«Σκοπός μου δεν είναι να βγάλω τον νέο Χατζηβρέττα»
Πολύτεκνος δεν είναι, αλλά έγινε χάριν της υλοποίησης ενός ονείρου. Γιατί το όνειρο του Χατζηβρέττα, μετά το πέρας μιας σπουδαίας καριέρα γεμάτη τίτλους, προσωπικές διακρίσεις δεν ήταν να στέκεται κουστουμαρισμένος μπροστά από έναν πάγκο. Ίσως γιατί δεν θα ένιωθε το ίδιο δημιουργικός. Έτσι αποφάσισε να «φτιάξει» την ακαδημία «ΔΕΚΑ», το τρίτο του παιδί. Και μην έχετε αμφιβολίες γιατί όπως λέει και ο λαός… «αν δεν χτίσεις σπίτι ή δεν παντρέψεις κόρη, δεν μπορείς να καταλάβεις τις δυσκολίες της ζωής».
Ο «Νικόλας» δεν έχτισε σπίτι, αλλά κοτζαμάν παλάτι βάζοντας τις βάσεις ανάπτυξης μιας ακαδημίας η οποία πλέον απαριθμεί 400-450 παιδιά κάθε χρόνο. Εκεί πήγε στο Gazzetta, κάνοντας τη δική του αυτοψία και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι έγινε μάρτυρας ενός σύγχρονου προπονητικού κέντρου το οποίο κόστισε κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, αλλά ποιος λογαριάζει τα χρήματα μπροστά στην υλοποίηση ενός ονείρου; Τα όνειρα κατευθύνουν την ανθρώπινη ψυχή, αυτό έγινε και με τη ψυχή του Χατζηβρέττα. Η συζήτηση μαζί του περιστράφηκε σε όλες τις καταστάσεις της τωρινής εποχής. Από την ακαδημία, τη νοοτροπία των παιδιών, τα ερεθίσματα που έλαβε ο ίδιος μέσα από την καθημερινή συναναστροφή με τους κορυφαίους του αθλήματος.
Η ενασχόληση με τα αναπτυξιακά προγράμματα ήταν σκοπός ή επιθυμία που δημιουργήθηκε στα χρόνια της επαγγελματικής καριέρας;
«Η αλήθεια είναι ότι καλλιεργήθηκε μέσα μου από μικρή ηλικία, την εποχή που ήμουν στον Αίαντα Ευόσμου σε ηλικία 16 ετών όπου μας έβαζαν να βοηθάμε στις προπονήσεις των ακαδημιών. Εκεί κατατάσσω την πρώτη επαφή. Ακολούθησε η επαγγελματική καριέρα, ο πρωταθλητισμός από μικρή ηλικία, αλλά τότε μπήκε το μικρόβιο κι άρχισε να αναπτύσσεται αυτή η ιδέα στο μυαλό μου. Στα χρόνια που ακολούθησαν κι έχοντας πιο ώριμη σκέψη, σκεφτόμουν τι πραγματικά θα μου άρεσε να κάνω μετά το τέλος της καριέρας μου. Κατάλαβα ότι μου άρεσε το αναπτυξιακό πρόγραμμα. Τελειώνοντας στον Άρη το 2011, είχαμε συζητήσει με τον Λάζαρο Παπαδόπουλο. Ξεκινήσαμε με την GBA, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι όπως τα είχαμε σχεδιάσει. Είχαμε έρθει στη Δυτική Θεσσαλονίκη και στον Εύοσμο, με τον Λάζαρο δεν συμβαδίσαμε σε κάποια πράγματα κι έτσι γεννήθηκε η ιδέα της δημιουργίας της «ΔΕΚΑ» η οποία προέκυψε μέσα από τη συγχώνευση της Δόξας Ελπίδας και του Κρόνου. Αρχικά είχε μόνο τμήματα μπάσκετ, τώρα έχουμε και τμήμα βόλεϊ».
Ένιωσες ότι δεν σου ταίριαζε το κουστούμι του προπονητή;
«Νιώθω τυχερός που βρέθηκα σε μεγάλες ομάδες, αλλά την προπονητική ως επάγγελμα δεν τη σκέφτηκα ποτέ. Δεν ξέρω πώς θα λειτουργούσα, δε νομίζω ότι θα μου ταίριαξε. Πιστεύω ότι αν ήθελα να γίνω επαγγελματίας προπονητής θα είχα λειτουργήσει εντελώς διαφορετικά στα προηγούμενα χρόνια. Τη βαθιά ενασχόληση με τα αναπτυξιακά προγράμματα δεν τη βλέπεις ως επάγγελμα. Θα έλεγα ότι πριν τελειώσω την επαγγελματική καριέρα μου, ήμουν κατασταλαγμένος στο τι ήθελα να κάνω. Δηλαδή, να είμαι στο σπίτι μου, με την οικογένειά μου, στον τόπο που μεγάλωσα και παράλληλα να ασχοληθώ μ’ αυτό που αγαπάω και θεωρώ ότι το ξέρω. Να φτιάξω μια ομάδα πάνω στις δικές μου αρχές».
«Καλός αθλητής δεν σημαίνει μόνο καλός παίκτης»
Ποιος είναι ο στόχος; Να βγει ο νέος Χατζηβρέττας (;), ο νέος Διαμαντίδης; Συνήθως σ’ αυτό αποσκοπούν οι ακαδημίες.
«Όχι, δεν είναι αυτός ο βασικός στόχος. Μακάρι να αναδειχθούν παιδιά τα οποία θα έχουν τη δυνατότητα και την προσωπικότητα για να κάνουν πράγματα στο μπάσκετ και να καταφέρουν τα όνειρά τους. Αυτό που παρέχει η ομάδα είναι αρχές, καλή νοοτροπία, εκμάθηση των βασικών του αθλήματος, κυρίως όμως δίνουμε έμφαση στη νοοτροπία, στη συμπεριφορά και στο χτίσιμο χαρακτήρων. Υπάρχει ένα μεθοδικό και δυναμικό πρόγραμμα προπόνησης μέσα από το οποίο αναπτύσσονται καλοί αθλητές. Καλός αθλητής δεν σημαίνει απαραίτητα και καλός παίκτης αλλά το να βγεις στην κοινωνία έχοντας τη σωστή νοοτροπία και να είσαι χρήσιμος σε ότι κι αν κάνεις. Περισσότερο μ’ ενδιαφέρει το χτίσιμο του χαρακτήρα του παιδιού και η σημασία της δουλειάς. Εκτιμώ ότι έτσι αναδεικνύονται άνθρωποι με στόχους και ιδανικά. Δεν θα γίνουν όλοι επαγγελματίες παίκτες και πιστεύω ότι το ξέρουν και οι ίδιοι, αυτό όμως δεν τους αποτρέπει από το να δουλέψουν για να βελτιωθούν και να κυνηγήσουν το όνειρό τους».
«Η κατασκευή νέου γηπέδου… είναι μια εμπειρία»
Η δημιουργία ιδιόκτητου γηπέδου στοιχειοθέτησε ισχυρό εγχείρημα. Ένιωσες ότι ήταν αναγκαίο;
«Τίποτε δεν είναι απαραίτητο ή αναγκαίο. Το θέμα είναι το επίπεδο των αναγκών που δημιουργούνται μέσα από τη δουλειά. Είχαμε συγκεκριμένες ώρες στο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου και πηγαίνοντας εκεί θα έπρεπε σε πρώτη φάση να μεταμορφώσουμε το γήπεδο. Βάλαμε παρκέ, προστατευτικά μαξιλάρια, προσθέσαμε εξοπλισμό σε μια προσπάθεια να το κάνουμε πιο λειτουργικό. Παράλληλα με τις ώρες που μας έδινε ο Δήμος κάναμε προπονήσεις και σ’ ένα άλλο γήπεδο το οποίο πλέον δεν λειτουργεί. Έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη να κάνουμε κάτι. Είτε συμβιβάζεσαι μ’ αυτό που έχεις, τις περιορισμένες ώρες προπόνησης δηλαδή, είτε κάνεις το βήμα μπροστά με τη δημιουργία προπονητικού χώρου που θα σε απαλλάξει από το άγχος των ωρών προπόνησης. Προφανώς ήταν μια μεγάλη επένδυση αλλά είχα τη σιγουριά και τη δυνατότητα να την κάνω, δίχως να πάρω μεγάλο ρίσκο και να αγχωθώ για τη συντήρησή του. Είχα τις δυνάμεις να το κάνω και το έκανα. Δεν είναι εύκολο να κατασκευάσεις κάτι από την αρχή, είναι μια μεγάλη εμπειρία».
Σήμερα, πόσα παιδιά αθλούνται στη «ΔΕΚΑ»;
«Με την κατασκευή του προπονητικού χώρου ουσιαστικά αυξήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό οι ώρες δουλειάς γιατί έχεις να διαχειριστείς και να αποφασίσεις για πράγματα τα οποία ξεφεύγουν από το προπονητικό. Αγγίζουν το λειτουργικό που έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις. Κάθε χρόνο έχουμε 400-450 παιδιά. Το γήπεδο είναι σ’ ένα σημείο που το κάνει εύκολα προσβάσιμο για όλα τα παιδιά των δυτικών συνοικιών. Ουσιαστικά καλύπτουμε την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Θεσσαλονίκης».
Υπάρχει η σκέψη δημιουργίας μιας άκρως επαγγελματικής ομάδας με τον στόχο της συμμετοχής στην κορυφαία κατηγορία;
«Δε νομίζω ότι ταιριάζει στην ομάδα. Στόχος ήταν, είναι και παραμένει αυτό που κάνουμε σήμερα. Να ευχαριστιούνται τα παιδιά, να πάρουν τα εφόδια που εξήγησα νωρίτερα κι αν θέλουν μετά από κάποια ηλικία να πάνε σε μια άλλη ομάδα, δεν υπάρχει το παραμικρό πρόβλημα. Τώρα, αν κάποια στιγμή τα παιδιά που αναδεικνύονται από τις ακαδημίες αποκτήσουν την ποιότητα να ανεβάσουν την ομάδα κατηγορίες, «οκ» κανένα πρόβλημα αλλά συνήθως στα 18-19 θέλουν το κάτι παραπάνω και φεύγουν από την ομάδα. Γενικώς, η «ΔΕΚΑ» είναι έτσι χτισμένη ώστε να στηρίζεται στα παιδιά της. Αυτή τη στιγμή η ανδρική ομάδα είναι στη Γ’ Εθνική και στη 12αδα είναι δέκα αθλητές ηλικίας 17-18 ετών που βγήκαν από την ακαδημία».
«Είναι λάθος να συγκρίνουμε γενιές»
Πόσο διαφορετικά είναι σήμερα τα παιδιά σε σύγκριση με τη δική σου γενιά;
«Άλλες γενιές και νοοτροπίες. Πρέπει να συμβιβαστείς μ’ αυτό, με την ιδέα ότι εμείς ανήκουμε σε μια άλλη γενιά με διαφορετικές συνήθειες, άλλα ερεθίσματα. Ξεκινώντας το εγχείρημα είχα την αίσθηση ότι διέθετα την πείρα για να το διαχειριστώ. Προσπάθησα να προσεγγίσω τα παιδιά με τον τρόπο που ήξερα, βάσει των δικών μου παιδικών βιωμάτων αλλά στην πορεία αντιλήφθηκα το χάσμα μεταξύ των γενεών. Η δική μου μεγάλωσε διαφορετικά και πρέπει να το δεχτούμε».
Μήπως η τωρινή γενιά έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις από αυτές που δεν θα έπρεπε να είχε; Λέμε ότι είναι πιο μαλθακά τα παιδιά, δεν γαλουχούνται στους κανόνες του ανοιχτού γηπέδου.
«Εμείς ήμασταν παιδιά της αλάνας η οποία στη σημερινή εποχή δεν υπάρχει. Είναι άτοπο να κάνουμε συγκρίσεις. Όταν ήμουν παιδί ο πληθυσμός του Δήμου Ευόσμου ήταν 30.000 κάτοικοι και σήμερα έχει 150.000. Εμείς μάθαμε ποδόσφαιρο και μπάσκετ στην αλάνα, ως επί των πλείστων δεν ξέραμε τι ήταν η ακαδημία. Σήμερα τα παιδιά δεν έχουν αλάνες, άρα πρέπει να πάνε στις ακαδημίες για να μάθουν. Μεγαλώνουν διαφορετικά. Η κοινωνία έχει αλλάξει, οι γονείς είναι πιο προστατευτικοί, είναι πάνω από το κεφάλι των παιδιών και όλα τα δεδομένα χτίζουν διαφορετικούς χαρακτήρες και νοοτροπίες. Κάθε γενιά έχει τα δικά της συν και πλην».
Και οι γονείς άλλαξαν, καλύπτοντας την καθημερινότητα των παιδιών μ’ έναν προστατευτικό μανδύα, στένεψαν το πλαίσιο λειτουργίας τους.
«Θεωρώ ότι σε όλα χρειάζεται ένα μέτρο. Παλιότερα στον αθλητισμό, οι γονείς δεν προσπαθούσαν να παίξουν τον ρόλο του προπονητή, στην πραγματικότητα δεν πολυσυζητούσαν γύρω από την αθλητική δραστηριότητα του παιδιού. Λέγανε ‘που πήγε το παιδί, πήγε για μπάσκετ’. Αυτό και τέλος».
Ζώντας τα τωρινά παιδιά, ποια γενιά είναι καλύτερη;
«Πλέον υπάρχει πιο οργανωμένη κατάσταση. Εμείς δεν είχαμε την τεχνογνωσία και τις τωρινές συνθήκες ούτε φυσικά τη πληροφορία που έχουν σήμερα τα παιδιά. Δίχως τεχνογνωσία, παίζοντας στις αλάνες, δίχως κανόνες, θα έλεγα ότι ήμασταν πιο σκληροί και ανταγωνιστικοί, όπως και απαίδευτοι σε κάποιους τομείς. Αυτό που δεν πρέπει να αλλάξει και είναι ο βασικός στόχος της «ΔΕΚΑ» είναι ότι κάθε παιδί πρέπει να βλέπει το μπάσκετ σαν παιχνίδι και να το απολαμβάνει. Αυτό προσπαθούσε να εμφυσήσουμε στα παιδιά και ισχύει για όλους. Ακόμη και για τον παίκτη. Μπαίνω στο γήπεδο, ξεχνάω τα προβλήματα που έχω, ξεδίνω, παίζω και απολαμβάνω».
Μήπως λειτουργούν σαν στρατιωτάκια; Δίχως τον χώρο να βγάλουν τη φαντασία τους, σε πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο…
«Η αλάνα σου παρείχε μεγαλύτερη ελευθερία, ως ένα βαθμό σ’ έκανε πιο δημιουργικό και σου έδινε τη δυνατότητα να ξεδιπλώσεις τη φαντασία σου. Να δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου. Τώρα, η ζωή είναι διαφορετική για τα παιδιά. Υπάρχει ένα πρόγραμμα άθλησης, περισσότερες ώρες στο φροντιστήριο, στο σχολείο… άλλες απαιτήσεις. Γι’ αυτό λέω ότι είναι άτοπο να συγκρίνουμε γενιές. Αυτό που δεν πρέπει να χαθεί ποτέ είναι ότι το μπάσκετ είναι ένα παιχνίδι που πρέπει το κάθε παιδί να το έχει μέσα του».
«Μην είμαστε μυγιάγγιχτοι»
Μήπως τα παιδιά χρειάζονται περισσότερο χώρο;
«Η πιο ευχάριστη εικόνα που είχα στην εποχή της καραντίνας ήταν αυτή των παιδιών – και της ακαδημίας μεταξύ αυτών – που έπαιζαν στ’ ανοιχτά γήπεδα. Ήταν εικόνα που αντιπροσώπευε αυτό που πιστεύω, δηλαδή ότι το μπάσκετ πάνω απ’ όλα είναι ένα παιχνίδι. Είναι απαραίτητο να παίξουν και μόνα τους, δίχως την καθοδήγηση ενός προπονητή. Να λειτουργήσουν κι έξω από ένα πρόγραμμα. Μην είμαστε μυγιάγγιχτοι. Εμείς μεγαλώσαμε στ’ ανοιχτά γήπεδα, δεν πάθαμε τίποτε, ας μην έχουμε φόβους μη χτυπήσουν τα πόδια και τα χέρια τους. Το παιδί πρέπει να ζει σαν παιδί. Αγαπάς το μπάσκετ σαν παιχνίδι και το απολαμβάνεις, όπως απολάμβανα κι εγώ το παιχνίδι στο ανοιχτό γήπεδο, τη διαδικασία της προπόνησης, τον χαβαλέ με τους συμπαίκτες μου. Όλο αυτό το σκηνικό ήταν μαγικό. Νομίζεις ότι, όταν ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ το έκανα με την ιδέα ότι θα γίνω επαγγελματίας; Αυτό προέκυψε».
Στις απαιτήσεις, μέχρι που διαβάζω πολλές φορές ότι πρέπει ένα παιδί 13-14 ετών να ακολουθεί συγκεκριμένη διατροφή. Μήπως «μπουχτίζουν» τα παιδιά μέσα από το πλάνο απαιτήσεων που βάζουν είτε οι γονείς είτε αυτοί που θέλουν να λέγονται «ειδικοί» του μπάσκετ;
«Είναι από τις υπερβολές της εποχής. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε μια παιδική ψυχή 14-15 ετών λες και πρόκειται για 25χρονο επαγγελματία που κάνει καριέρα. Δεν χρειάζεται ένας 14χρονος να ακολουθεί το πολύ εντατικό πρόγραμμα σ’ αυτή την ηλικία γιατί θα φθάσει στα 25 και θα σκάσει. Κάθε πράγμα στον καιρό του. Προφανώς χρειάζεται προσοχή για κάθε παιδί, να προσέχει τη διατροφή του, δεν μπορεί να τρώει κάθε μέρα πίτσες και πίτα γύρο, αλλά δεν χρειάζονται και στερήσεις γιατί αυτές θα βγουν αργότερα. Χρειάζεται ένα οργανωμένο πρόγραμμα άθλησης και όχι υπερβολές. Ακούω κι εγώ για την αναγκαιότητα υποβολής παιδιών σε εργομετρικές εξετάσεις, στην ανάγκη να ακολουθήσουν αυστηρό πρόγραμμα διατροφής. Όλα είναι χρήσιμα, όπως η προσεκτική διατροφή αλλά όχι απαραίτητα σ’ αυτή την ηλικία. Όλα ξεκινούν από τη σοβαρότητα και την αγάπη που πρέπει να έχει ένα παιδί σ’ αυτό που κάνει και από το να μη στερηθεί τη χαρά του παιχνιδιού».
«Με τον Ομπράντοβιτς έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου»
Η συζήτηση περιστράφηκε και στους προπονητές με τη μεγαλύτερη επίδραση στη διαμόρφωση της αθλητικής προσωπικότητάς του. Στην πραγματικότητα, φεύγοντας από τον Ηρακλή, ο «Νικόλας» των «κυανόλευκων» δεν διαισθάνθηκε απλά ένα αθλητικό σοκ αλλά σημειώθηκε ένα «τσουνάμι» το οποίο «διέλυσε» αυτά που ήξερε, αυτά που έκανε με αυτά που όφειλε να κάνει…
«Πιτσιρικάς, όταν ήμουν στον Αία, έπαιζε με το ένστικτο. Η δική μου γενιά μεγάλωσε με τον Γκάλη ο οποίος έβαζε 35-40 πόντους και θέλαμε να τον μιμηθούμε. Αυτό προσπαθούσα κι εγώ. Όταν δεν έβαζα 30 πόντους δεν ήθελα να φύγω από το γήπεδο. Μετά πήγα σε υψηλότερο επίπεδο, στον Ηρακλή. Ως ένα βαθμό το έκανα κι εκεί. Στη συνέχεια πήγα στην ΤΣΣΚΑ με τον Ντούσαν Ίβκοβιτς για να ακολουθήσει ο Παναθηναϊκός του Ομπράντοβιτς όπου άρχισα να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου γιατί έπρεπε να κάνω άλλα πράγματα.
Στον Ηρακλή που διεκδικούσε θέση στην 4αδα του ελληνικού Πρωταθλήματος μπορούσα να κυνηγήσω τους 30 πόντους. Πηγαίνοντας όμως σε ομάδες που θέλουν να κατακτήσουν το ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, αυτομάτως μπαίνεις σ’ ένα καλούπι και οφείλεις να λειτουργήσεις με τρόπο ώστε να είσαι χρήσιμος στην ομάδα κάνοντας πολλά μικρά πράγματα. Δυσκολεύτηκα αρκετά να συνηθίσω σε κάτι διαφορετικό σε σχέση με αυτό που είχα μάθει. Κυρίως ο Ομπράντοβιτς μου άλλαξε τη νοοτροπία. Με βοήθησε σαν άνθρωπο, μου έμαθε να χαλιναγωγώ τον εγωισμό μου, να καταλάβω την έννοια της ομάδας και το πόσο σημαντική. Δεν είναι εύκολο να το καταλάβεις, ειδικά όταν έχεις μάθεις να ξεχωρίζεις μέσα από το σκορ. Μετά προσπάθησα να μπω σε ομάδες όπως η ΤΣΣΚΑ και ο Παναθηναϊκός, μέσα από ένα διαφορετικό τρόπο λειτουργίας και προφανώς με διαφορετικό ρόλο».
Ποιος προπονητής διαμόρφωσε την αθλητική προσωπικότητά σου την οποία αντιλαμβάνομαι ότι προσπαθείς να περάσεις και στα παιδιά της ακαδημίας;
«Θεωρώ ότι επιδράσεις έχω από κάθε προπονητή με τον οποίο συνεργάστηκα γιατί φτιάχνουν την αθλητική προσωπικότητά σου. Όπως επίσης και από παράγοντες γύρω από τις ομάδες γιατί με τον τρόπο τους σου δείχνουν πώς πρέπει να συμπεριφερθείς σε μια ομάδα. Η όλη διαδικασία χτίζει προσωπικότητες και νοοτροπία. Με τον Ομπράντοβιτς είδα το μπάσκετ με άλλο μάτι, είδα πράγματα που δεν έκανα πριν, μ’ έμαθε να λειτουργώ για το σύνολο. Νιώθω τυχερός γι’ αυτό που έζησα γιατί έζησα τη χαρά των 30 πόντων κυρίως όμως το να είσαι δημιουργικός και λειτουργικός σε μια ομάδα φτάνοντας στο σημείο κατάκτησης τίτλων».
«Μερικά παιδιά μπορεί να μην με γνωρίζουν»
Απαραίτητη σημείωση, αν και είναι αυτονόητη. «Προφανώς η επωνυμία της ακαδημίας αντιπροσωπεύει και το νούμερο της φανέλας που φορούσα αλλά το «ΔΕΚΑ» δείχνει το άριστα. Δεν λέμε ότι φθάσαμε σ’ αυτό το επίπεδο, σίγουρα όμως προσπαθούσαμε», είπε. Βέβαια, ο «Χάτζη» δεν άρχισε την αθλητική πορεία του στα τσιμεντένια του Ευόσμου, αλλά στο χαλίκι. «Στο ποδόσφαιρο φορούσα το «2» ήμουν δεξί μπακ, εκεί στο χαλίκι».
Συνηθίζεις να μιλάς στα παιδιά; Εννοώ να τους εξιστορείς καταστάσεις από την καριέρα σου χρησιμοποιώντας παραδείγματα;
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν συνηθίζουν να ρωτάνε. Μπορεί να μην γνωρίζουν κιόλας καθώς σήμερα έχουν άλλα αγωνιστικά πρότυπα. Κι εγώ αποφεύγω να μιλήσω για ό,τι πέρασα».
Ποια καθημερινότητα είναι δυσκολότερη; Του επαγγελματία αθλητή με το εύρος των ευθυνών ή του… τα κάνω όλα όπως πράττεις εσύ στη «ΔΕΚΑ»;
«Ως αθλητής έχεις συγκεκριμένα ωράρια και η καθημερινότητά σου κινείται γύρω από το πρόγραμμα προπόνησης ή έναν αγώνα. Ως προπονητής προφανώς έχει μεγαλύτερες ευθύνες γιατί θα πρέπει να λειτουργήσεις με τρόπο ώστε να συγκεντρώσεις το σύνολο καθώς είσαι υπεύθυνος για μια κατάσταση. Το οργανωτικό κομμάτι είναι το δυσκολότερο γιατί έχεις μεγάλη ευθύνη, είναι πολλές οι ώρες που οφείλεις να αφιερώσεις. Ωστόσο, όταν σου αρέσει αυτό που κάνεις, ταυτοχρόνως το απολαμβάνεις. Προφανώς δεν είναι εύκολο και ειδυλλιακό, αλλά κάνω από που θέλω. Είμαι στο γήπεδο αρκετές ώρες, μαζί με τους εξαιρετικούς συνεργάτες μου οι οποίοι έχουν τον ίδιο τρόπο σκέψης».