Ρόμπερτ Γιάρνι στο Gazzetta: «Στα αποδυτήρια του Παναθηναϊκού κάποιοι δεν τα πήγαιναν καλά με άλλους κι αυτό έβγαινε στο γήπεδο»
Το καλοκαίρι του 1998, ρεπορτάζ της εποχής ήθελαν τον Παναθηναϊκό να κυνηγά την υπογραφή του. Κατά τη διάρκεια δηλαδή του Παγκοσμίου Κυπέλλου, τότε που ως βασικός αριστερός της Κροατίας κατέκτησε την τρίτη θέση του τουρνουά, κερδίζοντας την Ολλανδία στον μικρό τελικό. Το ίδιο καλοκαίρι όχι μόνο δεν ήρθε στην Ελλάδα, αλλά η ομάδα που τον αγόρασε ήταν η Ρεάλ Μαδρίτης (36 συμμετοχές, τρία γκολ). Το «τριφύλλι» ολοκλήρωσε τελικά τη μεταγραφή του τον Ιανουάριο του 2002, στα 33 του. Ο Ρόμπερτ Γιάρνι θα έμενε στους «πράσινους» μέχρι το τέλος της σεζόν και ακολούθως θα έβαζε τέλος στη σπουδαία του καριέρα, αγωνιζόμενος και σε τρίτο Παγκόσμιο Κύπελλο (2002, Κορέα - Ιαπωνία). Όλα κι όλα οκτώ παιχνίδια με τον Παναθηναϊκό για τον ποδοσφαιριστή, ο οποίος αναδείχθηκε πρωταθλητής και κυπελλούχος με τη Γιουβέντους (1995) και κατέκτησε το διηπειρωτικό με τη Ρεάλ (1998). Ένας μπακ - χαφ με 308 συμμετοχές σε συλλογικό επίπεδο (έπαιξε και Μπέτις, Μπάρι, Τορίνο, Λας Πάλμας, Χάιντουκ), με 30 γκολ και οκτώ ασίστ.
Το Gazzetta ταξίδεψε στο Σπλιτ και συνάντησε τον 53χρονο σήμερα Ρόμπερτ Γιάρνι. Ο χρόνος γύρισε 19 χρόνια πίσω, τότε που ο Παναθηναϊκός τερμάτισε τρίτος στο πρωτάθλημα, στο -3 από Ολυμπιακό και ΑΕΚ. Τότε που οι «πράσινοι» έφτασαν στους «8» του Champions League, μια... ανάσα πριν από τα ημιτελικά. Για τον Κροάτη, ο οποίος άνοιξε το δρόμο για τη νίκη - πρόκριση της ομάδας του απέναντι στη Γερμανία στο Μουντιάλ του 1998, δεν ήταν όλα ρόδινα στον Παναθηναϊκό. Τα αποδυτήρια που ήταν παράξενα και στα οποία «υπήρχαν παίκτες που δεν τα πήγαιναν καλά με άλλους» και ο προπονητής Σέρχιο Μαρκαριάν ο οποίος ήταν αυτός που έπρεπε να λύσει τα προβλήματα και δεν το έκανε, όπως υποστήριξε. Το ιστορικό παιχνίδι εναντίον της Μπαρτσελόνα που έχασε λόγω πυρετού, η σύγκρουση με τον Μιχάλη Κωνσταντίνου και οι σχάρες σιδήρου που έπεφταν στο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. H φοβερή ιστορία με τα εισιτήρια κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ 1998, οι πτήσεις κατά τις οποίες φοβήθηκε για τη ζωή του, το απίθανο σκηνικό στο Μουντιάλ Νέων της Χιλής, ο Αραγονές και ο Λίπι. Η αγάπη του για το τένις και τον Στέφανο Τσιτσιπά, το μήνυμα πως «η ζωή σου συμπεριφέρεται, όπως συμπεριφέρεσαι στους άλλους» και το άνοιγμα στον Παναθηναϊκό για επιστροφή!
«Κάτι έλειπε από τα αποδυτήρια του Παναθηναϊκού, ήταν παράξενα κι ευθύνη είχε ο προπονητής»
Η μεταγραφή σου στον Παναθηναϊκό ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2002, αλλά με βάση τα ρεπορτάζ της εποχής, το όνομά σου απασχόλησε την ομάδα κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1998. Ενδιαφέρθηκε πράγματι ο Παναθηναϊκός εκείνο το διάστημα να σας αποκτήσει;
«Νομίζω ναι, θυμάμαι ότι υπήρχε κάτι, αλλά δεν φτάσαμε να καθίσουμε στο τραπέζι να μιλήσουμε. Ενδιαφέρθηκε ο Παναθηναϊκός, αλλά δεν φτάσαμε εκεί, δεν υπήρχε συνάντηση».
Μερικούς μήνες πριν από το τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο στο οποίο συμμετείχες με την εθνική Κροατίας υπέγραψες τελικά στον Παναθηναϊκό. Τι αναμνήσεις έχεις από τη θητεία σου στην Ελλάδα;
«Ήταν το 2002, πριν από το Μουντιάλ. Ήταν εύκολο να προσαρμοστώ γιατί υπήρχαν ήδη δύο Κροάτες στον Παναθηναϊκό, ο Σάριτς και ο Βλάοβιτς. Με βοήθησαν να μπω στο κλίμα. Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι είχαμε καλή ομάδα. Τα αποτελέσματα, ωστόσο, δεν ήταν αντίστοιχα της ποιότητας της ομάδας. Δεν ξέρω τι συνέβη. Στα αποδυτήρια των άλλων ομάδων που είχα περάσει υπήρχε μεγαλύτερο το αίσθημα της φιλίας, εκείνα στον Παναθηναϊκό, εκείνη την περίοδο, ήταν παράξενα. Κάτι έλειπε. Νομίζω ότι αυτό ήταν κάτι στο οποίο θα μπορούσαμε να τα πάμε καλύτερα. Θεωρώ ότι αυτό ήταν ένα ζήτημα του προπονητή, εκείνος πρέπει να το λύσει.
Αυτά τα θέματα εξαρτώνται πάντα από τον προπονητή, αυτός πρέπει να μεταδώσει αυτήν την αίσθηση. Όταν κάτι δεν πάει καλά στα αποδυτήρια, έχεις δύο ή τρία γκρουπ διαφορετικά. Αυτό είναι πρόβλημα. Εκεί δεν υπήρχαν δύο ή τρία γκρουπ, αλλά υπήρχαν παίκτες που δεν τα πήγαιναν καλά με άλλους. Όταν υπάρχει μια τέτοια κατάσταση, αυτό αποτυπώνεται στο ποδόσφαιρο, στα παιχνίδια. Κάποιος που ξέρει από ποδόσφαιρο ή έχει παίξει, το προσέχει ότι κάτι δεν πάει καλά στο γήπεδο. Κάτι έλειπε. Ξαναλέω, όμως, ήταν θέμα του προπονητή, εκείνος είναι υπεύθυνος. Πέρασα όμως καλά, γνώρισα την Αθήνα η οποία μου άρεσε πολύ. Χάρη στον Σάριτς και τον Βλάοβιτς ένιωσα καλά».
Όταν έφτασες στο αεροδρόμιο, διάβασα σε περίμενε ο Μάριο Μπόνιτς...
«Ναι, τον Μάριο τον ήξερα πολλά χρόνια. Όταν έφυγα από το Ντουμπρόβνικ για την Αθήνα ήταν εκεί, μαζί με τον Βέλιμιρ Ζάετς, γνώριζε τη γλώσσα και με βοήθησε σε πολλά πράγματα».
Ποιος ήταν ο ατζέντης σου εκείνη την περίοδο;
«Δεν είχα ατζέντη».
Τι σκέφτηκες όταν προέκυψε η πρόταση του Παναθηναϊκού;
«Δεν σκέφτηκα πολλά. Ο Παναθηναϊκός είναι μέχρι και σήμερα μία από τις μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες. Ξέρω ότι υπάρχει μεγάλη αντιπαλότητα με τον Ολυμπιακό, είναι περίπου κάτι παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει με τη Μπέτις και τη Σεβίλλη. Ο Παναθηναϊκός έχει μεγάλη ιστορία. Φτάσαμε σε συμφωνία πολύ γρήγορα και δεν είχαμε προβλήματα στις διαπραγματεύσεις».
Προτού έρθεις στον Παναθηναϊκό, αγωνιζόσουν στην Ισπανία με τη Λας Πάλμας. Διάβασα ότι είχαν προκύψει προβλήματα και γι' αυτό αποφάσισες να φύγεις. Τι είδους προβλήματα ήταν αυτά;
«Πήγα στη Λας Πάλμας στο μέσο της σεζόν, το 2000, τον Ιανουάριο. Τότε η ομάδα ήταν στη δεύτερη κατηγορία. Ανεβήκαμε στην πρώτη κατηγορία, την επόμενη σεζόν εξασφαλίσαμε την παραμονή στη La Liga και μετά με ενημέρωσαν ότι δεν μπορούσαν να με πληρώσουν. Ότι θα ήταν προτιμότερο να έφευγα. Εξεπλάγην γιατί είχα δύο ή τρία χρόνια συμβόλαιο. Όταν μείναμε στην πρώτη κατηγορία, ξαφνικά άλλαξαν τα πράγματα. Δεν ξέρω τι συνέβη. Στο τέλος υπέγραψα στον Παναθηναϊκό. Είχα κι άλλες προτάσεις, αλλά καθώς είχα δύο φίλους συμπατριώτες στον Παναθηναϊκό, επέλεξα να υπογράψω στον Παναθηναϊκό».
«Κάποιοι είχαν ισχυρή προσωπικότητα, αλλά εμένα κάτι δεν μου ταίριαζε»
Πώς ήταν οι χαρακτήρες των υπόλοιπων παικτών του Παναθηναϊκού; Τι θυμάσαι;
«Υπήρχαν 3-4 παίκτες με ισχυρή προσωπικότητα, αλλά κάτι δεν μου ταίριαζε όπως σου είπα. Ήμασταν στο 80%, δεν ήταν το ίδιο όπως με την Κροατία του 1988. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Όταν έχεις τα αποδυτήρια ενωμένα, δεν έχεις πρόβλημα. Θα σου πω μια ιστορία: Στο Παγκόσμιο Κύπελλο το 1998, όταν φτάσαμε εκεί, ήμασταν μια γενιά που μεγάλωνε μαζί επί μια δεκαετία. Γνωριζόμασταν από μικροί: Από την Κ16, την Κ18, την Κ20, μέχρι να φτάσουμε στο ανδρικό επίπεδο. Όταν το 1998 πήγαμε για προετοιμασία στην Ίστρα, από την πρώτη μέρα μέχρι την τελευταία που τελείωσε το Μουντιάλ, ήμασταν μαζί 55 μέρες. Κανείς δεν πέταξε άσχημη κουβέντα για κάποιον άλλον. Ποτέ. Για 55 μέρες. Όταν πας για προετοιμασία με μια ομάδα για 15 μέρες, πάντα θα υπάρχουν παρεξηγήσεις, πάντα κάποιος θα πει κάτι.
Για 55 μέρες χωρίς να πει κάποιος άσχημη λέξη για κάποιον άλλον. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Πριν το ματς με τη Γερμανία, εμείς οι ποδοσφαιριστές περιμέναμε να πάρουμε τα εισιτήρια που είχαμε ζητήσει. Οι έντεκα βασικοί πήραν στο 100% τα εισιτήρια που ζήτησαν, ενώ για τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής αυτό μειώθηκε στο 50%. Τότε σηκώθηκαν ο Σούκερ, ο Μπόμπαν, ο Στίματς, οι μεγαλύτεροι, και έδωσαν πίσω τα εισιτήρια στον Μίροσλαβ Μπλάζεβιτς, τον προπονητή μας. Τους είπαν ότι δεν γίνεται οι 11 βασικοί να πάρουν όλα τα εισιτήρια και οι υπόλοιποι τα μισά. Ότι δεν μπορεί να γίνει έτσι. Ο Μπλάζεβιτς έλυσε το θέμα και πήραμε όλοι όλα τα εισιτήρια που είχαμε ζητήσει».
Θεωρείς ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα του Παναθηναϊκού, λόγω του οποίου δεν κατάφερε να κατακτήσει το πρωτάθλημα τη σεζόν 2001-2002;
«Μπορεί. Αλλά σου είπα ότι είναι θέματα που πρέπει να τα λύσει ο προπονητής, να μιλήσει με αυτούς που κάνουν αυτά τα πράγματα. Και όταν τα ξεκαθαρίζεις, δεν υπάρχει πρόβλημα. Όταν τα ξεκαθαρίζεις και επαναλαμβάνονται για δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά, πρέπει να αποκλείσεις εκείνον τον παίκτη. Αυτό σκέφτομαι, έτσι είμαι. Είχα στη Μπέτις έναν προπονητή, ένα ιερό τέρας της προπονητικής, τον Λουίς Αραγονές. Με λάτρευε. Μετά την προπόνηση κάθε μέρα καθόμασταν στο τραπέζι και μιλούσαμε τρεις ώρες. Μιλούσαμε πάντα για ποδόσφαιρο και μου είπε ένα πράγμα που μου έμεινε για πάντα στο μυαλό.
Μου είπε: "Όταν μιλάς με τους παίκτες πρέπει να τους πεις κατάματα την αλήθεια. Γιατί αν πεις ψέματα, θα τα πεις μία, θα τα πεις δύο, θα τα πεις τρεις. Σε λίγους μήνες θα έχεις ξεχάσει τις τους είπες. Αν πεις την αλήθεια, δεν θα αποτύχεις". Αυτό είμαι εγώ. Ο καθένας έχει τα δικά του μάτια, βλέπει τον κόσμο με τα δικά του μάτια και τον ερμηνεύει όπως θέλει. Ίσως να αποτύχεις σε κάτι, αλλά πρέπει να ελαχιστοποιήσεις την πιθανότητα να αποτύχεις. Αν κινείσαι με οδηγό την αλήθεια, εξασφαλίζεις ότι υπάρχει πιθανότητα αποτυχίας μόνο σε ένα κομμάτι, όχι παντού».
Παρ' όλα αυτά εκείνη τη χρονιά ο Παναθηναϊκός έφτασε πολύ κοντά στην πρόκριση στους «4» του Champions League. Τι θυμάσαι από εκείνο το αξέχαστο παιχνίδι εναντίον της Μπαρτσελόνα στο Καμπ Νόου;
«Πράγματι. Ταξίδεψα με την αποστολή, αλλά στη διάρκεια του ταξιδιού ανέβασα πυρετό. Είδα το ματς στο ξενοδοχείο. Ήταν πολύ δύσκολο, ειλικρινά, γιατί η Μπαρτσελόνα ήταν πολύ δυνατή. Ίσως αν ήταν η σημερινή Μπαρτσελόνα, να είχαμε νικήσει. Αλλά εκείνη την εποχή ήταν πολύ δυνατή».
Μετά το γκολ που σημείωσε ο Κωνσταντίνου πίστεψες ότι μπορεί να κατακτηθεί η πρόκριση;
«Όταν έπαιζες κόντρα στην Μπαρτσελόνα, τη Ρεάλ ή τη Βαλένθια εκείνη την εποχή, δεν μπορούσες ποτέ να χαλαρώσεις. Το τέλος του ματς έρχεται όταν σφυρίζει ο διαιτητής. Πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος 90 λεπτά. Μερικές φορές οι προπονητές δεν μιλούν με τους παίκτες. Ξέρεις πως είναι το ντόμινο. Όταν πέφτει ένας, πέφτει κι ο άλλος. Είσαι μπροστά και χαλαρώνεις κατά το 20%, σου βάζουν γκολ, εκνευρίζεσαι. Μπορείς να χάσεις το ματς εύκολα. Πρέπει να έχεις παίκτες με προσωπικότητα. Εμένα μου έμαθαν ότι όταν ο αντίπαλος είναι στα γόνατα, πρέπει να τον ξαπλώσεις στο έδαφος».
Σε ηλικία 34 ετών, αμέσως μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, σταμάτησες την καριέρα σου. Ήταν συνειδητή απόφαση;
«Υπέγραψα στον Παναθηναϊκό μόνο για έξι μήνες. Μετά πήγα στο Μουντιάλ της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας και κρέμασα τα παπούτσια μου. Είχα αποφασίσει να σταματήσω την καριέρα μου».
Στον Παναθηναϊκό, δηλαδή, δεν ήθελες να μείνεις περισσότερο από εκείνο το εξάμηνο;
«Αν ήταν καλύτερα τα πράγματα, θα ήθελα να συνεχίσω να παίζει για τον Παναθηναϊκό; Δεν το ξέρω, ήμουν 34 ετών. Πήγα στο σπίτι μου μετά το Μουντιάλ, μίλησα με τα παιδιά και τη σύζυγό μου και αποφάσισα να σταματήσω. Σε φυσική κατάσταση ήμουν καλά, αλλά αποφασίσαμε να μην συνεχίσω. Ήμουν μακριά από τη χώρα μου από το 1990 μέχρι το 2002. Πολλά χρόνια. Πέρασα καλά, όπου κι αν πήγα, αλλά σαν το σπίτι δεν έχει».
Στην Ελλάδα είχες την οικογένεια μαζί σου;
«Στην Ελλάδα ήμουν μόνος μου, δεν είχα την οικογένεια μαζί μου. Σε όλες τις άλλες ομάδες την είχα. Η κόρη μου γεννήθηκε στην Ιταλία, ο γιος μου στην Ισπανία. Πάντα ήμασταν μαζί. Η κόρη μου η Γκράτσια είναι 29 και ο γιος μου, ο Σάντρο-Ρομπέρτο, 23».
Ο γιος σου παίζει ποδόσφαιρο;
«Όχι, αλλά του αρέσει πολύ. Είναι φανατικός της Γιουβέντους. Στην πρώτη θητεία του Αλέγκρι δεν του άρεσε η ομάδα γιατί έδινε τεράστια έμφαση στην άμυνα. Τώρα βέβαια είναι ακόμη χειρότερα. Μόλις επέστρεψε ο Αλέγκρι, νόμιζε πως θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, αλλά έφυγε ο Κριστιάνο Ρονάλντο. Όταν παίζει η Γιουβέντους, βάζει στη μεγάλη τηλεόραση το ματς και κανείς δεν μπορεί να μιλήσει. Του αρέσουν κι άλλες ομάδες, γνωρίζει πολλούς παίκτες. Εργάστηκα για το Euro στην τηλεόραση της Βοσνίας, μου ζήτησαν να σχολιάζω τα ματς. Πήγα για ένα μήνα σε όλη την Ευρώπη και πριν φύγω μελετούσα τις ομάδες. Τους παίκτες, τι σύστημα έπαιζαν, σε όλα αυτά με βοήθησε ο γιος μου. Με τον υπολογιστή, καθώς γνωρίζει τους παίκτες, με βοήθησε πολύ. Του αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο».
Ποιος ήταν ο καλύτερος συμπαίκτης σου στον Παναθηναϊκό;
«Εκτός από τον Βλάοβιτς και τον Σάριτς είχα καλή σχέση με σχεδόν όλους τους συμπαίκτες μου. Δεν μπορείς να έχεις βέβαια την ίδια σχέση με όλους τους συμπαίκτες. Με άλλους περισσότερο, με άλλους λιγότερο. Δεν είχα πρόβλημα. Κανένα πρόβλημα».
«Εμένα μου έμαθαν ότι όταν ο αντίπαλος είναι στα γόνατα, πρέπει να τον ξαπλώσεις στο έδαφος»
«Έξω από το λεωφορείο μας πετούσαν σιδερένιες σχάρες»
Θυμάσαι κάποια ενδιαφέρουσα ιστορία;
«Ναι, όταν παίξαμε στην έδρα του Ολυμπιακού μας πετούσαν μπουκάλια. Εξεπλάγην, γιατί ποτέ δεν μου είχε συμβεί ξανά αυτό. Είχα δει μερικά πράγματα με τρελούς οπαδούς στην Ιταλία. Στη Νάπολι και την Αταλάντα. Αλλά αυτό που μου συνέβη στην Ελλάδα δεν είχε ξανασυμβεί. Έξω από το λεωφορείο, μας πετούσαν σιδερένιες σχάρες».
Στο εκτός έδρας παιχνίδι εναντίον της Σπάρτα Πράγας, από το δικό σου πόδι έφτασε η μπάλα στον Κωνσταντίνου, ο οποίος έκανε το 0-2. Το θυμάσαι εκείνο το παιχνίδι;
«Κάναμε πολύ καλό ματς, ήταν όλα καλά. Τότε ως ποδοσφαιριστής δεν το είχα αντιληφθεί, τώρα το καταλαβαίνω. Αλλιώς σκέφτεσαι ως παίκτης κι αλλιώς ως προπονητής. Όταν είσαι παίκτης, σκέφτεσαι ότι δεν σου αρέσει όπως παίζεις. Όταν είσαι προπονητής, το βλέπεις από την άλλη πλευρά. Βλέπεις πιο ανοικτά, βλέπεις όλους τους παίκτες. Όταν είσαι προπονητής, βλέπεις ότι πολλοί παίκτες είναι εγωιστές και σκέφτονται τον εαυτό τους. Γενικά μιλάω. Ο καθένας μερικές φορές σκέφτεται τον εαυτό του, κάνει πράγματα για τον ίδιο. Αλλά δεν παίζει μόνος του, είναι μέρος ενός συνόλου. Αυτό είναι πρόβλημα. Όταν περνούν τα χρόνια και γίνεσαι προπονητής, σκέφτεσαι ότι "έχω αποτύχει εδώ, εκεί". Υπάρχει μια πυραμίδα. Από τον πρόεδρο που επιλέγει ποιος θα δουλέψει ως τεχνικός διευθυντής και πάει λέγοντας. Αν είναι όλα καλά, τέλεια. Αλλά αν λείπει κάτι, τότε υπάρχει πρόβλημα».
Θυμάσαι το ματς κόντρα στην Πόρτο, όταν συγκρούστηκες με τον Κωνσταντίνου;
«Ναι, το θυμάμαι. Πηδήξαμε στον αέρα και συγκρουστήκαμε. Έκανε ράμματα»
Ποιος ήταν ο καλύτερος προπονητής που είχες;
«Με τον Αραγονές έμαθα πολλά πράγματα. Δούλεψα με τον Λίπι στην πρώτη του σεζόν στη Γιουβέντους, είχαμε ομαδάρα. Τον Ντεσάμπ, τον Γιούργκεν Κόλερ, τον Βιάλι, τον Ραβανέλι, τον Ρομπέρτο Μπάτζιο, τον Τσίρο Φεράρα, τον Κόντε, τον Πάουλο Σόουζα, πολύ καλός ο Πορτογάλος. Είχαμε ομαδάρα. Στο πρώτο ματς εντός έδρας ήρθαμε ισόπαλοι, στο δεύτερο κόντρα στην Φότζα χάσαμε 2-1 και στο τρίτο παίζαμε εντός με τη Μίλαν. Επιστρέφαμε από τη Φότζα και είπε ο Λίπι: "Από σήμερα, θα γίνεται ό,τι λέω εγώ. Όταν χάναμε κάποιο ματς, έβγαινε και έλεγε μπροστά σε όλους τους δημοσιογράφους ότι το λάθος είναι του προπονητή. Πήγαμε στο γήπεδο 1,5 ώρα πριν από το ματς και μας εξηγούσε πώς θα παίζαμε από πίσω μέχρι μπροστά. Πώς θα γινόταν η ανάπτυξη. Στα πρώτα 20 λεπτά βγήκαμε μπροστά, αρχικά βήμα-βήμα, μετά τρέχοντας και στο τέλος με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα. Στα 30 λεπτά ξεκινήσαμε την προπόνηση. Και στο τέλος της σεζόν κατακτήσαμε το πρωτάθλημα και το κύπελλο. Δεν υπάρχει μια μοναδική φόρμουλα. Ο προπονητής είναι εκείνος που βλέπει, που αξιολογεί τους παίκτες και που κάνει τις προπονήσεις. Αυτό είναι το καλύτερο για τους παίκτες. Δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα. Ο Κλοπ έχει τη Λίβερπουλ. Όλος ο κόσμος λέει ότι είναι τρελός. Ναι, είναι τρελός, αλλά ξέρει τι κάνει, γιατί γνωρίζει πώς να καθοδηγήσει τους παίκτες, πώς να τους εμψυχώσει, έχει τον τρόπο του. Αυτό οι παίκτες το βλέπουν, το εκτιμούν και μπορούν να δώσουν το κάτι παραπάνω. Να έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση, να παίξουν πιο δυνατά. Εξαρτάται από τον άνθρωπο, δεν είμαστε όλοι ίδιοι».
«Δεν κάπνιζα, δεν έπινα, δεν πήγαινα σε ντισκοτέκ»
Σε ποια ομάδα πέρασες τις καλύτερες μέρες της καριέρας σου;
«Πρέπει να πω ότι στην Μπέτις ήταν πολύ καλά. Έπαιζα συχνά. Στην Τορίνο είχαμε εξαιρετικά αποδυτήρια. Ήμουν καλά και στην Μπέτις, αλλά στην Τορίνο είχε αυτό το κάτι παραπάνω. Κάθε Σάββατο που παίζαμε εντός έδρας, βγαίναμε έξω και τρώγαμε όλοι μαζί. Όλοι μαζί. Μετά από κάθε εντός έδρας. Δεν μου είχε ξανασυμβεί και δεν μου ξανασυνέβη. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στη Χάιντουκ, αλλά δεν ερχόντουσαν όλοι. Πέντε, έξι, επτά, αλλά στην Τορίνο ήταν όλοι».
Με τον Παναθηναϊκό έπαιξες μόνο οκτώ ματς. Θα μπορούσες να είχες παίξει περισσότερο;
«Δεν έπαιξα κόντρα στην Μπαρτσελόνα και κόντρα σε μία άλλη ομάδα. Δεν θυμάμαι ποια. Δεν είχα προβλήματα, μπορούσα να παίξω ως μπακ ή ως εξτρέμ. Εξτρέμ έπαιζε ο Κόλκα. Ήταν καλός παίκτης».
Και μετά ήρθε το Μουντιάλ...
«Ήταν το τρίτο μου Μουντιάλ. Έπαιξα και στα τρία ματς».
Πώς ένιωσες που έπαιξες πρώτα για τη Γιουγκοσλαβία και έπειτα για την Κροατία;
«Εκείνη την εποχή υπήρχε μόνο η Γιουγκοσλαβία. Ήταν ο Προσινέτσκι, ο Σούκερ, ο Βούλιτς, πέντε - έξι παίκτες από τη Χάιντουκ. Από τη Χάιντουκ βγήκαν εξαιρετικοί παίκτες. Γνώρισα τον Τόμισλαβ Ίβιτς, ο οποίος δεν βρίσκεται στη ζωή, μου είχε πει μαζί με τον Σέρχιο Κρέσιτς ότι στη δεκαετία του 1970 και του 1980 είχε έρθει ο Άγιαξ για να δει πώς δουλεύει η Χάιντουκ. Εγώ ήρθα από το Βορρά τη Κροατίας και πήγα στην ομάδα σε ηλικία 16,5 ετών. Στην αρχή ήμουν ψαρωμένος, αλλά μετά από τέσσερις μήνες γνώρισα τη μετέπειτα σύζυγό μου. Πρακτικά δεν ήμουν μόνος, γιατί από τότε ήμασταν πάντα μαζί. Δεν κάπνιζα, δεν έπινα, δεν πήγαινα σε ντισκοτέκ. Δεν ξέρω τι θα συνέβαινε, αν δεν ήμασταν μαζί».
Δεν έχεις έρθει στην Ελλάδα από τότε που έφυγες. Γιατί;
«Όταν σταμάτησα να παίζω, πήγα στο Τορίνο γιατί είχα κάνει πολλούς φίλους. Μέχρι το 2008 πήγαινα με το αυτοκίνητο εκεί. Δεν τα πάω πολύ καλά με το αεροπλάνο. Υπήρξαν κάποιες πτήσεις στις οποίες τρόμαξα αρκετά. Την πρώτη φορά όταν πήγαμε στη Χιλή και κατακτήσαμε το Μουντιάλ Νέων με τη Γιουγκοσλαβία και άλλες δύο φορές όταν ήμουν στην Μπέτις και ταξιδέψαμε από τη Σεβίλλη για την Κορούνια. Τρόμαξα γιατί υπήρχε άνεμος, βροχή. Από εκείνο το σημείο... όταν φτάσαμε στη Γαλικία, είπα στον πρόεδρο ότι δεν θα επιστρέψω μαζί τους. Του είπα: "Σου αφήνω όλα τα λεφτά που μου δίνεις, αλλά δεν επιστρέφω". Χάρη στο Θεό, έπαιξα πολύ καλά, γιατί ήθελα να επιστρέψω οδικώς. Και σήμερα έχω φόβο, αλλά, εντάξει, όταν πρέπει να ταξιδέψω αεροπορικώς, το κάνω».
Ποιος ήταν ο καλύτερός σου συμπαίκτης;
«Θα σου πω μια ιστορία που συνέβη στη Χιλή. Ήμασταν στο Βελιγράδι και πηγαίναμε στο Ζάγκρεμπ. Από εκεί φτάσαμε στο Άμστερνταμ με καθυστέρηση μίας ώρας λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Ήμασταν εκεί 10 ώρες. Πήγαμε με ένα μεγάλο Boeing. Φαντάσου είχε τρεις θέσεις, έξι ανάμεσα κι άλλες τρεις στην άλλη άκρη. Εγώ καθόμουν στη μέση, εκεί που είχε έξι θέσεις. Ξεκινήσαμε και πάνω από τη Μαδέιρα μας είπε η αεροσυνοδός: "Δέστε τις ζώνες σας γιατί πρέπει να περάσουμε μέσα από μια καταιγίδα. Θα διαρκέσει λίγο". Δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε μπροστά μου, στις μπροστινές έξι θέσεις. Γυναικόπαιδα φώναζαν, ούρλιαζαν, έκλαιγαν! Για 58 λεπτά ήμουν στην... τσίτα βλέποντας το αεροπλάνο να κάνει έτσι. Φτάσαμε στη Χιλή και ήμουν στο ίδιο δωμάτιο με τον Πάβλιτσιτς, μετέπειτα κουμπάρο μου. Φτάσαμε... πεθαμένοι μετά από ταξίδι συνολικά 42 ωρών. Έπεσα στο κρεβάτι και του είπα: "Στις 25 Οκτωβρίου είναι το τέλος του Μουντιάλ. Φαντάσου να το σηκώσουμε. Στις 26, την επομένη, είναι τα γενέθλιά μου. Μετά με πήρε ο ύπνος. Εκείνος σηκώθηκε, πήγε στο μπάνιο, πήρε δύο ποτήρια νερό στα χέρια και μου τα πέταξε στα μούτρα. Μου λέει "ξύπνα, ονειρεύεσαι που θες και να τερματίσουμε πρώτοι". Κι όμως τερματίσαμε πρώτοι. Απίστευτο. Μετά γελούσαμε για ώρες».
Τι σου άρεσε και τι όχι στην Ελλάδα;
«Είμαι γενικά καλοπροαίρετος άνθρωπος. Λύνω εγώ μόνος μου τα προβλήματα. Δεν είχα κανένα πρόβλημα με κανέναν παίκτη. Είμαι ένας άνθρωπος που φέρεται στους άλλους, όπως του φέρονται. Δεν είχα κανένα πρόβλημα. Εκείνη την εποχή που έπαιζα εγώ, οι δρόμοι ήταν σε κακή κατάσταση. Τώρα δεν ξέρω. Φαντάζομαι ίδιοι... Στην Κροατία η κατάσταση δεν ήταν καλή μέχρι και πριν από 4-5 χρόνια. Πιστεύω ότι οι πολιτικοί παντού βγάζουν χρήματα και δεν βελτιώνουν το επίπεδο ζωής. Πολύς κόσμος αναγκάζεται να μεταναστεύσει γιατί δεν έχει δουλειά, ο μισθός δεν είναι αρκετός».
«Σου αφήνω όλα τα λεφτά που μου δίνεις, αλλά δεν επιστρέφω αεροπορικώς»
«Τι θυμάμαι από τον Μαρκαριάν; Τίποτα το ιδιαίτερο»
Τι θυμάσαι από τον Μαρκαριάν;
«Τίποτα το ιδιαίτερο. Καλός άνθρωπος, εκνευριζόταν πολύ μερικές φορές όταν έβλεπε ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, τίποτα το ιδιαίτερο όμως».
Πώς περνάς το χρόνο σου στο Σπλιτ;
«Το 2002 που σταμάτησα το ποδόσφαιρο, ξεκίνησα να παίζω τένις σε ένα νησί, στο Μπλατς. Είχαμε σπίτι εκεί και πηγαίναμε όταν έκαναν τα παιδιά διακοπές από το σχολείο, για 2,5 μήνες. Το καλοκαίρι, ηρεμία. Ξεκίνησα να παίζω τένις με ένα παιδί που έπαιζε παλαιότερα για τη Γιουγκοσλαβία. Αλλά έπαιζα μόνο για 2,5 μήνες. Γύρισα στο Σπλιτ και ξεκίνησα το futsal. Έπαιζα για πέντε χρόνια. Πήγα στη Βόρεια Μακεδονία, τη Σλοβενία και τη Βερόνα. Πήγαμε στα ημιτελικά του Champions League. Δεν το έκανα για τα χρήματα, αλλά για τη διασκέδαση. Όταν έπαιζα στην Ισπανία, έβλεπα futsal στην τηλεόραση και έλεγα "κοίτα, αυτό δεν είναι ποδόσφαιρο". Όταν έφτασα, ξεκίνησα να παίζω. Μου είπαν οι φίλοι μου "έλα να προπονηθείς μαζί μας". Είναι εύκολο στην τεχνική, γιατί η μπάλα είναι μικρή και μπορείς να την σηκώσεις εύκολα. Έπαιξα μέχρι το 2009. Με είχαν πάρει τηλέφωνο από τη Σλοβακία, διότι ήμουν ο μοναδικός πρώην ποδοσφαιριστής που είχα σε Euro. Με ρώτησαν τότε ποια είναι η διαφορά και τους είπα τα εξής:
Όταν παίζω ποδόσφαιρο και μου φτάνει η μπάλα από τα 70 μέτρα, μπορεί σε αυτή τη διάρκεια να πιω καφέ, Coca-Cola και να είμαι ήρεμος. Στο futsal έχεις 80 σφυγμούς, είναι πολύ δύσκολο. Δεν χαλαρώνεις δευτερόλεπτο. Γελούσαν όλοι, αλλά είναι αλήθεια. Το διασκέδασα πολύ όμως. Είναι πολύ διαφορετικό σε σχέση με αυτό που έβλεπα στην τηλεόραση. Δόξα τω Θεώ ήμουν ως παίκτης πολύ γρήγορος, εκρηκτικός. Στο futsal αν δεν έχει ταχύτητα και εκρηκτικότητα, είναι πολύ δύσκολο. Μου άρεσε πολύ. Διασκέδασα πολύ. Το 2009 αποφάσισα να αφοσιωθώ στο τένις. Έκανα μαθήματα επίσης. Είμαι ένας άνθρωπος που θέλει να κάνει καλά ό,τι κάνει. Ή το κάνω καλά ή το αφήνω. Είναι όπως ένας ποδοσφαιριστής 17 ετών. Δουλεύεις, θέλεις να κάνεις καλά τη δουλειά σου για να προχωρήσεις. Έχω πολλή ενέργεια».
Σου αρέσεις ο Τσιτσιπάς;
«Είναι τέρας του τένις. Το τελευταίο ματς του Τσιτσιπά που είδα, ήταν στη Ρώμη. Νίκησε έναν Ιταλό. Εντάξει... είναι ο Φέντερερ και ο Ναδάλ. Ο Ναδάλ έπαιξε σε αυτό το επίπεδο λόγω δύναμης. Μετά είναι οι υπόλοιποι. Ο Φέντερερ είναι απίστευτος. Με το στυλ παιχνιδιού, την τεχνική που έχει. Πάντα προνοεί ώστε για να μην τον πιέσει ο αντίπαλος. Αυτό δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει. Έχουμε τον Νόβακ Τζόκοβιτς, ο οποίος πνευματικά είναι άριστος. Δεν έχει το χτύπημα όμως του Φέντερερ. Έχει τρομερό μυαλό και τα χτυπήματά του είναι βαθιά. Νομίζεις ότι δεν θα μπορέσει να επιστρέψει την μπάλα, αλλά πάντα το κάνει. Παίζει πολύ καλά. Εμείς έχουμε τον Ιβανίσεβιτς, είναι τρελός. Αν δεν ήταν έτσι, δεν θα κέρδιζε το Wimbledon».
Υπάρχουν μερικοί παίκτες που όταν σταματούν την καριέρα τους έχουν ψυχολογικά προβλήματα.
«Συμφωνώ. Κοίτα, εγώ για παράδειγμα έχω την ατζέντα μου γεμάτη. Βάζω κάθε μέρα τις προπονήσεις, κάνω γυμναστική. Όταν παίζεις, είσαι απασχολημένος όλη τη μέρα. Πρέπει να σκεφτείς πώς θα παίξεις, πώς θα προετοιμαστείς κατάλληλα και ξαφνικά δεν έχεις τίποτα. Μερικοί δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν, δεν ξέρουν τι να κάνουν. Όταν αποσυρθείς, πρέπει εσύ να αποφασίσεις τι θα κάνεις. Πριν άλλοι αποφάσιζαν τι θα κάνεις. Μερικοί παίκτες το περνούν άσχημα. Η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει να κάθομαι σπίτι και να βλέπω τηλεόραση. Αυτό είναι πιο εύκολο. Τρως, βάζεις κιλά, αλλά εμένα αυτό δεν μου πάει. Δεν είμαι έτσι».
«Ο Θεός από πάνω βλέπει τα πάντα και σου δίνει ό,τι αξίζεις»
Είσαι ικανοποιημένος από την καριέρα που έκανες;
«Κοίτα, τα χρήματα δεν ήταν το πρώτο πράγμα που με ενδιέφερε. Αν είσαι καλά και διασκεδάζεις, παίζεις καλά και τα χρήματα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Ο Θεός από πάνω βλέπει τα πάντα και σου δίνει ό,τι αξίζεις. Η ζωή σου συμπεριφέρεται, όπως συμπεριφέρεσαι στους άλλους. Αν κάνεις κάτι κακό σε κάποιον, σου γυρίζει πίσω. Η ζωή είναι εύκολη. Πρέπει όμως να την ερμηνεύσεις».
Πώς εξηγείς ότι η Κροατία με μικρό πληθυσμό έχει τόσο ταλέντο στον αθλητισμό;
«Είναι αλήθεια, αλλά δεν ξέρω γιατί. Συμβαίνει το ίδιο με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία. Το Μαυροβούνιο, για παράδειγμα, έχει μεγάλο ταλέντο στο πόλο. Δεν ξέρω. Κάτι υπάρχει. Η Ελλάδα στο πόλο επίσης είναι καλή. Οι Κροάτες έχουμε ταλέντο. Ίσως κάτι έχει να κάνει με το κλίμα, αλλά σε μεγάλο βαθμό αυτό εξαρτάται από τους προπονητές».
Αν είχες την ευκαιρία να επιστρέψεις στην Ελλάδα ως προπονητής, θα το έκανες;
«Ναι, γιατί όχι; Με ενδιαφέρει, όμως, η ομάδα να είναι καλά, οι παίκτες να πληρώνονται κάθε μήνα. Γιατί μία-δυο φορές μου έτυχε να προπονώ τους παίκτες, να πηγαίνουν σπίτι με τις οικογένειές τους στα παιδιά τους και να είναι απλήρωτοι για 3-4 μήνες. Αυτό δεν είναι δουλειά. Επιπλέον, δεν μπορώ να απαιτήσω από τους παίκτες να έχουν το μυαλό τους στη δουλειά. Όταν δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν τα πράγματα για τα παιδιά τους; Έτσι, δεν μπορείς να δουλέψεις. Εγώ, επίσης, ως προπονητής δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου, να απαιτήσω πράγματα. Αν είναι η ομάδα καλά, θα το ήθελα».
Αν σε προσέγγιζε ο Παναθηναϊκός, θα ήθελες να επιστρέψεις;
«Γιατί όχι; Να τελειώσω τη δουλειά που άφησα στον Παναθηναϊκό».