Γιώργος Γεωργιάδης στο Gazzetta: «Σκληρό μάθημα ο τελικός του 2014, όμως φέτος ο ΠΑΟΚ είναι ξεκάθαρo φαβορί»
Ο Γιώργος Γεωργιάδης συμπεριλαμβάνεται στο top-10 των ποδοσφαιριστών που έγραψαν ιστορία στο θεσμό του Κυπέλλου Ελλάδας. Με έξι μετάλλια στην τροπαιοθήκη του σπιτιού του στη Θεσσαλονίκη, δίπλα σ’ αυτά των τριών πρωταθλημάτων και φυσικά το «χρυσό» από το Euro της Πορτογαλίας το 2004.
Ο «μπέμπης» του ελληνικού ποδοσφαίρου, ή ο «Γου Χου», αν προτιμάτε, κουβαλάει στην πλάτη του 626 επίσημους αγώνες και 172 γκολ, προσθέτοντας και τις 61 συμμετοχές (11 γκολ) με την Εθνική ομάδα, φτάνουμε τους 687 αγώνες και τα 183 γκολ. Απίστευτα νούμερα.
Μια τρομερή διαδρομή στα γήπεδα, που ξεκίνησε από τις Κρηνίδες Καβάλας, κοντοχωριανός με τον Θόδωρο Ζαγοράκη, που κατάγεται από το διπλανό χωριό, τη Λυδία, με πρώτο σταθμό τη Δόξα Δράμας. Εκεί τον γνωρίσαμε, αφού πρώτα το κοφτερό μυαλό του Σταύρου Πετρακόπουλου σε μια αναμετάδοση της ΕΡΤ έκανε το διαχωρισμό «ο Γιώργος Γεωργιάδης του Χαραλάμπους» και «ο Γιώργος Γεωργιάδης του Σάββα», λόγω της κοινής παρουσίας δύο παιδιών από την ποδοσφαιρομάνα Δράμα, με το ίδιο ονοματεπώνυμο, αλλά από διαφορετικό πατέρα. Κάποια χρόνια αργότερα ο σημερινός τεχνικός διευθυντής των «ασπρόμαυρων» ακαδημιών είχε στον ΠΑΟΚ είχε ως παίκτη τον Γιώργο Γεωργιάδη του... Κωνσταντίνου!
Ο «Γου Χου», για να μην μπερδευόμαστε με τους Γεωργιάδηδες, έχει αγωνιστεί σε επτά τελικούς κυπέλλου, με τον Παναθηναϊκό και τον ΠΑΟΚ. Κατέκτησε έξι φορές το τρόπαιο, τρεις στη σειρά (1993, 1994, 1995) με το «τριφύλλι», δύο (2001, 2003) με τον «Δικέφαλο του Βορρά» και μία με τον Ολυμπιακό (2005) δίχως όμως να παίξει στον τελικό της Πάτρας απέναντι στον Άρη.
Αν κάποιος, λοιπόν, γνωρίζει τι σημαίνει να αγωνίζεσαι σε τελικό κυπέλλου και μάλιστα να σηκώνεις το τρόπαιο, αυτός είναι ο Γιώργος Γεωργιάδης, που εκτός από νίκες έχει και δύο χαμένους τελικούς, το 1997 από την ΑΕΚ και το 1999 από τον Πανιώνιο.
Με το θάρρος της γνώμης που τον διακρίνει, δε διστάζει να χρίσει φαβορί τον ΠΑΟΚ για την κατάκτηση του κυπέλλου και μοιάζει σχεδόν βέβαιος ότι ο φετινός τελικός δε θα έχει την ίδια κατάληξη μ’ αυτόν του 2014, όπου ήταν ο προπονητής στην «ασπρόμαυρη» μεριά…
«Τη μεγαλύτερη χαρά την πήρα κατακτώντας τα δύο Κύπελλα με τον ΠΑΟΚ»
Το καλοκαίρι του 1992 ο Γιώργος Βαρδινογιάννης επιχείρησε για πρώτη φορά να πάρει τον Γιώργο Τουρσουνίδη. Η μεταγραφή χάλασε λόγω της αντίδρασης των φίλων του ΠΑΟΚ και ο «καπετάνιος» έξι μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1992, αποφάσισε να αποκτήσει τον Γιώργο Γεωργιάδη (χωρίς του Χαράλάμπους, προσωρινά) που επίσης λογιζόταν ως ένα από τα «next big thing» του εγχώριου ποδοσφαίρου και δικαιώθηκε για τη μεταγραφή του Καβαλιώτη άσου από τη Δόξα Δράμας, αφού ο συγχωρεμένος Ίβιτσα Όσιμ φρόντισε να του δώσει φανέλα βασικού κάνοντάς τον αναπόσπαστο μέλος της ομάδας.
Αν και «πρωτάρης» ο «μπέμπης» δεν... μασάει και «πέφτει στα βαθιά». Από τον Δεκέμβριο του 1992 μέχρι και τον Μάιο του 1993 παίζει στους 23 (βασικός στους 21) από τους 28 αγώνες του Παναθηναϊκού, που θα χάσει το πρωτάθλημα με ένα βαθμό διαφορά από την ΑΕΚ, αλλά θα κατακτήσει το κύπελλο κερδίζοντας τον Ολυμπιακό με 1-0 (13’ Βαζέχα).
- Θυμάσαι Γιώργο εκείνον τον τελικό στο ΟΑΚΑ;
«Ασφαλώς και τον θυμάμαι ήταν το πρώτο Κύπελλο με τον Παναθηναϊκό. Δεν μπορείς να ξεχάσεις το πρώτο τίτλο γι’ αυτό και τον θυμάμαι λίγο πιο έντονα από όλους όσους κατέκτησα στην καριέρα μου. Βλέπετε, βίωνα την πρώτη μου χρονιά σε μια μεγάλη ομάδα, όπου είχα πάρει πριν από μόλις έξι μήνες, και κατάφερα να πάρω το πρώτο μου τρόπαιο».
- Αληθεύει ότι οι δύο «κούπες» που κατέκτησες πολλά χρόνια αργότερα με τον ΠΑΟΚ παραμένουν «κάτι διαφορετικό» για σένα;
«Κοιτάξτε, τα δύο κύπελλα με τον ΠΑΟΚ ήρθαν σε μια στιγμή που η ομάδα είχε ανάγκη τους τίτλους. Είχαν περάσει δεκαέξι ολόκληρα χρόνια από την κατάκτηση του τελευταίου τίτλου, η χαρά που πήρε ο κόσμος απ’ αυτά τα δύο κύπελλα ήταν πολύ μεγάλη και είναι κάτι που μου έχει μείνει για πάντα στο μυαλό, προφανώς, τη μεγαλύτερη χαρά την πήρα κατακτώντας αυτά τα δύο Κύπελλα».
- Για όσους δεν το γνωρίζουν μιλάμε για εποχές όπου οι καταστάσεις μέσα κι έξω από τον σύλλογο ήταν πολύ δύσκολες. Με περίεργους «επενδυτές», με αποχές από τις προπονήσεις κι άλλα πολλά. Κι όμως, το σηκώσατε μέσα στη Νέα Φιλαδέλφεια το 2001.
«Μιλάμε για έναν ΠΑΟΚ, που δεν είχε καμία σχέση, διοικητικά, οργανωτικά, οικονομικά, με τον ΠΑΟΚ της εποχής Σαββίδη. Η μέρα με τη νύχτα. Η παρουσία και μόνο σ’ έναν τελικό μετά από πάρα πολλά χρόνια ήταν ισχυρό κίνητρο για όλους μας. Ο κόσμος και η ομάδα διψούσαν για έναν τίτλο, είχαν περάσει δεκαέξι χρόνια από την κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1985. Τα προβλήματα ήταν πολλά και σοβαρό, ωστόσο όλοι οι ποδοσφαιριστές που αγωνιστήκαμε σ’ εκείνον τον τελικό, θέλαμε να πάρουμε έναν τίτλο, άσχετα μ’ όλα αυτά τα προβλήματα».
- Ένας τελικός απέναντι στον πανίσχυρο Ολυμπιακό, που ξεκινάει ιδανικά για τον ΠΑΟΚ. Με δύο γκολ στο πρώτο μισάωρο…
«Ο Ολυμπιακός δεν ήταν απλά το φαβορί σ’ εκείνον τον τελικό, ήταν το σούπερ φαβορί! Πρωταθλητής, πολύ δυνατός αγωνιστικά, με πολύ καλούς παίκτες και δυνατός γύρω από το ποδόσφαιρο. Όμως και ο ΠΑΟΚ είχε εξαιρετικό ρόστερ. Παίκτες με ποιότητα και προσωπικότητα».
- Ποιο ήταν το «όπλο» του ΠΑΟΚ απέναντι στον πρωταθλητή Ολυμπιακό;
«Ήμασταν μια ομάδα με πολύ ταχύτητα στην επίθεση. Αυτό ήταν στα υπέρ μας, προφανώς, δημιουργούσε προβλήματα στην άμυνα, αλλά ξεκινήσαμε τον τελικό με μεγάλη επιθετικότητα και καταφέραμε να μετουσιώσουμε τις ευκαιρίες που δημιουργήσαμε σε γκολ».
- Φαντάζομαι ότι θυμάσαι το ξεκίνημα του β’ μέρους. Από την σέντρα η μπάλα κατέληξε στα «ερυθρόλευκα» δίχτυα για το 0-3 από το δικό σου πόδι…
«Ασφαλώς και το θυμάμαι! Το βλέπω που και που στο διαδίκτυο. Με την σέντρα, όντως, η μπάλα έμεινε στα πόδια μας και πετύχαμε το τρίτο γκολ. Θυμάμαι τον Εγκωμίτη να πασάρει στον Οκκά, εκείνος σε μένα, είχαμε καλούς παίκτες που μπορούσαν να δημιουργήσουν τέτοιες καταστάσεις, να κάνουν τον παίκτη παραπάνω στην επίθεση, ήταν το δυνατό σημείο μας».
- Ένα γκολ-μαχαιριά για τον Ολυμπιακό.
«Ναι, όντως, έτσι έμοιαζε γιατί όλοι περίμεναν την αντίδραση του Ολυμπιακού στο δεύτερο ημίχρονο. Αυτό το γκολ ήταν καθοριστικό για την εξέλιξη του τελικού. Ο Ολυμπιακός μας είχε δημιουργήσει αρκετά προβλήματα στο πρώτο ημίχρονο, έχασε κι αυτός πολλές ευκαιρίες, σταθήκαμε τυχεροί, ήρθε αυτό το γκολ να δώσει φτερά σε μας και στον κόσμο μας, κόβοντας τα πόδια των αντιπάλων μας».
- Γιώργο, περίμενες μια τόσο εύκολη και ευρεία επικράτηση με 4-2 σ’ έναν τελικό απέναντι στον Ολυμπιακό;
«Για να πω την αλήθεια, όχι, δεν το περίμενα. Εκείνα τα χρόνια, συνήθως, χάναμε από τον Ολυμπιακό, όμως ήταν ένα παιχνίδι, ένας τελικός. Είχαμε την τύχη με το μέρος μας, ήμασταν πολύ καλοί στο γήπεδο, βασικά το θέλαμε πάρα πολύ το κύπελλο και γι’ αυτό το πήραμε και το πανηγυρίσαμε».
«Όταν έφτασα στην Τούμπα είπα μέσα μου “εγώ θα το πάρω” και το πήρα…»!
Ο ΠΑΟΚ στις 17 Μαΐου του 2003, τριάντα τρία χρόνια, μετά το χαμένο τελικό του ’70 από τον Άρη, κατακτούσε το τέταρτο Κύπελλο της Ιστορίας του μέσα στο «σπίτι» του.
Οι «ασπρόμαυροι» ανταποκρίθηκαν στην αφόρητη πίεση και στην απαίτηση του κόσμου της να μη χαθεί το τρόπαιο μέσα στην Τούμπα από τους συμπολίτες τους. Ουδείς, μπορούσε να προβλέψει τι θα συνέβαινε, αν το κύπελλο άλλαζε χέρια, ο Κυριάκος Τοχούρογλου πολλά χρόνια μετά ήταν αφοπλιστικός: «Αν χάναμε εκείνον τον τελικό, η Τούμπα θα γινόταν… πάρκινγκ για τη λαϊκή και εμείς από ποδοσφαιριστές θα ήμασταν παρκαδόροι»!
- Όντως, έτσι νιώθατε πριν από εκείνον τον τελικό στην Τούμπα;
«Αν ρωτήσεις τον οποιοδήποτε ΠΑΟΚτσή, 30, 40, 50, 60 ετών, αν έπρεπε να κερδίσει ένα μόνο παιχνίδι η ομάδα όλα αυτά τα χρόνια, που βλέπουν και ζουν τον ΠΑΟΚ, θα σου πουν γι’ αυτό το παιχνίδι. Ένας τελικός στην έδρα μας δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι ο αιώνιος αντίπαλος της πόλης θα μας κέρδιζε και θα σήκωνε το κύπελλο μέσα στην Τούμπα. Όλα αυτά μοιάζουν κάπως ακραία, αλλά στην Ελλάδα ζούμε, έπρεπε να κερδίσουμε αυτόν τον τελικό και ευτυχώς τον κερδίσαμε…».
- Μιλάμε για έναν ΠΑΟΚ που είχε και πάλι τεράστια διοικητικά και οικονομικά προβλήματα.
«Τα πράγματα εκείνη την περίοδο ήταν πολύ χειρότερα απ’ ότι το 2001. Μιλάμε, τότε, δεν υπήρχε τίποτα! Υπήρχαν μόνον οι παίκτες, ο προπονητής κι ο κόσμος. Πολύ δύσκολες καταστάσεις, αλλά αν θυμάστε εκείνος ο ΠΑΟΚ απέκλεισε τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ σε διπλά παιχνίδια για να φτάσει στον τελικό και στο τέλος το δικαιούμασταν αυτό το κύπελλο».
- Κάτι ανάλογο και πιο μεγάλο μπορεί να πετύχει φέτος. Να κατακτήσει το κύπελλο έχοντας κερδίσει και τις τρεις ομάδες του πρώην Π.Ο.Κ., κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ στα χρονικά του θεσμού.
«Αν ο ΠΑΟΚ καταφέρει και κατακτήσει το κύπελλο, έχοντας αποκλείσει ΑΕΚ, Ολυμπιακό και έχοντας κερδίσει τον Παναθηναϊκό στον τελικό, θα είναι κάτι πολύ σπουδαίο. Ωστόσο, ο ΠΑΟΚ της δικής μου εποχής, δεν έχει καμία σχέση με τον ΠΑΟΚ του σήμερα, που έχει συνηθίσει στους τίτλους. Είναι ένας οργανωμένος σύλλογος, δυνατός οικονομικά χάρη στον Ιβάν Σαββίδη, ισάξιος και καλύτερος των μεγάλων ομάδων της Αθήνας. Εμείς, τότε, ήμασταν η 4η ομάδα στην Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα. Υπήρχε μόνο η δυναμική της φανέλας και του κόσμου, που διαχρονικά είναι στην κορυφή, αλλά οικονομικά ήμασταν πολύ πίσω σε σχέση με τις ομάδες της πρωτεύουσας».
Ο τελικός του 2003, που έμεινε στην ιστορία για ακόμη έναν λόγο, καθώς λίγες ώρες πριν από την σέντρα οι ΠΑΟΚτσήδες «γέννησαν» το πιο διαχρονικό σύνθημα των ελληνικών γηπέδων, το «Σήκωσε το», κρίθηκε από τα δικά του πόδια. Ο «ΓουΧου» μετά από σέντρα «πάρε-βάλε» του Δημήτρη Μάρκου, αφού πρώτα ξάπλωσε στο χορτάρι όποιον παίκτη του Άρη βρήκε μπροστά του, «εκτέλεσε» με άψογο πλασέ τον Λαμπάκη βάζοντας φωτιά στην πλευρά των «ασπρόμαυρων» κερκίδων.
- Φτάνεις στην Τούμπα και τι σκέφτεσαι μπαίνοντας στο γήπεδο και βλέποντας ΠΑΟΚτσήδες από τη μία μεριά και από την άλλη φίλους του Άρη;
«Καταρχήν, είχα πολύ άγχος. Συνήθως, δεν αγχωνόμουν πριν από τα παιχνίδια, αλλά πριν από το συγκεκριμένο παιχνίδι υπήρχε πολύ άγχος για να κερδίσει η ομάδα, να πάρουμε το κύπελλο, να μη γίνει καμία… ζημιά! Ειλικρινά, όταν έφτασα στο γήπεδο, το λέω για πρώτη φορά, είπα μέσα μου “εγώ θα είμαι αυτός που θα κερδίσει, εγώ θα είμαι ο καθοριστικός παίκτης του τελικού»! Δεν έλεγα ότι θα σκοράρω, αλλά ήμουν σίγουρος ότι πρέπει να βγω στο γήπεδο και να δώσω στον κόσμο τη χαρά, να φύγουμε όλοι χαρούμενοι και εμείς και ο κόσμος. Να φύγουμε ήσυχα από το γήπεδο…».
- Κι έρχεται το 24ο λεπτό του τελικού και η σέντρα του Μάρκου. Περιέγραψε μας την συνέχεια…
«Ήξερα ότι ο Δημήτρης (σ.σ. Μάρκος) είχε την ποιότητα να κάνει τέτοιες μπάλες, μιλάμε για σπουδαία πάστα ποδοσφαιριστή, να το κάνει γρήγορα και άμεσα γιατί αν δεν το έκανε τόσο γρήγορα δεν θα έφτανα σε θέση να παίξω “ένας με έναν” με τους αμυντικούς του Άρη. Μετά; Μέτρησε το ένστικτο. Το ταλέντο. Ευτυχώς, είχα τη ψυχραιμία να τελειώσω τη φάση και η μπάλα να καταλήξει στα δίχτυα και να γίνει ένας πανζουρλισμός στο γήπεδο και στις κερκίδες».
- Είναι ένα από τα γκολ που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσεις όταν αναπολείς τη διαδρομή που έκανες στο ποδόσφαιρο;
«Ναι είναι ένα τέτοιο γκολ, καθόρισε έναν τίτλο, καθόρισε ένα σπουδαίο παιχνίδι στην ιστορία του ΠΑΟΚ, ήταν ένα γκολ σε τελικό απέναντι στον συμπολίτη Άρη, προφανώς και μου ξυπνάει όμορφες αναμνήσεις».
«Ο τελικός του 2014 ήταν ένα μάθημα για όλους, είχαμε μείνει στον ημιτελικό με τον Ολυμπιακό…»
Πέρσι ο Πάμπλο Γκαρσία οδήγησε τον ΠΑΟΚ στην κατάκτηση του όγδοου κυπέλλου και έγινε ο τρίτος πρώην ποδοσφαιριστής του κλαμπ που κερδίζει τίτλο ως προπονητής. Είχαν προηγηθεί ο Άγγελος Αναστασιάδης το 2003 και ο Βλάνταν Ίβιτς το 2017.
Πριν από οκτώ χρόνια ο Γιώργος Γεωργιάδης παραλίγο να μπει κι αυτός στη σχετική λίστα των παικτών-προπονητών του «Δικεφάλου» που είχαν φέρει «κούπα» στην Τούμπα. Στη δεύτερη θητεία του ως υπηρεσιακός τεχνικός οδήγησε τους «ασπρόμαυρους» στον τελικό του ΟΑΚΑ απέναντι στον Παναθηναϊκό, αλλά είδε το τρόπαιο να καταλήγει σε «πράσινα» χέρια.
Ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης, εδώ στο gazzetta, μιλώντας επί προσωπικού, υποστήριξε ότι αν το αποτέλεσμα εκείνου του τελικού ήταν διαφορετικό, θα μπορούσε να είχε αλλάξει πολύ νωρίτερα και να γραφόταν αλλιώς η ιστορία του «Δικεφάλου».
«Ήταν τα πρώτα χρόνια του Ιβάν Σαββίδη στον ΠΑΟΚ», θυμάται ο Γιώργος Γεωργιάδης. «Δεν είχαν αρχίσει να γίνονται πολύ μεγάλες επενδύσεις, τότε θα έλεγα ότι ξεκινούσε να χτίζεται η αυτοκρατορία του ΠΑΟΚ, είχαμε καταφέρει να φτάσουμε σ’ έναν τελικό μετά από έντεκα χρόνια. Ήμουν παίκτης το 2003 και είχα γίνει προπονητής το 2014».
- Τι δεν πήγε καλά σ’ εκείνον τον τελικό;
«Τίποτα δεν πήγε καλά! Έγιναν αρκετά λάθη, προσωπικά και ως οργανισμός, δεν διαχειριστήκαμε σωστά τις καταστάσεις. Το μεγαλύτερο λάθος ήταν ότι μείναμε στον ημιτελικό με τον Ολυμπιακό και την πρόκριση, ήταν κάτι που είχε συμβεί πολύ πρόσφατα, μετά από μια εβδομάδα παίζαμε στον τελικό, αποδείχθηκε ότι δεν μπορέσαμε να το διαχειριστούμε όλο αυτό. Επίσης, ας μη το ξεχνάμε, είχαμε και πολλές σημαντικές απουσίες. Εκείνη η ομάδα δεν είχε το ρόστερ που έχει η φετινή ομάδα, έλειπαν από τον τελικό κάποιες σημαντικότερες προσωπικότητες (σ.σ. Αθανασιάδης, Κατσουράνης, Νάτχο απουσίαζαν λόγω τιμωρίας), μας στράβωσε το ματς και το χάσαμε. Όμως, πιστεύω, ήταν ένα μάθημα για όλο τον οργανισμό, βοήθησε τον ΠΑΟΚ και τους ανθρώπους του να δουν τι πρέπει να κάνουν τα επόμενα χρόνια για να έρθουν οι επιτυχίες και οι τίτλοι».
«Ο ΠΑΟΚ έχει την εμπειρία από τελικούς και αυτό τον κάνει φαβορί»
O Γιώργος Γεωργιάδης ξέρει πολύ καλά ότι κάθε τελικός ξεκινάει από το 50-50. Μ’ άλλα λόγια; Δεν υπάρχει φαβορί! Φέτος, μήπως, υπάρχει; «Στα δικά μου μάτια ο ΠΑΟΚ έχει την εμπειρία από τελικούς, παίκτες που έχουν κατακτήσει τίτλους, έχουν παίξει πολλά τέτοια παιχνίδια, όλα αυτά τον κάνουν φαβορί απέναντι στον Παναθηναϊκό», επισημαίνει.
- ΠΑΟΚ-Παναθηναϊκός, ξανά, στο ίδιο γήπεδο, οκτώ χρόνια μετά, πώς προσεγγίζει ο Γιώργος Γεωργιάδης ποδοσφαιρικά το φετινό τελικό;
«Ο τελικός πάντα ξεκινάει από το 50-50. Ο ΠΑΟΚ έχει την εμπειρία από τέτοια παιχνίδια, έχει κερδίσει τίτλους μέσα από τέτοια παιχνίδια τα τελευταία πέντε χρόνια, έχει τους παίκτες με προσωπικότητα που έχουν κατακτήσει τίτλους, ξέρουν τι θα συναντήσουν στον τελικό και αυτό είναι το αβαντάζ που έχει ο ΠΑΟΚ απέναντι στον Παναθηναϊκό. Για τους περισσότερους ποδοσφαιριστές, αν όχι όλους, του Παναθηναϊκού θα είναι κάτι πρωτόγνωρο και αυτό θα πρέπει να το εκμεταλλευτεί ο ΠΑΟΚ και να πάρει το κύπελλο».
- Σ’ ένα γήπεδο, όπως το ΟΑΚΑ, το οποίο από «μαύρη τρύπα» για τον ΠΑΟΚ στα δικά σου χρόνια, έχει γίνει το αγαπημένο στάδιο με τις «τρεις στις τρεις» κατακτήσεις κυπέλλων τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
«Αν πάμε πίσω στα δικά μου χρόνια και δούμε τι συνέβαινε, δεν το περίμενα ποτέ ότι ο ΠΑΟΚ θα έχει 3/3 σε τελικούς στο ΟΑΚΑ. Κι ως ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού κερδίζαμε εύκολα τον ΠΑΟΚ στην Αθήνα και ως παίκτης του ΠΑΟΚ συνήθως χάναμε εύκολα. Γι’ αυτό το 3/3 ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Όμως, ξαναλέω, έχει αλλάξει η ιστορία του ΠΑΟΚ, με την έλευση του κ. Σαββίδη σιγά σιγά άρχισε να χτίζει το μέταλλο του νικητή. Δεν υπάρχουν, πλέον, όλοι εκείνοι οι παράγοντες, που γνωρίζαμε απ’ τα δικά μας χρόνια και παλιότερα, η ομάδα δεν επηρεάζεται από το Ολυμπιακό Στάδιο ή την Αθήνα. Ο ΠΑΟΚ έχει γίνει τόσο δυνατός που μπορεί να τα προσπερνάει όλα αυτά και να παίρνει τρεις στους τρεις τίτλους στο ΟΑΚΑ».
- Θα είναι ωραίο που θα ξαναδούμε φιλάθλους και των δύο ομάδων στις κερκίδες του ΟΑΚΑ.
«Δεν το συζητάμε. Κάθε τελικός κυπέλλου θέλει κόσμο και από τις δύο ομάδες, αλλιώς δεν έχει νόημα ούτε να πας στο γήπεδο, ούτε να καθίσεις να τον παρακολουθήσεις από την τηλεόραση. Στην Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε τις δύο χρονιές λόγω του κορονοϊού, δημιουργούσαμε από μόνοι μας πρόβλημα στη διεξαγωγή των τελικών με κόσμο. Έγιναν τελικοί κεκλεισμένων των θυρών και με χίλιους φιλάθλους στις κερκίδες γιατί δεν μπορούσαμε να εγγυηθούμε την ασφάλεια. Ο τελικός κυπέλλου είναι γιορτή σε όλο τον κόσμο, εκτός από την Ελλάδα».
- Ο Μάρκους Μπεργκ το 2014 ήταν ο καθοριστικός παράγοντας του τελικού. Φέτος, βλέπεις να υπάρχουν τέτοιοι ποδοσφαιριστές που ενδεχομένως να καθορίσουν την έκβαση του αγώνα;
«Ο Παναθηναϊκός έχει ορισμένους τέτοιους ποδοσφαιριστές, αλλά το μεγάλο του πρόβλημα είναι ότι παίζει πολύ καλά στη Λεωφόρο και όχι εκτός έδρας. Άλλο η Λεωφόρος και άλλο το ΟΑΚΑ. Σίγουρα, δεν έχει Μπεργκ. Δεν έχει ποδοσφαιριστές της μεγάλης αξίας του Μπεργκ. Απ’ την άλλη, ο ΠΑΟΚ έχει πολλούς παίκτες που έχουν την προσωπικότητα να αλλάξουν τη ροή των αγώνων. Πρώτον θα βάλω τον Βιεϊρίνια. Υπάρχει ο Ζίβκοβιτς ακόμη και ο Άκπομ που έχει πάρει τίτλους, έχει κερδίσει στο Ολυμπιακό Στάδιο. Πίσω στην άμυνα υπάρχει η εμπειρία των Ίνγκασον-Κρέσπο που επίσης έχουν κερδίσει τελικούς, βλέπω μια υπεροπλία του ΠΑΟΚ στο συγκεκριμένο κομμάτι και πιστεύω ότι στο τέλος αυτό θα μετρήσει και θα μας δώσει το κύπελλο».
- Είναι ο τελικός των προπονητών; Από τη μία πλευρά ο Ραζβάν Λουτσέσκου κι απ’ την άλλη ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς.
«Στον ΠΑΟΚ ξέρουμε το πόσο καλός προπονητής είναι ο Λουτσέσκου και ποσό καλή δουλειά κάνει στην ομάδα. Απ’ την άλλη ο Γιοβάνοβιτς είναι μόλις ένα χρόνο και έχει καταφέρει να δείξει το πόσο σοβαρή και καλή δουλειά έχει κάνει στον Παναθηναϊκό. Οι δύο προπονητές θα παίξουν το ρόλο τους στον τελικό, αλλά στο τέλος όλοι γνωρίζουμε ότι τα παιχνίδια τα κρίνουν οι παίκτες στο γήπεδο».
Οι τρεις «κούπες» με τον ΠΑΟ και η μαγεία του Κυπέλλου Αγγλίας
Δεν είναι μόνο αυτοί οι δύο κερδισμένοι τελικοί με τον ΠΑΟΚ, που έχουν μείνει χαραγμένοι στο μυαλό του Γιώργου Γεωργιάδη. Στα επτά σχεδόν χρόνια που φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού αγωνίστηκε σε πέντε τελικούς κυπέλλου με τους «πράσινους».
Βασικός απ’ την αρχή ως το τέλος, κέρδισε τους τρεις (1993, 1994, 1995), ευστοχώντας μάλιστα στο ένα από τα πέντε πέναλτι στον συγκλονιστικό τελικό του 1994 κόντρα στην ΑΕΚ. Το 3-3 στην κανονική διάρκεια και την παράταση είχε οδηγήσει τις δύο ομάδες στη διαδικασία των πέναλτι και εκεί ο «Γου Χου» με «κρύο αίμα» νίκησε τον Ηλία Ατματζίδη από την «άσπρη βούλα».
Στην πολύχρονη καριέρα του γνώρισε και την άλλη όψη του νομίσματος. Με τρεις χαμένους τελικούς στη σειρά. Οι δύο εντός των ελληνικών συνόρων, από την ΑΕΚ το 1997 και από τον Πανιώνιο το 1998, ο τρίτος ένα χρόνο αργότερα στο μυθικό «Γουέμπλεϊ», ως μέλος της Νιουκάστλ.
Θυμάμαι σαν τώρα εκείνον τον τελικό γιατί είχα την τύχη να καλύψω ως απεσταλμένος της εφημερίδας «Αγγελιοφόρος» την πορεία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ως το πρώτο «tremble» της ιστορίας της. Βίωσα από κοντά όλη την ιεροτελεστία ενός τελικού Κυπέλλου Αγγλίας, το Μάιο του 1999, λίγο πριν οι «μπέμπηδες» μπουν στο αεροπλάνο και πετάξουν για τη Βαρκελώνη, όπου ολοκλήρωσαν την δική τους εποποιΐα με την κατάκτηση του Πρωταθλητριών στον αξέχαστο τελικό κόντρα στην Μπάγερν Μονάχου.
Ωραίες εικόνες από τη μαζική συνύπαρξη στο παλιό «Γουέμπλεϊ» των (ισάριθμων) οπαδών. Η αλήθεια είναι πως το «ασπρόμαυρο» των οπαδών της Νιουκάστλ, λόγω ΠΑΟΚ, μου τραβούσε περισσότερο την προσοχή, η διαφορετική σύνθεση στα στρώματα των οπαδών από τον αγγλικό Βορρά έδινε ένα διαφορετικό χρώμα. Αφήστε που στη Νιουκάστλ αγωνιζόταν, τότε, δύο Έλληνες ποδοσφαιριστές, ο Νίκος Νταμπίζας και ο Γιώργος Γεωργιάδης, που αν δεν με απατά η μνήμη μου είχαν τη δική τους (μικρή) κερκίδα στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας.
Από τα «ασπρόμαυρα» Νιουκάστλ στα «ασπρόμαυρα» του ΠΑΟΚ
Η παρουσία του «Γου Χου» στο Νησί αποδείχθηκε πολύ μικρή και σύντομη. Μπορεί να κίνησε «γη και ουρανό» για να πάρει τη μεταγραφή στη Νιουκάστλ, έφτασε στα… μαχαίρια με τον Παναθηναϊκό, ωστόσο ένα χρόνο αργότερα μάζεψε τα μπογαλάκια του και επέστρεψε στην Ελλάδα.
Το καλοκαίρι του 1999 ο Γιώργος Μπατατούδης συνέχιζε να σκορπάει εκατομμύρια και να κάνει φανταχτερές κινήσεις στο μεταγραφικό παζάρι, με τον ΠΑΟΚ να φέρνει ποιοτικούς ποδοσφαιριστές στην Τούμπα.
Το «στρατηγείο» είχε στηθεί στα γραφεία της κατασκευαστικής εταιρείας «ΕΡΓΑΣ» στην Αθήνα, όπου πρώτος πέρασε τις πόρτες, ο Στέλιος Βενετίδης, στις 3 Ιουνίου υπογράφοντας πενταετές συμβόλαιο με τον «Δικέφαλο», αφού πρώτα ξεπεράστηκε ένα πρόβλημα με τον μάνατζερ του, Αγγελο Τραυλό, και ο μεγαλομέτοχος της ΠΑΕ ΠΑΟΚ είχε συμφωνήσει με τον Χρήστο Πανόπουλο και την Ξάνθη στο ποσό των 300 εκατομμυρίων δραχμών.
Για σχεδόν ένα μήνα ο Εβρίτης επιχειρηματίας πάλευε να ντύσει στα «ασπρόμαυρα» τον Γεωργιάδη. Η πρώτη επαφή έγινε στις 19 Ιουνίου του 1999, που αλλού, στην Αθήνα, τα πολλά εμπόδια και οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν τελικά μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις και συζητήσεις.
Ο τότε προπονητής του ΠΑΟΚ, ο Άρι Χάαν, ελέω του συμπατριώτη του Ρουντ Γκούλιτ, είχε συμβάλλει προκειμένου η Νιουκάστλ να αφήσει τον Έλληνα ποδοσφαιριστή να επιστρέψει στα «πάτρια εδάφη», ωστόσο εκτός των 300 εκατομμυρίων δραχμών που δόθηκαν στην αγγλική ομάδα, ο «Δικέφαλος» έπρεπε να πληρώσει και τον Παναθηναϊκό. Η FIFA είχε δικαιώσει τους «πράσινους» όταν ο «μπέμπης» έφυγε για τη βόρεια Αγγλία και όποια ελληνική ομάδα ήθελε να τον αποκτήσει εντός τριετίας θα έπρεπε να καταβάλλει 128.000.000 δρχ. στο «τριφύλλι».
Ο Γεωργιάδης δήλωνε ευθύς εξαρχής, «θέλω να παίξω στον ΠΑΟΚ», αλλά γνώριζε ότι θα έπρεπε να περιμένει για πολλές ημέρες μέχρι να κλείσει η μεταγραφή του. Ο Μπατατούδης μπορεί να εμφανιζόταν σίγουρος, «εμείς θα τα βρούμε με τον ποδοσφαιριστή και θα έρθει στη Θεσσαλονίκη» έλεγε, αλλά για να κλείσει το deal έπρεπε να πει το «ναι» ο… Πέρσι Ολιβάρες.
Ο Περουβιανός αμυντικός είχε «σκοτωθεί» με τον Χάαν και ήθελε να φύγει από την Τούμπα, ο ΠΑΟΚ το εκμεταλλεύτηκε και ένα μεγάλο ποσό, που έπρεπε να πάει στον Παναθηναϊκό για την απόκτηση του Γεωργιάδη, πήγε μέσω της μεταγραφής του Ολιβάρες στους «πράσινους».
Εκείνα τα χρόνια ο «Μπάτμαν», όπως τον είχαν «βαπτίσει» οι οπαδοί του «Δικεφάλου», συνήθιζε να εκμεταλλεύεται τα Σαββατοκύριακα του και να τα αφιερώνει στον ΠΑΟΚ, αφήνοντας στην άκρη τις υπόλοιπες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Γι’ αυτό και η απόκτηση του Γεωργιάδη ολοκληρώθηκε το Σάββατο 27 Ιουνίου.
Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν πάνω από έξι ώρες προτού υπογράψει για τρία χρόνια αντί 500 εκατομμυρίων δραχμών. Ο μάνατζερ του, Αγγελος Τραυλός (που είχε και τον Βενετίδη), εμφάνισε μια πρόταση της Σεβίλλης, αλλά ο Μπατατούδης δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει έναν παίκτη, που τόσο πολύ ήθελε να φέρει στην ομάδα.
«Σχίστην», ήταν η απάντηση προς τον Θεσσαλονικιό ατζέντη, ωστόσο τα διαδικαστικά με Νιουκάστλ (πήρε πάνω από 150 εκατ. δρχ.) και Παναθηναϊκό (είχε βάλει όρο ότι θα εισέπραττε ένα σεβαστό ποσό αν επέστρεφε στην Ελλάδα μέσα στην τριετία) κράτησαν έναν ολόκληρο μήνα! Όλα αυτά κράτησαν τον ποδοσφαιριστή εκτός ομάδας μέχρι τις 30 Ιουλίου, όταν κάτω από άκρα μυστικότητα έφτασε στη Θεσσαλονίκη.
Για κακή τύχη του Θανάση Ακριβόπουλου, που τον υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο «Μακεδονία», η αποστολή του ΠΑΟΚ (έφευγε για την Ιταλία όπου θα έπαιζε ένα φιλικό με την Περούτζια), καθυστέρησε να πετάξει με αποτέλεσμα ο Γεωργιάδης να φτάσει στο αεροδρόμιο και να γίνει αντιληπτός από τους δημοσιογράφους, που μες το κατακαλόκαιρο έβγαλαν λαβράκι από εκεί που δεν το περίμεναν…