Χρήστος Κυριαζής: Καλό ταξίδι καψούρα
Τους έβλεπε όλους να την προσεγγίζουν, να την «κορτάρουν» κι εκείνη να χαρίζει χαμόγελα. Αυτός ίσα που την κοίταζε, του κόβονταν τα πόδια. Έγραψε έτσι μια μέρα, σε ένα χαρτί κάτι στιχάκια. Τα έντυσε με μια μελωδία απλή που βρήκε στην κιθάρα και πήγε και έπαιξε το τραγούδι στο κορίτσι που αγάπησε στο Γυμνάσιο.
Τότε ο Χρήστος Κυριαζής κατάλαβε ότι μπορεί να γράφει τραγούδια. Στίχους και μουσική που θα μιλάνε για τα «τετραθέμελα» του δικού του κόσμου. Πειραιάς, θάλασσα, γυναίκα, καψούρα, σε παράφραση του Νίκου Καζαντζάκη με τον οποίο μεγάλωσε και τον επηρέασε βαθιά.
Ο μεγάλος τραγουδοποιός γεννήθηκε στον Πειραιά στις 2 Απριλίου του 1953 και μεγάλωσε εκεί. Όταν ήταν πιτσιρίκι ακόμα, ο αδερφός του παράτησε μια κιθάρα πάνω από την ντουλάπα. Τη βαρέθηκε. Έτσι αποφάσισε να ανέβει σε μια καρέκλα, απλώθηκε, την έφτασε, κι άρχισε να την γρατζουνάει ζαλίζοντας τη μάνα του. Πήγαινε σε συναυλίες απλώς και μόνο για να δει τον κιθαρίστα πως βάζει τα δάχτυλά του στις χορδές.
Ο θρύλος πίσω από την επιτυχία του Χρήστου Κυριαζή «Έχω κλάψει» για τον έρωτα με την Βάνα Μπάρμπα
Υπήρξε γνήσιος «λιμανίσιος», αγάπησε κάθε σπιθαμή της πόλης. Την περπάτησε. Την τραγούδησε. Από τον σκοτεινό τερματικό σταθμό του ηλεκτρικού. Μέχρι τη θάλασσα που χρυσαφίζει όταν συναντά τον ήλιο. Τη βαβούρα του λιμανιού. Την πλατεία Αλεξάνδρας. Την πολυσύχναστη πασαρέλα, στο Πασαλιμάνι. Την Καστέλλα.
Έβαζε να πιεί. Ένα ποτό, έναν καφέ κάπου απόμερα, κάπου που θα μπορούσε να αφουγκραστεί το μαράζι της καψούρας, την απελπισία της απόρριψης, τη λαχτάρα της προσμονής. Τη γυναίκα που θύμιζε τη μάνα του. Μια λέξη του γαργαλούσε το μυαλό, την έπιανε, την έστυβε, έφτιαχνε τραγούδια για όλα όσα έζησε. Από μικρός, η κιθάρα έγινε προέκταση του χεριού του.
Την σφιχταγκάλιαζε σαν την ερωμένη που πόθησε όσο καμία άλλη και γύρναγε με τα γκρουπάκια του, «Mirabilis Zapala», «What a pity», «Πρόκες», τα στέκια της πόλης, παίζοντας μουσική.
Η λατρεία του για τον Εθνικό και τον Ολυμπιακό
Η οικογένειά του είχε επιπλοποιείο αλλά εκείνον δεν τον μάγεψε απ' την αρχή αυτή η τέχνη. Αλητάμπουρας, χύμα, μαλλιάς. Η ζωή του κινούνταν ανάμεσα στις νότες και το παρκέ, καθώς έπαιζε μπάσκετ στον Ολυμπιακό της εποχής.
Σε ένα υπόγειο κλαμπάκι στην Πλατεία Αμερικής τον είδε ένα βράδυ να ζει τους στίχους που έβγαιναν από την ψυχή κι όχι το στόμα του ο Βλάσης Μπονάτσος. Τον πήρε μαζί του με τους Πελόμα Μποκιού.
Την ημέρα του Πραξικοπήματος, έφυγε από την Αθήνα. Κίνησε για την Πρέβεζα. Να κάνει διακοπές και να παίξει με ένα άλλο συγκρότητα. Όταν έφτασαν, έγινε σεισμός! Η πόλη άδειασε.Το μαγαζί έκλεισε, κι αυτός ταξίδεψε ως τη Λευκάδα με ένα ψαροκάικο χωρίς να ξέρει ότι επρόκειτο να ζήσει το καλοκαίρι της ζωής του.
Ο Κυριαζής στη Γυναίκα είχε τάξει την τέχνη του. Στον έρωτα τη ζωή του, κι έτσι δεν δίστασε να τα παρατήσει όλα και να πάει για χάρη του στην Ιταλία. Για τα μάτια της Κριστίνα που γνώρισε εκείνον τον Αύγουστο στο νησί του Ιονίου.
Εκεί σπούδασε σχέδιο, κάτι που του φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμο κατά την επιστροφή του στην πατρίδα. Έφτιαξε τα δικά του έπιπλα, οι επιχειρήσεις τις οικογένειας «άνθισαν». Ήταν μια περίοδος που όπως έχει εξομολογηθεί ο ίδιος σε συνεντεύξεις του είχε βαρεθεί να ακούει «όχι» από τις δισκογραφικές.
Όταν ο Αντώνης Τουρκογιώργης από τους Socrates τον ρώτησε αν έχει υλικό, του απάντησε πως ήδη έχει στείλει το «Έλα μωράκι μου» και κάποια ακόμα κομμάτια. Ο δίσκος δεν είχε επιτυχία. Γεύτηκε την απογοήτευση και με το «Βράδυ Σαββάτου». Δεν τον ένοιαξε. Συνέχιζε να εκφράζεται μέσα από στίχους και μελωδίες. Το τραγούδι δεν το κυνήγησε. Το είχε ως χόμπι.
Η γνωριμία του με τον Γιώργο Πολυχρονίου, που τον οδήγησε και στην πόρτα της Sony, έγινε μέσα σε ένα από τα μαγαζιά επίπλων του. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του ήρθε με τον δίσκο «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» το 1992 που έγινε «πλατινένιος».
Ακολούθησαν οι δίσκοι «Επιτυχίες» (1994), «Η αγάπη είναι μία» (1994, «χρυσός» δίσκος των 30.000 αντιτύπων), «Χαμένος Νικητής» (1995), «Άλλο τι θέλω, άλλο τι μπορώ» (1997). Τα γνωστότερα τραγούδια αυτών των δίσκων είναι: «Οι απέναντι που πληρώνουν έναντι», «Ημεροβίγλι», κ.λπ.
Τα τραγούδια του άρεσαν στους πολύ σπουδαίους του ελληνικού Πενταγράμμου. Στον Άκη Πάνου, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιώργο Ζαμπέτα. Ενώ ο γιος του τού έλεγε ότι το καλύτερο κομμάτι του είναι το «Ο Πειραιάς». Εκείνος έλεγε πως έχει πολλά να γράψει ακόμα...
Ο Γιώργος Κυριαζής μεγαλούργησε σε μια εποχή που οι ερωτευμένοι έπαιρναν τηλέφωνο τις κοπελιές τους, για να τους τραγουδήσουν μισομεθυσμένοι το «Έλα μωράκι μου». Έτσι έκανε και ο ίδιος, αγαπούσε, επέμενε, περίμενε, γιατί η ζωή του ήταν μισή μακριά από εκείνη που ποθούσε.
Μποέμ τύπος, από εκείνους που την περπάτησαν τη ζωή, δεν επιβίωσαν απλώς τις μέρες τους. Ένας λαϊκός ροκάς, που όταν δεν ήταν καλά άκουγε Κοέν. Κι όταν είχε χαρές, μπιτάκια. Ένας αυθεντικός άνθρωπος με λατρεία για τον Εθνικό Πειραιώς και τον Ολυμπιακό. Το διάβασμα, το ψάρεμα, τις βόλτες εκεί που τον χάιδευε η αλμύρα της θάλασσας. Στον «δρόμο του νερού» όπως περιέγραφε ο ίδιος αυτές τις περατζάδες...