Μίκης Θεοδωράκης: Αγκάλιασε το σύμπαν

Μίκης Θεοδωράκης: Αγκάλιασε το σύμπαν

Το μέλλον φαντάζει δυστοπικό και θραύσματα αυτού -εκτρέποντας και ανατρέποντας τη σταθερά του χρόνου- βλέπουμε στο ομιχλώδες παρόν. Η σύγχυση, η χαλασμένη πυξίδα του καιρού μας, καθοδηγεί και οδηγεί τον σημερινό άνθρωπο σε ατραπούς που ελλοχεύει ο κίνδυνος της εξαΰλωσης, μια και κάθε μέρα η ανθρώπινη υπόσταση (αυτο)θυσιάζεται στο όνομα μιας επιβίωσης που “σκοτώνει” καθετί ζωντανό.

Το τοπίο κάπως καθαρίζει όταν χαράζει και στο λυκαυγές της μέρας μια λεπτή, κόκκινη γραμμή προσπαθεί να βάλει τάξη στη συμπαντική δυσαρμονία. Πρώτη φορά ορατή με γυμνό μάτι. Ο μέσος άνθρωπος που θα περπατήσει στο γκρίζο, μολυβένιο τοπίο δεν θα έχει τίποτε άλλο να δει πέρα απ' αυτή την “πολυτέλεια” στον “νεκρό” ουρανό.

Το πρωτόγνωρο θέαμα δεν θα σταματήσει απότομα. Η γραμμή όλο και θα μεγαλώνει και τη στιγμή που θα συναντήσει το αστέρι των αστεριών θα ξεκινήσει η συμπαντική έκρηξη. Τότε, ο λόγος θα ξεχυθεί και θα ακουστεί πιο δυνατά και μελωδικά από πότε. Φορέας της αναπάντεχης ευτοπίας ένας μεγαλοπρεπής άνθρωπος.

Ένας άνθρωπος που γεννήθηκε για να αγκαλιάσει το σύμπαν και τη μουσική των αστεριών να μεταφέρει ως μάννα εξ ουρανού σε όλους εμάς. Από τα χέρια του κρέμονται το μπλε και όλα τα χρώματα της ελληνικής γης, τα μάτια του πετάνε σπίθες και η φωνή του γίνεται φωνή μας. Ο Μίκης Θεοδωράκης ανήκει στο DNA της Ελλάδας. Συνεπής συνταξιδιώτης του χρόνου και του αγώνα.

image

Ένας κόσμος που συνεχώς κινείται

Η περίπτωση “Μίκη Θεοδωράκη” είναι δύσκολο να καταγραφεί και να αποτυπωθεί στις πραγματικές της διαστάσεις. Ο επαγγελματίας ερευνητής του βίου του, ο εραστής της τέχνης του και απλός θαυμαστής της ζωής και του έργου του, πρέπει να έχει ένα πράγμα στο μυαλό του: Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένα μικρό σύμπαν που πάλλεται, συστέλλεται, διαστέλλεται και δημιουργεί ασταμάτητα.

Η κατανόηση του είναι εφικτή μόνο όταν αντιμετωπίζεται ως όλον. Η καταγραφή αποσπασμάτων ή η εστίαση σε συγκεκριμένες πτυχές του, δεν μπορεί να οδηγήσει στην απόλυτη απεικόνιση, αποκρυπτογράφηση.

Η ζωή του είναι συνυφασμένη με την τέχνη του -τη μουσική- και την πολιτική. Το ένα τροφοδοτεί το άλλο και τα δυο μαζί το μέγεθος “Θεοδωράκη”. Εδώ ακριβώς όμως εντοπίζεται και το πρόβλημα για τον εκάστοτε μελετητή: Πώς να διαχειριστείς τον όγκο του παραγόμενου έργου; Αν το αντιμετωπίσεις ως μία ενότητα, τότε ο έλεγχος χάνεται και το τελικό μήνυμα δεν θα είναι εύληπτο.

Αν σκοπίμως ρίξεις το βάρος σε μία από τις δύο πλευρές, τότε θα αδικήσεις τον ίδιο. Συνεπώς, ζητούμενο είναι η απόλυτη ισορροπία μεταξύ μουσικής-πολιτικής και αυτό θα προσπαθήσουμε να κάνουμε. Πρώτα η μουσική, γιατί αυτή “δημιούργησε” το ζωντανό μύθο του Μίκη και μέσω αυτής υποστήριξε την πολιτική του δράση.

image

“Αυτή η θεία μελωδία”

Ο Μιχάλης Θεοδωράκης γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο. Ο πατέρας του, Γιώργης, ανώτατος δημόσιος υπάλληλος, από τον Γαλατά Χανίων, τον μεγαλώνει με τους θρύλους της κρητικής επανάστασης. Η μικρασιάτισσα μητέρα του, Ασπασία, το γένος Πουλάκη, πιάνει να λέει με τις άλλες Τσεσμελιές τα ανατολίτικα τραγούδια, τους θρήνους, τους αναστεναγμούς, που στο τέλος ξεπηδούν από το ανοιχτό παράθυρο σαν βυζαντινός ύμνος.

Είναι 40 ημερών όταν η οικογένεια μετακομίζει στη Μυτιλήνη. Εκεί, ο κοσμοπολίτης θείος, ο Αντώνης Πουλάκης, πρόξενος στην Αλεξάνδρεια, αυτός που θα αντικαταστήσει το “Μιχάλης” με το εξευρωπαϊσμένο “Μίκης”,θα φέρει φωνόγραφο και τρεις δίσκους. Τον ένα με άριες και όπερες, τον δεύτερο με τζαζ του '20 και τον τρίτο με ελληνικά σουξέ, όπως “Η μπαρμπουνάρα”.

Τα παιδικά του χρόνια θα τα ζήσει ως νομάς (Σύρος, Γιάννενα, Κεφαλλονιά, Πάτρα, Πύργος, Τρίπολη) χάρη στις συνεχείς μεταθέσεις του πατέρα του. Το 1932 γεννιέται ο αδερφός του Γιάννης. Στα 12 φοιτά στο ωδείο Πάτρας, μαθαίνει βιολί και γράφει το πρώτο του τραγούδι, “Το καραβάκι”.

Η στιγμή όμως που σημάδεψε τη ζωή του ήταν σε έναν κινηματογράφο στην Τρίπολη. Η χώρα είναι υπό κατοχή. Η αίθουσα έπαιζε ένα γερμανικό φιλμ που τελειώνει με το φινάλε από την “Ενάτη Συμφωνία” του Μπετόβεν. Ο ίδιος εξομολογείται: “Ξαφνικά ακούστηκε αυτή η θεία μελωδία [...] τόσο που κεραυνοβολήθηκα, που το βράδυ είχα πυρετό, αρρώστησα, έφυγα από τον κόσμο αυτόν.

Ποτέ δεν σκεφτόμουν ως τότε να γίνω μουσικός”. Οι γονείς του προσπαθούν να τον συνετίσουν, εκείνος όμως ούτε που σκέφτεται το Πολυτεχνείο. “Δεν μπορούσα... ούτε εγώ να το εξηγήσω. Οι νότες είχαν αποτυπωθεί μέσα μου και λες και με είχαν ανασκάψει και είχαν γεννήσει έναν νέο άνθρωπο”.

image

Ασταμάτητη μουσική κοσμογονία

Η μουσική, λοιπόν, βρήκε τον νεαρό Μίκη. Πρώτα αυτή και μετά η πολιτική. Θα τις ένωνε στη συνέχεια, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι δίχως αυτήν θα ήταν μισός άνθρωπος και ίσως όχι αυτός που ξέρουμε σήμερα. Το έργο του Θεοδωράκη είναι εντυπωσιακό σε όγκο και ποικιλία, εκτείνεται, μεταξύ πολλών άλλων, από τη συμφωνία και την όπερα έως το έντεχνο λαϊκό τραγούδι. Σύμφωνα με την εργογραφία, η δημιουργία του συνθέτη χωρίζεται σε τρεις μεγάλες περιόδους:

Πρώτη περίοδος (1937-1959): Παίρνει τα πρώτα μαθήματα μουσική και πραγματοποιεί τις πρώτες συνθετικές απόπειρες. Ολοκληρώνει τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών με τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη και ξεκινά την επαγγελματική του σταδιοδρομία.

Το 1954 γίνεται δεκτός στο Conservatoire του Παρισιού για μεταπτυχιακές σπουδές με τον Olivier Messiaen και τον Eugene Bigot. Συνθέτει σύμφωνα με τις δυτικοευρωπαϊκές φόρμες έργα συμφωνικά και μουσική δωματίου. Κερδίζει χρυσό μετάλλιο σύνθεσης στο Φεστιβάλ Νεολαίας Μόσχας (1957) και το βραβείο Copley (1959).

Δεύτερη περίοδος (1960-1980): Επιστρέφει στις ρίζες και αφοσιώνεται στη σύνθεση “μουσικής για τις μάζες”, επιχειρώντας σύζευξη της συμφωνικής ορχήστρας με λαϊκά όργανα. Εμπνέεται από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής ποίησης και “παντρεύει” τον λόγο των Σεφέρη, Ελύτη Ρίτσου, Σικελιανού και Αναγνωστάκη με λαϊκούς ρυθμούς, δημιουργώντας το έντεχνο λαϊκό τραγούδι και τη μετασυμφωνική μουσική. Καθιερώνεται η λαϊκή συναυλία και γεννάται ένα πολιτιστικό-αισθητικό ρεύμα με πρωτοφανή απήχηση στο κοινό.

Τρίτη περίοδος (1981 και μετά): Επιστρέφει στις συμφωνικές φόρμες, στηριζόμενος κυρίως σε ποιητικά κείμενα, ενώ συνεχίζει να συνθέτει κύκλους τραγουδιών, όπου πλέον δεσπόζει το λυρικό στοιχείο. “Ανακαλύπτει” την όπερα ως φόρμα σύνθεσης παρουσιάζοντας γυναικείους χαρακτήρες των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων: Τη “Μήδεια” του Ευριπίδη, την “Ηλέκτρα” του Σοφοκλή, την “Αντιγόνη” από τον Θηβαϊκό κύκλο και τη “Λυσιστράτη” του Αριστοφάνη.

image

Στον χώρο του αρχαίου δράματος

Ο Σπύρος Ευαγγελάτος (σ.σ απεβίωσε στις 24 Ιανουαρίου) γράφοντας για περιοδικό “Οδός Πανός”, θυμήθηκε τη συμβολή του συνθέτη στο Αρχαίο Δράμα και ιδιαίτερα τις δικές τους συνεργασίες. Τα αποσπάσματα που ακολουθούν ανήκουν σε αυτόν.

Ο Μίκης Θεοδωράκης εισέβαλε στον χώρο του αρχαίου δράματος με μια συναρπαστική μουσική σύνθεση για τις “Φοίνισσες” του Ευριπίδη με το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο το 1960 σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Την επόμενη χρονιά συνθέτει μουσική για τον “Αίαντα” του Σοφοκλή, πάλι στην Επίδαυρο με το Εθνικό σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη.

Ήδη με τις δύο πρώτες του εμφανίσεις έδωσε το προσωπικό του στίγμα για τη μουσική στο αρχαίο δράμα: ένα ύφος εντελώς προσωπικό με μακρινές αναμνήσεις από τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική, αναμνήσεις όμως λουσμένες από το φως της δικής του γοητείας που ανέδιδε η μελωδική του γραμμή. Ο Θεοδωράκης έχει γράψει μουσική 14 παραστάσεις έργων των τριών τραγικών, αλλά και του Αριστοφάνη, για το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης, το Αμφι-Θέατρο, κ.α., πάντα στην Επίδαυρο.

Η πρώτη μας συνεργασία ήταν στις “Ικέτιδες” του Αισχύλου για το Εθνικό στην Επίδαυρο. Οι πλατιές μελωδίες του Μίκη σε μεγάλες μουσικές αξίες δέσπωσαν. Ακόμη ηχούν στα αυτιά μου κάποια χορικά (σε μετάφραση Κ. Χ. Μύρη).

Η δεύτερη συνεργασίας μας ξεκίνησε με τη διδασκαλία της αισχυλικής “Ορέστειας”. Μια “περιπέτεια” που διήρκησε πέντε χρόνια. Η ενασχόληση μας με το κορυφαίο αυτό δημιούργημα άρχισε αντίστροφα. Πρώτα παρουσιάσαμε το τελευταίο έργο της τριλογίας, τις “Ευμενίδες (1986), μετά τη δεύτερη τραγωδία, τις “Χοηφόρους” (1987) και ακολούθησε ο “Αγαμέμνων” (1988). Και οι τρεις παρουσιάστηκαν χωρίς περικοπές. Το 1989 κάναμε ένα “διάλειμμα περισυλλογής” (ανεβάσαμε τις “Νεφέλες” του Αριστοφάνη) και το 1990 παρουσιάσαμε ολόκληρη την τριλογία σε μια τρίωρη παράσταση μαζί με τα δύο δεκάλεπτα διαλείμματα και με συντμήσεις στο κείμενο και τη μουσική. [...]

Στις “Ευμενίδες” η μουσική του Μίκη ήταν “μοντέρνα”, διέθετε ένα μουσικό γλωσσικό ιδίωμα παράξενο, διεγερτικό στο άκουσμα και έφερε μια γεύση μυστηρίου. Ως ορχήστρα χρησιμοποίησε τρία βιολοντσέλα και τρία φλάουτα. Τη μουσική των “Ευμενίδων” ενέταξε στην “7η Συμφωνία” του. [...] Στις “Χοηφόρους” η μουσική του Μίκη διέθετε έντονο λυρικό χαρακτήρα, αλλά και δραματικές εξάρσεις. Η ενορχήστρωση ήταν πιο πυκνή, με πλατιές μελωδικές γραμμές, όπου κυριαρχούσαν τα πνευστά, χάλκινα, ξύλινα. [...] Και φτάνουμε στον “Αγαμέμνονα”, για να ολοκληρωθεί η αντίστροφη πορεία της “Ορέστειας”. Υποβλητική η όλη μουσική σύλληψη του Μίκη, ένα υποχθόνιος βόμβος συνέδεε αδόμενα μέρη με υπόκρουση στον λόγο, ενώ ακολουθούσαν αλλεπάλληλα συναρπαστικά ξεσπάσματα. Ύφος μυστηριώδες και υποβλητικό. [...]

Νέα συνεργασία “Προμηθεύς Δεσμώτης”, Αισχύλος, στην Επίδαυρο. [...] Τις κινήσεις του χορού οριοθετούσε η μουσική του Μίκη, άλλοτε με ύφος ενός παράδοξου εξπρεσιονισμού και άλλοτε με ρομαντικά σχόλια μη αναμενόμενα. [...] Η τελευταία συνεργασία μας υπήρξε η “Μήδεια” του Ευριπίδη με το Αμφι-Θέατρο στην Επίδαυρο. Ο Μίκης κατάφερε και πάλι να συγκεράσει μνήμες ενός “βάρβαρου” πολιτισμού με σύγχρονες μουσικές διευρύνσεις.

image

Η ενασχόληση με την οπερατική σύνθεση

Ο Θεοδωράκης έπρεπε να φτάσει στην ωριμότητα του, στα μέσα της δεκαετίας του '80, για να καταπιαστεί με τη σύνθεση της όπερας. Η καθυστέρηση στην ενασχόληση του με οπερατική σύνθεση οφείλεται στην απέχθεια που καλλιεργούνταν στο Ωδείο Αθηνών, στο οποίο φοίτησε, για το “κατώτερο” αυτό είδος μουσικής. Ίσως και η λανθασμένη πεποίθηση της εποχής πως η όπερα απευθύνεται στα ανώτατα κοινωνικά στρώματα ή στους βασιλείς και τους αυλικούς τους, να τον απέτρεπε.

Εντούτοις, ένας υπερευαίσθητος καλλιτέχνης, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ήταν αναπότρεπτο να ασχοληθεί με την όπερα.

Η πρώτη του προσέγγιση με το είδος υπήρξε ο “Κώστας Καρυωτάκης” (1987). Το μουσικό αυτό έργο χαρακτηρίζεται περισσότερο από την ανάγκη του Θεοδωράκη να προφητεύσει στους συμπολίτες του τα δεινά που θα ακολουθήσουν και λιγότερο από την επιθυμία του να συνθέσει την πρώτη του όπερα. Όπως αναφέρει ο ίδιος, πρόκειται για “αυτοβιογραφία”.

Οι εικόνες και τα βιώματα των δεινών του παρελθόντος σμίγουν με το ζοφερό μέλλον και ως μόνη λύση διέξοδος μένει η αυτοκτονία του ποιητή που οδηγεί στην ευρηματική λύση του τέλους. Το λιμπρέτο είναι πολύπλοκο. [...] Η μουσική ακολουθεί τη διακύμανση του λιμπρέτου. [...]

Η συνέχεια στις οπερατικές συνθέσεις ήλθε με μια τετραλογία. Τέσσερις όπερες βασισμένες στο αρχαίο δράμα, τρεις τραγωδίες και μία κωμωδία: “Μήδεια” (1991), “Ηλέκτρα” (1995), “Αντιγόνη” (1999) και “Λυσιστράτη” (2002). Οι τρεις πρώτες είναι αφιερωμένες σε έναν μεγάλο ιταλό συνθέτη της όπερας. Η “Μήδεια” στον Βέρντι, η “Ηλέκτρα” στον Πουτσίνι και η “Αντιγόνη” στον Μπελίνι. Τρεις τραγωδίες με τις οποίες ήλπιζε να φέρει την όπερα πιο κοντά στον ελληνικό λαό που θεωρεί το είδος άγνωστο και ξενόφερτο. [...]

Ο Μίκης ήθελε να μυήσει τον λαό στους αρχαίους τραγικούς ποιητές και κυρίως στην ηθική, τους νόμους και τις αξίες τους. Η ιδιομορφία σε αυτές τις όπερες είναι ότι ο συνθέτης δεν στηρίχθηκε απλώς στον αρχαίο μύθο, αλλά μελοποίησε κάθε στίχο του. Δεν έπλασε ένα νέο λιμπρέτο με παλαιά υλικά αλλά τόνισε μουσικά κάθε λέξη και κυρίως κάθε αρχαίο νόημα.

image

Τα χορωδιακά έργα του Μίκη

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι από τους πολυγραφότερους έλληνες συνθέτες και στον τομέα της χορωδιακής μουσικής, γεγονός που αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τη χειμαζόμενη χορωδιακή παραγωγή την οποία πλούτισε δωρίζοντας της πολλά και εξαίσια έργα. Στα χρόνια που πέρασαν από το 1940, όταν πρωτοπιάστηκε με χορωδιακές συνθέσεις, διαπιστώνουμε ότι 40 από αυτά τα χρόνια συνθέτει συνεχώς έργα για χορωδία. [...] Τα χορωδιακά έργα του Θεοδωράκη, πέρα από τη μουσική τους αξία, υπηρετούν και την παιδαγωγική παράμετρο της χορωδιακής πράξης, δεδομένου ότι προάγουν την τεχνική και την αισθητική των χορωδιών μας. Στο σύνολο τους πρόκειται για:

-Απλές χορωδιακές συνθέσεις για χορωδίες στην εκκίνηση της προσπάθειας τους, όπως τα πρώτα χορωδιακά του έργα (1940-1944).

-Έργα περισσότερο προωθημένα και απαιτητικά για χορωδίες, που ξεπερνώντας τις βασικές δυσκολίες, βρίσκονται ήδη σε καλό δρόμο, όπως “Η Λειτουργία Ιωάννου του Χρυσοστόμου”, “Το Άξιον Εστί” και το “Πνευματικό Εμβατήριο”.

-Δυσπρόσιτες, συγχρόνως όμως συναρπαστικές χορωδιακές νωπογραφίες για χορωδίες υψηλών τεχνικών προϋποθέσεων και επιδόσεων, όπως τα μεγάλα έργα με συμφωνική ορχήστρα, η “3η”, η “4η” και η “7η” Συμφωνία, η καντάτα “Κασσιανή” για ανδρική χορωδία αλλά και η “Ακολουθία εις Κεκοιμημένους” στην πρώτη εκδοχή της. [...]

Στο χορωδιακό του έργο βρίσκει κανείς να λειτουργούν σε ισομοιρία η τεχνική της μουσικής σύνθεσης και η υψιπετής έμπνευση που γονιμοποιεί με ζωοποιό συναίσθημα την τεχνική, εκτινάσσοντας την σε ευρείας αποδοχής καλλιτεχνική έκφραση. Η τεχνική απαιτεί βαθιά γνώση κι ατράνταχτη λογική, είναι δηλαδή ένας παράγοντας που προϋποθέτει απόσταση από το υπό δημιουργία έργο. Συγχρόνως, η έμπνευση κινείται σε μεταφυσικούς χώρους και σε απευθείας εξάρτηση από το συναίσθημα, επομένως λειτουργεί σε άμεση σύνδεση με τη δημιουργία. Το έργο του Θεοδωράκη είναι συγχρόνως άμεσο και με απόσταση.

image

Το “Άξιον Εστί” και ο “Επιτάφιος”

Η μουσική διαδρομή του Μίκη Θεοδωράκη όπως είδαμε έχει πολλά μονοπάτια. Ωστόσο, η περίοδος όπου δημιουργεί μουσική για τις μάζες είναι το μεγαλύτερο παράσημο του καλλιτέχνη Θεοδωράκη. Μέσω αυτής ένωσε τον Λόγο, τον ποιητικό και μουσικό με αυτόν που “ζει” και αναβλύζει μέσα από την καρδιά και την ψυχή του λαού. Το “Άξιον Εστί” και ο “Επιτάφιος” είναι εμβληματικά έργα και μέρος -πια- του γενετικού κώδικα του Μίκη Θεοδωράκη. Πρώτα το “Άξιον Εστί”.

Ήταν ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι του 1961 στο Παρίσι, όταν ο ταχυδρόμος στάθηκε μπροστά σ' ένα σπίτι στην οδό “Fontaine au Roi”. Έμεναν πολλοί Έλληνες σ' αυτόν τον δρόμο κι ίσως ξαναδιάβασε το όνομα στο γραμματοκιβώτιο για να βεβαιωθεί πως ήταν το σωστό: “Mikis Theodorakis”. Άφησε το τυλιγμένο βιβλίο που κρατούσε και έφυγε, ανύποπτος πως η πιο η μαγική διαδρομή της σύγχρονης ποίησης προς τη μουσική στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει.

Ο Ελύτης είχε αρχίσει να γράφει το “Άξιον Εστί” τον Νοέμβριο του 1950, αλλά το ολοκλήρωσε το 1959. [...] Ο Θεοδωράκης έλαβε ένα από τα 800 αντίτυπα του έργου. Το εξώφυλλο ήταν του Γιάννη Τσαρούχη. Εκείνη η νύχτα στο παριζιάνικο διαμέρισμα της οικογένειας Θεοδωράκη μόνο σιωπηλή δεν ήταν. Συμφωνικές αρμονίες και βυζαντινοί ισοκράτες, βιόλες και μπουζούκια, δυτικές χορωδίες και λαϊκές ελληνικές φωνές ανάβλυζαν κιόλας μέσ' απ' το νου του συνθέτη πάνω στο πεντάγραμμα. “Το ίδιο βράδυ είχα προσχεδιασμένα τα δύο πρώτα μέρη: Τη Γένεση και τα Πάθη. Ενυπήρχε μέσα μου αυτή η μουσική και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας πάνω στο βράχο για να αναπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων” έγραψε αργότερα ο συνθέτης.

Η “Γένεσις” του ποιητικού έργου συμβόλιζε τη δική του μουσική αναγέννηση. Εκεί που Ελύτης γράφει “Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα”, ο Μίκης δημιουργεί τη μουσική αίσθηση του χάους. “Σα να έλεγα: Βρισκόμουνα μέσα στο χάος της σύγχρονης ευρωπαϊκής μουσικής και τώρα μέσα απ' αυτό οδηγούμαι προς τη Γένεση ενός νέου μουσικού κόσμου”. Αυτού του κόσμου που το 1966, σε μια διάλεξη στον Πειραιά, θα αποκαλούσε μετασυμφωνικό. [...] Επεδίωκε να εντάξει τη μουσική μας παράδοση στον κορμό της δυτικοευρωπαϊκής κατά το πρότυπο των λεγόμενων “εθνικών σχολών”, χρησιμοποιώντας από το γρηγοριανό μέλος και τον Μπαχ ως τον Μπάρτοκ και τον Σοστακόβιτς. Παράλληλα, συνέθετε κύκλους όπως το “Αρχιπέλαγος”, η “Πολιτεία” και κυρίως ο “Επιτάφιος” του Ρίτσου.

Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ένας από τους περισσότερο μελοποιημένους σύγχρονους ποιητές μας. [...] Η πιο αξιόλογη προσέγγιση του ποιητικού του λόγου είναι αυτή του Μίκη Θεοδωράκη στο “Επιτάφιο”. Πρόκειται για μια καλλιτεχνική πράξη που, μεταξύ άλλων και μαζί με άλλες, δημιούργησε τη βάση για μια σημαντική επανατοποθέτηση του ζητήματος της ελληνικότητας, της λαϊκότητας και της γνησιότητας όχι μόνο του τραγουδιού μα και της μουσικής γενικότερα. Ο Θεοδωράκης με τον “Επιτάφιο” έθεσε τη σφραγίδα των εγκαινίων μιας νέας εποχής, που τη χαρακτήριζε η νέα οπτική με την οποία για πρώτη φορά, η παράδοση αντιμετωπιζόταν ως ένα όχι απλώς χρήσιμο αλλά και απαραίτητο υλικό για τη δημιουργία μια καθαρά ελληνικής μουσική που δεν θα εξαρτάται από το γράμμα των κανόνων και την ορθογραφία των θεωρητικών συστημάτων, αλλά μόνο από την αίσθηση και της απαιτήσεις της κοινωνίας. [...]

Ο ίδιος ο Θεοδωράκης θυμάται: “... και εκεί πάνω που άρχισα να προβληματίζομαι για τον δρόμο που έπρεπε να πάρω, ο Ρίτσος μου στέλνει τον Επιτάφιο. Γράφω αυτά τα οκτώ τραγούδια τα οποία πάλι είχαν την τύχη λόγω του περιεχομένου τους να με οδηγήσουν σχεδόν σε όλες τις (μουσικές) γωνιές της Ελλάδας, δηλαδή στα τραγούδια του Επιτάφιου θα δείτε το Ιόνιο, το Αιγαίο, το λαϊκό, το ηπειρώτικο, μέσα σε αυτά είναι όλη η Ελλάδα λόγω του ότι και ο Ρίτσος με το δεκαπεντασύλλαβο συνέλαβε τον Επιτάφιο και τον πρόβαλε σε εθνικές διαστάσεις, σε οικουμενικές διαστάσεις. [...] Ο Επιτάφιος ήταν σαν σπίρτο που άναψε στην Ελλάδα και θα μπορούσε με λίγο νεράκι να σβήσει. Αλλά αυτό το σπίρτο ξαφνικά άναψε όλη την Ελλάδα”.

image

Η σχέση με τον Μάνο Χατζιδάκι

Η σχέση με τον Μάνο Χατζιδάκι ήταν ταραχώδης, με διαξιφισμούς μέσω του Τύπου, με υψηλής αισθητικής μονομαχίες (“Οδός ονείρων” ο Μάνος, “Όμορφη πόλη ο Μίκης), με μικροπρέπειες, γκρίνιες, αλλά και με αδελφική στοργικότητα που έχει τις ρίζες της σε εκείνα τα καλοκαιρινά απογεύματα που ανέβαιναν με λεωφορείο τη Συγγρού και ονειρεύονταν να γίνουν συμφωνιστές.

Μάλιστα, ο 1948, ο Μάνος, με κίνδυνο να τουφεκιστεί, κρύβει τον κυνηγημένο Μίκη στο σπίτι του στο Παγκράτι. [...]

Ο Μάκης Μάτσας, μιλώντας στο “ΒΗmagazino”, αναφέρει πως “ ο Μίκης ήταν pleaser, δεν ήθελε να δυσαρεστεί κανέναν. Μόνο με τον Χατζιδάκι είχε κόντρα. Εκείνος τον κατηγορούσε ότι χρησιμοποιούσε την πολιτική για να επιβάλει τον λόγο του, πράγμα που θεωρούσε καλλιτεχνικά ανέντιμο. Ήταν δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι άνθρωποι. [...]

Για τον Μίκη ήταν διαφορά “αγωγής” και “νοοτροπίας”. “Η ζωή του (σ.σ του Μάνου) ήταν μια τέχνη. Εγώ ήμουν άνθρωπος που δούλευα πολύ και ζούσα τη ζωή μου μέσα στη φαντασία μου κλεισμένος σε ένα δωμάτιο. Ο Μάνος τη ζούσε ο ίδιος ως άτομο, δηλαδή ξυπνούσε αργά, ξυριζόταν, έβαζε την ωραία κολόνια του...” (“Αξιος Εστί).

Παλαιότερα, βέβαια, το είχε θέσει διαφορετικά: “Ο Χατζιδάκις, που όταν εγώ βρισκόμουν στην απομόνωση στην Ασφάλεια, αυτός φωτογραφιζόταν με τον Μακαρέζο!” (“Τα Νέα”, 9/4/75). Η Μαρία Φαραντούρη -ερμηνεύτρια και των δύο- σημειώνει ότι “υπήρχε πάντα μεταξύ τους μια υπόγεια διασύνδεση, ένας αλληλοθαυμασμός.

Ο Μίκης, παρ' ότι κτητικός, με τους τραγουδιστές του, πάντα τους δάνειζε στον Μάνο. Πάντα αισθανόμουν ότι οι δυο τους βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο. Ο Μίκης είναι αυτός που ανοίγει το παράθυρο και θέλει να βγει έξω, ενώ ο Μάνος είναι εκείνος που θέλει να κλείσει τις γρίλιες. Ο ένας με την εξωστρέφεια του, τον ερωτισμό, τους αγώνες. Ο άλλος με την εσωτερικότητα, τα υπαρξιακά, τον λυρισμό του”. Αυτό που μένει είναι η αληθινή εκτίμηση και η αναγνώριση του ήθους.

image

Το πρωί στις πρόβες, τη νύχτα στον ΕΛΑΣ

Ο Μίκης Θεοδωράκης από τα εφηβικά του χρόνια έδειξε τι σημαίνει να είσαι “φύσει πολιτικόν ζώον” σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.

Επέλεξε, επηρεασμένος φυσικά από τις άγριες κοινωνικές-πολιτικές συνθήκες στις οποίες μεγάλωσε, την πολιτική ως τον κατάλληλο χώρο για να εκφραστεί και να επιβιώσει. Από τα 18 του, στην Κατοχή, μυείται στο μαρξισμό και, όπως έχει πει “ο πατέρας μου και οι άλλοι που ανήκαν στην αστική τάξη δεν είχαν πρόθεση να παλέψουν, να βάλουν το κεφάλι τους στον ντορβά” (από το βιβλίο “Άξιος Εστί, του Γ. Μαλούχου, εκδ. Π.Κυριακίδη), προσχωρεί ΕΑΜ.

Τα πρωινά παρακολουθεί τις πρωινές πρόβες της συμφωνικές ορχήστρας και τις νύχτες πολέμα στις τάξεις του ΕΛΑΣ. Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν σταματά ποτέ. Στη Μακρόνησο κάθεται στους βράχους και γράφει συμφωνίες. Αργότερα, στη χούντα, όταν ο διευθυντής των φυλακών Αβέρωφ του ανακοινώνει ότι έχε διαταγή να του πάρουν όλα τα πεντάγραμμα, αυτός απαντά “Μη στενοχωριέστε! Τι νομίζετε ότι είναι το πεντάγραμμο; Φέρτε μου ένα χαρτί”. [...]

Στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο “απαγορευμένος” μουσικοσυνθέτης γίνεται παγκόσμιο σύμβολο. Πάμπολλοι καλλιτέχνες διεθνούς φήμης και κύρους κινητοποιούνται για την απελευθέρωση του. Όταν θα απελευθερωθεί θα φύγει για το Παρίσι συνοδευόμενος από τον γάλλο πολιτικό Ζαν Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ. [...]

Με τις μελωδίες του θα “ντύσει” πλείστα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ανά τον κόσμο. Παράδειγμα το “Canto General”, που του εμπιστεύτηκε ο Πάμπλο Νερούδα, έργο που ταυτίστηκε με τον αγώνα του χιλιανού λαού ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία του Αογκούστο Πινοσέτ. [...]

image

Η μοναξιά του στην Αριστερά

Η Αριστερά δεν μπορεί να καταλάβει τον Μίκη, στην ουσία να τον αποδεχθεί όπως είναι, αφού αυτός θέλει να κυριαρχεί. Μετά τη χούντα οι σχέσεις μαζί του θα είναι εύθραυστες, συχνά δε τεταμένες. Στις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης, το 1974, όταν ο Θεοδωράκης κατεβαίνει υποψήφιος με την Ενωμένη Αριστερά στη Β' Πειραιά, είναι σαφές ότι και ενωμένη η Αριστερά (ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτερικού, ΕΔΑ) δεν θέλει έναν τόσο σαρωτικό παίκτη. Τον “ρίχνει” στην σταυροδοσία και έτσι δεν εκλέγεται. [...]

Ο παλιός κομματικός μηχανισμός δεν κρύβει την αμηχανία του απέναντι στο φαινόμενο “Μίκης”, υπάρχει εν πολλοίς διάχυτο αυτό που θα του πει κάποτε κατά πρόσωπο ένα ηγετικό στέλεχος, ο Κώστας Λουλές: “Μίκη, κοίτα τα τραγούδια σου και άσε μας εμάς να κάνουμε πολιτική”.

Ο ίδιος θα περιγράψει επανειλημμένως τη μοναξιά του στο 10ο όροφο του Περισσού, όταν καθόταν σε ένα γραφείο απέναντι από τον Χαρίλαο Φλωράκη και δίπλα στο Μίμη Ανδρουλάκη. [...] Το 1975 ο συνθέτης βρίσκεται σε οξεία αντιπαράθεση με το ΚΚΕ. Η ΚΝΕ ετοιμάζει το πρώτο Φεστιβάλ Νεολαίας και το ερώτημα που τίθεται είναι αν επιτραπούν τραγούδια εκείνου που υποστήριξε τη “λύση Καραμανλή” και ξεστόμισε το “Καραμανλής ή τανκς”. Ο Μίκης δεν θα προσκληθεί στο Φεστιβάλ, τα τραγούδια του όμως “έχουν αυτοτέλεια απέναντι στον δημιουργό τους και τα δεχόμαστε διότι εκφράζουν το λαϊκό κίνημα”. [...]

Το 1978, ο μέχρι τότε αποσυνάγωγος του κόμματος, δέχεται στην ταράτσα του σπιτιού του την επίσκεψη του Γρηγόρη Φαράκου.

Ο Μίκης δέχεται να κατέβει υποψήφιος του ΚΚΕ στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου. Παρ' ότι δεν εκλέγεται δήμαρχος, επιχαίρει που οι φανατικοί του αντίπαλοι μεταλλάσσονται εν μία νυκτί σε αφισοκολλητές του. Το 1981 εκλέγεται βουλευτής στη Β' Πειραιά με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ, το ίδιο και το 1985. Έναν χρόνο αργότερα, αηδιασμένος με την υποτακτική απέναντι στο ΠΑΣΟΚ πολιτική της ηγεσίας του κομμουνιστικού κόμματος καταφεύγει στο Παρίσι.

image

Οπορτουνιστής, αλλά αληθινός και... αθάνατος

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄90 είναι δύσκολα για τον Μίκη, καθώς δέχεται σφοδρή κριτική για την ασταμάτητη πολιτική κίνηση του. Στον περιοδικό “Ταχυδρόμος” θα γραφτεί το εξής σχόλιο: “Παρουσίαση της νέας σουίτας του Μίκη Θεοδωράκη, αριθμός έργου 0+0=14% με τίτλο: Δεν έχει κόμμα για να μπω, που να μην έχω πάει”.

Όταν θα γίνει μέλος της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1990 (υπουργός “Άνευ χαρτοφυλακίου”), η κίνηση του θα εκληφθεί από την Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ ως η “ύστατη προδοσία”, αυτή που και ο ίδιος θα παραδεχτεί ότι τον απομόνωσε ψυχολογικά, πολιτικά και συναισθηματικά. […]

Ο Ήλιος Γιαννακάκης, παλιός γνώριμος του Μίκη, είχε πει πως “η μεγαλύτερη παρεξήγηση για τον Θεοδωράκη είναι πως είναι ένας μεγάλος αριστερός. Ο Μίκης δεν είναι αριστερός ούτε δεξιός, είναι Μίκης”. [...] Αρκετοί από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα θα προσπαθήσουν κατά καιρούς να αποθαρρύνουν τον συνθέτη από την ενεργό εμπλοκή με τα κοινά.

Πολλοί δεν διστάζουν να αμφισβητήσουν ευθέως τον πολιτικό Θεοδωράκη. Ο Μίκης ήταν οπορτουνιστής. Ο κ. Γιαννακάκης είναι ξεκάθαρος. “Όταν του περνούσε το μυαλό κάτι, αυτό ήταν. [...] Τη μία μέρα αγαπούσε την Εκκλησία, την άλλη μέρα τη μισούσε, τη μία ήταν φίλος με τον Ανδρέα Παπανδρέου, την άλλη δεν ήθελε να τον βλέπει. [...]

Ο Μίκης, όμως, δεν λέει ψέματα. Αυτό που λέει κάθε φορά είναι για αυτόν η αλήθεια. Η αλήθεια της στιγμής”. Ο οπορτουνισμός του Μίκη δεν είχε ιδιοτέλεια γι' αυτό και δεν αναγνώριζε πολιτικά και άλλα σύνορα. Σταθερή αξία στη ζωή του η γυναίκα του Μυρτώ Αλτίνογλου με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά. Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε θνητός και θα πεθάνει... αθάνατος.

Πηγές

-Περιοδικό “Οδός Πανός” τχ. 160

-ΒHmagazino, 4 Μαΐου 2013

-Λέσχη αθανάτων, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος, “Ελευθεροτυπία