«Η γυναικοκτονία πρέπει να αποκτήσει νομική υπόσταση»
Η νομικός Μίνα Καούνη αναλύει το θέμα «γυναικοκτονία» , εξηγώντας τους λόγους που πρέπει επιτέλους ο εν λόγω όρος να έχει και νομική υπόσταση.
Η Μίνα Καούνη δεν είναι «άλλη μία νομικός». Στη μακρά πορεία της στις δικαστικές αίθουσες, ανέπτυξε μια ιδιαίτερη ευαισθητοποίηση για τις γυναίκες που ψάχνουν διέξοδο από την καθημερινή τους κόλαση.
Είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε ζητήματα παροχής προστασίας σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας και έμφυλης βίας κατά των γυναικών, στρατευμένη στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενάντια στις διακρίσεις, στο πλευρό πάντα αυτών που χρήζουν προστασίας, με πλήθος εισηγήσεων, παρουσιάσεων και λοιπών δράσεων.
Μέσω του Gazzetta for her, δίνει σαφείς απαντήσεις σε όρους και έννοιες γύρω από τη «γυναικοκτονία».
Εξηγεί γιατί αυτός ο όρος πρέπει να αποκτήσει επιτέλους νομική υπόσταση, προτείνει λύσεις για να πάρουν οι γυναίκες που κακοποιούνται πιο γρήγορα την απόφαση να φύγουν από τον κακοποιητή τους και ξεκάθαρα σού λέει πως δεν πρέπει ΠΟΤΕ να διερωτάσαι «μα γιατί δεν έφυγε πιο γρήγορα».
«Αρνούμενοι τη λέξη "γυναικοκτονία", ακυρώνουμε το γεγονός»
Εχει νομική υπόσταση ο όρος «γυναικοκτονία» και πότε άρχισε να μπαίνει για τα καλά στη ζωή μας;
«Σαν περιεχόμενο το συγκεκριμένο έγκλημα ήταν πάντα στη ζωή μας. Όποιος το αρνείται αυτό προσχωρεί σε μια απολίτικη και ανιστόρητη πρόσληψη της πραγματικότητας. Ο Ένγκελς με το έργο του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ιδιοκτησίας και του Κράτους», τα είχε πει από το 1884 ότι πρώτη καταπίεση είναι η καταπίεση του γυναικείου φύλου από το αντρικό. Και τούτο διότι, οι γυναικοκτονίες είναι εγκλήματα που στηρίζονται στις βαθιά εμπεδωμένες κοινωνικές αντιλήψεις και έμφυλα στερεότυπα, σύμφωνα με τα οποία οι γυναίκες είναι κατώτερες, υποτελείς στην ανδρική εξουσία, και δυνητικά μπορούν να «τιμωρηθούν», «ελεγχθούν» και «σωφρονιστούν» μέσω της έμφυλης βίας.
Ο γυναίκες που σκοτώνονται από έναν άνδρα του οικείου τους περιβάλλοντος δεν σκοτώνονται στη βάση της γενικής ιδιότητάς τους ως ανθρώπων, αλλά στη βάση αποκλειστικά του φύλου τους, των ρητών και κυρίως άρρητων σχέσεων των φύλων μέσα στην πατριαρχία. Αν δεν το πούμε αυτό με το όνομά του, επιλέγουμε να σταθούμε στη γενικότητα της αναντίρρητης αξίας της ανθρώπινης ζωής και όχι στο πώς μια ιδιοκτησιακή αντίληψη για τη γυναικεία ζωή οδηγεί στην αφαίρεσή της.
Αρνούμενοι τη λέξη, ακυρώνουμε το γεγονός με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του. Στεγάζοντας μια κατηγορία έμφυλων εγκλημάτων στο κέλυφος ενός γενικού όρου που σημαίνει την αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, επιλέγουμε να εξαφανίζουμε μια πραγματικότητα. Πώς; Αποσιωπώντας την ουσία αυτών των εγκλημάτων κι αφήνοντάς τα να χαθούν μέσα στο χυλό γενικότητας του όρου ανθρωποκτονία».
«Φρονώ ότι μας διέλαθε μια μεγάλη αφύπνιση με τον φρικτό θάνατο της αείμνηστης Ελένη Τοπαλούδη και την άμεση ενσωμάτωση του όρου. Η Ελένη, η οποία πέρασε, πλέον, στην σφαίρα του συμβολισμού, θα υπάρχει πάντα στην ιστορία, ως εμβληματική μορφή, γιατί η δίκη των θυτών μέσω της δικαστικής διερεύνησης, συμπύκνωσε διεργασίες, στερεότυπα, λυσσαλέες αντιδράσεις, υποκριτικές αντιδράσεις, κροκοδείλια δάκρυα για τον μη τηρηθέντα τύπο που, όλως τυχαίως, αυτός ο τύπος πάντοτε αποτελούσε ασπίδα υπέρ των ισχυρών. Πήρε, όμως, το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μαζί της που άρχισε να υποψιάζεται την αληθινότερη σύγκρουση, να σταθμίζει με ποιους είναι, να σκέφτεται αυτό που λέγεται ποια μεγαλύτερη αφήγηση εξυπηρετεί, σε ποιο ευρύτερο πλαίσιο εντάσσεται, τι θέλει να πει πίσω από αυτό που λέει».
Εμείς, όμως, ως κοινωνία τι εισφέραμε στην ξαφνική συνειδητοποίηση, που μας πρόσφερε απλόχερα η Ελένη, στα κρίσιμα θέματα της έμφυλης βίας, της γυναικοκτονίας, του βιασμού;
«Αφού, τελείωσε νομικά το τυπικό της υπόθεσης, ελεεινολογήσαμε (μερικοί), θριαμβολογήσαμε (οι περισσότεροι) , ήμασταν έτοιμοι να αποστρέψουμε το πρόσωπο και να συνεχίσουμε τις δουλειές μας. Θυμάμαι, τώρα, ότι κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης του φρικτού θανάτου της Ελένης, που ο καθηγητής Ντίνας σε ναυαρχίδα του αστικού τύπου αναρωτιόταν γιατί δεν ξεσηκώνει μεγάλες διαδηλώσεις στην Ελλάδα η βία κατά των γυναικών, όπως έγινε στην Ισπανία με την υπόθεση «la manada» και εξηγούσε και τους λόγους, τους οποίους κυρίως τοποθετούσε στον αφόρητο σεξισμό και μισογυνισμό της Ελληνικής κοινωνίας .
Ήταν, όμως , εκείνη η μαγική στιγμή να ξεχυθούμε ΜΑΖΙΚΑ στους δρόμους, στην πιο μεγαλειώδη διαδήλωση, να διεκδικήσουμε το στοιχειώδες κι αυτονόητο, υποτίθεται, δικαίωμά μας στη ζωή και την αυτοδιάθεση. Δυστυχώς, συνεχίσαμε να δεχόμαστε μια γενικευμένη επίθεση σε όλα, στα σώματά μας, στις ζωές μας, στην αυτοδιάθεσή μας με συνεχείς γυναικοκτονίες, που μόνο το πρώτο οκτάμηνο του 2021 έχουν φθάσει τις 9.
Και όχι μόνο χάσαμε την ευκαιρία να ανοίξει από τότε η συζήτηση στον δημόσιο λόγο και η νομική και η κοινωνική της μορφολογία για όλα τα θέματα που άπτονται της γερά εμπεδωμένης στην ελληνική κοινωνία κουλτούρας του βιασμού, αλλά τελικώς κατέληξε η Εισαγγελέας της έδρας να ελέγχεται πειθαρχικά, γιατί έδωσε τη δική της μάχη για να ακουστεί, κατά τρόπο πρωτοφανή, στις δικαστικές αίθουσες και να σπάσει το απόστημα της έμφυλης βίας, οι κοινωνικές του αιτίες και βιοπολιτικές του συσχετίσεις και δέχθηκε λυσσαλέα επίθεση αλλά και ευρύτατα κύματα υποστήριξης. Θα επανέλθουμε σίγουρα σε αυτήν την υπόθεση, όταν θα έχει περατωθεί, δεδομένου ότι έχω την τιμή να την εκπροσωπώ σε αυτήν την απίστευτη εξέλιξη».
Η Ελένη Τοπαλούδη πέρασε στη σφαίρα του συμβολισμού, αφόρητος ο σεξισμός κι ο μισογυνισμός στην ελληνική κοινωνία»
«Η λέξη ενοχλεί γιατί το θέμα είναι πολιτικό και όχι γλωσσικό»
Γιατί χρησιμοποιείται αυτός ο όρος;
«Εσείς πολύ σωστά θέτετε αυτήν την ερώτηση, μεταφέροντας προφανώς τη «δυσαρέσκεια» που συνήθως επάγεται, ίσως η σωστή εκφορά θα ήταν γιατί εξακολουθεί και ενοχλεί αυτός ο όρος και πολλές φορές αντιστρόφως ανάλογα από την ενόχληση που προκαλεί το ίδιο το γεγονός. Μετά τον άδικο χαμό της Ελένης, μετά τα τόσα περιστατικά έμφυλης βίας, έχει χυθεί τόσο μελάνι για όλες τις προεκτάσεις της έμφυλης βίας, που θα έλεγα ότι ακόμη και η λεκτική «ενόχληση» φαντάζει υποκριτική.
Για την καταγωγή και το περιεχόμενο της λέξης «γυναικοκτονία» έχουν γραφτεί άπειρα άρθρα, υπάρχουν αναλύσεις και μελέτες σε πολυάριθμες σελίδες στο ίντερνετ τόσο λεξιλογικά όσο και κοινωνικά, έχει υπάρξει αντικείμενο διδακτορικών διατριβών, οπότε θεωρούμε ότι είναι μάλλον περιττό εκ μέρους μας να τα αναπαραγάγουμε στο παρόν.
Οι λέξεις έχουν υπόσταση και δύναμη, κουβαλούν και αντανακλούν την τοποθέτηση της κοινωνίας, η οποία είναι βαθιά σεξιστική κι αλλάζει πολύ αργά και βασανιστικά. Οι λέξεις ήταν πάντα υπηρέτες των σκέψεων, κουβαλώντας το βάρος του ατομικού και συλλογικού ασυνείδητου. Ονοματίζοντας τα πράγματα, τα φέρνουμε από το σκοτάδι στο φως της συνείδησης. Ο,τι δεν κατονομάζεται είναι σαν να μην υπάρχει.
Κι αδυνατώ να πιστέψω ότι είναι ειλικρινής η “λεκτική δυσφορία”, όταν τους τελευταίους μήνες καταναλώσαμε και μεταβολίσαμε πλήρως όλους τους ευφημισμούς και τις παραχαράξεις τις λεκτικές, τις πολιτικές, τις ταξικές και τις προσβλητικές της νοημοσύνης μας, όταν ονόμαζαν: το μισογυνίστικο και ταξικό νόμο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια «αποκατάσταση της ισότητας των φύλων», τον αντεργατικό νόμο «φιλεργατικό και προστατευτικό της εργασίας», τον πτωχευτικό νόμο «παροχή δεύτερης ευκαιρίας» και ακόμα πιο ευκολοχώνευτους νεολογισμούς όπως: «επιτελικό κράτος», «τηλεργασία», «self test», «άδεια ειδικού σκοπού», «εκ περιτροπής απασχόληση», «click away», «click in shop» κλπ
Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι η λέξη ενοχλεί, γιατί το θέμα είναι πολιτικό και όχι γλωσσικό. Πολιτικό, γιατί εμπεριέχει την αντίληψη ότι η λέξη αυτή είναι συνυφασμένη με τις υπάρχουσες κοινωνικές εξουσίες.
Είναι, επίσης, ένα δείγμα τού να μη θέλεις να δεις όσα συμβαίνουν, να αδυνατείς να συλλάβεις την ουσία των τεκταινομένων, την ιεράρχηση των διακυβευμάτων και τις βαθιές εξουσιαστικές σχέσεις που τα διέπουν, αλλά, παρόλα αυτά, να έχεις άποψη, που, συνήθως, είναι συνάρθρωση του μισογυνισμού, του ρατσισμού, του ετεροσεξισμού και του εθνικισμού σε αγαστή συνεργασία .
Αντιλαλούν παρωχημένες πεποιθήσεις, ευσεβείς πόθους ενός παλιού κόσμου σε παρακμή, που προσπαθεί μάταια να περισώσει το κύρος και την εξουσία του με αυθαίρετες επικλήσεις σε ανύπαρκτες, ακόμα και γλωσσολογικές αυθεντίες. Στερεύοντας από επιχειρήματα, μας προσκαλούν να σκεφθούμε ότι στο τέλος είμαστε «όλοι άνθρωποι», όπως αντιδραστικά παρέθεταν στις εξεγέρσεις στην Αμερική κατά της αστυνομικής βίας εις βάρος των μαύρων το σύνθημα «all lives matter» στο αιματοβαμμένο «black lives matter», κάνοντας λόγο για αντίστροφο ρατσισμό των μαύρων κατά των λευκών…
Και θα κλείσω αυτό το κεφάλαιο της λεκτικής «δυσφορίας» για τον όρο γυναικοκτονία με τα λόγια της Ούρσουλα Λε Γκεν : «Το πέρασμα από την άρνηση της αδικίας στην αναγνώρισή της δεν μπορεί να αναιρεθεί. Τα μάτια δεν ξεχνούν αυτό που είδαν. Όταν αντιληφθείς την αδικία, δεν μπορείς ποτέ ξανά καλή τη πίστει να αρνηθείς την καταπίεση και να υπερασπιστείς τον καταπιεστή. Αυτό που ήταν αφοσίωση πριν, τώρα γίνεται προδοσία. Από δω και στο εξής, αν δεν αντισταθείς, είσαι συνεργός». Κι εμείς γίναμε μάρτυρες πολλών γυναικοκτονιών για να έχουμε πια το υποκριτικό επιχείρημα της λεκτικής «καθαρότητας», ως φερετζέ ενός άγριου και προνομιακού ελιτισμού και μισογυνισμού».
Γιατί διαχωρίζεται η γυναικοκτονία από την ανθρωποκτονία;
«Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχουν αναγνωρίσει τη γυναικοκτονία ως την πλέον ακραία μορφή βίας κατά των γυναικών. Ο ΟΗΕ την ορίζει ως τη δολοφονία των γυναικών επειδή ακριβώς είναι γυναίκες, είτε αυτή διαπράττεται εντός της οικογένειας, ή οποιασδήποτε άλλης διαπροσωπικής σχέσης, ή από οποιονδήποτε στην κοινωνία, είτε διαπράττεται ή γίνεται ανεκτή από το κράτος ή τους αντιπροσώπους του».
Στις γυναικοκτονίες το φύλο του θύματος είναι το κυρίαρχο κριτήριο στην επιτέλεση της ανθρωποκτονίας και στην πλειοψηφία τους διαπράττονται από άντρες του οικείου περιβάλλοντος. Λειτουργεί συνήθως ως τιμωρητική πράξη. Οι δράστες είναι κυρίως κακοποιητικοί σύζυγοι, σύντροφοι (πρώην και νυν), συγγενείς και σε πιο σπάνιες περιπτώσεις γυναίκες από το οικείο περιβάλλον τους.
Η γυναικοκτονία αποτελεί μια ειδικότερη κατηγορία του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, η οποία λαμβάνει υπόψη το χαρακτηριστικό του φύλου (gender-specific) σε αντίθεση με τον ουδετερόφυλο όρο ανθρωποκτονία. Δεν είναι, επομένως, όλες οι ανθρωποκτονίες με θύματα γυναίκες γυναικοκτονίες. Η δολοφονία μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια μιας ληστείας, “τυφλών” επιθέσεων σε βάρος πληθυσμών ή κάποιου τροχαίου ατυχήματος, περιπτώσεις, δηλαδή, στις οποίες το φύλο του θύματος ήταν “τυχαίο” δεν ανήκουν στην κατηγορία των γυναικοκτονιών».
«Γυναικοκτονία είναι η δολοφονία μίας γυναίκας επειδή ακριβώς είναι γυναίκα»
«50.000 γυναικοκτονίες κάθε έτος, δηλαδή 137 γυναίκες δολοφονούνται κάθε ημέρα»
Ερευνες του ΟΗΕ (UNODC-Global study on homicide) καταγράφουν 50.000 γυναικοκτονίες κάθε έτος, δηλαδή 137 γυναίκες δολοφονούνται κάθε ημέρα με αυτό τον τρόπο.
Σύμφωνα με την έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για το 2013, η κύρια αιτία θανάτου των γυναικών ηλικίας από 16 έως 44 ετών είναι, διεθνώς, η δολοφονία από κάποιο οικείο πρόσωπο.
Σύμφωνα με ευρήματα που ανακοίνωσε το Συμβούλιο της Ευρώπηςτο 2005, η ενδοοικογενειακή βία έχει καταστεί για τις Ευρωπαίες, μεταξύ 15 και 44 χρόνων, η πρώτη αιτία αναπηρίας και θανάτου, αφήνοντας πίσω ακόμη και τα αυτοκινητικά δυστυχήματα ή τον καρκίνο.* (βλ. Βλάχου Β., “Η βία κατά των γυναικών – Ερευνητικά δεδομένα – Σύγχρονοι προβληματισμοί”, Ποινική Δικαιοσύνη, 2006, σ. 471).
Τέλος, η μεγαλύτερη έρευνα που έχει γίνει στην ΕΕ για την έμφυλη βία (FRA 2014), καταγράφει ότι πενήντα γυναίκες στην ΕΕ δολοφονούνται κάθε εβδομάδα από νυν ή πρώην σύντροφό τους.
Επιπλέον, βάση των στοιχείων του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων, EIGE:
- Στην Βρετανία, κάθε τρεις μέρες δολοφονείται μία γυναίκα
- Στη Σουηδία, κάθε δέκα μέρες κακοποιείται μέχρι θανάτου από το σύζυγο ή σύντροφό της
- Στην Ισπανία, μία γυναίκα δολοφονείται κάθε τέσσερεις μέρες, περίπου 100 τον χρόνο
- Στην Γαλλία, μία γυναίκα δολοφονείται κάθε πέντε μέρες εξαιτίας κακοποίησης στο σπίτι
Από αυτές το 1/3 μαχαιρώνεται, το 1/3 φονεύεται με πυροβόλο όπλο, το 20% στραγγαλίζεται και το 10% ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου.
Είναι σαφές πως για τις γυναίκες η έμφυλη βία είναι πολύ πιο θανατηφόρα από τις περισσότερες σοβαρές ασθένειες της εποχής μας.
Και σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι επιτροπές Πολιτικών Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Γυναικών ζητούν να συμπεριληφθεί η έμφυλη βία (εντός και εκτός διαδικτύου) ως έγκλημα, στον κατάλογο του άρθρου 83(1) της ΣΛΕΕ.
Στο σχέδιο έκθεσης, οι ευρωβουλευτές καταγγέλλουν τη γυναικοκτονία ως την πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών και επισημαίνουν ότι η άρνηση παροχής ασφαλούς και νόμιμης φροντίδας για τις αμβλώσεις αποτελεί επίσης μια μορφή έμφυλης βίας. Αναφέρουν τις πολλές δυσμενείς επιπτώσεις της έμφυλης βίας σε προσωπικό, κοινωνικό, οικονομικό και δημοκρατικό επίπεδο και επαναλαμβάνουν ότι η κατάσταση έχει επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μεταξύ άλλων μέσω της αύξησης των ανισοτήτων. Αναφέρονται στην έλλειψη εμπιστοσύνης στις αρχές επιβολής του νόμου και στο δικαστικό σύστημα από τους επιζώντες ως σημαντικό παράγοντα για την ελλιπή αναφορά περιστατικών.
«Πρέπει να εισαγάγουμε στο δίκαιό μας τη γυναικοκτονία, ως νομικό ορισμό»
Τί είναι εφικτό να αλλάξει με μια πιθανή αλλαγή στο νομικό πλαίσιο; Ενδεχομένως να υπάρξουν πιο αυστηρές ποινές; Αλήθεια, ποιες είναι οι ποινές που συνήθως δίνονται;
«α) Πρέπει να εισαγάγουμε στο δίκαιό μας τη γυναικοκτονία ,ως νομικό ορισμό, ώστε το συγκεκριμένο αδίκημα να αναγνωρισθεί νομικά ως η εκ δόλου αφαίρεση της ζωής γυναικών , επειδή είναι γυναίκες, ως έγκλημα το οποίο σχετίζεται με πολιτισμικά συμφραζόμενα που θέλουν τη γυναίκα , χωρίς το αυτονόητο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματός τους, το δικαίωμά τους να ορίζουν την προσωπική τους ζωή.
Αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: αφενός τα εγκλήματα της έμφυλης βίας να υπαχθούν σε ένα πιο αυστηρό πλαίσιο ποινής, αφετέρου η πραγματική έκτιση της ποινής να είναι μεγαλύτερη από αυτή που προβλέπεται στον Π.Κ. για τους λοιπούς καταδικασθέντες.
Η νομική αναβάθμιση του εγκλήματος της γυναικοκτονίας, θα επιτελέσει και έναν κοινωνικό ρόλο. Η δε βαρύτερη τιμωρία προκύπτει από την κοινωνική ανάγκη και το αίτημα να παταχθεί το φαινόμενο της βίας εναντίον των γυναικών, το οποίο έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις.
Η εισαγωγή στον Π.Κ. αυστηρότερων ποινών σε περιπτώσεις γυναικοκτονιών θα μπορούσε να γίνει με διαφόρους τρόπους. Η ένταξη αυτή θα μπορούσε να γίνει είτε προσθέτοντας ΜΙΑ ΣΑΦΗ ΚΑΙ ΑΜΕΣΗ βάση διακρίσεως στο άρθρο 82Α του Π.Κ.,είτε εισάγοντας επιβαρυντική περίσταση απευθείας στο άρθρο 299 Π.Κ.
Υπάρχει το άρθρο 82Α του Ποινικού Κώδικα που έχει τίτλο "έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά". Αυτό το άρθρο ορίζει ότι εάν ο δράστης επέλεξε το θύμα λόγω μιας ιδιότητάς του, τότε το πλαίσιο της ποινής που μπορεί να του επιβληθεί αυξάνεται. Ειδικά για τα κακουργήματα, "το ελάχιστο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο έτη."
Στο υπάρχον άρθρο 82Α υπάρχει η φράση «έγκλημα κατά παθόντος λόγω ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, αλλά αφενός είναι αόριστη αφετέρου αμφισβητείται έντονα αν αντικατοπτρίζει την έμφυλη βία ή τα ίντερσεξ άτομα και γι αυτό δεν έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι τώρα στη νομολογία.
Επίσης, στην επιμέτρηση της ποινής κατ’ άρθρο 79 ΠΚ θα μπορούσε να συμπεριληφθεί το έγκλημα της γυναικοκτονίας και της έμφυλης βίας. Πέρα από τις πρακτικές συνέπειες ενός τέτοιου μέτρου, αναμφισβήτητα, η εισαγωγή επιβαρυντικής περίστασης υποδηλώνει την αναγνώριση του φαινομένου και αποκτά και συμβολικό χαρακτήρα.
Από την άλλη, μεγάλο ζήτημα ανακύπτει και με την πραγματική έκτιση της ποινής. Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 299 ΠΚ προβλέπει "όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών". Σύμφωνα με το άρθρο 105Β παρ. 6 "προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα απόλυση υπό όρο αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα δύο πέμπτα της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δεκαέξι έτη. Σε κάθε περίπτωση όμως ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα είκοσι έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης αν έχει παραμείνει είκοσι πέντε έτη".
Πέρα από τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του ποινικού σωφρονισμού και χωρίς να αγνοούμε τη διάθεση μεταμέλειας του κάθε κρατούμενου, ώστε να επανενταχτεί στην κοινωνία, με άκρατο και ειλικρινή σεβασμό στα δικαιώματα τους και πρωτοστατώντας όπου αυτά πλήττονται, όπως αναφέραμε και πιο πάνω ,προκύπτουν μέγιστα ζητήματα γενικοπροληπτικού χαρακτήρα. Ο βιασμός, η γυναικοκτονία και οι εν γένει ποινικά κολάσιμες πράξεις που ανακύπτουν από την έμφυλη βία, είναι μείζονος σημασίας, αν σκεφτεί κανείς, τις τεράστιες διαστάσεις του φαινομένου, τις στατιστικές μελέτες και τα καταγγελλόμενα περιστατικά. Πιο συγκεκριμένα, οι ειδεχθείς πράξεις με κριτήρια φύλου, έχουν κοινωνικό απόηχο, σε μια κοινωνία αδύναμη και ίσως απρόθυμη να αντισταθεί.
Ένα άλλο ζήτημα, που τίθεται πιεστικά στις ημέρες μας είναι το ζήτημα της απόλυσης υπό όρον γενικά και ειδικά στα εγκλήματα γυναικοκτονιών, βιασμών κλπ. Στο τωρινό σύστημα υπάρχει μόνο στο αρ.106 ΠΚ η προϋπόθεση της «καλής διαγωγής» μέσα στη φυλακή. Δηλαδή να μην έχει δημιουργήσει οποιαδήποτε προβλήματα ο κρατούμενος . Ένα κριτήριο γραφειοκρατικό και απλουστευτικό .
Δεν θα έπρεπε, όμως, να συνδέεται ο ΟΡΟΣ αυτός με ουσιαστικά κριτήρια εκπαίδευσης, αναμόρφωσης και ουσιαστικής δυνατότητας επανένταξης στην κοινωνία; Αν δηλ. έχει αλλάξει όλο το σύστημα πεποιθήσεων σχετικά με την κουλτούρα βιασμού, την αυτοδιάθεση, την ύπαρξη γενικά των γυναικών; Και από ποιο δικαστικό συμβούλιο θα κρίνεται αυτός ο όρος για να αποφυλακιστεί ο βιαστής ή ο γυναικοκτόνος; Από δικαστές σύγχρονους και ενημερωμένους και, κυρίως, χωρίς σεξιστικές προκαταλήψεις ή απλώς από δικαστές που θα κοιτάνε, τυπολατρικά ,την χρονική διάρκεια παραμονής στη φυλακή και τα πειθαρχικά παραπτώματα;
Άλλωστε, και η νομολογία του ΕΔΔΑ και η ΕΣΔΑ αναφέρει, ότι κάθε χώρα πρέπει να προβλέπει προϋποθέσεις υφ' όρον απόλυσης ενός καταδικασθέντος σε ισόβια, αλλά οι αρμόδιες δικαστικές αρχές θα κρίνουν κυριαρχικά αν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις. Θεωρούμε ότι οι προϋποθέσεις απόλυσης υπό όρον είναι ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ από την αυστηροποίηση των ποινών, για την οποία, πολλές φορές, και η εγκληματολογία έχει επιχειρηματολογήσει ότι δεν προσφέρουν σχεδόν τίποτα στη μελλοντική επανένταξη του κρατούμενου. Με τη σημερινή κατάσταση δε των σωφρονιστικών συστημάτων, η επαύξηση απλώς και μόνον των ποινών θα είναι μέτρο εντυπωσιασμού και κοινωνικής αποφόρτισης.
Δεν απαιτούμε ένα κράτος αυστηρό και μια δικαιοσύνη παρωχημένη. Απαιτούμε ένα κράτος δικαίου με ίσα δικαιώματα, με κοινωνική αλληλεγγύη, ισότιμο και αντάξιο των τόσων αγώνων. Κι αυτό σημαίνει συνεχή κι επίμονη επαγρύπνηση.
Στην Κύπρο, πάντως, ενέταξαν τον όρο. Επειτα από πρόταση νόμου της Αννίτας Δημητρίου, αναπληρώτριας προέδρου της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ισων Ευκαιριών μεταξύ Ανδρών και Γυναικών και της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας και Πολιτισμού, εισάγεται ο όρος «γυναικοκτονία» με τροποποίηση και εισαγωγή του άρθρου 208Α του βασικού νόμου.
Οπως εξήγησε η βουλευτής, με την πρόταση νόμου δεν αλλάζουν οι ποινές που προβλέπονται σήμερα για τέτοια αδικήματα, αλλά θα βοηθείται η Αστυνομία να ταξινομεί τις υποθέσεις της που αφορούν δολοφονίες γυναικών για συγκεκριμένους λόγους. Οπως ανέφερε η ίδια, κατά τη συζήτηση της πρότασης μπορεί να εισαχθούν και άλλες κατηγορίες λόγων που δολοφονούνται γυναίκες. Με την ταξινόμηση θα γνωρίζουν και οι Αρχές και άλλοι ενδιαφερόμενοι για το πόσες υποθέσεις γυναικοκτονιών υπάρχουν και θα λαμβάνονται και τα ανάλογα μέτρα.
Στην Κύπρο τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν σημειωθεί γύρω στις 40 γυναικοκτονίες, γεγονός που κατέδειξε την ανάγκη για πιο στοχευμένα μέτρα άμεσης, έγκαιρης και αποτελεσματικής παρέμβασης από πλευράς όλων των αρμοδίων αρχών».
«Κι ενώ εμείς ακόμα αμφισβητούμε τη λεκτική διατύπωση, άλλες χώρες προχωρούν σε δραστικά μέτρα εισαγωγής στο νομικό τους οπλοστάσιο του σχετικού εγκλήματος και, φυσικά (γιατί αυτός είναι ο στόχος) της ανάληψης συγκεκριμένων μέτρων για τη καταπολέμηση των γυναικοκτονιών. Στην Αγγλία και στην Ουαλία έγινε η αρχή για να αναγνωρίζονται τα εγκλήματα με μισογυνιστικό κίνητρο, ως εγκλήματα μίσους. Τα εγκλήματα μίσους συνεπάγονται βαρύτερες ποινές που δεν αναστέλλονται, και ως τώρα αναγνωρίζονται σε πολλές χώρες με κίνητρα την προκατάληψη λόγω φυλής, χρώματος, θρησκείας, εθνικότητας, σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου.
Αυτή η τεράστια νίκη προέκυψε μετά από μαζικές διαμαρτυρίες, με αφορμή την απαγωγή και δολοφονία της Σάρα Έβεραρντ από αστυνομικό, δηλαδή ήταν μια κατάκτηση μετά από ακόμα μια γυναικοκτονία. Αλλά η συζήτηση στην Αγγλία είχε ανοίξει εδώ και πολύ καιρό, μια και υπήρχαν πολλές φωνές στο Κοινοβούλιο που μιλούσαν για πανδημία βίας κατά των γυναικών. Από αυτό το φθινόπωρο, οι αστυνομικές αρχές θα είναι υποχρεωμένες να αναγνωρίζουν και να καταγράφουν περιστατικά οποιουδήποτε τύπου εχθρότητας, τα οποία τα θύματα θεωρούν ότι δέχονται εξαιτίας του φύλου τους, ακόμα και περιστατικά που οι γυναίκες έχουν μάθει να αγνοούν, όπως παρενόχληση στο δρόμο, άντρες που τις ακολουθούν, που ασκούν οποιαδήποτε βία, που επιμένουν να τις ενοχλούν. Στόχος αυτής της κίνησης, που θα γίνει σε πειραματικό επίπεδο, είναι να συλλέξουν στατιστικά στοιχεία και να μπορέσουν να αντιληφθούν το μέγεθος και την κλίμακα του προβλήματος, ενώ παράλληλα να ενθαρρύνουν τα θύματα να κάνουν καταγγελίες.
Ένα νομικό σύστημα συντελεί με τον τρόπο του στη διαιώνιση των δομών που επιτρέπουν τη γυναικοκτονία. Αρνείται ή δεν είναι σε θέση να επικεντρωθεί στον μισογυνισμό των εγκλημάτων, μεταφέρει την ενοχή στα θύματα, αποδέχεται το διπλό πρότυπο ηθικής και τελικά αναδεικνύει και επιβεβαιώνει την αποτυχία του κράτους να προστατέψει τον μισό του πληθυσμό.
Ο ρόλος του κράτους είναι πολύ σημαντικός. Οι νόμοι πρέπει να εξελιχθούν περισσότερο, να προστατεύσουν αποτελεσματικά τις γυναίκες… Αν είχα την τύχη να στηριχτώ σε κάποιον, αν δεν ήμουν μόνη, θα είχα αντιδράσει πιο πριν. Και όλα θα ήταν διαφορετικά».
Αυτά γράφει, μεταξύ άλλων συγκλονιστικών, η Βαλερί Μπακό, η οποία αφηγήθηκε την κόλαση της βίας που βίωνε στο βιβλίο “Tout le monde savait” (Ολος ο κόσμος γνώριζε).
Η Μπακό δικάστηκε για την δολοφονία του πατριού της που έγινε αργότερα σύζυγός της. Ο πατριός της, που στη συνέχεια έγινε σύζυγός της, την βίαζε από τα 12, την ξυλοκοπούσε και την εξέδιδε.
Η Βαλερί Μπακό προβάλλεται συχνά από τα γαλλικά ΜΜΕ ως η «νέα Ζακλίν Σοβάζ», μια 60χρονη που καταδικάστηκε το 2014 διότι σκότωσε τον σύζυγό της έπειτα από δεκαετίες ενδοοικογενειακής βίας και αποφυλακίστηκε το 2016 έπειτα από προεδρική χάρη.
Δύο παράγοντες αναδεικνύει η Βαλερί, που θα την βοηθούσαν σε όλο το μαρτύριο που έζησε και την αποφυγή του φόνου : το κράτος με όλες τις λειτουργίες του, με νόμους που δεν την καταδικάζουν στην αορατότητα, που την προστατεύουν τόσο κατά τη νομοθέτηση όσο και κατά την εφαρμογή, με επαρκείς κοινωνικές και αστυνομικές υπηρεσίες με ευήκοα ώτα και μία κοινωνία που δεν «γνωρίζει και σιωπά».
«Ε, ας το κάνουμε όπως η Κύπρος»!
Ο αριθμός των ανθρωποκτονιών στην Ευρώπη μειώνεται ενώ των γυναικοκτονιών παραμένει σταθερός
«Η εισαγωγή του όρου γυναικοκτονία στο,ποινικό μας σύστημα θα ήταν κι ένας τρόπος να ενισχυθεί η συλλογή και η επεξεργασία τέτοιων στοιχείων, που δυστυχώς λείπουν από τη χώρα μας, ώστε να καταγράφονται επισήμως τέτοια περιστατικά ως γυναικοκτονίες, αλλά και να αντιμετωπίζονται αρμοδίως από τις δικαστικές Αρχές.
Το να αναφέρουμε συνέχεια αριθμούς, αυτό δεν είναι ένα είδος αριθμολαγνείας, αλλά οι ταξινομήσεις και οι κατηγοριοποιήσεις έχουν ένα πολύ σημαντικό στόχο: την ανάπτυξη πολιτικών μέχρι και την κατανομή πιστώσεων. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται οι απαραίτητες δομές ψυχολογικής και νομικής στήριξης, ενημέρωσης, πρόληψης και φροντίδας.
Η Ελληνική Αστυνομία οφείλει σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές οδηγίες να δίνει στοιχεία για τις γυναικοκτονίες στην ΕΛΣΤΑΤ και αυτή με την σειρά της να τα επεξεργάζεται και να τα παρέχει στην Eurostat. Το έκανε μόνο μια φορά για το 2017.
Η Eurostat με την σειρά της, στις επίσημες οδηγίες για την εφαρμογή της ονοματολογίας ICCS στην Ευρώπη (EU guidelines for the International Classification of Crime for Statistical Purposes — 2017 edition), δεν αρκείται στην συμπερίληψη της γυναικοκτονίας στον ορισμό του κωδικού για την ανθρωποκτονία από πρόθεση, και αναφέρεται στην δημιουργία ειδικής τυπικής κωδικοποιημένης υποκατηγορίας του κωδικού 0101, ειδικά για την γυναικοκτονία.
Μέχρι στιγμής στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, τα δεδομένα που προέρχονται από τις εθνικές αστυνομικές υπηρεσίες δεν είναι συγκρίσιμα μια και δεν καταγράφονται τα ίδια στοιχεία (πχ. το φύλο, ο τόπος, η σχέση θύματος/θύτη, προηγούμενα επεισόδια ψυχοσωματικής βίας, εμπλεκόμενες υπηρεσίες). Με άλλα λόγια καταχωρείται ως μια κοινή περίπτωση ανθρωποκτονίας στην οποία απαλείφονται τα έμφυλα χαρακτηριστικά της και τα σεξιστικά κίνητρα του δράστη. Ο αριθμός των ανθρωποκτονιών στην Ευρώπη μειώνεται ενώ των γυναικοκτονιών παραμένει σταθερός. Πέρα από τα ποσοτικά, που θα πείσουν για την έκταση του προβλήματος, ποιοτικά δεδομένα που αφορούν το κοινωνικό προφίλ του θύματος και του θύτη, τη μεταξύ τους σχέση, την οικονομική εξάρτηση, τη χρήση ουσιών και αλκοόλ και γενικότερα τα κοινωνικά συμφραζόμενα της εγκληματικής πράξης μπορούν να μας βοηθήσουν να εμβαθύνουμε και να κατανοήσουμε».