Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς: Ποδόσφαιρο για τσόγλανους...
Ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς δεν έχει παρόν, μέλλον, παρελθόν! Είναι ο ιδανικός άνθρωπος για τον Άκι Καουρισμάκι! Ναι, τον Φινλανδό σκηνοθέτη. Στην τοπογραφία του «auteur» τα σημάδια του χρόνου δεν έχουν τη σημασία που ξέρουμε. Το σκηνικό του είναι οι αφρόντιστοι δρόμοι, τα λιμάνια, τα κάπως παραμελημένα μαγαζιά. Πρωταγωνιστές του οι διάφανοι και οι πλάνητες, οι τσακισμένοι και οι δυνατοί, οι μοναχικοί και οι αλληλέγγυοι. Ο Ζλάταν είναι Σουηδός, είναι Βόσνιος, είναι Κροάτης, είναι Ολλανδός, είναι Ιταλός, είναι Ισπανός, είναι Αμερικάνος είναι πολίτης του κόσμου που δεν σταματά να ανακαλύπτει και να συστήνεται.
Στην περίπτωση του Καουρισμάκι η υπέρβαση ισοδυναμεί με ταπεινή επιβίωση. Στην περίπτωση του Ζλάταν η υπέρβαση είναι ο μόνος τρόπος ύπαρξης. Σε αυτήν ενυπάρχει η ταπεινότητα και η φιλοδοξία. Η αλαζονεία και η μοναδική ικανότητα. Οι ήρωες του Καουρισμάκι διαθέτουν πληγωμένη υπερηφάνεια και πείσμα για να κρατήσουν τη σκιά τους. Ο Ζλάταν διαθέτει την ίδια υπερηφάνεια και το πείσμα για να μη γυρίσει ξανά στη σκιά. Τα πρόσωπα του Καουρισμάκι πρέπει να αντιμετωπίσουν την αντίδραση και τη βία του συστήματος εξουσίας. Ο Ζλάταν επιστρέφει τη βία με τον τρόπο του και η εξουσία είναι αυτός! Ο Ζλάταν έχει κρατήσει θέση για το επόμενο παρόν, μέλλον, παρελθόν!
Γράφουν οι Μαριλένα Καλόπλαστου, Αλέξανδρος Στεργιόπουλος
Οι ενστάσεις και το ανίκητο ερώτημα
Κάθε ένσταση δεκτή και αναμενόμενη. Ναι, είναι αλαζόνας. Μετά απ’ αυτόν έρχεται αυτός! Ναι, του αρέσει να προκαλεί για να εκθέτει και να εκτίθεται. Ναι, η συμπεριφορά του βασίζεται στην απολυτότητα της αυθεντίας και ναι, αυτό δημιουργεί αντιπάθειες, διαχωρισμούς, θολώνει την κρίση… Ναι, δεν σκέφτεται και πολύ αυτά που λέει και δεν τον ενδιαφέρει και τόσο η γνώμη των άλλων. Ναι, είναι δύσκολο να τον διαχειριστείς και να κατευθύνεις το αστείρευτο ταλέντο του. Ναι, είναι υπερόπτης και δεν διστάζει να προβάλλει την ικανότητα του. Ναι, είναι δύσκολο να καταλάβεις πότε μιλά ο ίδιος ή η περσόνα του. Ναι, δεν έχει πετύχει όσα οι Μέσι, Ρονάλντο και δεν δικαιούται να μιλά για κορυφές, να εκφέρει λόγο ασυλλόγιστο, έντονα αυτοαναφορικό. Ναι, με τον τρόπο του έχει συσκοτίσει τις αποτυχίες του και έχει υπερτονίσει τις επιτυχίες του. Ναι, μπορεί να γίνει και τοξικός μερικές φορές. Πολλές οι αντιρρήσεις και τα επιχειρήματα εναντίον του. Μπορεί και να τα αξίζει. Υπάρχει, όμως, κάτι που συνηγορεί υπέρ του, κάτι που βάζει στην άκρη όλα τα ψεγάδια του. Υπάρχει μία ερώτηση -μία- που τον δικαιώνει και εν μέρει τον δικαιολογεί για τη συμπεριφορά του. Το απλό -μα ανίκητο!- ερώτημα είναι το εξής: Πώς θα ήταν το ποδόσφαιρο χωρίς τον Ζλάταν;
Στη μουσική του «ΛΕΞ», εκεί θα τον βρεις!
Το ερώτημα αλλάζει φορά και γίνεται «Πώς θα ήταν ο Ζλάταν χωρίς το ποδόσφαιρο;». Η απάντηση αλλάζει τη ροή του κειμένου και η σκέψη επιστρέφει στην αρχή, στον Καουρισμάκι. Και η αρχή όμως χάνεται και ο ρυθμός προσαρμόζεται στη μελωδία της πρόζας, στην ανυπόκριτη αλήθεια της χιπ-χοπ. Η εκτός (λευκού) πλαισίου διαδρομή πατά στα χνάρια του ΛΕΞ! Και τι σχέση έχει ο Ζλάταν με τον ΛΕΞ; Αμφότεροι ξέρουν τους δρόμους. Ο Σουηδός γνωρίζει πολύ καλά τα γκέτο της Σουηδίας (εδώ κλείνει το μάτι ο Καουρισμάκι). Ξέρετε, όσοι γίνονται ξεφτέρια στη «φέρμα», στο «ψείρισμα», αλάνια που περιμένουν την αφορμή να «κεράσουν» γροθιές και μέταλλο, φτιάχνουν έναν κόσμο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να διαλυθεί. Το νταηλίκι στον δρόμο κρύβει τον κίνδυνο της φυλακής και της σκληρής τιμωρίας από κάποιον άλλο, πιο δυνατό. Έτσι πάει. Κι αν μπεις στο «κολέγιο» γίνεσαι «πιο προσεκτικός» και μαθαίνεις να επιβιώνεις με έναν τρόπο: με το να συγκρούεσαι.
Ο Ζλάταν έχει παραδεχθεί πως «Πιθανότατα να ήμουν ένας κοινός κακοποιός στον δρόμο αν δεν ήμουν ποδοσφαιριστής». Γι’ αυτό αν παρατηρήσετε το βάδισμα του, θα καταλάβετε ότι είναι πάντα σε εγρήγορση. Όταν είσαι στο γκέτο, τα «πεσίματα» είναι συχνά και απρόσμενα. Ε, ο ΛΕΞ ραπάρει για τον κόσμο του κάθε Ζλάταν. Στους στίχους και στη μουσική του βλέπεις την εικόνα που σιγοκαίγεται από το «γάρο» και την καθημερινή αυτοκαταστροφή! Από τη Σαλούγκα και το αθέατο αθηναϊκό κέντρο, ως τους κακοφωτισμένους δρόμους της Σουηδίας. Ο Ζλάταν από τις πολυκατοικίες και τα βρώμικα σκαλιά, στον κόσμο που λάμπει και τυφλώνει. Ο Ζλάταν απέφυγε το μίσος και η πρόσκρουση ήταν αναίμακτη. Ο Ζλάταν μακριά (πια) από το γκέτο και μέσα στη μουσική του ΛΕΞ, στη μουσική για τσόγλανους!
«Μπορείς να πάρεις ένα παιδί από το γκέτο (Ρόσενγκαρντ), αλλά ποτέ το γκέτο από ένα παιδί»
«Φόρεσε» την ακούσια αδιαφορία της μάνας του, που δούλευε 14 ώρες τη μέρα ως καθαρίστρια, και χαλύβδωσε ένα «εγώ» που θα μπορούσε να αντέξει στα πάντα! Τσούλησε στους δρόμους προσποιούμενος τον γκάνγκστερ. Ο δικός του ιδιότυπος τρόπος να νιώσει πλούσιος. Σαν να του ανήκει ο κόσμος όλος. Η κατά Ζλάταν Καινή Διαθήκη είχε ως σημείο αναφοράς την παρουσία του Ρονάλντο (Φαινόμενο) στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Τον «ηθικό κατάλογο» του Βραζιλιάνου μελέτησε για να εντυπωσιάσει τους φίλους του. Έμαθε μπάλα σε βρώμικα γηπεδάκια και κατάφερε να μετατρέψει σε προτέρημα την έλλειψη χώρου. Ένα κορμί που έβλεπε τον κόσμο από το 1,94 και έπρεπε να ελιχθεί στα κάτι σαν γήπεδα του Ρόσενγκαρντ. Ο πατέρας του, πριν παραδοθεί ολοκληρωτικά στο αλκοόλ, τον έγραψε στις ακαδημίες της Μάλμε, από εκεί μεταπήδησε στην Μπάλκαν, ποδοσφαιρική ομάδα του γκέτο, κι έπειτα πάλι στη Μάλμε. Η αρχή της ιερής του αποστολής: να κουβαλήσει το Ρόσενγκραντ και τα λασπωμένα πόδια του στις κορυφογραμμές της Γης. Να καταλάβει το ποδοσφαιρικό Έβερεστ της Ολλανδίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας και όσες κορυφές δεν πατήσει, να πείσει τον εαυτό του ότι του ανήκαν από πριν ή ότι δεν τις πόθησε και τόσο.
Το πολυφορεμένο το ποδόσφαιρο ως απάντηση σ' εκείνη τη φτώχεια που ορίζει διαδρομές είναι απρέπεια για την μεγαλοπρέπειά του. Κι ας μην είχε δει ποτέ, για χρόνια, ανθρώπους να φορούν πουκάμισα και κοστούμια. Κι ας μην ήξερε πώς μοιάζει ο κόσμος έξω από το γκέτο. Ήταν σίγουρος, για καιρό, ότι αυτός ο κόσμος δεν του ταιριάζει. Μέχρι που αποφάσισε να τον κατακτήσει! Εκστράτευσε, λοιπόν, εναντίον του, ορκιζόμενος να μην τον αφήσει να αμβλύνει τις γωνίες του. Να φτιασιδώσει την ύπαρξή του, να τον μετατρέψει σε μια πιο συμβατική εκδοχή του. Το Ρόσενγκραντ δεν βγήκε από μέσα του ποτέ. Το πήρε μαζί του, στην πατρίδα του Γιόχαν Κρόιφ, κι είναι να απορείς που δεν ζήτησε μια θέση για το πορτρέτο του δίπλα στην Ανθισμένη Αμυγδαλιά στο Μουσείο του Βαν Γκογκ. Το έσυρε ως τους πρόποδες των Άλπεων, μαζί του στο Ντουόμο, τη Σαγράδα Φαμίλια και την Μονμάρτη. Μαζί του στην μήτρα της βιομηχανικής επανάστασης και την «Ρι ντε Ριβολί». Το ταξίδεψε ως την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και πάλι πίσω. Άμστερνταμ, Τορίνο, Μιλάνο, Βαρκελώνη, Παρίσι, Μάντσεστερ, Λος Άντζελες, Μιλάνο.
Κάθε πόλη και μια τουλάχιστον κατάκτηση. Για τον τύπο που αυτοαποκαλέστηκε τόσες φορές «λιοντάρι» και κράτησε τις αποδείξεις για τα τελευταία χιλιόμετρα. Εξάλλου εκείνος ήξερε τους αφόρητους πόνους στο γόνατά του. Δικά του ήταν πάντα όλα τα βιώματα. Στη Μάλμε ήταν ανεπιθύμητος από τους γονείς των άλλων παιδιών. Βλέπετε δεν έμοιαζε πολύ για Σουηδός. Γι' αυτό ποτέ δεν καταδέχτηκε να «απολυθεί» από σύλλογο. Ένιωσε το αγκάθι του ρατσισμού να σκίζει το δέρμα του από πιτσιρικάς, γι αυτό όταν εν χορώ οι οπαδοί της Ρόμα φτύναν τα λαρύγγια τους αποκαλώντας τον «τσιγγάνο», εκείνος γελούσε αυτάρεσκα ζητώντας να ανεβάσουν την ένταση. Έχασε τον αδερφό του από καρκίνο όταν ήταν 40 χρονών, γι' αυτό δηλώνει έκτοτε άθεος και Θεός του εαυτού του.
One of a kind τσόγλανος
Αλήθεια, ποιος φαντάστηκε ότι το παιδί από το Ρόσενγκαρντ θα «κατακτούσε» όλο τον κόσμο; Ποιος θα φανταζόταν ότι κάποιος στα 40 του θα έφερνε τη Μίλαν στην κορυφή μετά από έντεκα χρόνια; Ποιος πίστευε ότι είναι εφικτό παίκτης να αγωνίζεται χωρίς χιαστό έξι μήνες; Ερωτήσεις ρητορικές αν βγαίναν από το στόμα του. Μάλλον αν τις έθετε ο ίδιος θα απαντούσε με την χαρακτηριστική βαριά προφορά του 'Ο Ζλάταν'. Μια αλαζονεία που έρχεται άλλοτε ως πρώτη γραμμή άμυνας κι άλλοτε ως επισφράγιση των επιτυχιών του. Κρατώντας για πάντα αναλλοίωτη εκείνη τη μαγκιά, την αλητεία με την οποία κουβάλαγε τον εαυτό του στη γειτονιά του. Αυτή που έγινε ύστερα πυξίδα για να υπάρξει όλα αυτά τα χρόνια σε έναν κόσμο που του ήταν ξένος, μέχρι να υπογράψει πάνω του, με τα δυο χέρια, Ίμπρα.
Δεν είναι εύκολο να επιβιώσεις στο γκέτο. Δεν είναι εύκολο να βλέπεις απαξίωση στα βλέμματα που συναντιούνται με το δικό σου. Δεν είναι εύκολο να μεγαλώνεις και να φυσάει αδιαφορία, με έναν πατέρα που παλεύει με τους προσωπικούς του δαίμονες και μια μάνα που πολυμερίζεται σε χίλια κομμάτια για να μείνουν όλοι όρθιοι. Δεν είναι εύκολο να γυρνάς σπίτι και να παρακαλάς να' χει έστω μια φέτα ψωμί να χορτάσεις την πείνα σου. Πρέπει να αντιπαραβάλεις ένα «εγώ» στο ύψος των δυσκολιών που έχεις να αντιμετωπίσεις. Αλλιώς θα σε καταπιούν. Ο Ζλάταν έτσι έμαθε να επιβιώνει. Έτσι τρύπωσε -κατά τους γράφοντες- στον αφτιασίδωτο, βαθιά ουμανιστικό κόσμο του Άκι Καουρισμάκι. Έτσι εισέβαλε στους στίχους του ΛΕΞ που στέκουν περήφανα στο κέντρο του περιθωρίου ή στο περιθώριο του κέντρου. Αυτός όμως, ο αυτοαναφορικός τσόγλανος, ο επηρμένος, ο αλαζόνας, αυτός που δεν έπεισε την γλώσσα των αριθμών να κρατήσουν μια θέση στους κορυφαίους και για εκείνον, αυτός ο τύπος, ο «one of a kind», στην πιο ηγετική ομιλία της καριέρας του μίλησε σε α' πληθυντικό και αναφέρθηκε σε θυσίες, σκληρή δουλειά, αξίες και «σύνολο».
Zlatan Ibrahimović's speech to the AC Milan dressing room is POWERFUL 🔥
— Sky Sports Football (@SkyFootball) May 24, 2022
Of course, signed off with a table flip 💪 pic.twitter.com/tUZX9jex6K