Ο Αλέξις Σάντσες θα είναι πάντα ένα «παιδί θαύμα»
Όταν είδε την μπάλα στο βάθος της εστίας της Γιουβέντους ύστερα από το δικό του πλασέ, τρελάθηκε. Άρχισε να τρέχει προς το κόρνερ, έβγαλε την φανέλα του παρά το τσουχτερό κρύο που επικρατεί (και) στο Μιλάνο αυτή την εποχή και πνίγηκε στις αγκαλιές των συμπαικτών του, οι οποίοι λίγο αργότερα τον σήκωσαν στα χέρια.
Ήταν η στιγμή της έκρηξης, της λύτρωσης του Αλέξις Σάντσες, ο οποίος τα τελευταία χρόνια δείχνει να έχει χάσει τον ποδοσφαιρικό εαυτό του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει ξεχάσει την μπάλα που ξέρει και τον εκτόξευσε στο χρηματιστήριο της μπάλας μέχρι τα πιο υψηλά κλιμάκια.
«Εγώ ποτέ δεν ήμουν σε κακή κατάσταση, απλώς δεν με άφηναν να παίξω. Είμαι ένα λιοντάρι στο κλουβί, αν με αφήνουν να παίξω, είμαι ένα θηρίο» ήταν η γεμάτη αυτοπεποίθηση δήλωση του Χιλιανού επιθετικού, ο οποίος εξελίχθηκε στον (απρόσμενο;) ήρωα της κατάκτησης του Σούπερ Καπ Ιταλίας από την Ίντερ για πρώτη φορά μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια.
Στα 33 του, ο Αλέξις νιώθει πάντα ένας απόλυτα ενεργός ποδοσφαιριστής. Και, το πιο σημαντικό, δουλεύει σκληρά για να το αποδείξει μέσα στο γήπεδο. Το έκανε από πιτσιρικάς, το κάνει μέχρι και σήμερα.
Κάποτε, όταν έπαιζε στην Ουντινέζε, ξέχασε τα κλειδιά του αυτοκινήτου μέσα σε αυτό. Αντί να φωνάξει κάποιον επαγγελματία για να το ανοίξει, διένυσε με τα πόδια οκτώ χιλιόμετρα από το προπονητικό κέντρο στο σπίτι του, με τον κόσμο να τον παρακολουθεί εμβρόντητο να τρέχει στους δρόμους του Ούντινε με την φόρμα της ομάδας!
Το είδε, άλλωστε, ως ιδανική ευκαιρία για επιπλέον προπόνηση. Όπως αυτή που έκανε στην Μπαρτσελόνα, όταν έμενε για μισή ώρα μετά και εκτελούσε φάουλ, έστω σε άδειο τέρμα. Όταν κάποιος δημοσιογράφος τον ρώτησε γιατί το κάνει, με δεδομένο ότι δεν ήξερε σίγουρα αν θα παίξει την Κυριακή και δεδομένα όλα τα φάουλ στην ομάδα τα εκτελούσε ο Λιονέλ Μέσι, η απάντησή του ήταν αποστομωτική: «Κάποια στιγμή θα φύγω από εδώ και θα πρέπει να είμαι έτοιμος για την επόμενη ομάδα που θα πάω». Ξεκάθαρος.
Ο θείος που έγινε πατέρας
Από μικρός έμαθε να παλεύει γι’ αυτό που θέλει. Όταν ήταν μόλις λίγων μηνών, ο πατέρας του Γκιγιέρμο εγκατέλειψε την μητέρα του Μαρτίνα, η οποία μεγάλωσε μόνη της τον Αλέξις, αλλά και τα τρία αδέλφια του Ταμάρα, Μαργόριε και Ουμπέρτο.
Έπλενε ψάρια, πουλούσε λουλούδια… Έκανε τα πάντα για να συντηρεί τα παιδιά της. Οι αντοχές, όμως, δεν είναι αώνιες. Ο θείος Χοσέ, προκειμένου να την βοηθήσει, της πρότεινε να υιοθετήσει το ένα από τα παιδιά, ώστε να μπορέσει να βγάλει κάποιο βάρος από τους ώμους της.
Ο θείος έγινε (θετός) πατέρας και τον πήρε μαζί του σε ηλικία οκτώ ετών, 1.300 χιλιόμετρα μακριά (!) από την Τοκοπίγια, στην πόλη Ρανκάγουα. Και, όταν αντιμετώπισε και εκείνος οικονομικές δυσκολίες, αποφάσισε να… επενδύσει στον Αλέξις. Είδε ότι διέθετε ταλέντο στο ποδόσφαιρο (όλη την ημέρα, άλλωστε, έπαιζε μπάλα στον δρόμο) και χρησιμοποίησε τις οικονομίες του για να τον γράψει στην ποδοσφαιρική ακαδημία Αραούκο.
Εκεί γεννήθηκε ο θρύλος του «παιδιού θαύματος», όπως έγινε γνωστός ο καταπληκτικός πιτσιρικάς, ο οποίος συνδύαζε την μπάλα με το σχολείο (τα βασικά, μην φανταστείτε…) και τις δουλειές. Για να βγάζει τα προς το ζην έπλενε αυτοκίνητα, έπαιρνε μέρος σε αγώνες kickboxing με άλλα παιδιά και έφτασε να δουλεύει ακόμα και στο νεκροταφείο της γενέτειράς του, της Τοκοπίγια.
«Ο Αλέξις δεν είχε τίποτα όταν ήταν μικρός. Χρειάστηκε να παλέψει για όλα όσα έχει. Ήμασταν οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, γι’ αυτό ο Αλέξις έπρεπε να βγάλει χρήματα με οποιονδήποτε τρόπο από πολύ μικρή ηλικία» εξηγεί ο Ουμπέρτο για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν η οικογένεια και ο διάσημος πλέον αδελφός του.
Κάποιες φορές πεινούσε τόσο πολύ που χτυπούσε τις πόρτες των γειτόνων του και ζητούσε ψωμί. Πάντα του έδιναν κάτι και, όταν εκείνος έφτιαξε περιουσία μέσα από το ποδόσφαιρο, δεν τους ξέχασε. Βοηθάει πολλούς συντοπίτες του και, κυρίως, τα παιδιά, γιατί δεν θέλουν να περνούν όσα (πολύ δύσκολα) πέρασε και εκείνος.
Το «μπαμ» με δανεικά παπούτσια
Αν δεν ήταν ποδοσφαιριστής, ο Αλέξις θα δούλευε στα ορυχεία ή ως ψαράς. Για καλή του τύχη, η σχέση του με την μπάλα ήταν πολύ ξεχωριστή και αυτή τον ανέδειξε από πολύ μικρό, παρ’ ότι πήρε μέρος στα πρώτα του τουρνουά με δανεικά παπούτσια. Και αυτά, μάλιστα, από τον… δήμαρχο της πόλης!
Ο ποδοσφαιράνθρωπος Λουίς Αστόργα διέγνωσε το ταλέντο του, τον πίστεψε όσο κανένας και στα 16 του χρόνια τον πήγε σε μια από τις μεγάλες ομάδες της Χιλής, την Κομπρελόα. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι, αφού λίγους μήνες αργότερα έκανε ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα και, με το «καλημέρα», τράβηξε το ενδιαφέρον ομάδων από την Ευρώπη.
Η Ουντινέζε, η οποία διαθέτει ένα εξαιρετικό τμήμα σκάουτινγκ και συνηθίζει να επενδύει σε ταλέντα από τη Νότια Αμερική, δεν άφησε την («χρυσή») ευκαιρία να πάει χαμένη. Έναντι τριών εκατομμυρίων ευρώ, τον έκανε δικό της τον Ιούλιο του 2006, πέντε μήνες προτού ο Αλέξις ενηλικιωθεί.
Η εκρηκτικότητα, η εκτελεστική δεινότητα και το ασταμάτητο τρέξιμο τον μετέτρεψαν γρήγορα σε ένα από τα πιο «καυτά» ονόματα της Serie A, αφού πρώτα είχε κάνει το «αγροτικό» του σε Κόλο Κόλο και Ρίβερ Πλέιτ.
Από πολύ νωρίς, το Ούντινε έδειχνε υπερβολικά μικρό για να κρατήσει το τεράστιο ταλέντο και τις δυνατότητες ενός ποδοσφαιριστή που πάντα δούλεψε πολύ σκληρά για να φτάσει ψηλά και, το καλοκαίρι του 2011, έκανε πραγματικότητα ένα από τα παιδικά του όνειρα: Να υπογράψει σε μια από τις μεγαλύτερες ομάδες του πλανήτη, την Μπαρτσελόνα.
Τα τρία εκατομμύρια που έδωσε η Ουντινέζε είχαν γίνει πλέον 26 και στην Βαρκελώνη ο Αλέξις έδωσε όλο του το είναι, σημείωσε σημαντικά γκολ σε «Clasico», είχε άψογη συνεργασία εντός και εκτός γηπέδων με τον Νεϊμάρ, αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί απόλυτα στο ιδιαίτερο στιλ παιχνιδιού των Μπλαουγκράνα του Πεπ Γκουαρδιόλα, στον οποίο θα είναι πάντα ευγνώμον για όσα του δίδαξε.
Εθνικός ήρωας
Το 1998, όταν η Χιλή των Ιβάν Ζαμοράνο και Μαρσέλο Σάλας προκρίθηκε στους «16» του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Γαλλίας, ο 10χρονος Αλέξις έμαθε την επιτυχία όταν βγήκε στον δρόμο και είδε τον κόσμο να πανηγυρίζει. Βλέπετε δεν είχε τηλεόραση στο σπίτι, αφού ήταν μεγάλη πολυτέλεια για την φτωχή οικογένειά του.
Η ζωή και το πείσμα του θέλησαν να φορέσει με καμάρι την κόκκινη φανέλα της εθνικής του ομάδας, να αγγίζει πλέον τις 150 συμμετοχές (και τα 50 γκολ), αλλά και να έχει απολαύσει τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία της Ρόχα.
Ο Αλέξις ήταν παίκτης - κλειδί στις διαδοχικές κατακτήσεις του Copa America (2015 και 2016), ενώ το 2014 βίωσε στην Βραζιλία και την ξεχωριστή εμπειρία ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου, έστω και αν ήταν ένας από τους παίκτες που έχασαν πέναλτι, στον αποκλεισμό από την οικοδέσποινα Σελεσάο στην φάση των «16».
Παλεύει με την Ρόχα για να επιστρέψει σε ένα ακόμα Μουντιάλ, ώστε να βάλει ένα κερασάκι στην τεράστια καριέρα του, η οποία πιθανότατα θα κλείσει στο απώτερο μέλλον με την υπογραφή του στην Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα.
«Ήταν το όνειρο του πατέρα μου» λέει και αναφέρεται στον θετό του πατέρα Χοσέ, ο οποίος έφυγε από την ζωή το 2011, ύστερα από άνιση μάχη με τον καρκίνο του προστάτη. Αυτόν, άλλωστε, θεωρεί πατέρα του, παρ’ ότι το 2016 αντάμωσε και πάλι με τον βιολογικό του πατέρα Γκιγιέρμο, χτίζοντας έκτοτε μια αρκετά καλή σχέση.
Ο Αλέξις, άλλωστε, δεν κρατάει κακία σε κανέναν. Δεν το έκανε ούτε στην Αγγλία, όπου πήγε ως σούπερ σταρ στην Άρσεναλ (αντί 42,5 εκατομμυρίων ευρώ), έφτασε να είναι ο πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αλλά πιθανόν να μην ξεδίπλωσε όλο το ποδοσφαιρικό του ταλέντο όπως θα ήθελε και δεδομένα μπορεί.
Η Ίντερ εμφανίστηκε ως σανίδα σωτηρίας για μια καριέρα που έδειχνε να παίρνει την κάτω βόλτα, έστω και αν αρχικά έμεινε στην σκιά των Ρομελού Λουκάκου και Λαουτάρο Μαρτίνες. Με το γκολ - τίτλος κόντρα στην Γιουβέντους, υπενθύμισε ότι παραμένει πάντα «παιδί - θαύμα», όπως καταμαρτυρούν άλλωστε και τα πάνω από 220 γκολ και οι πάνω από 160 ασίστ, αλλά και οι 16 τίτλοι σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο, επίδοση που τον καθιστά τον πλέον πολυνίκη Χιλιανό ποδοσφαιριστή όλων των εποχών.