Μπουντούρης στο Gazzetta: «Παραλίγο να κόψω το μπάσκετ ύστερα από καυγά με τον Ίβκοβιτς»
Κάποτε, ο θρυλικός προπονητής Τζον Γούντεν, ο οποίος είχε κατακτήσει 10 πρωταθλήματα NCAA με το μεγάλο κολέγιο του UCLA, είχε πει: «Τίποτα δεν πρόκειται να δουλέψει αν δεν δουλέψεις εσύ» δίνοντας το έναυσμα και το κίνητρο σε όλους τους παίκτες, σε όλα τα αθλήματα και σε όλον τον κόσμο να αφοσιώνονται στη σκληρή δουλειά.
Ένας από τους εκατομμύρια αθλητές που έκαναν το βήμα παραπάνω στην καριέρα τους και φρόντισαν να διαγράψουν τη δική τους πορεία μέσα από την σκληρή δουλειά, ήταν και ο Νίκος Μπουντούρης. Από τα μέσα της δεκαετίας του '80 και πριν γίνει η μεγάλη «έκρηξη» του αθλήματος στην Ελλάδα μετά την κατάκτηση του Eurobasket στο ΣΕΦ, ένας πιτσιρικάς στον Βόλο έκανε τα δικά του όνειρα με την πορτοκαλί μπάλα στα χέρια του.
Ξεκινώντας από τον τοπικό Ολυμπιακό Βόλου και έχοντας εντυπωσιάσει τους πάντες τόσο με τη σκληρή δουλειά που έκανε κάθε μέρα όσο και με τον προσγειωμένο χαρακτήρα του, έφτασε στο σημείο να αποτελέσει ένα κεφάλαιο για το ελληνικό μπάσκετ.
Με καριέρα στους μεγαλύτερους συλλόγους και με ουκ ολίγες διακρίσεις.
Μια ματιά στο παλμαρέ του, φτάνει και περισσεύει για να καταλάβει κάποιος την αξία και την προσφορά του Νίκου Μπουντούρη στις ομάδες που αγωνίστηκε. Τρία ευρωπαϊκά τρόπαια (δύο με τον ΠΑΟΚ, ένα με τον Παναθηναϊκό), τρία πρωταθλήματα Ελλάδας (ένα με τον ΠΑΟΚ, δύο με τον Παναθηναϊκό), δύο Κύπελλα (ένα με τον ΠΑΟΚ, ένα με τον Ολυμπιακό) αλλά και μια «γεμάτη» δεκαετίας φορώντας τη φανέλα της Εθνικής ομάδας σε 102 επίσημα ματς!
Θέλετε και άλλα; Ο 50χρονος σήμερα Μπουντούρης ξετυλίγει στο Gazzetta το κουβάρι της καριέρας του και θυμάται όλα όσα έζησε σε αυτά τα 20 χρόνια καριέρας. Θυμάται άγνωστες ιστορίες από τη δεκαετία του '90, προπονητές, συμπαίκτες και ουκ ολίγα ευτράπελα που συνάντησε στα γήπεδα...
Φωτογραφίες Συνέντευξης: Δώρα Δημητρίου
«Τραυματική η πρώτη μου εμπειρία στο μπάσκετ, αν δεν έπαιζα είχα σκεφτεί να γίνω και αξιωματικός αεροπορίας»
-Να γυρίσουμε αρκετά χρόνια πίσω... Στα παιδικά σου χρόνια. Γεννήθηκες και μεγάλωσες στον Βόλο. Πότε και πώς ξεκίνησες να παίζεις μπάσκετ; Ποιος σε παρακίνησε;
«Ξεκίνησα στο τέλος της Α' γυμνασίου. Και επειδή ήμουν ψηλό παιδί για την ηλικία μου, περίπου στο 1.85 τότε, μου είπαν να πάω στον Ολυμπιακό Βόλου να κάνω προπόνηση επειδή ήθελαν έναν ψηλό. Εκεί ήταν τρομερή η πρώτη εμπειρία. Κατάλαβα από την πρώτη προπόνηση, ότι ήθελα να παίξω μπάσκετ. Έστω ως χόμπι, ως καθημερινή απασχόληση.»
-Μάλιστα εκείνη την περίοδο ο ποδοσφαιρικός Ολυμπιακός Βόλου ήταν και στην Α' Εθνική και είχε μεγάλο κοινό. Πήγαινες ποδόσφαιρο ή ήσουν ταγμένος μόνο στο μπάσκετ;
«Ελάχιστα. Οι φίλοι μου πήγαιναν αλλά εγώ έπαιζα συνέχεια μπάσκετ. Από το πρωί έως το βράδυ ήμουν συνέχεια στο γήπεδο. Μπορεί να έπαιζα ποδόσφαιρο στη γειτονιά, αλλά έκτοτε ασχολήθηκα μόνο με το μπάσκετ. Βέβαια την πρώτη φορά που έπιασα την μπάλα του μπάσκετ, είχα τραυματική εμπειρία. Στην ομάδα πήγα Μάιο και τον Ιούνιο είχαμε παίξει ένα φιλικό. Τότε, λοιπόν, πήγα να γυρίσω με πλάτη γιατί δεν ήξερα να κάνω πίβοτ και έπεσα κάτω. Χτύπησα με το κεφάλι! Τσαντίστηκα και θύμωσα πολύ με τον εαυτό μου με αποτέλεσμα να δουλέψω πολύ εκείνο το καλοκαίρι, όπου με βοήθησε πολύ και ο πρώτος μου προπονητής, ο Θωμάς Κουκουλέτσος. Τον Σεπτέμβριο ήμουν εντελώς αλλαγμένος. Δεν πίστευαν ότι έβλεπαν το ίδιο παιδί. Και στην Γ' Γυμνασίου συμμετείχα στην ανδρική ομάδα του Ολυμπιακού Βόλου που ήταν στην Β' Εθνική. Ήταν εντυπωσιακή η μετάλλαξή μου σε παίκτη και μέχρι την Γ' Γυμνασίου'-Α' Λυκείου έπαιζα ψηλός. Πλέι μέικερ άρχισα να παίζω μετά την Α' Λυκείου, στο παιδικό».
-Τι ομάδα ήσουν μικρός;
«Ο πατέρας μου ήταν ΑΕΚ. Ναι και εγώ το ίδιο τότε, αν και δεν καθόμουν ποτέ να δω στην τηλεόραση παιχνίδι ποδοσφαίρου. Εμένα μου άρεσε να παίζω. Και δεν μου άρεσε να βλέπω».
-Μεγαλώνοντας ώστε να ασχοληθείς με το μπάσκετ, είχες κάποιον παίκτη που θαύμαζες περισσότερο και ίσως να ήταν και ο λόγος για να πιάσεις την πορτοκαλί μπάλα;
«Δεν είχα, όχι. Αν και μικρός εκείνος με τον οποίο ταυτιζόμουν περισσότερο ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Τον παρακολουθούσα ως θέση. Και στη συνέχεια που τον γνώρισα δικαιώθηκα που τον θαύμαζα ως μικρός».
-Και στον Ολυμπιακό Βόλου άρχισε σιγά-σιγά η καθιέρωση και το όνομά σου ολοένα και να ακούγεται περισσότερο...
«Ναι, έπαιζα από νωρίς στον ανδρικό. Μάλιστα στην Γ' Λυκείου ήμουν από τους πρώτους σκόρερ της Γ' Εθνικής ενώ πολύ σημαντικό και κομβικό σημείο για την καριέρα μου ήταν ότι στην Β' Λυκείου κατέκτησα το πανελλήνιο πρωτάθλημα με το σχολείο μου. Και αυτός ήταν ένας λόγος που έπαιξα μπάσκετ. Τότε μπήκαμε στην Γυμναστική Ακαδημία άνευ εξετάσεων. Εάν δεν το κατακτούσαμε θα σταματούσα το μπάσκετ. Ήταν στο πρόγραμμα να σταματήσω, να διαβάσω, να περάσω πανελλήνιες και μετά να παίξω».
-Δηλαδή είχες στο μυαλό να ασχοληθείς και με κάτι άλλο εκτός από το μπάσκετ;
«Επειδη ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός στην αεροπορία, μια κατεύθυνση ήταν να πάω Σ.Μ.Α., ίσως Ευελπίδων. Ήταν μια ζωή που την είχα ζήσει μέσω του πατέρα μου, οπότε την γνώριζα. Παρόλα αυτά εγώ τότε ήμουν Β' Λυκείου και στη συνέχεια άλλαξε ο νόμος με αποτέλεσμα να μείνω ξεκρέμαστος μαζί με ένα άλλο παιδί. Και είχαμε πάει στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Τότε λοιπόν έκανα μια πολύ σοβαρή συζήτηση με τον πατέρα μου και τον ρώτησα: 'Να το κόψω;' Είχα τη δύναμη να το κάνω ως παιδί και ως μέλος των μικρών εθνικών ομάδων. Και εκείνος μου έδωσε όπως πάντα τη σωστή συμβουλή, λέγοντας μου να μείνω στο μπάσκετ γιατί ήταν σημαντικά αυτά που έκανα. Και αν δεν πέρναγα τελικά άνευ εξετάσεων στη Γυμναστική Ακαδημία, τότε να έδινα πανελλήνιες την επόμενη χρονιά. Το διαχειρίστηκε πολύ καλά. Αν και τον Μάρτιο μάθαμε ότι πέρασα...Και τότε δεν ήταν εύκολο να κατακτήσουμε το πρωτάθλημα σχολείων γιατί στην Καλλιθέα υπήρχαν ο Δεμέναγας και ο Ταμπάκης, αλλά έχασαν από ένα σχολείο της Αλσούπολης, το οποίο στη συνέχεια κερδίσαμε εμείς και πήραμε το πρωτάθλημα».
-Και το όνομά σου άρχισε να ακούγεται περισσότερο μετά το πανελλήνιο Εφήβων...
«Ναι είχαν αρχίσει να ενδιαφέρονται αρκετές ομάδες. Τότε με διεκδικούσαν διάφορες ομάδες όπως ο ΠΑΟΚ και ο Πανιώνιος. Ο Άρης είχε ρωτήσει, αλλά ήταν καλυμμένος σε αυτήν την θέση.»
-Φτάνουμε λοιπόν στο καλοκαίρι του '89 και έρχεται η μεγάλη σου μετακίνηση στον ΠΑΟΚ...
«Τότε είχαν έρθει στον Βόλο ο Γεράσιμος Βεντούρης και ο Ισίδωρος Κούβελος από τον Πανιώνιο. Και είχαν προσεγγίσει εμένα και τον πατέρα μου. Ο ΠΑΟΚ είχε έρθει με τον Βεζυρτζή και το συμβούλιό τους και μιλούσαν με τη διοίκηση του Ολυμπιακού Βόλου. Ε, είχαν συμφωνήσει με την ομάδα. Ο Βεντούρης ήθελε να κάνει μια προσφορά, αλλά ο Ολυμπιακός Βόλου είχε ήδη δώσει τα χέρια με τον ΠΑΟΚ. Και κάπως έτσι έγινε... Μάλιστα η πρώτη μου επαφή με Βεντούρη και Κούβελο είχε γίνει τον περασμένο χειμώνα, όταν με είχαν επισκεφθεί στο ξενοδοχείο στην Αθήνα. Τότε με είχαν ρωτήσει, 'τι ώρα είναι το φαγητό σας' τους λέω '8.30 κατά τις 9.00 θα έχω τελειώσει'. Και τελικά ήρθαν στις 10.00. Τότε ο προπονητής μας, μας είχε πει να είμαστε στα δωμάτια στις 10.00. Εγώ περίμενα, δεν είχαν έρθει και φαντάστηκα ότι θα το μετάνιωσαν. Και ανέβηκα στο δωμάτιο. Στις 10.05 χτύπησε το τηλέφωνο από το λόμπι και μου είπαν να κατέβω γιατί είχαν έρθει. Τότε τους απάντησα ότι 'ο κόουτς μας έχει πει να είμαστε στις 10.00 στα δωμάτιά μας'. Μου είπαν 'δεν κατάλαβες αγόρι μου. Έχουμε έρθει.' Όμως εγώ δεν κατέβηκα. Και τσαντίστηκαν. Πήραν τηλέφωνο τον Τζούροβιτς που ήταν προπονητής στον Πανιώνιο και του εξήγησαν τι είχε συμβεί με αποτέλεσμα να τους απαντήσει: 'Αυτό σας είπε; Ε, αυτόν θέλω! Για να είναι τόσο συνεπής, αυτόν θέλω' (γέλια)».
-Στον Πανιώνιο δεν πήγες ποτέ και κατέληξες στον ΠΑΟΚ. Αρχικά, προτιμούσες ΠΑΟΚ;
«Ναι. Αν και δεν ήξερα και τι ήθελα. Δεν ήξερα τι θα συναντήσω και τι θα δω. Απλά ήθελα μια εξέλιξη στη ζωή μου. Και ο Πανιώνιος ήταν νοικοκυρεμένη ομάδα και ενδεχομένως να είχα περισσότερο χώρο εκεί προκειμένου να παίξω. Αν και η επιλογή ήταν του Ολυμπιακού Βόλου. Τελικά πήγα στον ΠΑΟΚ όπου πήρα τα πρώτα μου χρήματα ως παίκτης, όπως φυσικά πήρε χρήματα και ο Ολυμπιακός Βόλου. Τότε, μάλιστα, όταν ο Βεζυρτζής ερχόταν στον Βόλο για να με κλείσει είχε τρακάρει στον δρόμο και είχε σωθεί από σοβαρό τροχαίο. Αυτό γνωρίζω απ' ότι είχε ειπωθεί τότε. Μάλιστα ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ, εκτός από τα χρήματα του συμβολαίου μου, είχε πει ότι θα έπαιρνα και δώρο ένα αυτοκίνητο».
-Και τι έγινε τότε; Το πήρες;
«Όχι αμέσως. Αν και βρισκόμουν στη δεύτερη χρονιά μου στον ΠΑΟΚ, δεν είχα πάρει το αυτοκίνητο. Τότε ο πατέρας μου είχε περάσει από το μαγαζί του κυρίου Βεζυρτζή και του είχε πει 'πρόεδρε είχες πει στο παιδί να του δώσεις και ένα μικρό αυτοκίνητο'. Του απάντησε 'είμαστε πολύ ευχαριστημένοι από το παιδί και του δώσουμε ένα μεγαλύτερο. Παίζουμε με τον Άρη και αν κερδίσουμε να να έρθετε την επόμενη ημέρα να το πάρετε. Όμως να μην του το πεις για να μην αγχωθεί'. Ο πατέρας μου τελικά το κράτησε και δεν μου είπε κάτι. Παρόλα αυτά είχε πλάκα γιατί ήταν στο γήπεδο μαζί με την αδερφή μου σ' εκείνο το ματς. Στην αρχή κερδίζαμε αλλά όταν άρχισε να πλησιάζει ο Άρης, της είπε το αμίμητο: 'Κοίτα να δεις, για να μην το πάρω μαζί στον τάφο και πάθω κανένα έμφραγμα, αν κερδίσουμε να πάτε να πάρετε το αυτοκίνητο'. (γέλια). Τελικά κερδίσαμε και πραγματικά την επόμενη ημέρα πήγαμε και πήραμε το αυτοκίνητο».
-Πάμε στην προηγούμενη χρονιά. Στην πρώτη σου στον ΠΑΟΚ. Εσύ 18 χρονών σχεδόν μαζί με Πρέλεβιτς, Κουκ, Κόρφα, Φασούλα, Μακαρά, Σταυρόπουλο, Παπαχρόνη... Πώς σε αντιμετώπισαν οι παλιοί στην ομάδα και τι έχεις κρατήσει περισσότερο από τότε;
«Όταν ήμουν στον Ολυμπιακό Βόλου και ήξερα ότι θα πάω στον ΠΑΟΚ, το σκεφτόμουν μεν, αλλά δεν μπορούσα να το φανταστώ. Το πρώτο ραντεβού ήταν στα γραφεία του ΠΑΟΚ απ' όπου θα έφευγε η αποστολή για να κάνει προετοιμασία στη Νάουσα. Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο του πατέρα μου, μπαίνω στο λεωφορείο και κάθομαι σε μια θέση και μπροστά μου ήταν ο Σταυρόπουλος, δίπλα μου ο Μπάνε, πίσω μου ο Κόρφας και εκεί συνειδητοποίησα ότι ήμουν μέρος των όσων έβλεπα στην τηλεόραση. Μετά δωμάτιο με τον Νίκο Σταυρόπουλο. Ήταν όλοι πάρα πολύ καλοί και πολύ σωστοί απέναντί μου. Υπερπροστατευτικοί θα έλεγα. Και εγώ από τη πλευρά μου ήμουν ήσυχος, σεβόμουν και δεν μιλούσα. Αν και είχα θάρρος στο γήπεδο, έξω ήμουν διστακτικός. Ακόμα και στα αποδυτήρια, πρώτα περίμενα να τελειώσουν οι παλιοί και μετά να μπω εγώ. Μαζί με τον Αχιλλέα Μαματζιόλα που είχαμε ίδια ηλικία.»
Η μεταγραφή στον ΠΑΟΚ, το τροχαίο του Βεζυρτζή και η... υπόσχεσή του για αυτοκίνητο εάν κέρδιζαν τον Άρη
Το «το 'θελες αυτό τώρα;» του Γκάλη και το «τώρα θα στην κλέψω» του Γιαννάκη
-Πώς ήταν η πρώτη φορά που μάρκαρες τον Γκάλη; Θυμάσαι; τη στιγμή που σου ειπε ο Πολίτης «πας πάνω στον Γκάλη»;
«Ναι την θυμάμαι. Εγώ σεβόμουν όλους τους αντιπάλους και τους συμπαίκτες, αλλά μέσα στο γήπεδο δεν καταλάβαινα τίποτα. Δεν ήταν θράσος αλλα θάρρος. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Τότε είχαμε και ανοικτή προπόνηση για τον κόσμο προκειμένου να δει την ομάδα μετά την προετοιμασία. Σε μια φάση λοιπόν πέρασα τη μπάλα κάτω από τα πόδια του Κόρφα. Και καλά μπασκετική μαγκιά. Και την επόμενη φορά που πήγα να περάσω ο Τζον μου έδωσε μια αγκωνιά με ξάπλωσε κάτω. Και... καλά για να με τιμωρήσει (γέλια). Θέλω να πω ότι πίστευα πολύ στον εαυτό μου και όταν αντιμετώπισα τον Γκάλη. Δηλαδή το θεώρησα ως κάτι το φυσιολογικό. Έπρεπε να τον παίξω άμυνα. Μάλιστα τον είχα μελετήσει και προσπάθησα να κάνω και εγώ δικές του συνήθειες όπως τρέξιμο και αεροβική μετά τα παιχνίδια. Ο Νικ και ο Γιαννάκης ήταν πρότυπα. Και ας ήταν στην αντίπαλη ομάδα... Δεν φοβόμουν όταν τον αντιμετώπιζα»
-Σου έλεγε τίποτα ο Γκάλης όταν τον αντιμετώπιζες; Έκανε trash talking?
«Όχι. Ήταν πολύ ευγενικός. Και αυτός και ο Παναγιώτης. Μόνο μια φορά είχα βάλει ένα παράξενο σουτ με ταμπλό και μου έλεγε ο Γκάλης 'το 'θελες αυτό; Πες μου, το 'θελες;' (γέλια). Εγώ δεν μίλαγα και δεν τον κοίταγα καν. Ενώ ο Γιαννάκης που με έπαιζε άμυνα ερχόταν και μου έλεγε 'τώρα θα στην πάρω την μπάλα, τώρα θα στην πάρω' (γέλια). Φαντάσου τώρα ματς ΠΑΟΚ-Άρης με την ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη να λέγονται αυτά τα πράγματα μέσα στο ματς. Μάλιστα και ο Ιωαννίδης όταν είχα τη μπάλα έλεγε 'άστον αυτόν, δεν μπορεί να σουτάρει'. Υπήρχε αυτό το παιχνίδι. Προσωπικά δεν επηρεαζόμουν καθόλου. Η ψυχολογία μου ήταν πολύ σταθερή».
-Πάντως αρχικά έγινες γνωστός για τις αμυντικές σου αρετές...
«Τη χρονιά που πήραμε το πρωτάθλημα, ο Νικ είχε βάλει σε συνολο τεσσάρων ματς περίπου 40-45 πόντους. Τον είχα κρατήσει κοντά στους 10-14 πόντους. Όμως ήταν αποτέλεσμα και της καλής ομαδικής άμυνας καθώς υπήρχε και πίσω ο Φασούλας που έκοβε, ενώ εγώ ήθελα να έχω το καθαρό μυαλό και να ήμουν συγκεντρωμένος ώστε να τον οδηγήσω εκεί που έπρεπε. Θυμάμαι δύο πράγματα που μου είχαν πει κάποτε. Η μία ήταν από τον Βεζυρτζή ο οποίος μου είχε αναφέρει ότι 'τους έχεις ανάγκη όλους και κανέναν. Μόνο τη δουλειά σου' και η δεύτερη από τον προπονητή μου στο εφηβικό του ΠΑΟΚ τον Ανέστη Μελετιάδη, ο οποίος είχε πει 'οτι εσένα θα σε αγαπήσουν οι ΠΑΟΚτσήδες γιατί κάνεις τη δουλειά και βάζεις την καρδιά σου σε αυτό. Ό,τι κανεις, το κάνεις με την ψυχή. Καν δεν θα σε βρίσουν ποτέ'. Αυτό είναι αλήθεια. Και αυτό το κατάλαβα από τη πρώτη στιγμή που πήγα στον ΠΑΟΚ καθώς για να έπαιζα πεντάδα θα έπρεπε να ξεκινήσω από την άμυνα.»
-Την αμέσως επόμενη χρονιά, όταν ήρθε ο Μπάρλοου στην ομάδα, φτάσατε στην κατάκτηση του τροπαίου στη Γενεύη. Τι θυμάσαι από τότε; Τον τελικό και γενικά τη χρονιά γιατί είχατε αλλαξει προπονητή... Ο Σάκοτα στη θέση του Πολίτη ενώ για κάποιο διάστημα ήταν και ο Λάιος. Εσύ 20 χρονών και Κυπελλούχος Ευρώπης έχοντας παίξει στον τελικό...
«Ναι είχα παίξει. Εκείνη τη χρονιά διεκδικούσα θέση στην ομάδα. Και έπαιζα σε γενικές γραμμές από 5 έως 15 λεπτά ανάλογα τα παιχνίδια. Πάντως να σου πω την αλήθεια ήμουν πολύ ψύχραιμος και όσο μπορούσα πιο συγκεντρωμένος χωρίς να καθίσω να σκεφτώ ότι παίζουμε τελικό. Προσωπικά είχα αγωνία εάν θα έπαιζα καλά για να βοηθήσω την ομάδα. Δεν ήταν μόνο να πάρω το κύπελλο. Χαρήκαμε βέβαια πάρα πολύ με το κύπελλο, έτσι; Και φυσικά πάθαμε πλάκα μόλις είδαμε τον κόσμο του ΠΑΟΚ στη Γενεύη, έτσι; Ουσιαστικά δεν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε το γήπεδο όπου είχαμε κάνει προπόνηση την προηγούμενη ημέρα. Και μου είχε κάνει τρομερή εντυπωση. Τότε ζούσαμε ένα όνειρο, πραγματικά».
-Και πάμε στη χρονιά της κατάκτησης του πρωταθλήματος. Ενας Ολυμπιακός πολύ δυνατός με τον Ζάρκο Πάσπαλι, αλλά εσείς δικαιολογήσατε τη φήμη του φαβορί...
«Μια σημαδιακή χρονιά για μένα καθώς ήρθε στην ομάδα ο συγχωρεμένος ο Ίβκοβιτς. Μάλιστα τότε είχε φύγει ο Μέμος Ιωάννου και είχαν ρωτήσει τον Ντούντα 'θα πάρετε πλέι μέικερ;' και εκείνος είχε απαντήσει ότι 'έχουμε πλέι μέικερ, το 6. Θα παίξει πολύ'. Με είχε δει από ένα φιλικό του ΠΑΟΚ με την Βοϊβοντίνα και είχε ρωτήσει για εμένα. Το είχα διαβάσει σε εφημερίδα και αναρωτιόμουν 'για εμένα το είπε τώρα αυτό;' Και μάλιστα ήταν το πρώτο μεγάλο δώρο που μου δόθηκε, χωρίς να έχω γνωρίσει καν εκείνον που μου είχε κάνει το δώρο... Το θυμάμαι με συγκίνηση. Και μετά με καθιέρωσε στην ομάδα παίζοντας 30-40 λεπτά. Εκείνη τη χρονιά την είχα ευχαριστηθεί μπασκετικά και ένιωθα τρομερή ασφάλεια λόγω του Ίβκοβιτς. Μου έλεγε να κάνω πέντε πράγματα, τα έκανα και μου έλεγε μπράβο. Όταν φτάσαμε στο σημείο να πάρουμε το πρωτάθλημα ήταν πολύ συγκινητικό διότι είχαμε βρεθεί κοντά στο να κατακτήσουμε τίτλους απέναντι στον Άρη τις προηγούμενες χρονιές. Και μόλις έγινε αυτό και με τη δική μου συμμετοχή, ήμουν πολύ ευτυχισμένος».
-Πότε τον είδες και τον φοβήθηκες γιατί ο Ντούντα ήταν γνωστός για τις εκρήξεις του...
«Είχαμε πολύ καλή σχέση. Με αγαπούσε, όπως τον αγαπούσα και εγώ. Πάντως δεν χαριζόταν σε κανέναν. Ούτε στον Φασούλα, ούτε σε κανέναν. Δεν τον κοιτούσες ούτε στα μάτια. Δεν πέρναγε από το μυαλό σου να κανεις αταξία. Να φανταστείς ένας συμπαίκτης μας, είχε αργήσει μια μέρα στην προπόνηση και είχε σκεφτεί να ρίξει το αυτοκίνητό του σε μια μάντρα για να πει ότι τράκαρε...»
-Όχι ένας, ποιος;
«Ο Νίκος Φιλίππου (γέλια)».
-Εσύ; Έφτασες σε ακραίο σημείο μαζί του;
«Ναι, την επόμενη χρονιά. Σε σημείο μάλιστα που είπα ότι κόβω το μπάσκετ. Ήταν η χρονιά που είχε έρθει ο Κλιφ (σ.σ. Λέβινγκστον). Τότε τον είχαμε πάρει για τριάρι ώστε να σουτάρει και από απ' έξω. Όμως ήταν τεσσάρι. Και έπρεπε να χωρέσει στην ομάδα μαζί με τον Μπάρλοου. Αναγκαστικά κάποιος θα έμενε έξω και εκεί που έπαιζα 30-35 λεπτά, άρχισαν να παίζω 20-25 λεπτά. Τότε γύρισε το μυαλό του μικρού αρνητικά. Ο Ντούντα από την άλλη δεν ήθελε να τα αφήνει αυτά και σ' ένα παιχνίδι κόντρα στο Περιστέρι όπου κερδίζαμε με 30 πόντους στο ημίχρονο, είχα βάλει ένα φαντενζί γκολ φάουλ ξεσηκώνοντας και τον κόσμο. Εκείνος ωρυόταν στον πάγκο και εγώ τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου. Και έλεγα 'μα τι γίνεται τώρα;' Το ματς ήταν Σάββατο και ακολουθούσε δύσκολο ευρωπαϊκό παιχνίδι στην Μπολόνια όπου δεν είναι και ό,τι καλύτερο να πας με μια τόσο εύκολη επικράτηση. Πηγαίνοντας προς τα αποδυτήρια άρχισε να φωνάζει. Ο Φιλίππου μου είπε να μην απαντήσω. Όμως εγώ απάντησα ενώ γενικά δεν απαντούσα ποτέ. Γενικά έγινε ένα χοντρό επεισόδιο, με έδιωξε από την ομάδα και πήγα στον Βόλο. Είδα ότι είχε πει και κάποια άσχημα πράγματα για μένα με αποτέλεσμα να νιώσω προσβεβλημένος. Έτσι πήρα κάποια χρήματα που είχα μαζέψει και είπα: 'Το κόβω!' Είχα βρει και μια σχολή στον Καναδά ως πιλότος πολιτικής αεροπορίας. Την άλλη ημέρα με πήρε τηλέφωνο ο μάνατζερ της ομάδας, ο Άγγελος Μιχόπουλος και μου είπε να τηλεφωνήσω στον Ντούντα. Όντως το έκανα και με έκραξε ξανά! Όμως μου είπε να σταματήσω να κάνω βλακείες και να μην σκεφτώ να το κόψω αλλά να πάω στη Θεσσαλονίκη και να μιλήσω μαζί του. Ετσι και έγινε. Ζήτησα συγνώμη δημόσια και επέστρεψα στην ομάδα. Έπαιξα στο ματς με την Μπάκλερ Μπολόνια, κερδίσαμε έχοντας μαρκάρει τον Ντανίλοβιτς ενώ δύο μέρες αργότερα είχα παίξει καλά ευστοχώντας σε δύο σημαντικά τρίποντα μέσα στο ΣΕΦ απέναντι στον Ολυμπιακό. Ένα ματς που επίσης είχαμε κερδίσει.»
-Πάντως έχει μείνει στην ιστορία το τάιμ άουτ που... άλλαξες τη γνώμη του Ίβκοβιτς με αποτέλεσμα να έρθει το μπάζερ μπίτερ του Πρέλεβιτς και η νίκη απέναντι στον Αρη. Δεν το είχαν καταφέρει και πολλοί στον Ντούντα...
«Ο Ίβκοβιτς ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος μπορεί να σε πίεζε στην καθημερινότητα, αλλά ήταν άνθρωπος που σε αγκάλιαζε και σου έδειχνε πίστη και σεβασμό. Σου έδινε χώρο. Ενώ ήταν πολύ αυστηρός δεν είχε ανασφάλεια για τον εαυτό του. Τώρα σε αυτό το τάιμ άουτ που λες, ένα παιδί 21 χρονών του ανέφερε κάτι και δεν γύρισε να πει 'ποιος είσαι εσύ και γιατί μιλάς;' Ο ίδιος μας είχε δώσει το θάρρος να μπορούμε να λέμε την άποψή μας αλλά στο τέλος κάναμε αυτό που αποφάσιζε. Η αλήθεια είναι ότι την προηγούμενη χρονιά είχαμε χάσει πρωτάθλημα από μακρινές πάσες. Οπότε το σκέφτηκα έτσι και το φοβήθηκα. Και είπα την άποψή μου. Και δικαιωθήκαμε όλοι μαζί με το σουτ του Μπάνε στο τέλος».
Το... γνωστό τάιμ άουτ
Ο σοβαρός καυγάς με τον Ίβκοβιτς και η... σκέψη του Φιλίππου να ρίξει το αυτοκίνητο σε μάντρα επειδή άργησε σε προπόνηση
«Τη χρονιά του Final 4 της Αθήνας υπήρχαν προβλήματα στην ομάδα»
-1992-93: Για τον περισσότερο κόσμο, όπως και για εμένα, η καλύτερη ομάδα που είχε ποτέ ο ΠΑΟΚ...
«Ήταν από τις πιο οργανωμένες...»
-Μπασκετικά μιλώντας το ανέφερα...
«Μπασκετικά ήταν η προηγούμενη. Αυτή του πρωταθλήματος. Τη χρονιά που λες με τον Λέβινγκστον, αν και είχαμε παρουσιάσει πολύ καλά αποτελέσματα, υπήρχαν κενά. Ο Κλιφ ήρθε ύστερα από 10 χρόνια στο ΝΒΑ δεν ήταν εύκολο για εκείνον. Παρόλα αυτά με αυτά τα μικροπροβληματάκια φτάσαμε στο Final 4 της Αθήνας αλλά υπήρχαν. Ο κόσμος νόμιζε ότι ήμασταν σε εξαιρετική κατάσταση ωστόσο υπήρχαν κάποιες μικρές εσωτερικές αρρώστιες.»
-Δηλαδή; Του στυλ;
«Του στυλ και το είχε αναφέρει και ο Ντούντα, τότε ο Κλιφ ήθελε να πάει στην Αμερική για να πάρει το δαχτυλίδι του πρωταθλήματος ΝΒΑ με τους Σικάγο Μπουλς. Και ο Ντούντα τον άφησε να πάει και να ηρεμήσει. Η αλήθεια είναι ότι ο Λέβινγκστον δεν ήταν εκείνος που περιμέναμε στην αρχή. Ενώ λειτουργούσαν τα πάντα ρολόι, όταν ήρθε ο Κλιφ χάλασαν οι ισορροπίες μέσα στην ομάδα. Έχασε ο Μπάρλοου τη θέση του, έχασε ρόλο, εγώ άλλαξα ρόλο και γενικά υπήρχε μια ανακατωσούρα. Παρόλα αυτά ήταν μία από τις πιο εντυπωσιακές χρονιές. Και αυτό οφείλεται και στην παρουσία του Κλιφ με τα παιχνίδια που έκανε, όπως φυσικά και των υπολοίπων. Όμως ο κόσμος θυμάται τον Κλιφ ως μια πολύ δυνατή μπασκετική προσωπικότητα».
-Παρόλα αυτά μείνατε με άδεια τα χέρια τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, έχοντας τη μεγάλη ευκαιρία στο Φάιναλ Φορ της Αθήνας.
«Μέσα σε 15-20 ημέρες τα χάσαμε όλα. Το Κύπελλο, την Ευρωλίγκα στην Αθήνα και μετά το πρωτάθλημα έχοντας γνωρίσει την ήττα στη Θεσσαλονίκη από τον Ολυμπιακό με αποτέλεσμα να χάσουμε το πλεονέκτημα της έδρας στα ημιτελικά και να αποκλειστούμε στη συνέχεια από τους τελικούς της Α1».
-Φαντάζομαι, τουλάχιστον όσον αφορά το Final 4 στο ΣΕΦ, ότι θα σας πείραξε πάρα πολύ... Ειδικά από τη στιγμή που είχε πάρει και η Λιμόζ τη πρόκριση στον τελικό οπότε θα είχατε και περισσότερες πιθανότητες σε περίπτωση που είχε βρεθεί στην ίδια θέση η Ρεάλ Μαδρίτης...
«Ναι, πράγματι ήταν δύσκολο... Εμείς δεν βρεθήκαμε σε καλή βραδιά στον ημιτελικό, ενώ υπήρχε στην αντίπερα όχθη και ο Κούκοτς ο οποίος ήταν τεράστιο μέγεθος. Επίσης ήταν πολύ εύστοχοι και στα τρίποντα, με αποτέλεσμα να χάσουμε μια μεγάλη ευκαιρία...»
-Τις προάλλες ο Μάσιμο Ιακοπίνι ο οποίος είχε γυρίσει το ματς με 4/4 τρίποντα είχε παραχωρήσει συνέντευξη στο Gazzetta και ζήτησε συγνώμη από τους φίλους του ΠΑΟΚ που τους πλήγωσε... Εσύ που το ζούσες μέσα από το παρκέ, προλαβαινες να πεις «μα τι βάζει τώρα;» με αποτέλεσμα να σας κόβονται τα φτερά;
«Όχι, όχι. Ποτέ. Πάμε στην αμέσως επόμενη φάση. Εμείς δεν ζούμε το παιχνίδι όπως το ζει ένας φίλαθλος ή με συναίσθημα. Για εμάς είναι μόνο η επόμενη φάση. Ούτε φοβάσαι, ούτε πρέπει να απογοητευτείς, ούτε αντίθετα πρέπει να ενθουσιαστείς γιατί θα χάσεις την επόμενη φάση. Αν θες να παίξεις σε υψηλό επίπεδο πρέπει να είσαι πάντα έτοιμος. Τότε το θέλαμε πολύ. Σίγουρα. Όμως δεν μπορώ ότι με στιγμάτισε. Πιο σοκαριστικά ήταν κάποια παιχνίδια με τον Άρη τα οποία και χάσαμε στο τέλος. Και λόγω της έντασης που ακολουθούσε στην πόλη».
-Τη σεζόν 1993-94 ήταν μια ακόμα πολύ πετυχημένη χρονιά για τον ΠΑΟΚ κατακτώντας το κύπελλο Κόρατς απέναντι στη Στεφανέλ. Με προπονητή τον Σούλη Μαρκόπουλο.
«Ναι είχε φύγει ο Ντούντα μεσούσης της σεζόν αλλά έφυγε μάλλον για κάποια οικονομικά προβλήματα. Και εκείνη η ομάδα ήταν πάρα πολύ καλή. Με Σάβιτς, Μπέρι, Γαλακτερό... Παίζαμε πάρα πολύ καλό μπάσκετ. Θεωρώ ότι το 1992 και το 1994 ήταν οι καλύτερες ομάδες του ΠΑΟΚ, αν και ο περισσότερος κόσμος στέκεται στην ομάδα του Final 4. Όμως πραγματικά παίζαμε ωραίο μπάσκετ...»
-Και από τους τελικούς με τη Στεφανέλ; Τι σου έχει μείνει περισσότερο;
«Με περίσσια δόση μετριοφροσύνης θα πω ότι είχα παίξει καλά (γέλια). Είχα έναν ειδικό ρόλο να μαρκάρω τον Μποντιρόγκα, o οποίος παρόλο που ήταν πιο ψηλών, λόγω κιλών, τον είχα. Η κατάκτηση εκείνου του τροπαίου ήταν μια από τις πιο χαρούμενες στιγμές της καριέρας μου. Τότε στην ομάδα είχαμε πολύ καλά παιδιά. Ο Τζον, ο Μπάνε, ήταν πολύ σοβαροί άνθρωποι και παίκτες. Ακόμα και ύστερα από μεγάλες νίκες, μπορεί έξω να γινόταν χαμός από πανηγυρισμούς, αλλά όταν έκλεινε η πόρτα εμείς προσγειωνόμασταν. Είχαμε ζήσει και κάποιες καταστάσεις. Μετά τη Γενεύη το '91 είχαμε χάσει ένα ματς πρωταθλήματος και ενώ ήταν να κάνουμε φιέστα, ο κόσμος είχε ξενερώσει. Και υπήρχε και κόσμος που μας έβριζε. Ο πρωταθλητισμός δεν συγχωρεί ούτε τη λύπη σου, αλλά ούτε και τη χαρά σου. Οπότε πρέπει να είσαι έτοιμος την επόμενη ημέρα. Και θυμάμαι ότι ο δικός μου πανηγυρισμός ήταν μέσα στο λεωφορείο και πιο συγκεκριμένα στη διαδρομή από την Τεργέστη στη Βενετία απ' όπου θα παίρναμε το αεροπλάνο για να επιστρέψουμε στη Θεσσαλονίκη. Τότε το χάρηκα. Μετά από 10 λεπτά είπαμε «πάμε στο επόμενο ματς». Και θυμάμαι είχε πει ο Μπάνε στα αποδυτήρια, 'την Κυριακή παίζουμε τον Ολυμπιακό. Να χαρούμε μια μέρα και μετά να πάμε στο ματς'. Και αυτή η νοοτροπία ήταν πάρα πολύ δυνατή...»
-Είπες πριν το δίδυμο των ξένων εκείνη τη χρονιά. Σάβιτς και Μπέρι. Από τα καλύτερα σε front line ομάδας;
«Με τον Ζόραν ήμασταν μαζί και στο ίδιο δωμάτιο από την προετοιμασία της ομάδας. Και είχε πλάκα γιατί εκείνος μιλούσε τότε μόνο σέρβικα και ισπανικά, ενώ εγώ ήξερα αγγλικά. Ήταν ένα εφιαλτικό δεκαήμερο (γέλια). Πολύ καλό παιδί, αλλά δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε. Η συνομιλία μας ήταν μία. Το θυμάμαι και γελάω. Τον ρωτούσα: «Are you tired?» Μου έλεγε «Yes». Του απάνταγα: «Me too». Και μετά λέγαμε «good night». Αυτό ήταν. Και κοιμόμασταν (γέλια). Βέβαια ο άνθρωπος μίλαγε στο τηλέφωνο με τους φίλους του στα σέρβικα και στα ισπανικά, είχε επικοινωνία με τον Μπάνε, αλλά στο δωμάτιο δεν είχαμε και τίποτα να πούμε. Μάλιστα τότε δεν υπήρχαν κινητά και social media για να περάσεις την ώρα σου. Οπότε μουσική και κοιτούσαμε το ταβάνι.»
-Μπέρι;
«Τρομερός χαρακτήρας. Πάντα χαλαρός. Και φυσικά φοβερός σκόρερ. Είναι χαρακτηριστικό ότι όποτε έπαιρνε τη μπάλα και έβαζε καλάθι γύριζε και σου έλεγε 'είδες; Είναι εύκολο. Μόνο δίνε μου τη μπάλα. Δεν έχω θέμα'. Η αλήθεια είναι αυτή. Την έβαζε στο καλάθι πολύ εύκολα. Τρομερός παίκτης και πολύ ιδιαίτερος».
Το... «εφιαλτικό» 10ήμερο με τον Σάβιτς στο δωμάτιο και ο αξέχαστος τελικός της Τεργέστης
«Ο Σκάιλς ήταν τεράστια προσωπικότητα και ασπίδα μας, είχε πιάσει από τη φανέλα τον Αλεξάντερ»
-Μάλιστα για κάποιο χρονικό διάστημα ήσουν στην ομάδα μαζί με τον Σκοτ Σκάιλς, τον οποίο έζησες τόσο ως συμπαίκτης όσο και ως προπονητή... Αν μη τι άλλο μια μεγάλη προσωπικότητα από το ΝΒΑ.
«Έτσι ακριβώς. Ήταν τρομερά τα όσα έζησα με τον Σκάιλς! Μέσα σε έξι μήνες είδα πολύ δυνατά πράγματα για το μπάσκετ, τα οποία μπορεί να μην έχω δει και ακόμα. Είχε πολύ έξυπνα plays, διέθετε μια πολύ ωραία μεθοδολογία, διαχειρίζονταν πολύ καλά τους παίκτες, δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω ωστόσο ήταν πολύ ανοικτός και στον διάλογο. Πολύ μάγκας ως τύπος. Σε κέρδιζε γιατί ήταν και μεγάλη προσωπικότητα. Θυμάμαι και ένα συγκεκριμένο περιστατικό. Παίζαμε με την ΑΕΚ στο ΟΑΚΑ με προπονητή τότε τον Γιάννη Ιωαννίδη και τον Βίκτορ Αλεξάντερ αντίπαλό μας. Κάτι έγινε πριν από το ημίχρονο και αν θυμάμαι καλά χωρίς να το λέω 100% πρέπει να είχε χτυπήσει τον Σωτήρη Νικολαΐδη. Ο Αλεξάντερ θηρίο ενώ ο Σκάιλς ήταν για τους Αμερικανούς legend. Πηγαίνοντας, λοιπόν, στη φυσούνα έπιασε ο Σκάιλ τον Αλεξάντερ από τη μπλούζα και του είπε με αυστηρό ύφος ότι «την επόμενη φορά που θα ακουμπήσεις παίκτη της ομάδας μου, την γ...ες» Τον απείλησε. Και όπως αντιλαμβάνεσαι πάθαμε και εμείς πλάκα όταν είδαμε έναν άνθρωπο 1.85 να πιάνει έτσι τον Αλεξάντερ και εκείνος να κάθεται σούζα. Είτε από σεβασμό, είτε από φόβο. Προφανώς από σεβασμό. Εμάς μας κέρδισε ως κίνηση και καταλάβαμε ότι ήταν ασπίδα μας. Ήταν για εμάς...»
-Έμεινες στη Θεσσαλονίκη εννέα χρόνια. Τι σου έχει μείνει περισσότερο;
«Η σκληρή δουλειά που είχα κάνει όλα αυτά τα χρόνια. Άλλωστε υπήρχαν πολλοί και σημαντικοί παίκτες στην ίδια θέση με εμένα και βίωνα κάθε μέρα την αγωνία στο να παίζω και να προσφέρω. Πραγματικά δούλευα πάρα πολύ. Και πλέον από μακριά όπως το βλέπω τώρα μου έχουν μείνει οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης και ο λαός του ΠΑΟΚ...»
-Άρα έγινες ΠΑΟΚ στην πορεία;
«Ναι, τώρα δηλώνω ΠΑΟΚ. Παλιά δεν δήλωνα τι ομάδα είμαι γιατί θα ήταν σαν να ήθελα να κερδίσω την εύνοιά τους. Και έπαιξα εννέα χρόνια εκεί και άλλα 10 σε άλλες ομάδες, όπως ο Παναθηναϊκός, ο Ολυμπιακός οι οποίες με τίμησαν. Τόσο οι σύλλογοι όσο και οι φίλαθλοι. Δηλαδή έχω πολύ καλές σχέσεις και με Παναθηναϊκούς και με Ολυμπιακούς. Και με τους πιο φανατικούς. Για παράδειγμα υπάρχει αντιπαλότητα του ΠΑΟΚ με τον Ολυμπιακό, αλλά η Θύρα 7 είναι πολύ κοντά μου. Και με έχουν στηρίξει σε κάποιες καταστάσεις. Τόσο ως παίκτης όσο και ως μάνατζερ στην ομάδα. Δεν έλεγα ποτέ ότι είμαι Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΠΑΟΚ. Ήμουν παίκτης. Τώρα που απέχω από το επαγγελματικό κομμάτι, δηλώνω ότι είμαι ΠΑΟΚ, επηρρεασμένος και από τρυφερά χρόνια εκείνης της εποχής, όπως και τα πρώτα μου».
-Πέτζα Στογιάκοβιτς: Φαινόταν από τότε ότι θα κάνει σπουδαία καριέρα;
«Ναι φαινόταν. Ο Πέτζα ήταν ένα 16χρονο παιδί, ο οποίος ήταν πολύ ψηλός κοντά στα 2.08 μέτρα. Πάρα πολύ δυνατός, δούλευε πάρα πολύ ενώ από τη πρώτη στιγμή που μπήκε σε επίσημο παιχνίδι, πήρε τον χώρο του. Δεν μπήκε σαν μικρός να δίνει πάσες και να φοβάται. Μπήκε και έπαιξε. Και μάλιστα έχοντας ξεπεράσει και σοβαρούς τραυματισμούς. Όμως όπως σου είπα δούλεψε πολύ και είχε φοβερή νοοτροπία. Και μαζί δουλέψαμε αρκετά καθώς εγώ έμενα μετά στο γήπεδο και έκανα σουτ. Τελευταίος έφευγα. Και ο Πέτζα το ίδιο.
- Το τρίποντο στο ΣΕΦ ήταν μια ανέλπιστη επιτυχία για σας με αποτέλεσμα να πανηγυριστεί τόσο πολύ τότε; Θυμάσαι εκείνο το ματς και τις αντιδράσεις σου; Τελευταία επιθεση έδωσες τη μπάλα στον Πέτζα. Σου είπε τίποτα του στυλ 'άστο επάνω μου;'
«Θυμάμαι είχε την μπάλα ο Πέτζα και εγώ κοιτούσα τον χρόνο και του μιλούσα καθώς περνούσα από μπροστά του. Του έλεγα 'περίμενε, περίμενε'. Και όταν είδα να μένουν πέντε δευτερόλεπτα του είπα 'άντε ξεκίνα'. Και το έβαλε. Γενικά ήταν μια δύσκολη χρονιά στον ΠΑΟΚ. Οι χρονιές στη Θεσσαλονίκη είχαν ένταση και αυτό διότι είναι μεγάλη τόσο η πίεση, όσο και η ένταση. Και περνάς χίλια κύμματα. Στον Παναθηναϊκό και στον Ολυμπιακό ήταν πιο στρωμένα τα πράγματα. Υπήρχε περισσότερη ηρεμία. Για παράδειγμα στην πρώτη μου χρονιά στον Παναθηναϊκό ένιωθα ότι ήμουν διακοπές. Και θυμάμαι τον Οικονόμου και τον Αλβέρτη να λένε για πίεση και σκεφτόμουν από μέσα μου 'μα τι μου λένε τώρα;' Δηλαδή έπινα καφέ στην Κηφισιά παραμονές τελικών πρωταθλήματων και δεν μου μιλούσε κανείς».
-Γινόταν αυτό στη Θεσσαλονίκη πριν από τα ματς Άρη-ΠΑΟΚ;
«Όχι γιατί δεν προκαλούσα γενικά. Και να μου μιλούσαν οι Αρειανοί, δεν μου έλεγαν κάτι. Η αλήθεια είναι ωστόσο ότι δεν κυκλοφορούσαμε και πολύ έξω. Να φανταστείς όταν χάναμε από τον Άρη, παρέγγελνα φαγητό από συγκεκριμένο μαγαζί που το είχε φίλος του Ηρακλή. Και αυτό διότι ο Αρειανός θα ερχόταν και θα μου έκανε καζούρα, ενώ ο ΠΑΟΚτσής θα με ρωτούσε συνέχεια τι έφταιξε.»
-Υπάρχει κάποιο ντέρμπι που σου έχει μείνει περισσότερο;
«Μου έχουν μείνει αυτά που χάσαμε το πρωτάθλημα όταν είχαμε προπονητή τον Σάκοτα. Και στα δύο ματς μας είχαν κλέψει τη μπάλα και είχαν σκοράρει. Τη μία φορά χάσαμε με το buzzer beater τρίποντο του Γιαννάκη και την άλλη με το καλάθι και φάουλ του Σέλερς στα τελευταία δευτερόλεπτα. Αυτό ήταν πολύ σοκαριστικό για εμάς γιατί το ζούσαμε στον υπερθετικό βαθμό. Πόναγε. Είχαμε πολύ καλή πορεία, ήμασταν πρώτοι σε βαθμολογία αλλά στο τέλος το χάσαμε. Τότε εμείς ήμασταν νέοι. Ακόμα και ο Μπάνε ήταν 24 χρονών και Φασούλας 29 ενώ οι Γκάλης κα Γιαννάκης ήταν 30+. Σαν να έπαιζαν μαζί ο Διαμαντίδης με τον Σπανούλη ή και Παπαλουκάς. Εμείς από την άλλη ήμασταν νέοι και δεν είχαμε κατακτήσει αυτά που είχαν κατακτήσει εκείνοι.
Το τρίποντο του Πέτζα στο ΣΕΦ, το αξέχαστο Άρης-ΠΑΟΚ και το delivery μόνο από φίλο του Ηρακλή
Η μετακίνηση στον Παναθηναϊκό, η επιστροφή από την Μπολόνια και το πρωτάθλημα στο ΣΕΦ
-Και έρχεται το καλοκαίρι του 1998, εσύ 27 ετών στην καλύτερη μπασκετική σου ηλικία, η πρόταση του Παναθηναϊκού. Αρχικά ήθελες να φύγεις από τον ΠΑΟΚ ; Ήθελες να αλλαξεις παραστάσεις; Ή έβλεπες ότι είχε αρχίσει η φθίνουσα πορεία ίσως και λόγω των οικονομικών του συλλόγου;
«Τότε ο νόμος είχε να κάνει με τις πεντατίες. Και τότε έληγε η πενταετία μου με τον ΠΑΟΚ. Συγκεκριμένα το συμβόλαιό μου έληγε τον Μάρτιο του '98 έχοντας συμπληρώσει πέντε χρόνια από το συμβόλαιο που είχα υπογράψει το 1993. Οπότε από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο που τελείωσε το πρωτάθλημα με πρόεδρο τότε του ΠΑΟΚ τον Αλεξόπουλο, έπαιζα χωρίς συμβόλαιο. Θα μπορούσα να εκβιάσω λέγοντας 'κανε μου συμβόλαιο αλλιώς δεν παίζω'. Παρόλα αυτά έπαιζα χωρίς συμβόλαιο. Αν πάθαινα κάτι, δεν είχα συμβόλαιο. Και επειδή πίστευα στην ομάδα δεν θα εκβίαζα. Μάλιστα είχε έρθει και η Τιμσίστεμ Μπολόνια και είχε δώσει και κάποια χρήματα, περίπου 300.000 δολάρια. Και έρχεται, λοιπόν, το καλοκαίρι, και ενω ήθελα να μείνω στον ΠΑΟΚ ακόμα και με λιγότερα χρήματα, ο Αλεξόπουλος μου έκανε μια εξευτελιστική πρόταση. Ο ίδιος δεν εκτίμησε όλα όσα είχα κάνει για τον ΠΑΟΚ. Εγώ ήμουν ξεκάθαρος απέναντι στην ομάδα, τον κόσμο και βασικά στον εαυτό μου. Οπότε έπρεπε να φύγω στο εξωτερικό. Όμως στην πορεία κάτι είχε γίνει με την Τιμσίστεμ με αποτέλεσμα να καθυστερήσει αυτή η μεταγραφή. Και είχα μείνει ξεκρέματος. Ή θα έμενα στον ΠΑΟΚ με πολύ λίγα χρήματα ή κάποια άλλη ομάδα στην Ευρώπη. Και τότε ήμουν στο peak. Οι ομάδες είχαν ξεκινήσει προετοιμασίες και εγώ παράμενα ελεύθερος. Τότε, στην προετοιμασία του Παναθηναϊκού χτύπησε ο Καλαϊτζής ενώ είχε χτυπήσει και ο Παταβούκας με αποτέλεσμα να μην έχουν πλει μέικερ. Έτσι λοιπόν ήρθε ο Παναθηναϊκός και έδωσε και χρήματα στον ΠΑΟΚ...»
-Φαντάζομαι και εσύ θα ήθελες να παίξεις στον Παναθηναϊκό...
«Ναι, ήθελα. Αυτό που δεν μου άρεσε ήταν η τόσο χαμηλή πρόταση του ΠΑΟΚ. Ήταν ασέβεια προς το πρόσωπό μου. Εγώ ήμουν εντάξει απέναντι τους και ο συγκεκριμένος πρόεδρος δεν το εκτίμησε. Αυτά είναι περασμένα μεν, αλλά όχι ξεχασμένα. Όμως μιας και με ρώτησες, να ξέρει και ο κόσμος τι είχε γίνει τότε...»
-Άρα αν σου είχε κάνει ο ΠΑΟΚ μια έστω λίγο καλύτερη προσφορά θα είχες παραμείνει εκεί...
«Ναι, εννοείται. Δεν υπήρχε λόγος για να φύγω. Αγαπούσα και την ομάδα και το περιβάλλον και δεν ήθελα να φύγω. Ο Παναθηναϊκός είχε κάνει πρόταση στον ΠΑΟΚ από το 1995 και πριν πάει ο Παναγιώτης Γιαννάκης, είχε σχεδόν συμφωνηθεί η μεταγραφή μου. Είχαν μιλήσει. Όμως ο ΠΑΟΚ είχε κάνει πίσω...Τότε ήθελαν έναν πλέι μέικερ για να πλαισιώνει τον Γκάλη. Και τελικά πήγε ο Παναγιώτης».
-Το ίδιο καλοκαίρι συνάντησες τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα τον οποίο είχες νικήσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα στους τελικούς του Κόρατς, ενώ είχες προπονητή έναν παίκτη που αντιμετώπιζες στο παρκέ. Τον Λευτέρη Σούμποτιτς. Πώς ήταν η πρώτη σου χρονιά εκτός ΠΑΟΚ και σ' ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον;
«Ήταν πολύ ανανεωτική αυτή η αλλαγή σε εμένα. Ένιωσα να κάνω restart σε πολλά πράγματα. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση η ομάδα που είχαμε. Το πόσο γεμάτο και πλήρες ρόστερ υπήρχε στον Παναθηναϊκό. Δεν πήγαινε καλά ο Τζεντίλε; Έπαιζε ο Παταβούκας. Δεν πήγαινε καλά ο Παταβούκας; Έπαιζα εγώ. Ο Καλαϊτζής. Γεμάτη ομάδα. Εντυπωσιακή χρονιά και με τον τρόπο που ολοκληρώθηκε παίρνοντας το πρωτάθλημα σε 5ο ματς μέσα στο ΣΕΦ. Και στην Ευρώπη είχαμε πάει καλά αλλά είχαμε χάσει από την Τιμσίστεμ Μπολόνια...»
-...όπου δεν είχατε και την καλύτερη υποδοχή από τον κόσμο του Παναθηναϊκού.
«Ναι είχε κόσμο ο οποίος μας περίμενε... Από την μπροστινή πόρτα είχαν περάσει δύο παίκτες. Ο Ράτζα και εγώ. Ο Ντίνο τσαμπουκαλεύτηκε κιόλας. Έφυγε και ένα γιαούρτι αλλά δεν βρήκε κάποιον από τους δυο μας. Πάντως δεν υπήρχε περίπτωση να έφευγα από την πίσω πόρτα.»
-Μιας και το ανέφερες. Η ανατροπή στους τελικούς με τον Ολυμπιακό και το πρωτάθλημα μέσα στο ΣΕΦ, είναι μια από τις στιγμές που σου μένουν;
«Μου έχει μείνει ως ανατροπή. Και αυτό διότι είχαν δημιουργηθεί πολλά επεισόδια κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Οι σχέσεις δεν ήταν πολύ καλές και υπήρχε γκρίνια. Τότε οι φίλαθλοι του μπασκετικού Παναθηναϊκού δεν ήταν όπως είναι τώρα. Και αυτό διότι υπήρχε ξηρασία από πλευράς πρωταθλημάτων. Την αμέσως προηγούμενη χρονιά ναι μεν η ομάδα είχε πάρει τον τίτλο απέναντι στον ΠΑΟΚ αλλά υπήρχε γκρίνια. Δεν υπήρχε τότε η πορεία που ακολούθησε με τον Ομπράντοβιτς. Οπότε το να φτάσουμε στην κατάκτηση του τίτλου μέσα στο ΣΕΦ ήταν κάτι το ιδανικό για εμάς».
-Και μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος ανέλαβε τον Παναθηναϊκό ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς...
«Ναι ήρθε στην δεύτερη χρονιά μου. Στην άρχη έπαιζα πολύ μαζί με τον Κάτας στη θέση του πλέι μέικερ και αυτό διότι ο Τζεντίλε ήταν τραυματίας. Όμως όταν επέστρεψε ο Νάντο έπαιζε περισσότερο εκείνος. Και έφτασα στο σημείο τους δύο τελευταίους μήνες να παίζω ελάχιστα. Αν και είχα συμβόλαιο και για την επόμενη χρονιά, μόλις πήραμε το πρωτάθλημα πήγα και έκανα μια κουβέντα με τον κόουτς Ομπράντοβιτς και τον ρώτησα γιατί δεν έπαιζα και γενικά για την παρουσία μου στην ομάδα. Και του εξήγησα ότι επειδή θέλω να είμαι ενεργός και επειδή θέλω να παίζω, του ζήτησα να μείνω ελεύθερος ώστε να πάω κάπου να παίζω. Τότε είχα στο μυαλό μου να πάω είτε στην Ευρώπη, είτε να έμενα στην Ελλάδα και να πήγαινα σε Περιστέρι ή Πανιώνιο που ήταν καλές ομάδες. Και ο Ζοτς γύρισε και μου είπε 'είσαι άνδρας, είσαι σωστός και θα μιλήσω με τον κύριο Γιαννακόπουλο για να το λύσουμε'. Και καπως έτσι έφυγα από τον Παναθηναϊκό και άφησα ένα πολύ μεγάλο συμβόλαιο, χωρίς να γνωρίζω που θα πάω».
-Πώς ήταν ο Ομπράντοβιτς που τον έζησες έναν χρόνο;
«Θα είμαι ειλικρινής. Σίγουρα είναι ένας μεγάλος προπονητής, έτσι; Όμως από την άλλη δεν μπορω να είμαι αντικειμενικός γιατί προς το τέλος δεν έπαιζα. Μπορεί να μην μου ταίριαζε τόσο πολύ όσο Ίβκοβιτς για παράδειγμα, αλλά έχω ακουσει από άλλους παίκτες ότι ήταν ο καλύτερος προπονητής που είχαν στην καριέρα τους και ότι τους είχε εξελίξει. Αυτά είναι υποκειμενικά. Με εμένα δεν έδεσε η χημεία μας. Παρόλα αυτά η εκτίμησή μου είναι τεράστια για το πρόσωπό του και αυτά που άκουσα από εκείνον εκείνη τη σεζόν ήταν μεγάλα μαθήματα για εμένα...»
-Σου έχει μείνει κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό;
«Θυμάμαι που είχαμε πάει για προετοιμασία στη Ρόγκλα της Σλοβενίας και στην πρώτη προπόνηση θα έπρεπε να τρέξουμε στο γήπεδο του ποδοσφαίρου. Και έπιασε καταρρακτώδη βροχή με αποτέλεσμα το νερό να φτάνει έως τους αστραγάλους μας. Όμως καθίσαμε όλοι και συνεχίσαμε το τρέξιμο μέσα στη βροχή. Στο τέλος που κάναμε το καθιερωμένο 'ζντό' γύρισε και μας είπε ότι 'αυτή είναι η προπόνηση είναι η πιο σημαντική για να πάρουμε το πρωτάθλημα Ευρώπης'. Και μας εξήγησε ότι μόνο με αυτήν την νοοτροπία, του να μην τα παρατάς και να συνεχίζεις να δουλεύεις κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες μπορείς να πάρεις πρωτάθλημα Ευρώπης. Και επιβεβαιώθηκε μερικούς μήνες αργότερα...»
-Final 4 Θεσσαλονίκης το 2000;
«Το χάρηκα μεν, αλλά δεν το χάρηκα και τόσο πολύ επειδή δεν έπαιξα στον τελικό. Και αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες πικρίες μου. Και γι' αυτόν τον λόγο μίλησα μετά με τον Ομπράντοβιτς όσον αφορά το μέλλον μου. Πάντως είχα αγωνιστεί σε κάποια άλλα ματς, οπότε είχα και εγώ ένα μερίδιο. Δεν μπορούσα ωστόσο να εξηγήσω το 'γιατί'. Έτσι είχε αποφασίσει...»
Η εξήγηση στον Ομπράντοβιτς, η εκτίμηση του «Ζοτς» και η προπόνηση που... έδειξε το ευρωπαϊκό
«Δεν είχα πει ποτέ ότι είμαι Παναθηναϊκάρα ή ΠΑΟΚάρα, ήξερα να διαφυλάσσω τον εαυτό μου»
-Μου είπες ότι ψαχνόσουν για Περιστέρι και Πανιώνιο, όμως κατέληξες στον Ολυμπιακό. Πώς έγινε αυτό;
«Τότε είχα μάνατζερ τον Τάσο Δελημπαλταδάκη. Ο Τάσος ήταν από τους καλύτερους μάνατζερ στην Ελλάδα. Χαρισματικός άνθρωπος. Του είχα μιλήσει για την απόφασή μου και του ζήτησα να ψάξει να βρει ομάδα είτε στην Ευρώπη είτε ανάλογου επιπέδου με το Περιστέρι και τον Πανιώνιο. Και τότε μου είπε 'άστο έχω κάτι στο μυαλό μου'. Μετά από μερικές ημέρες με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι ψάχνουν στον Ολυμπιακό δεύτερο πλέι μέικερ μετά τον Ρίβερς. Και έτσι πήγα. Και ήταν πολύ σημαντικό για εμένα διότι έφυγα από μια πολύ μεγάλη ομαδα προκειμένου να πάω σε μια άλλη πολύ μεγάλη ομάδα. Και πέρασα τρία πολύ
-Σκέφτηκες το γεγονός ότι πας από τον έναν αιώνιο στον άλλο ή ήταν κάτι που δεν το σκέφτηκες και δεν σε απασχολήσε;
«Πάντα το σκεφτόμουν γιατί πάντα είχα στο μυαλό μου και το συναίσθημα του φιλάθλου. Δεν είχα δηλώσει ποτέ μου ότι είμαι Παναθηναϊκάρα, αλλά ούτε και ΠΑΟΚάρα. Ποτέ. Επειδή δεν ήμουν χθεσινός και ήξερα να διαφυλάσσω τον εαυτό μου, ειδικά από τη στιγμή που είχα περάσει από το σχολείο της Θεσσαλονίκης, φρόντιζα όταν έφευγα από μια ομάδα να ξεκαθαρίζω με τις κουβέντες μου τις προθέσεις μου. Όπως έκανα οταν έφυγα από τον ΠΑΟΚ που σου είπα νωρίτερα και όπως όταν ήθελα να μείνω ελεύθερος από τον Παναθηναϊκό επειδή δεν έπαιζα. Είχα εξήγησει ακριβώς ποια ήταν η διαδρομή χωρίς να υπάρχουν σκοτεινά σημεία. Γι' αυτό όταν γύρισα να παίξω ως αντίπαλος του ΠΑΟΚ με τον Παναθηναϊκό με χειροκροτούσε όλο το γήπεδο και ήταν από τις πιο συγκινητικές στιγμές της καριέρας μου. Όπως με είχαν χειροκρτήσει και οι φίλοι του Παναθηναϊκού όταν αντιμετώπισα την ομάδας του ως παίκτης του Ολυμπιακού. Από τις λίγες φορές που χειροκρότησαν κάποιον ο οποίος φορούσε τη φανέλα του Ολυμπιακού. Δεν υπήρχε αυτό το πράγμα. Άλλωστε είχα πολύ καλές σχέσεις με τους ανθρώπους του Παναθηναϊκού. Για παράδειγμα ο συγχωρεμένος ο Τάσος Στεφάνου ήταν κουμπάρος μου, όπως και είχα εξαιρετικές σχέσεις και με τους αδελφούς Γιαννακόπουλους, τον Παύλο, τον Θανάση και τον Κώστα. Και οι φίλαθλοι το εκτιμούσαν αυτό. Ποτέ δεν ήμουν προκλητικός και ποτέ δεν πούλησα οπαδιλίκι. Και ήξεραν ότι πάντα έδινα το 100%».
-Στον Ολυμπιακό έμεινες μια τριετία κατακτώντας το κύπελλο του 2002. Πώς ήταν η εμπειρία σου; και τι σου έχει μείνει από τότε;
«Ήταν πολύ καλά, με εξαίρεση την τελευταία χρονιά που παίζαμε στον Κορυδαλλό. Δεν είχαμε κάποιο τρομερό ρόστερ καθώς είχαν αρχίσει να φθίνουν τα χρήματα ωστόσο η πρόκρισή μας στο Final 4 είχε κριθεί από ένα παιχνίδι. Στην τριετία μου είχα Ζούρο και Σούμποτιτς προπονητή. Μάλιστα τώρα έχω στα Βριλήσσια τον γιο του Ζούρου και εκείνος έρχεται και βλέπει τις προπονήσεις. Οπότε φροντίζω να την ετοιμάσω καλά (γέλια). Και με τα παιδιά είχαμε δεθεί πολύ, ειδικά στην τελευταία μου χρονιά στον Ολυμπιακό. Ο Τόμιτς, ο Γιαννουζάκος, ο Ντε Μιγκέλ, ο Πρίντεζης που ήταν νεαρός ακόμα...»
-Στον Ολυμπιακό έπαιξες μαζί με πολλούς παίκτες αλλα θα ξεχωρίσω τον συγχωρεμενο Αλφόνσο Φορντ και τον νεαρό τότε Θοδωρή Παπαλουκά. Πρώτον πώς ηταν ο Φορντ ως συμπαίκτης και κατα δευτερο αν έβλεπες στον Θοδωρή ότι τα επόμενα χρόνια θα αποτελούσε κεφάλαιο για το ελληνικό μπάσκετ...
«Ο Φορντ ήταν θηρίο. Τον έβλεπες μέσα στο ματς σημείωνε 30 πόντους και την επόμενη ημέρα στην προπόνηση έπαιζε το ίδιο δυνατά. Τρομερός ως παίκτης και ως χαρακτήρας. Πολύ καλό παιδί. Βέβαια είχε τις αγωνίες του λόγω τη αρρώστιας και κοιτούσε συνέχεια τις τιμές στο αίμα του. Είχε σοβαρό θέμα από τότε. Από την άλλη ο Θοδωρής είχε έρθει πιτσιρικάς από τον Πανιώνιο και προσπαθούσε να δείξει πράγματα τότε. Θεωρώ ότι ο Θοδωρής αναδείχθηκε πάρα πολύ όταν έφυγε και πήγε στην ΤΣΣΚΑ. Ήταν ένας τρομερά αθλητικος παίκτης, με θετική ψυχολογία στο παιχνίδι του και με τρομερή αντίληψη. Αν και εφόσον έμενε στην Ελλάδα ίσως να μην είχε την ίδια εξέλιξη»
-Πρωτάθλημα 2002: Ο Ολυμπιακός με 2-1 μπροστά, το 4ο ματς στο ΣΕΦ, αλλά η ΑΕΚ έκανε την μεγάλη ανατροπή... Τι είχε γίνει τότε και είχατε χάσει ένα πρωτάθλημα μέσα από τα χέρια σας;
«Θυμάμαι δεν είχε παίξει ο Φορντ. Και για εμάς ήταν τρομερή απώλεια. Επίσης ήταν ένα άσχημα χαμένο πρωτάθλημα. Και μάλιστα ήμασταν με 2-0 μπροστά. Ήταν κρίμα γιατί χωρίς τον Αλφόνσο δεν μπορούσες να κάνεις πολλά πράγματα. Ήταν πραγματική καλαθομηχανή και εμείς είχαμε στηρίξει το παιχνίδι μας πάνω του».
-Το 2003 μετακόμισες στον Μακεδονικό και έκτοτε αγωνίστηκες κατα σειρά σε Μαρούσι και Ολυμπιάδα Πάτρας για
λιγο. «Μακεδονικό, έπειτα στο Μαρούσι δύο χρόνια ενώ ένα καλοκαίρι έκοψα το μπάσκετ και ασχολήθηκα με κατασκευές στη Ρουμανία. Ταυτόχρονα έκανα ατομικές προπονήσεις και τον Δεκέμβριο είχε έρθει η Ολυμπιάδα Πατρών και μου πρόσφερε συμβόλαιο τεσσάρων μηνών. Ήταν ένα ωραίο τετράμηνο. Εκεί πήγα και θυμήθηκα ξανά τον Ολυμπιακό Βόλου. Και αυτό διότι ένα παιδί είχε φέρει από το σπίτι τις φανέλες που τις είχε πλύνει η μάνα του. Και μας τις μοίραζε. Και έλεγα 'μα τι γίνεται τώρα' έχοντας μάθει σε άλλες καταστάσεις. Τότε μίλησα με τον πρόεδρο, τον Μπογονικολό ώστε να έχουν κάποιες αρχές, φροντιστή κ.ο.κ. Θυμάμαι κάναμε ωραία παιχνίδια με αποτέλεσμα να νικήσουμε εννέα σερί ματς. Είχαμε πολύ καλά παιδιά εκεί όπως τον Τσάμη, τον Κώστα Χαρίση. Πέρασα πολύ καλά...»
-Θα σταθώ στο Μαρούσι. Με προπονητή τον Παναγιώτη Γιαννάκη και νεαρό τότε τον Βασίλη Σπανούλη. Αντίστοιχη ερώτηση: ως έμπειρος τότε έβλεπες την εξέλιξή του; Επειδη παίζατε στην ίδια θέση , σου ζητούσε συμβουλές, θυμάσαι κάτι το συγκεκριμένο και πιο χαρακτηριστικό;
«Τότε με είχε τιμήσει ο Παναγιώτης Γιαννάκης να με πάρει στην ομάδα του. Τότε του μίλαγα του Βασίλη. Γενικά το έχω στο αίμα μου. Να μιλάω και να δίνω συμβουλές. Αυτό που διέκρινα πάντα ήταν ότι ήταν μαχητής, δυνατός και πολύ aggressive. Θυμάμαι του είχα πει ότι έπρεπε να βελτιώσει το σουτ του ώστε να απειλεί από την περιφέρεια εάν ήθελε να παίξει στο υψηλότερο επίπεδο, ήταν δυνατός στην άμυνα, έκλεβε μπάλες αλλά δεν είχε καλό σουτ. Ελπίζω να τον επηρέασα θετικά, αλλά ως παλιός δεν του δυσκόλεψα τη ζωή. Ήμουν πάντα δίπλα του. Και φαινόταν ότι είχε... κάτι μέσα του. Μάλιστα εκείνος που επέμενε στον Βασίλη ήταν ο Γιαννάκης. Αν πήγαινε ο Παναγιώτης στην πεπατημένη θα έπαιζα εγώ περισσότερο γιατί ήμουν πιο έμπειρος ενώ ο Σπανούλης τότε ήταν ακόμα στην αρχή και έκανε λάθη. Ο Παναγιώτης τον πίστεψε και τον άφησε. Θεωρώ ότι ο Σπανούλης χρωστάει πολλά στον Γιαννάκη.»
-Στη συνέχεια ήσουν Team Manager του ΠΑΟΚ, το 2008 βρέθηκες να είσαι team manager του Ολυμπιακού που ειχε περάσει στα χέρια των αδερφών Αγγελόπουλων και μάλιστα εδωσες το παρών και στο φάιναλ φορ του Βερολίνου. Πώς ήταν η ζωή μετά το μπάσκετ και οι δραστηριότητές σου; Ήθελες έναν τέτοιον ρόλο ή σου άρεσε και η προπονητική;
«Η αλήθεια είναι ότι είχα πάει με κεκτημένη ταχύτητα και δεν το είχα σκεφτεί πάρα πολύ. Προέκυψε μια περίοδος στη Θεσσαλονίκη και στον ΠΑΟΚ όπου πρόεδρος ήταν ο Δρόσος ο οποίος με είχε πείσει ότι ήθελε να κάνει μια νέα αρχή με εμένα, τον Μπαλογιάννη ώστε να πάμε να φτιάξουμε κάτι καλό στον ΠΑΟΚ. Με προπονητή τον Αργύρη Πεδουλάκη τον οποίο εγώ είχα επιλέξει. Ακούγεται λίγο οξύμωρο αλλά όταν με ρώτησε ο Δρόσος ποιος προπονητής πίστευα ότι θα μπορούσε να είναι στην ομάδα, είπα αμέσως το όνομα του Αργύρη. Και μάλιστα δεν είχαμε και ιδιαίτερες σχέσεις. Μετά μας πρόδωσε το σχήμα του Δρόσου και αποχώρησα. Ύστερα από ένα κενό διάστημα που μεσολάβησε ήρθε μια πρόταση από τον Παναγιώτη Γιαννάκη να πάω στον Ολυμπιακό για να βοηθήσω. Και πήγα.
Θεωρώ ότι έκανα μια καλή δουλειά, προσπάθησα να διορθώσω κάποια πραγματα, δεν εκτέθηκε η ομάδα με τη δική μου παρουσία και σε γενικές γραμμές δεν είχε ακουστεί κάτι αρνητικό. Ουσιαστικά ήμουν υπεύθυνος για όλα πλην του γηπέδου. Μαζί φυσικά με τον Χρήστο Σταυρόπουλο ο οποίος ήταν διευθυντής και τον Νίκο Λεπενιώτη ο οποίος ήταν υπεύθυνος στο κομμάτι του marketing. Δεν λέω ότι τα έκανα πολύ καλά, αλλά δεν εκτέθηκε η ομάδα. Οπότε κάτι καλό γινόταν. Προσωπικά ωστόσο δεν ήταν κάτι μου με εξίταρε. Κοίτα, στην Ελλάδα καλός μάνατζερ είναι εκείνος που μπορεί να σου βρει ένα καλό τραπέζι στα μπουζούκια. Εγώ δεν είχα αυτήν την αντίληψη. Εγώ ήθελα οι παίκτες να είναι ήρεμοι, να μπορούν να κάνουν πράγματα, να υπάρχει γενικά οργάνωση.
Πολλές φορές λειτουργούσα ως σύμβουλος. Οι πρόεδροι ρωτούσαν την αποψή μου ή ακόμα και ο Παναγιώτης με τους συνεργάτες του. Είσαι κάπου στη μέση. Θεωρώ ότι το έκανα καλά, αλλα δεν με εξίταρε και δεν είχε προοπτική. Όταν έφυγε ο Παναγιώτης από τον Ολυμπιακό θεώρησα ηθικό να φύγω και εγώ. Είχαν εκτιμήσει τη δουλειά μου οι κύριοι Αγγελόπουλοι αλλά εγώ θεώρησα ηθικό ότι έπρεπε να φύγω. Και έκτοτε βλέποντας πώς λειτουργεί το σύστημα ήθελα να ασχοληθώ με την ανάπτυξη, τις υποδομές... Θα ήταν το μέλλον. Ερχόταν οικονομική και αγωνιστική κρίση στον χώρο και πίστεψα ότι αυτό μπορεί να έχει μέλλον. Τα παιδιά και οι ακαδημίες. Και γι' αυτό ασχολήθηκα».
«Τεράστιος παίκτης και άνθρωπος ο Φορντ, ζούσε με το άγχος της αρρώστιας του»
Ο ημιτελικός με την Γιουγκοσλαβία, το μπάχαλο στο Τορόντο και το μάθημα του Γιαννάκη όταν κάρφωσε στα 36 του
-Πριν περάσουμε στις σημερινές σου ασχολίες... Να πούμε για την Εθνική... Ήσουν επίσ ειρά ετών μέλων των μικρών εθνικών με τις οποίες κατέκτησες το ασημένιο με την ελπίδων στην Αθήνα, ενώ φόρεσες και αυτη την Ανδρων έχοντας πάρει μέρος σε δύο Παγκόσμια. Είσαι γεμάτος από την Εθνική;
«Πέρασα πολύ ωραίες στιγμές με την Εθνική καθώς φόρεσα τη φανέλα της για περίπου 10 χρόνια. Ήταν ωστόσο οι χρονιές που ενώ με τον ΠΑΟΚ είχαμε κάνει καλές πορείες, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είχε έρθει γύρω από την Αθήνα. Ήταν ο Ολυμπιακός δυνατός, ο Παναθηναϊκός δυνατός και ο ΠΑΟΚ είχε μπει λίγο στο περιθώριο. Είχα συμμμετοχή σε πολύ καλές ομάδες αλλά στην Εθνική δεν ένιωθα ότι έχω εξασφαλισμένη την θέση μου. Δεν υπήρχε κάποιος να με βοηθήσει και έπρεπε να πείθω συνέχεια ότι άξιζα να βρίσκομαι και να υπενθυμίζω τα όσα έκανα στη διάρκεια της χρονιάς.»
-Ποια γευση σου εχει μεινει; Ποια ειναι η γενική εικονα από την Εθνική;
«Μου έχουν μείνει οι σχέσεις που έκανα στην Εθνική, ειδικά με τα παιδιά που είναι κοντά στην ηλικία μου και τους θεωρώ αδέρφια μου. Και ήταν τρομερή η εμπειρία να συνεργαστώ με τον Γιαννάκη, τον Φασούλα με τον οποίο ήμασταν μαζί και στον ΠΑΟΚ, τον Φάνη και άλλα παιδιά. Τρομεροί παίκτες. Τους ένιωθαν ότι σε βοηθούν. Και στα Παγκόσμια που παίξαμε και παντού. Μάλιστα στο Τορόντο το '94 τα προγνωστικά δεν ήταν υπέρ μας. Μάλιστα τότε δεν είχαμε ολοκληρώσει καν μια προπόνηση. Ήταν πολύ άσχημο το κλίμα... Έφυγε ο Κιουμουρτζόγλου και έμεινε ως πρώτος προπονητής ο αείμνηστος Δενδρινός. Δεν ήμασταν έτοιμοι και νιώθαμε ότι δεν θα πάμε καλά καθώς είχαμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε με την πλάτη στον τοίχο. Όμως τα αποτελέσματα ήταν πάρα πολύ καλά. Αυτό οφείλονταν στην πολύ καλή διάθεση και στην ποιότητα που είχαν τρεις παίκτες. Ο Γιαννάκης, ο Φασούλας και ο Φάνης οι οποίοι έκαναν πολύ καλό τουρνουά».
-Ποιο ήταν το ματς που σε πλήγωσε περισσότερο με την Εθνική;
«Ο ημιτελικός με την Γιουγκοσλαβία στο Παγκόσμιο της Αθήνας. Κρίμα. Μπορούσαμε να πάμε στον τελικό. Όμως, εντάξει. Συμβαίνουν αυτά...»
-Ποιο ήταν το περιστατικό με την Εθνική που σου έχει μεινει περισσοτερο;
«Η Εθνική ομάδα είναι ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Τρομερή η νοοτροπία του. Θυμάμαι ότι ενώ ήταν 36 ετών προσπαθούσε να καρφώσει στην προπόνηση και με τον Φασούλα του λέγαμε 'έλα ρε συ, τι πας να καρφώσεις σε τέτοια ηλικία;' Μάλιστα τότε τελείωνε η προπόνηση και οι φυσικοθεραπευτές τον παγώνανε από πάνω έως κάτω για να μπορεί να αντέξει. Τότε, λοιπόν, γύρισε και μας είπε ότι θα καρφώσει σε 10 ημέρες. Και καθόταν μετά την προπόνηση και έκανε 10 προσπάθειες για κάρφωμα. Ε, την 3η μέρα κάρφωσε και το πανηγύρισε έξαλλα. Αυτό δείχνει την προσήλωσή του σε αυτό που έκανε. Πραγματικό μάθημα».
«Θα έπαιζα ξανά τον τελικό της Ναντ για να άλλαζε η ιστορία»
-Ο καλύτερος συμπαίκτες που ειχες; Άντε δύο...
«Θα αδικήσω πολλούς. Κοίτα δεν θα πω καλύτερος αλλά πολύ βοηθητικός ήταν ο Φασούλας. Με την έννοια ότι βοηθούσε πάρα πολύ την ομάδα. Ο Μπάνε επίσης, ο Γιαννάκης και ο Φάνης. Ήταν εκείνοι που σ' έκαναν καλύτερο...
-Το παιχνίδι που θα θυμασαι για μια ζωή;
«Εκείνο που σου είπα πριν. Όταν έπεσα και χτύπησα το κεφάλι μου σε ηλικία 13 ετών. Γέλαγε όλο το γήπεδο. Τα παιδιά, οι γονείς, όλοι (γέλια). Όμως αυτό μου έδωσε κίνητρο...»
-Το παιχνίδι που θα ηθελες να ξαναπαιξεις ώστε να άλλαζε η ιστορία;
«Ο τελικός της Ναντ, με το λάθος του Φασούλα στο τέλος...»
-Το παιχνίδι που απόλαυσες περισσότερο;
«Το παιχνίδι με την Στεφανέλ στην Τεργέστη όταν και κατακτήσαμε το Κύπελλο Κόρατς».
-Η καλύτερη και η χειροτερη στιγμη της καριέρας σου;
«Η καλύτερη όταν πρωτομπήκα στο γήπεδο για προπόνηση με τον Ολυπιακό Βόλου. Θυμάμαι τα πάντα. Ακόμα και τι ρούχα φορούσαν όλοι. Σαν να άνοιξε μια πόρτα μπροστά μου. Η χειρότερη θα έλεγα η τελευταία μου παρουσία στο παρκέ. Ένα ματς Μαρούσι-Πανιώνιος το 2008».
Έβγαλες λεφτα από το μπασκετ ώστε να πεις «θα ζησω ανετα» την υπολοιπη ζωη μου;
«Δεν μπορείς να το πεις αυτό. Ημουν σε καλές ομάδες, έβγαλα χρήματα, βελτίωσα πάρα πολύ την ζωή μου αλλά επειδή οι άνθρωποι δημιουργούν και φτιάχνουν την ζωή τους μ' έναν συγκεκριμένο τρόπο, πρέπει να δουλεύεις για να δημιουργείς και για να έχεις ένα σταθερό εισόδημα. Υπάρχει ένας μύθος και το εξηγώ στους παίκτες. Πολλοί παίκτες που παίζουν σε υψηλό επίπεδο δεν ξέρουν να διαχειριστούν τα χρήματά τους και τα χάνουν. Το θέμα είναι ότι πρέπει να υπάρξει μια μέριμνα και να εξηγούν και στα μικρά παιδιά κάποια πράγματα πάνω σε αυτό το κομμάτι. Πόσα χρήματα παίρνουν αυτοί οι παίκτες, πόσοι τα παίρνουν και τι γίνεται μετά. Αυτό δεν υπάρχει και πρέπει να γίνει. Ενα κάτι σαν σεμινάριο που να εξηγεί το Financial planning ζωής. Θεωρώ απαραίτητο για να ένα παιδί και να σπουδάσει».
-Έχασες λεφτά από το μπάσκετ;
«Όχι, δεν έχασα. Απλά μία φορά δεν διεκδικήσα ποτέ μία επιταγή. Από δική μου επιλογή. Ήταν από τον Κώστα Μεσάικο στον Μακεδονικό. Μου είχε δώσει ένα πολύ καλό συμβόλαιο αλλά κάποια στιγμή προέκυψε μια αναποδιά στη δουλειά του. Όμως αυτός ο άνθρωπος δεν ήθελε να αδικήσει κανέναν και ήθελε να κάνει διακανονισμούς. Όμως εγώ του είπα ότι θα τα λέγαμε πάλι εάν ξεπερνούσε αυτην την δυσκολία. Είχε δώσει πάρα πολλά χρήματα. Βοήθησε πολύ το ελληνικό μπάσκετ».
-Και κλείνοντας, ασχολείσαι τα τελευταία χρόνια με τα παιδια... Έχεις δική σου ομάδα στα Βριλήσσια...
«Ναι όντως έχω δική μου ομάδα στα Βριλήσσια και συνεργάζομαι με δύο σχολεία. Το Κωστέα-Γείτονα και τα Εκπαιδευτήρια Καίσαρη όπου έχω αντίστοιχα ακαδημίες με τα παιδιά του σχολείου. Κάνω και αρκετά άλλα πράγματα όπως σύμβουλος αθλητικών συλλόγων ανά την Ελλάδα, κάνω ένα camp τα καλοκαίρια κοντά στην Αρχαία Ολυμπία με 400 παιδιά κάθε χρόνο, έχω επίσης ένα πρόγραμμα το οποίο τρέχω στο οποίο με βοήθησε πολύ ο Κλιφ Λέβινγκστον μ' έναν φίλο τον Μαρκ Κουκ ο οποίος είναι πιστοποιημένος σκάουτερ και έχουν φύγει πολλά παιδιά με αυτήν την διαδικασία. Όπως οι Χουγκάζ, ο Σωτηρίου...»
-Οπότε στόχος σου είναι να βγάζετε παιδιά...
«Ο στόχος είναι να κάνουμε ποιοτική δουλειά και μέσα από το μπάσκετ να τους βοηθάμε στη ζωή τους. Γιατί το να παίξει κάποιος επαγγελματικά μπάσκετ σε υψηλό επίπεδο και να ζήσει από αυτό, είναι εξαιρετικά σπάνιο. Οπότε αυτό που κάνουμε είναι να υπάρχει μια υγεία και αυτό που έχουμε οργανώσει να είναι γύρω από το μπάσκετ. Από εκεί και πέρα ό,τι καλύτερο. Κάποια παιδιά επίσης έχουν φύγει από εμένα και παίζουν Β' Εθνική ή Α2».