Γιάννης Αντετοκούνμπο: Ο μόνος δρόμος
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ήξερε από μικρός τι ήθελε, ήξερε που μπορεί να φτάσει. Την κορυφή του μπασκετικού κόσμου αναζητούσε, ζητούσε, διεκδικούσε και τα ξημερώματα της Τετάρτης 21 Ιουλίου τα κατάφερε. Κι αν όλοι τον αποθεώνουν, κι αν όλοι εκφράζουν τον θαυμασμό και την εκτίμηση τους, δεν υπάρχει κανένα σοκ.
Όχι. Ήταν θέμα χρόνου το δαχτυλίδι του πρωταθλητή ΝΒΑ, ήταν θέμα χρόνου οι κορυφές να χαμηλώσουν κι αυτός να αγγίξει τα ολύμπια σύννεφα… Ο Αντετοκούνμπο δεν ακολούθησε τη φράση-οδηγό «φτάσε εκεί που δεν μπορείς» αλλά αυτή που λέει «φτάσει εκεί που θες».
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, ανομολόγητο, κάτι που σίγουρα το κράτησε για τον εαυτό του: η πάλη με το αδίστακτο μέλλον, αυτό που πάντα είναι άνυδρο, σκληρό και άδικο. Την ξηρασία του χρόνου που ακολουθεί την αντιμετώπισε με τη δίψα και το νερό της υπομονής, της επιμονής και της διαρκούς αναγέννησης.
Η φωνή του ποιητή αντηχεί στους αιώνες και προειδοποιεί, προτρέπει, να πάρουμε πολύ νερό για το μέλλον και ο Γιάννης δεν άφησε ποτέ την πηγή της επιθυμίας να στερέψει. Η διαδρομή ήταν δύσκολη, επίπονη, άγνωστη, όμως γι’ αυτόν ήταν ο μόνος δρόμος και στο τέλος της διαδρομής η επιβεβαίωση ήταν εκεί για να κάνει το σοκ αυτονόητη υπόκλιση.
Σημαίες, γέλια, τρέλα, τρομπέτες
Η στιγμή που έφτιαξε ο Γιάννης πραγματώνεται και αποτυπώνεται σχηματικά, ποιητικά, στον στίχο: Κατακόκκινες σημαίες, γέλια, τρέλα, τρομπέτες. Οι σημαίες θα πρεπε να είναι πράσινες, μπλε, μαύρες και στην μεταξένια οθόνη τους να προβάλλονται στιγμιότυπα ζωής του 26χρονου.
Το παιδί από τα Σεπόλια που κοιτούσε τους ανθρώπους να περνούν, να τον προσπερνούν, να αδιαφορούν, να τον στηρίζουν, να τον κυνηγούν, να τον πλησιάζουν φίλοι-εχθροί… Το παιδί που σίγουρα έβλεπε τον αγώνα των γονιών του να επιβιώσουν και στηριζόταν στη σίγουρη παρουσία τους, στα αδέλφια του και σε μια πορτοκαλί μπάλα. Και η σημαία από το πράσινο και το γαλανό, να παίρνει το χρώμα και το φως των αστεριών, την αίσθηση του ονείρου και την περηφάνια της κατάκτησης.
Ο Γιάννης ενσαρκώνει το «American Dream», το «Greek Dream» και μπορεί να έχουν υπάρξει κι άλλες περιπτώσεις σαν και τη δική του στο παρελθόν, όμως εδώ το όνειρο υποτάχτηκε από νωρίς. Και να γιατί υπάρχουν γέλια στη στιγμή του. Στη νοτιοκορεάτικη σοφία υπάρχει το συμπέρασμα Κλάψε και θα κλαις μόνος σου, γέλα και όλοι θα γελάνε μαζί σου. Ε, ο σούπερ σταρ των Μπακς δεν ήθελε κάτι άλλο, ήθελε να γελάει, να γελάει, να γελάει, ώστε να καίει τα δάκρυα πόνου και στεναχώριας, να λυτρώνει τις αδύναμες στιγμές του και να ετοιμάζει το πολύχρωμο σκηνικό που θα διέλυε την κατάλληλη στιγμή.
Η ορθή σκέψη όπως την ξέρουμε δεν χωράει εδώ και η τρέλα είναι αυτή που έπρεπε να διαχειριστεί. Η τρέλα της καθημερινής αμφισβήτησης, η τρέλα των ατελείωτων απαιτήσεων και η τρέλα της καθημερινότητας ήταν εκεί, δίπλα στην προσχεδιασμένη διαδρομή. Πάνω απ’ όλα ήταν η τρέλα του ταλέντου, αυτού που είναι ευλογία και κατάρα.
Ο Γιάννης ήρθε πολλές φορές σ’ επαφή με τη σκοτεινή πλευρά του ταλέντου, τότε που δεν τα κατάφερε, τότε που απέτυχε και έπεσε, σηκώθηκε, έπεσε ξανά… Κράτησε όμως την ευλογία κοντά του και ο χρόνος τον αντάμειψε. Όταν φάνηκε ότι η ατυχία θα τον έβγαζε νοκ άουτ, αυτός ιάθηκε από το ταλέντο και την απαράμιλλη ανθεκτικότητα του.
Όταν οι σημαίες του αντιπάλου χαμήλωσαν οριστικά, τότε σήμανε ο ήχος της νίκης, ανταπόδοσης, του ξεσπάσματος, της τρομπέτας που συνοδεύει την ελευθερία που καλπάζει. Να, λοιπόν, ο Γιάννης κάτω από σημαίες, γέλια, τρέλα, τρομπέτες.
«Κοίτα τι κάναμε»
Το εκπληκτικό στην περίπτωση του είναι ότι δεν χρειάζεται να κατακτήσει το επόμενο θαύμα. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του θα ήταν υποχρεωμένος να σκεφτεί την μελλοντική επιτυχία, να σκεφτεί τις νέες απάτητες διαδρομές, τις προκλήσεις, τις υπερβάσεις…
Για τον Αντετοκούνμπο δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Όχι γιατί δεν θα βρει μπροστά του νέες δοκιμασίες και προκλήσεις, αλλά γιατί έχει κατακτήσει κάθε πεδίο μάχης στο οποίο βρέθηκε. Το δύσκολο κοινωνικό, οικονομικό, περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε τον απείλησε με το βάρος της φτώχειας και αυτός ανταποκρίθηκε.
Κατανόησε τον χρόνο και τον τόπο και τη θέση του στον κόσμο, κατανόησε ότι έπρεπε να παίξει, να δουλέψει. Το άλμα που τον βοήθησε να ξεφύγει από τη φθορά, τον βοήθησε και να μετατρέψει τα τραύματα του παρελθόντος σε δύναμη του μέλλοντος. Η πορεία από τις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας στον φανταχτερό κόσμο του ΝΒΑ ήταν απαιτητική και ριψοκίνδυνη. Ή θα πετύχαινε απόλυτα ή η πτώση του θα έκανε πάταγο που θα τον «έθαβε».
Το βλέμμα του όμως κοιτούσε πάντα ψηλά και ποτέ δεν τον ενόχλησε η σκόνη και τα χαλάσματα του κόσμου. Η κατάκτηση του πρωταθλήματος, λοιπόν, δεν ισοδυναμεί με το βασανιστικό «και τώρα, τι κάνουμε;», αλλά με το «κοίτα τι κάναμε». Δεν χρειάζεται να δει μπροστά πια, το μόνο που χρειάζεται είναι να δει πίσω και η ασφάλεια του παρελθόντος θα τον οδηγήσει στο νέο μέλλον. Κι αν αυτό προκαλεί και ζητά ηρεμία, ο Γιάννης έχει δείξει ότι διαθέτει την ωριμότητα και τη σιγουριά του καταξιωμένου.
Συνεπώς, δεν χρειάζεται να φτιάχνει όνειρα, αρκεί να ζει ξανά και ξανά αυτά που έχει πραγματώσει, να αντλεί από τη γλυκιά ζωή που ίδιος διαμόρφωσε. Το ανάποδο μέτρημα σίγουρα θα περιέχει κάτι ανολοκλήρωτο, κάτι μισό, όμως πλέον τίποτα δεν είναι ατελές για τον Αντετοκούνμπο.
Η κραυγή ήταν πάντα εκεί
Η παρουσία του στο γήπεδο -γιατί αυτό μένει στο τέλος- μοιάζει με τον χορό του Τζάκσον Πόλοκ πάνω από τον καμβά. Ο μεγάλος αμερικανός ζωγράφος κάλυπτε κάθε εκατοστό της επιφάνειας των πινάκων του και η άκρη του πινέλου σαν ανεξέλεγκτη δίνη χρωμάτιζε, γέμιζε, φώτιζε τον χώρο.
Ο Γιάννης ήταν αυτή η άκρη που κάλυπτε κάθε εκατοστό του γηπέδου, που δεν υπήρχε ένα μονοπάτι, δεν υπήρχε αδιάφορο σημείο στο παρκέ. Σε κάθε ματς, ξεκινούσε από χαμηλά και στο τέλος άφηνε καλλιτεχνήματα που για λίγο έμεναν ορατά. Τα γκρέμιζε και περίμενε την επόμενη στιγμή. Η παρουσία του στον αγωνιστικό χώρο μοιάζει με τις εικαστικές παρεμβάσεις σε δημόσιο χώρο.
Εκεί που το γκρίζο, το μουντό, το αδιάφορο, σκεπάζει τα πάντα, έρχεται ένας μικρός-μεγάλος ήρωας και γεμίζει με χρώματα τις επιφάνειες. Μια βίαιη πινελιά ψηλά στη γωνία του ταμπλό, μια ντελικάτη καμπύλη από την κορυφή της ρακέτας μέχρι το καλάθι και μια εκτροπή στο άγνωστο όταν το χρώμα δεν υπάκουε στις εντολές του. Το αναπότρεπτο τέλος δεν άφηνε τίποτα λευκό και η πολύχρωμη επιφάνεια έκρυβε μέσα της μια αστείρευτη ενέργεια που ποτέ δεν ηρεμούσε.
Ο Γιάννης συνέλαβε την ιερότητα της στιγμής, κάθε στιγμή μας είναι ιερή, την αγκάλιασε και την επέστρεψε στους συμπαίκτες του. Για τους Μπακς συμβόλιζε και συμβολίζει τη σταθερή ροή του χρόνου, των εποχών. Η αναπόφευκτη διαδοχή των εποχών συναντά τον Αντετοκούνμπο. Το άχρονο και παντοτινό σχήμα Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας και πάλι Άνοιξη μεταφράζεται στην περίπτωση του ως Προσπάθεια, νίκη, ήττα, αποτυχία, θρίαμβος και πάλι προσπάθεια.
Η άναρχη κίνηση του χρόνου και ο εύπλαστος χώρος διαμόρφωσαν τον παίκτη Αντετοκούνμπο κι αυτός έφτιαξε το δικό του κινητό/ακίνητο σημείο στο προσωπικό του σύμπαν: νίκη-ήττα. Εκεί βρισκόταν, εκεί χανόταν, εκεί κατέληγε και εκεί θα καταλήξει. Σ’ αυτό το κινητό/ακίνητο σημείο εντοπίζεται η δράση και η αντίδραση του Γιάννη, όπως και στην εικόνα του κόκκινου ρόδου που καίγεται. Η εικόνα που μένει, το χρώμα που εισχωρεί στις αισθήσεις και στις σκέψεις και ο Γιάννης που ποτέ δεν άφησε την ομορφιά της εικόνας, τα χρώματα και τις σκέψεις που ζούσαν και πέθαιναν στο κινητό/ακίνητο σημείο του. Αυτός είναι ο Γιάννης.
Ξεκίνησε -και εκεί θα μείνει πάντα- από την έρημη γη της δημιουργίας και έφτασε να ακούσει τον γλυκό ήχο των τεσσάρων κουαρτέτων. Πάνω στον δρόμο των άλλων, άνοιξε τον δικό του και ήταν έτοιμος -πάντα είναι- να γίνει το γυμνό γεύμα φίλων και εχθρών. Κι αν ποτέ αποπροσανατολιζόταν, χανόταν σε ψευδαισθήσεις μεγαλείου, μια κραυγή ήταν εκεί για να τον επαναφέρει, να τον σώσει και να τον προσγειώσει. Μια κραυγή που δεν αφορά όλα τα χαμένα νιάτα του κόσμου, αλλά τα χαμένα όνειρα και τις αδύναμες ελπίδες του ίδιου και όσων προσπάθησαν, απέτυχαν και παραιτήθηκαν. Η εσωτερική κραυγή που δεν ησύχασε, τον κινητοποίησε, τον πλήγωσε και τον ετοίμασε να περπατήσει πάνω στη λεπτή κόκκινη γραμμή για να δει το τέλος του μπασκετικού πολέμου. Από δω και πέρα η κραυγή θα ναι πάντα ο τόπος θα ξαποσταίνει, ανασαίνει και θα συνεχίζει.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, λοιπόν, τα κατάφερε. Έσυρε από το ωμέγα τη λέξη «επιβιώνω» και πλέον άξιος εστί πορεύεται ανάμεσα σε θηρία, φίλους, εχθρούς, γνωστούς, αδελφούς και παιδιά. Σε αυτά η τελική του απεύθυνση, η οριστική του πίκρα, η οριστική του χαρά κι αν αισθανθεί αδύναμος, έτοιμος να εγκαταλείψει, πάντα θα έχει αυτή την κραυγή που θα τον σώζει, θα μας σώζει.