έκανα τα πρώτα μου βήματα και ουσιαστικά συμπλήρωνα την ομάδα και προσπαθούσα να αποκομίσω εικόνες και εφόδια για το μέλλον. Ήμουν τυχερός γιατί είχα πολύ καλούς συμπαίκτες και εντελώς ξαφνικά ο Γιαννάκης από την Καρδίτσα, βρέθηκε με ένα χρυσό μετάλλιο στο στήθος! Τι πιο ωραία στιγμή! Και σκέψου ότι τότε έπαιξα από ελάχιστα έως καθόλου! Αλλά όλα αυτά ήταν εμπειρίες...»
Το πιο εντυπωσιακό απ' όλα είναι ότι το χρυσό της νέων, πήγες απευθείας στο χρυσό της ανδρών...
«Το έλεγα και τότε (γελάει)! Ότι μετά απ' αυτό το 2/2, ίσως έπρεπε να είχα σταματήσει, αλλά ήμουν μόλις 22 ετών, οπότε δε γινόταν... Η Εθνική ομάδα είναι όλη μου η μπασκετική ζωή! Έδωσα τα πάντα κι έχω επιλέξει να κρατάω μόνο τα θετικά, να την έχω στο μυαλό μου ως μία πολύ όμορφη ανάμνηση, γιατί άμα αρχίσουμε τώρα να μιλάμε για τα αρνητικά και πιάσουμε την ομοσπονδία, δεν θα τελειώσουμε! Άλλωστε, είμαστε σε προεκλογική περίοδο οπότε τα λένε άλλοι αυτά τώρα...»
Επομένως, αν σου ζητήσω να μου πεις πως την έχεις στο μυαλό σου την Εθνική ομάδα, τι θα μου πεις;
«Η παρέα του καλοκαιριού! Η συνάντηση για εξετάσεις και εργομετρικά, το λεωφορείο προς το Καρπενήσι για προετοιμασία, οι πλάκες και οι χαβαλέδες, οι ατελείωτες συζητήσεις τα βράδια στα δωμάτια που είσαι πεθαμένος από την προπόνηση, αλλά κοιμάσαι στις 2 το πρωί... Τα ταξίδια στο εξωτερικό και οι εμπειρίες που αποκομίζεις στις μεγάλες διοργανώσεις, οι σχέσεις ζωής που κάνεις, το δέος που σου προκαλεί η “γαλανόλευκη” φανέλα και το άκουσμα του εθνικού ύμνου, όλα αυτά είναι η Εθνική ομάδα!»
Από την 17χρονη αυτή διαδρομή (2002-2019), ποια είναι η εικόνα που σου κάνει το καλύτερο “κλικ” στο μυαλό σου;
«Το τρίποντο του Διαμαντίδη στη λήξη και ο χαμός που επικράτησε στο παρκέ μετά τον ημιτελικό του 2005 με την Γαλλία! Και μετά όλο αυτό που ζήσαμε το 2008 στο Πεκίνο. Η τελετή έναρξης στη Ολυμπιακό Στάδιο, η ατμόσφαιρα στο ολυμπιακό χωριό, τα πάντα γύρω από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και να ξέρεις ότι είναι απωθημένο μου, που δεν καταφέραμε να ξαναπάμε! Γιατί όταν είσαι μικρός δεν το καταλαβαίνεις και δεν μπορείς να το χορτάσεις. Συμβαίνουν όλα τόσο γρήγορα που μοιάζουν φυσιολογικά! Θυμάμαι που παίζαμε ένα ματς με την Αγκόλα στις 9 το πρωί. Και την ώρα που πηγαίναμε στο γήπεδο, με έπαιρναν οι φίλοι μου από τα μπουζούκια και μου έβαζαν τραγούδια!»
Η μεγαλύτερη στενοχώρια με την Εθνική ομάδα;
«Το ότι δεν καταφέραμε να πάρουμε ένα μετάλλιο από το 2009 και μετά! Το ματς που μου έχει κάτσει στο λαιμό και ακόμη δεν μπορώ να το χωνέψω, είναι ο προημιτελικός με την Ρωσία, το 2017 στην Κωνσταντινούπολη! Ήταν δικό μας και στο τέλος καταρρεύσαμε και χάσαμε.»
Από τους 13 τίτλους που έχεις κατακτήσει στην καριέρα σου, ποιος έχει για σένα μεγαλύτερη αξία;
«Θέλει κι ερώτημα; Το 2005! Το χρυσό στο Βελιγράδι με την Εθνική!»
Απ' όλη σου την καριέρα, υπάρχει κάποια απόφαση για την οποία έχεις μετανιώσει; Κάτι για το οποίο έχεις πει “εδώ έκανα μαλακία, έπρεπε να το χειριστώ διαφορετικά”;
«Θα μπορούσα να μην είχα πάει στην Εθνική για 15 σερί καλοκαίρια και να έχω κάνει μερικά διαλείμματα για αποθεραπεία στα πόδια μου. Ίσως η καριέρα μου να είχε καλύτερη εξέλιξη! Αλλά μετά θα αισθανόμουν τύψεις και η κριτική που θα δεχόμουν, θα με στενοχωρούσε σαν άνθρωπο! Γι' αυτό και δεν το έκανα.»
Πως είναι η ζωή με τέσσερις γυναίκες στο σπίτι;
«Δεν είναι εύκολο σίγουρα (γέλια)!! Βέβαια, η γυναίκα μου τραβάει τα περισσότερα, γιατί εγώ δεν έχω μάθει να περνάω πολλή ώρα στο σπίτι!»
Σε άλλαξε πολύ η οικογένεια;
«Σίγουρα με έκανε πολύ πιο υπεύθυνο, αλλά είναι το πιο δύσκολο “γήπεδο” στο οποίο έχω παίξει!»
Έχεις σκεφτεί τον Μπουρούση της επόμενης μέρας; Του μετά το μπάσκετ; Όχι αν θα μείνεις στο μπάσετ, αλλά τι θα κάνεις τώρα που σταματάς να παίζεις...
«Αυτή την στιγμή δεν με απασχολεί καθόλου. Το αφήνω να πάει μόνο του. Θα δούμε. Άλλωστε είναι πολύ νωρίς.»
Η δήλωση του ατζέντη του Κώστα Παπαδάκη για το «αντίο» του στο μπάσκετ
«"Γιαννάρα μου" χωρίς εσένα, κάθε μέρα κάτι θα μου λείπει. Είσαι από τα πιο σπάνια παιδιά που έχω γνωρίσει και όσα περάσαμε στα 18 χρόνια της συνεργασίας μας, είναι ανεξίτηλα στην μνήμη μου. Οι επιτυχίες σου με την Εθνική και τις ομάδες σου ήταν πολλές κι έμειναν στην ιστορία, ατομικές και ομαδικές. Για μένα που σε γνώρισα σχεδόν έφηβο και τώρα είσαι οικογενειάρχης, όμως, πέρα από το μπάσκετ, η φιλία μας ήταν και είναι σημαντικότερη. Και σου εύχομαι η καρδιά και η ψυχή σου να μείνουν ίδιες και αναλλοίωτες.»
Photo credit: Βασίλης Τσίγκας