Καντζούρης στο Gazzetta: «Το Eurobasket της Σλοβενίας είναι η “μαύρη κηλίδα” της ψυχής μου!»
Γεννημένος και μεγαλωμένος πολύ κοντά στην πιο μπασκετική πλατεία της χώρας, έκανε τα πρώτα του αγωνιστικά βήματα στα τμήματα υποδομής του Μίλωνα και έπαιξε μπάσκετ στις τοπικές κατηγορίες με τα χρώματα του Θησέα Πετραλώνων. Μπαίνοντας στην γυμναστική ακαδημία, γνωρίστηκε με πολλά παιδιά από την πλέον ταλαντούχα γενιά του Πανιωνίου (Κικίλιας, Μουμούρης, Καράγκουτης), με αποτέλεσμα το μπάσκετ να τον «απορροφήσει» πλήρως.
Η αναλυτική του ικανότητα και οι παραστάσεις που απέκτησε παρακολουθώντας από κοντά προπονητές που διέπρεπαν εκείνη την εποχή στο παιδικοεφηβικά, όπως ο Ηλίας Ζούρος και ο Κώστα Σορώτος, τον έσπρωξαν στην προπονητική και μόλις του δόθηκε η πρώτη ευκαιρία, ως συνεργάτης του καθηγητή του στο πανεπιστήμιο, Νίκου Τσοσκούνογλου στην Δάφνη, ήταν σαν το όνειρο να έγινε πραγματικότητα.
Ο λόγος για τον Ηλία Καντζούρη, έναν από τους προπονητές που έβαλε φαρδιά-πλατιά την σφραγίδα του στην Basket League, στις δύο πρώτες σεζόν του σαν head-coach κι ενώ είχε προηγηθεί μία 23χρονη διαδρομή σαν assistant!
Με αφετηρία τις πάλαι ποτέ παραδοσιακές δυνάμεις του αθηναϊκού και επαρχιώτικου μπάσκετ (Δάφνη, Νήαρ-Ήστ, Σπόρτινγκ, Πανελλήνιο και Απόλλων Πάτρας), αλλά και τον «κολοσσό» Άρη στην πρώτη δεκαετία της πορείας του και την προαγωγή του σε καταξιωμένες δυνάμεις της ευρωπαϊκής σκηνής του αθλήματος (Ζάλγκιρις, Ούνικς και Μπάμπεργκ), έχοντας στο ενεργητικό του δύο περάσματα και από την ΑΕΚ.
Το βιογραφικό που «τα σπάει», η προϋπηρεσία δίπλα σε ονόματα μερικών εκ των κορυφαίων του χώρου σε Ελλάδα (Ζούρος) και Ευρώπη (Τρινκιέρι, Μπάνκι) στο υψηλότερο επίπεδο και οι σπουδαίες παραστάσεις, διακρίσεις και τίτλοι, εξηγούν απόλυτα, πρώτον την καθυστέρηση με την οποία ο 48χρονος τεχνικός πήρε την απόφαση να ακολουθήσει solo καριέρα αλλά και την επιτυχημένη και ανοδική τροχιά που χαρακτήρισαν τα δύο πρώτα χρόνια της θητείας του σαν head-coach.
Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, ο Ηλίας Καντζούρης σε μία συνέντευξη απολογισμό της μακράς πορείας του στους πάγκους και στα παρκέ.
Τα πρώτα βήματα, οι πρώτες ευκαιρίες, οι έντονες επιρροές από τον Ηλία Ζούρο και τον Αντρέα Τρινκιέρι, η αλλαγή του διακόπτη λίγο πριν την έκρηξη της πανδημίας, η καλοσχεδιασμένη «σκηνοθεσία» στο έργο «Κολοσσός» που παίχτηκε τα δύο τελευταία χρόνια (2020-2022), το επόμενο βήμα της καριέρας του και η Εθνική εφήβων της φουρνιάς Σαμοντούροβ στο πανευρωπαϊκό του καλοκαιριού (30/07-07/08).
Όλα αυτά κι άλλα πολλά, όπως οι δύο καλύτερες πεντάδες παικτών με τους οποίους συνεργάστηκε, αλλά και η αξέχαστη εμπειρία του Ευρωμπάσκετ της Σλοβενίας (2013), στις 5.300 λέξεις που ακολουθούν.
Τα πρώτα βήματα και το «μικρόβιο» της προπονητικής
Το μικρόβιο του αθλητισμού και κατ' επέκταση του μπάσκετ, πως το κόλλησες;
«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν με μία μπάλα στα χέρια! Είτε ποδοσφαίρου, είτε μπάσκετ. Η μόνιμη έννοια μου ήταν πότε θα περάσει η λεγόμενη ώρα της κοινής ησυχίας, για να βγω έξω στην αυλή του πατρικού μου στην Καλλιθέα και να κλοτσάω ή να χτυπάω την μπάλα. Πιστεύω ότι στην γειτονιά μάζευαν υπογραφές για να μας διώξουν! Επομένως, δεν μπορώ να πω ότι υπήρξε κάποια συγκεκριμένη αφορμή που με τράβηξε, αλλά ήταν κάτι που το είχα πάντα μέσα μου. Τώρα, από την δεκαετία του '80 και μετά, με την έκρηξη του Άρη και ακόμη πιο έντονα μετά το Ευρωμπάσκετ του '87, το μπάσκετ έγινε μόδα, οπότε αυτός ήταν και ο λόγος που άφησα την ασπρόμαυρη και έπιασα την πορτοκαλί μπάλα. Από 'κει και μετά, όλα πήραν τον δρόμο τους.»
Έπαιξες κάπου;
«Βέβαια! Είχα γραφτεί στις ακαδημίες του Μίλωνα και μετά έπαιξα για περίπου 6-7 χρόνια στον Θησέα Πετραλώνων, με την φανέλα του οποίου είχαμε κάνει κάποιες καλές πορείες στα τοπικά πρωταθλήματα.»
Εγώ σε θυμάμαι πολύ μικρό να κάνεις παρέα με τα παιδιά της κορυφαίας γενιάς του Πανιωνίου στα παιδικοεφηβικά (Κικίλιας, Μουμούρης, Καράγκουτης)...
«Με τον Σάντρο (σ.σ.: Μουμούρης) είμαστε από την αρχή συμφοιτητές στην Γυμναστική Ακαδημία, με τον Βασίλη (σ.σ.: Κικίλιας) μόνο έναν χρόνο γιατί στην πορεία μεταπήδησε στην Ιατρική και τον Γιώργο (σ.σ.: Καράγκουτη) τον είχα παίκτη στη Νήαρ-Ηστ. Αλλά πράγματι το μπάσκετ γνώριζε τρομερές πιένες εκείνη την εποχή στην ελληνική κοινωνία. Είχε μπει στην ζωή μας και περιμέναμε πότε θα πάει η ώρα δέκα παρά τέταρτο για να δούμε τα ευρωπαϊκά παιχνίδια αρχικά του Άρη και στην συνέχεια και των υπόλοιπων ομάδων. Κάπου στην διάρκεια των σπουδών μου και πριν πάρω ειδικότητα μπάσκετ, είχα φτάσει να ασχολούμαι φανατικά κι επειδή κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν είχα πολλά περιθώρια ανέλιξης σαν παίκτης, άρχισα να εξετάζω πως μπορώ να μείνω επαγγελματικά σε ένα χώρο που αγαπούσα πάρα πολύ...»
Κάπου εκεί μπαίνει στο μυαλό σου ο στόχος της προπονητικής... Που έγιναν τα πρώτα βήματα;
«Το 1994 στον Παπάγου, όπου με φώναξαν να αναλάβω το μικρότερο ηλικιακά τμήμα που είχε προκύψει σε μία νέα προσπάθεια που ξεκινούσαν στις ακαδημίες. Θυμάμαι ότι προπονούσα παιδιά ηλικίας επτά ετών. Στον σύλλογο των βορείων προαστίων έμεινα για τρία χρόνια και το 1997 ήρθε μία πρόταση από την Δάφνη, που ήταν και η πρώτη δουλειά στην οποία κάθισα σε πάγκο. Τότε η διοίκηση είχε αποφασίσει να κάνει πρωταθλητισμό και να ανέβει από την Α2 στην Α1 Κατηγορία και το πέτυχε, έχοντας ένα πολύ αξιόλογο ρόστερ με Παπαλουκά, Δανιήλ και Τσόπη και με προπονητή τον Νίκο Τσοσκούνογλου, ο οποίος ήταν και καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο.»
Η Δάφνη εκείνη την εποχή ήταν μεγάλο «σχολείο» για τους προπονητές και το λέω από την άποψη ότι τους άλλαζε σαν τα πουκάμισα...
«Μόνο την χρονιά που ανεβήκαμε στην Α1 Κατηγορία αλλάξαμε τέσσερις προπονητές! Ακολούθησαν μία σεζόν πάλι ανόδου από την Α2 στον Απόλλωνα Πάτρας σαν συνεργάτης του Μηνά Γκέκου, δύο χρονιές στη Νήαρ-Ηστ με Κορωναίο και Ζούρο, η τεράστια εμπειρία της σεζόν στον πάγκο του Άρη, η συνεργασία με τον Σπόρτινγκ, η άνοδος στην Α1 με head-coach τον Άγγελο Κορωνιό κι ένα μικρό πέρασμα στην ΑΕΚ. Από το 2007 και μετά άρχισε μία μακρά περίοδος που ήμουν αρχικά στο πλευρό του Ηλία Ζουρου στον Πανελλήνιο και την Ζάλγκιρις και μετά δίπλα στον Αντρέα Τρινκιέρι στην Εθνική ανδρών, την Ούνικς Καζάν και την Μπάμπεργκ. Έναν χρόνο πριν αποφασίσω ότι έφτασε η ώρα να προχωρήσω μόνος μου, σαν πρώτος προπονητής, συνεργάστηκα με τον Λούκα Μπάνκι στην ΑΕΚ.»
Αν και είσαι 48 ετών, το πρώτο βήμα σαν head-coach έγινε στον Ηρακλή για δύο μήνες, πριν από σχεδόν 2,5 χρόνια για να ακολουθήσει η τελευταία διετία στον Κολοσσό. Ένας ουδέτερος παρατηρητής της διαδρομής σου, θα έκρινε υπερβολικό το διάστημα των σχεδόν δυόμιση δεκαετιών που εργάστηκες σαν assistant, παρ' ότι υποθέτω ότι ήξερες και είχες την θεμιτή φιλοδοξία να αλλάξεις πολύ νωρίτερα επίπεδο... Πως το σκέφτηκες;
«Θεωρώ ότι ο καθένας πρέπει να ξέρει καλά τον εαυτό του. Να γνωρίζει ποιος είναι, που φτάνουν οι δυνάμεις του και ποια είναι τα θέλω, τα όριά του και τα πατήματά του. Και επίσης πρέπει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του. Στην δική μου την περίπτωση, λοιπόν, που ήμουν ένας προπονητής μέχρι και πριν από τέσσερα χρόνια χωρίς ατζέντη και οι δουλειές που έβρισκα, ήταν προϊόν δικών μου γνωριμιών και επενδύσεων που έκανα στον χώρο με ταξίδια σε camp του εξωτερικού, ισχύει το ότι δεν παίρνω βιαστικά αποφάσεις. Κάθε χρόνος που περνούσε με βοηθούσε να αποκομίζω ολοένα και περισσότερες εμπειρίες και σταδιακά, με αποκορύφωμα την θητεία μου στην Μπάμπεργκ, άρχιζα να βάζω μεγαλύτερους στόχους και να προσεγγίζω πιο ρεαλιστικά τις φιλοδοξίες μου. Ώσπου έφτασα σε ένα σημείο που ένιωσα ότι χρωστάω στον εαυτό μου το παραπάνω βήμα. Και περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία, χωρίς να βγαίνω έξω από τις γραμμές του ρόλου που είχα μέχρι τότε. Είμαι πάντα της άποψης ότι ο βοηθός δεν πρέπει να “καβαλάει” τον πρώτο προπονητή, ειδικότερα από την στιγμή που υπάρχουν συνθήκες υγιούς συνύπαρξης και συνεργασίας που δεν καπελώνουν τις προσωπικότητες και τις διαφορετικές απόψεις.»
Στην διάρκεια της συνεργασίας με τον Τρινκιέρι ωρίμασε στο μυαλό σου η ιδέα του επόμενου βήματος;
«Ακριβώς! Και σε αυτό έπαιξαν ρόλο και ορισμένες συγκυρίες που είχαν να κάνουν με την ιδιοσυγκρασία του Αντρέα, ο οποίος είναι ένας πολύ ανοιχτόμυαλος άνθρωπος. Και θα σου πω τι εννοώ... Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε έρθει την ημέρα των αγώνων στο γερμανικό πρωτάθλημα και μου είχε πει το εξής αμίμητο: “Σήμερα, θα κοουτσάρεις εσύ! Θέλω να κάτσω στην κερκίδα και να δω την λειτουργία της ομάδας απ' έξω και χωρίς την ευθύνη που έχω όταν είμαι στον πάγκο!”... Πραγματικά όταν μου το πρωτοείπε, τον κοίταζα με γουρλωμένα μάτια κι από μέσα μου έλεγα: “Τι μου είπε τώρα; Πως θα γίνει αυτό το πράγμα;”... Και όχι απλά το είπε, αλλά το έκανε κιόλας! Μάλιστα, τις πρώτες φορές είχε γίνει και θέμα γιατί οι αντίπαλες ομάδες διαμαρτυρήθηκαν και θεώρησαν ότι τους σνομπάραμε επειδή ο coach δεν καθόταν στον πάγκο. Το έκανε αρκετές φορές και το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι δεν χάσαμε ούτε ένα παιχνίδι. Στην συνέχεια, λες και το ήξερε, του προέκυψε ένα πρόβλημα υγείας κι έμεινε εκτός για περίπου 1,5 μήνα με αποτέλεσμα να κοουτσάρω μερικά πολύ κρίσιμα παιχνίδια σε Γερμανία και Euroleague, στα οποία η ομάδα αντέδρασε πολύ καλά. Οπότε μέσα από όλη αυτή την διαδικασία, θέλοντας και μη, μπήκα για τα καλά στο πετσί του ρόλου...»
Τότε ήταν που είπες στον εαυτό σου ότι «έχει έρθει η ώρα»;
«Ισχύει αυτό, αλλά το καλό ήταν ότι δεν βιάστηκα και περίμενα την ευκαιρία μου με τον σωστό τρόπο. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν έμεινα στην Μπάμπεργκ ως πρώτος. Για ηθικούς λόγους, αν και μου προτάθηκε. Τελείωσε η χρονιά, ξεκαθάρισα κάποια πράγματα στο μυαλό μου και αποφάσισα να προχωρήσω προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν αγχώθηκα επειδή δεν συνέβη αμέσως. Ίσα-ίσα που αποδέχθηκα την πρόταση του Μπάνκι, να δουλέψω ως συνεργάτης του στην ΑΕΚ, μετά την αρμονική συνύπαρξή μας στο τελείωμα της θητείας μου στην Γερμανία. Μετά το τέλος της σεζόν 2018-2019, ήταν πλέον οριστικό στο μυαλό μου...»
Νωρίτερα, υπήρξαν στιγμές που το αισθάνθηκες και μπήκες στην διαδικασία να το «θάψεις» μέσα σου;
«Δεν θα το 'λεγα γιατί είμαι ένας άνθρωπος που μου αρέσει να προχωράω με πλάνο και συγκεκριμένα βήματα. Δεν φουντώνω εύκολα με κάτι και μετά ξεφουντώνω... Πάντα μελετάω όλα τα δεδομένα και πράττω ανάλογα. Ότι υπήρχαν κατά καιρούς σκέψεις που μου έλεγαν ότι ίσως έπρεπε να είχα λειτουργήσει διαφορετικά σε διάφορες αποφάσεις, υπήρχαν! Αλλά πάντα με υγιή τρόπο και χωρίς να μου δημιουργούν την πίεση για να βγω από τον δρόμο μου.»
Το ρεκόρ των 23 ετών σαν assistant-coach και το σοκ όταν ο Τρινκιέρι του είπε: «Σήμερα θα κοουτσάρεις εσύ!»
Το «πανεπιστήμιο του μπάσκετ» από τον Ζούρο και τον Τρινκιέρι
Μελετώντας τις ομάδες και το επίπεδο στο οποίο δούλεψες από το 2010 και μετά, τους προπονητές αλλά και τους παίκτες με τους οποίους συνεργάστηκες, θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να πει ότι πριν δύο χρόνια, όταν πήγες στον Κολοσσό για το ουσιαστικό ξεκίνημά σου σαν head-coach, ήταν σαν να έχεις φοιτήσει σε πέντε πανεπιστήμια και να έχεις κάνει ταυτόχρονα και ουκ ολίγα μεταπτυχιακά...
«Καταλαβαίνω απόλυτα τι εννοείς (χαμογελάει...)! Όλες αυτές οι συνεργασίες στις οποίες αναφέρθηκες, ήταν πράγματι ένα τεράστιο πανεπιστήμιο και μία ανεκτίμητη κληρονομιά. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την τύχη που είχα να δουλέψω με καταξιωμένους προπονητές, αλλά και με το κομμάτι της συναναστροφής με πολύ σπουδαίες προσωπικότητες παικτών. Είμαι της άποψης ότι παρατηρώντας τους παίκτες, όλοι οι προπονητές μαθαίνουμε πράγματα. Θέλεις στο επίπεδο διαχείρισης, προετοιμασίας και αγωνιστικής λειτουργίας, ακόμη και στο δύσκολο κομμάτι των συγκρούσεων. Κι αυτό είναι μέσα στο πρόγραμμα και όποιος δεν είναι έτοιμος να συγκρουστεί ή να διαφωνήσει, καλύτερα να μην ακολουθήσει αυτή την δουλειά. Και αυτό που λέω, δεν έχει να κάνει με το ποιος θα επιβληθεί, αλλά αφορά στην ειλικρίνεια. Αν είσαι ειλικρινής πρώτα απ' όλα με τον εαυτό σου και μετά με τους παίκτες σου, τότε έχεις κάνει ένα σημαντικό βήμα για να πετύχεις στην δύσκολη αυτή αποστολή. Επομένως, ζώντας από κοντά με πολύ δυνατές κι έντονες προσωπικότητες και αναπτύσσοντας μία άλφα σχέση μαζί τους, θεωρώ ότι κέρδισα πολλά πράγματα...»
Υποθέτω ότι, μοιραία, η αγωνιστική σου φιλοσοφία έχει αδρές επιρροές από το στυλ μπάσκετ του Τρινκιέρι και του Ζούρου;
«Αναμφίβολα! Πέρασα συνολικά 12 χρόνια δίπλα τους, οπότε δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Πέραν του ότι θεωρώ και τους δύο εξαιρετικούς προπονητές, οι οποίοι δεν αφήνουν τίποτε στην τύχη και δουλεύουν πάνω σε κάθε λεπτομέρεια. Σέβομαι, όμως και όλους τους υπόλοιπους συναδέλφους με τους οποίους συνεργάστηκα και δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος προπονητής από τον οποίο δεν διδάχθηκα έστω κάτι. Η προπονητική είναι μία διεργασία στην διάρκεια της οποίας, η μαθητεία είναι αδιάκοπη. Βλέπεις συνεχώς πράγματα και είτε απορρίπτεις εκείνα που δεν σε αντιπροσωπεύουν, είτε υιοθετείς κάποια που σου ταιριάζουν. Είναι σαν να φτιάχνεις το δικό σου γλυκό και πριν το βγάλεις για να το προσφέρεις, δοκιμάζεις συνεχώς για να δεις αν η γεύση του είναι αυτή που θέλεις. Κι ανάλογα προσθέτεις ή αφαιρείς υλικά... Σε γενικές γραμμές, όμως, θεωρώ ότι όλοι οι προπονητές βλέπουμε ο ένας την δουλειά του άλλου και αν σου πει κάποιος ότι δεν έχει κάνει ποτέ copy-paste, νομίζω ότι θα είναι ψεύτης...»
Είναι τυχαίο ότι οι δύο συγκεκριμένοι προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκες στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας σου, κατά την άποψή μου, δεν τυγχάνουν της αναγνώρισης που τους αναλογεί στην μπασκετική πιάτσα. Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;
«Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι ο Ηλίας έχει δουλέψει σε μερικές από τις μεγαλύτερες ομάδες στην Ευρώπη, όπως για παράδειγμα ο Ολυμπιακός, ο Άρης, η Εφές, η Ζάλγκιρις, η Παρί και η Μπουντούτσνοστ. Τι θέλω να πω; Ότι μπορεί την δεδομένη χρονική στιγμή να μην βρίσκεται στο πάνω ράφι των επιλογών των top ομάδων, αλλά θεωρώ ότι έχει κάνει μία πολύ αξιοσημείωτη καριέρα. Κι επειδή στο μπάσκετ όλα είναι... κύκλος και ξέρω πόσο σπουδαίος προπονητής είναι, θεωρώ ότι κάλλιστα μπορεί στο άμεσο μέλλον να έχει την ευκαιρία του να επιστρέψει στο top επίπεδο. Για μένα και οι δύο είναι από τους κορυφαίους του χώρου μας και στο λέω γιατί τους έχω ζήσει από 6 χρόνια τον καθένα, από το πρωί έως το βράδυ και τους ξέρω απ' έξω κι ανακατωτά. Καμιά φορά το να μπορέσεις να ξεπεταχτείς και να πατήσεις γερά και με τα δύο σου πόδια στα παραπάνω επίπεδα, έχει να κάνει και με συγκυρίες, έχει να κάνει και με το timing κι έχει να κάνει και με προσωπικές επιλογές. Ο Αντρέα θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κορυφαία ονόματα των προπονητών στην Ευρώπη και πιστεύω ότι το αξίζει πραγματικά.»
Το μπάσκετ που είδαμε από τον Κολοσσό σε αυτά τα δύο χρόνια, είχε λίγο απ' όλα τα στοιχεία που ορίζουν το άθλημα στην σύγχρονη εποχή. Και ταχύτητα με αθλητικότητα και αμυντικές αρχές και μεγάλη έμφαση στο μακρινό σουτ. Ποιο είναι το στυλ που σε αντιπροσωπεύει;
«Θα σου απαντήσω σε δύο σκέλη. Το πρώτο έχει να κάνει με το στυλ που μου αρέσει να παίζει η ομάδα μου. Ρίχνοντας μία ματιά στους φίλους μου και τις συναναστροφές μου, θα καταλάβεις ότι είμαι θιασώτης του ομαδικού μπάσκετ. Δεν μου άρεσε ποτέ το εγωιστικό μπάσκετ ή το να έχει κάποιος προσωπική ατζέντα, πατώντας το παρκέ. Και τις χρονιές στην Ρόδο και πάω τώρα στο δεύτερο σκέλος, προσπαθήσαμε βάσει των δυνατοτήτων μας – γιατί οι επαρχιακές ομάδες που στηρίζονται σε πολύ χαμηλά budget, δεν έχουν την πολυτέλεια να βασιστούν σε έναν βασικό κορμό και συνήθως είναι μίας χρήσης – να παρουσιάσουμε ένα πρόσωπο που θα παντρεύει την φιλοδοξία κάποιων νεοφερμένων με ημερομηνία αποχώρησης με την εμπειρία των υπολοίπων, που θα δείξουν και τον δρόμο στον οποίο θα κινηθεί η ομάδα, όπως για παράδειγμα ο Ξανθόπουλος, ο Μαργαρίτης και ο Τιλί. Υπ' αυτό το πρίσμα, στοχεύσαμε σε ένα μπάσκετ που θα εκφράζει την ομαδικότητα και στις δύο πλευρές του γηπέδου, έχοντας σημαντικότερη σταθερά την άμυνα, που στο μπάσκετ είναι το σημείο αναφοράς, ανεξαρτήτως του πως αποδίδεις μπροστά. Έχοντας πάντα στο μυαλό μας ότι η νίκη πηγαίνει στην ομάδα που σκοράρει στην χειρότερη περίπτωση έναν πόντο περισσότερο...»
Και τις δύο χρονιές είδαμε πολλά εύστοχα τρίποντα...
«Προσπαθήσαμε να βρούμε παιδιά που θα μας βοηθήσουν στο μακρινό σουτ, που είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του σύγχρονου μπάσκετ, γιατί ανοίγει το γήπεδο και δημιουργεί αποστάσεις. Αν δεν είχαμε τέσσερις περιπτώσεις παικτών που τραυματίστηκαν κι έχασαν την χρονιά, ίσως να προχωρούσαμε παραπέρα κι από την 8η θέση στην οποία τελειώσαμε. Μελετώντας τους αντιπάλους μας, θελήσαμε να παντρέψουμε το περιφερειακό σουτ με την ταχύτητα, την έκρηξη και την αθλητικότητα, που είναι τα στοιχεία που θα μας έδιναν αποτελεσματικότητα. Θεωρώ ότι σε γενικές γραμμές κάναμε καλή δουλειά και πρέπει οι άνθρωποι της ομάδας να έμειναν ικανοποιημένοι.»
Το κεφάλαιο της Ρόδου έκλεισε με θετικές εντυπώσεις;
«Αδιαμφισβήτητα! Αυτά τα δύο χρόνια ο οργανισμός μου έδωσε τα κλειδιά και την ελευθερία να δουλέψω όπως πιστεύω εγώ. Επειδή έχω αρκετά μεγάλη εμπειρία από συνεργασίες με άλλες ομάδες της Ελλάδας και του εξωτερικού, αυτές οι συνθήκες δουλειάς είναι δυσεύρετες. Με τους συνεργάτες μου, μπορέσαμε και στήσαμε το ρόστερ έτσι ακριβώς όπως το θέλαμε και το είχαμε στο μυαλό μας, λειτουργήσαμε με βάση την φιλοσοφία μας και στο τέλος, μπορώ να πω ότι βγήκαμε όλοι κερδισμένοι.»
Αν υπάρχει ένα «μελανό» σημείο γύρω από τον Κολοσσό κατά την άποψή μου, αυτό έχει να κάνει με την αδιαφορία του κόσμου. Μου φαίνεται αδιανόητο ότι ένας οργανισμός που εκπροσωπεί έναν από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς σε ολόκληρη την Ευρώπη και που στηρίζεται από επιχειρηματίες με τεράστια οικονομική επιφάνεια, να μην μπορεί να γεμίσει ένα γήπεδο 1500 θέσεων...
«Μετά από δύο χρόνια στο νησί και έχοντας ταξιδέψει στα Κανάρια Νησιά, που έχουν δύο ομάδες στην ACB, μπορώ να πω ότι και σαν μέρος αλλά και σαν δυναμική, η Ρόδος δεν μπορεί να μπει σε καμία σύγκριση. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να ανέβει ο οργανισμός επίπεδο. Από την άλλη, μιλάμε για επιχειρηματίες που βάζουν τα χρήματά τους, κάτι που δεν συμβαίνει σε πολλές ομάδες, οπότε οφείλουμε να σεβόμαστε ότι εκείνοι καθορίζουν την πορεία και τις φιλοδοξίες του συλλόγου. Εγώ τους είπα την άποψή μου και από 'κει και πέρα εκείνοι αποφασίζουν. Όσον αφορά τον κόσμο, αν από κάτι δεν έμεινα καθόλου ικανοποιημένος σε αυτά τα δύο χρόνια, ήταν από την ελάχιστη ανταπόκριση των φιλάθλων. Τα δώσαμε όλα και πετύχαμε αποτελέσματα που κανείς στο νησί δεν περίμενε και δεν φτάσαμε ούτε μία φορά κοντά στο να πούμε ότι το γήπεδο γέμισε! Δεν σας κρύβω ότι ζήλεψα βλέποντας το γεμάτο γήπεδο της Λάρισας στα παιχνίδια με τον Παναθηναϊκό. Ήταν η καλύτερη επιβράβευση της θεσσαλικής ομάδας για όλα πέτυχε στην εφετινή σεζόν.»
Γιατί συμβαίνει αυτό στην Ρόδο; Γιατί παίζετε σχεδόν μπροστά σε συγγενείς και φίλους;
«Είναι λίγο ιδιάζον αυτό το φαινόμενο. Θεωρώ ότι οι περισσότεροι ασχολούνται με τις δουλειές τους σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το marketing της ομάδας δεν έχει επικοινωνήσει καθόλου στην τοπική κοινωνία, την σημασία του γεμάτου γηπέδου. Κάθε εντός έδρας παιχνίδι του Κολοσσού, θα έπρεπε να είναι το πολιτιστικό γεγονός της εβδομάδας. Να γεμίζει το γήπεδο και να υπάρχουν 1000 άτομα σε λίστα αναμονής για ένα εισιτήριο... Και αυτό το λέω από την άποψη ότι σε επίπεδο αθλητικής εκπροσώπησης της Ρόδου, δεν υπάρχει κάτι άλλο πλην της ομάδας μπάσκετ. Δυστυχώς δεν το ζήσαμε ποτέ και αυτό με παραξένεψε...»
Τι θέλει ο Ηλίας Καντζούρης στην επόμενη σελίδα της καριέρας του;
«Είμαι φιλόδοξος, αλλά όχι ματαιόδοξος, γι' αυτό και ο επόμενος σταθμός μου θα ήθελα να μου δώσει την ευκαιρία να κάνω ένα βήμα παραπάνω. Θα ήθελα ιδανικά να βρω τις συνθήκες, που καταθέτοντας καθημερινά την δουλειά μου και την προσπάθειά μου, θα μου δώσουν την ευκαιρία να πετύχουμε κάτι ξεχωριστό. Είμαι σε μία φάση που μετράω την αγορά και μελετάω τις επιλογές μου γιατί όταν την κάνω, αυτομάτως θα την παντρευτώ κιόλας. Θέλω να βρω ένα υγιές περιβάλλον, γιατί η ατμόσφαιρα είναι πολύ σημαντική για να κάνω αυτά που έχω στο μυαλό μου, να ασχολούμαι αποκλειστικά και μόνο με το μπάσκετ, κάτι που συνέβη μόνο όταν ήμουν στο εξωτερικό γιατί η ελληνική πραγματικότητα δεν προσφέρει αυτή την δυνατότητα.»
«Ο Κολοσσός έπρεπε να παίζει πάντα σε γεμάτο γήπεδο και να έχει μόνιμα 1000 άτομα σε λίστα αναμονής!»
Οι δύο all-time πεντάδες, ο Κικίλιας, ο Σιγάλας και η Εθνική εφήβων
Επειδή έχεις συνεργαστεί με τεράστια ονόματα παικτών, έχει ενδιαφέρον να μας πεις τις δύο all-time πεντάδες σου...
«Αν συνυπολογίσουμε και την Εθνική ομάδα και στο κάδρο υπάρχει και ο Σπανούλης, ξεκινάω με τον Βασίλη και μετά πάμε σε Ζήση και Ντάριους Μίλερ (σ.σ.: από την Μπάμπεργκ) για την περιφέρεια και ο Μέλι με τον Ντάνιελ Τάις για μέσα στην ρακέτα. Στην 2η πεντάδα θα έβαζα, τον Γκάουντλοκ ή τον Χάκετ, τον Κοζέρ ή τον Ματσιούλις, τον Έιντσον, τον Μπακ Τζόνσον και τον Ρούμπιτ. Νιώθω πολύ τυχερός που βρέθηκα στο ίδιο γήπεδο με αυτά τα παιδιά και αποκόμισα πάρα πολλά από την συνεργασία μας.»
Είναι γνωστή η χρόνια φιλία και κουμπαριά που σε συνδέει με τον σημερινό υπουργό Τουρισμού, τον Βασίλη Κικίλια, που μετά την πετυχημένη καριέρα που έκανε σαν μπασκετμπολίστας, συνεχίζει με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία στην πολιτική. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του μέσα στο γήπεδο, που είναι αξιοσημείωτα;
«Αν χαρακτηρίζει κάτι τον Βασίλη και το οποίο τον ακολουθεί σε όλη του την διαδρομή, αυτό έχει να κάνει με την νοοτροπία του νικητή. Με όλη την σημασία της λέξης! Είναι κι αυτό ένα ταλέντο! Το να μπορείς ανά πάσα στιγμή να αντιλαμβάνεσαι τι μπορείς ή τι πρέπει να κάνεις για να είσαι χρήσιμος και νικητής, είναι κάτι σπάνιο. Γιατί νικητής δεν είναι αυτός που βάζει πάντα το τελευταίο καλάθι, αλλά αυτός που θα καταλάβει τι πρέπει να κάνει για να νικήσει η ομάδα του.»
Γιώργος Σιγάλας;
«Με τον Γιώργο είμαστε πολύ κοντά εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Είναι ένας καθαρός άνθρωπος, παλικάρι με κεφαλαία γράμματα! Δουλέψαμε μαζί αυτά τα 2,5 χρόνια και πάνω απ' όλα είναι φίλος. Κι επειδή εγώ έχω λίγους φίλους και πολλούς γνωστούς, αυτό νομίζω ότι τα λέει όλα!»
Με φόντο την Εθνική εφήβων, της οποίας την ευθύνη θα έχεις το καλοκαίρι στο Ευρωμπάσκετ, πως αντιμετωπίζεις αυτή την πρόκληση;
«Ως μεγάλο παράσημο από την άποψη της τιμής που οφείλει να νιώθει κάποιος που φοράει την φανέλα με το εθνόσημο. Το να δώσουμε στα παιδιά να καταλάβουν τι σημαίνει και ποιο είναι το βάρος της γαλανόλευκης φανέλας, αποτελεί χρέος μας. Πρόκειται για μία φουρνιά, που παρακολουθώντας τους παίκτες της μέσω διαδικτύου, με έκανε να πιστέψω ότι υπάρχει μία δεξαμενή παικτών που μπορούν να δημιουργήσουν ένα καλό σύνολο. Για μένα, όμως, το πιο σημαντικό απ' όλα έχει να κάνει με το πως το ελληνικό μπάσκετ θα αξιοποιήσει τα ταλέντα και πως η νέα προσπάθεια που γίνεται στην ομοσπονδία, θα συμβάλει στην βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας που τα προηγούμενα χρόνια άγγιξε το σημείο μηδέν. Θεωρώ ως μονόδρομο την αξιοποίηση των παιδιών που υπάρχουν, γιατί αν δεν δουλέψουμε και δεν ρίξουμε το βάρος στο αναπτυξιακό πρόγραμμα, δεν υπάρχει μέλλον στο εγχώριο μπάσκετ. Επομένως, το έργο μας είναι βαρύ από πλευράς ευθύνης και δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει μόνο το αποτέλεσμα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα το κυνηγήσουμε κιόλας για να εκπροσωπήσουμε επάξια την χώρα μας.»
Πάμε να παίξουμε το παιχνίδι των στιγμών. Θα ήθελα να μας πεις την πρώτη ιστορία ή ξεχωριστή στιγμή που σου έρχεται στο μυαλό από κάθε σταθμό σου. Αρχής γενομένης από τον Παπάγου, όπου δούλεψες στις ακαδημίες...
«H πρώτη αγάπη! Είναι η πρώτη ομάδα στην οποία μου δόθηκε η ευκαιρία να προπονήσω παιδάκια 7 και 8 χρονών και η ικανοποίηση που ένιωσα στο τέλος της σεζόν, βλέποντας πόσο τα είχα βελτιώσει, ήταν σαν να είχα κατακτήσει πρωτάθλημα!»»
Δάφνη σαν assistant-coach...
«Ο πρώτος μεγάλος επαγγελματικός σταθμός, στον οποίο γνώρισα αρκετούς ανθρώπους του μπάσκετ με τους οποίους μας συνδέει μία φιλία ζωής. Μία πολύ μεγάλη εμπειρία... Για παράδειγμα, η συνεργασία με τον Παπαλουκά στα μικράτα του. Τότε ο Θοδωρής ήταν 20 χρονών και φαινόταν ότι είχε την πρώτη ύλη για να μπορέσει να εξελιχθεί σε κάτι σπουδαίο.»
Απόλλων Πάτρας...
«Η συνεργασία με μία επαρχιακή ομάδα που είχε τεράστια δυναμική. Ήταν ίσως ο πρώτος προορισμός που μου έδωσε να καταλάβω πόσο τεράστια ώθηση εισπράττει ένας σύλλογος όταν τον ακολουθεί ένα μεγάλο κομμάτι της τοπικής κοινωνίας. Θυμάμαι να παίζουμε ντέρμπι ανόδου με τον Ιωνικό Νικαίας και να κρέμονται 4.000 νοματαίοι στις κερκίδες της Περιβόλας και άλλοι 2.000 να έχουν μείνει απ' έξω και να περιμένουν να τελειώσει το ματς.»
Νήαρ-Ηστ...
«Η πρώτη φράση που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι επρόκειτο για την ομάδα που εξέφραζε απόλυτα μία ολόκληρη περιοχή, την Καισαριανή. Εκείνη η περίοδος ήταν ίσως από τις τελευταίες που το μπάσκετ είχε αυτή την ρομαντικά τοπικιστική επιρροή στις γειτονιές. Θυμάμαι ότι πηγαίναμε στην Δάφνη και το Μαρούσι και μας ακολουθούσαν σταθερά 300 πιστοί φίλαθλοι.»
Άρης...
«Μία απίστευτη μπασκετική ονείρωξη, να το πω έτσι, το να μπαίνεις στο Αλεξάνδρειο και να βλέπεις αυτή την εκπληκτική ατμόσφαιρα από 6.000 κόσμο. Το έζησα δύο φορές με τον Παναθηναϊκό και την Άλμπα και πραγματικά ένιωσα στο πετσί μου πόσο μπασκετικοί είναι φίλαθλοι του Άρη. Πολύ λογικό, βέβαια, αν σκεφτούμε τις εποχές και τις εικόνες που έχουν ζήσει...»
Σπόρτινγκ...
«Θυμάμαι ότι κάναμε... παρέλαση στην Α2 Κατηγορία, γιατί είχαμε μακράν το πιο ποιοτικό ρόστερ, αλλά δυστυχώς αποδείχτηκε ότι ήταν ομάδα μίας χρήσης!»
Στην ΑΕΚ είχες δύο περάσματα. Το πρώτο σύντομο με τον Άγγελο Κορωνιό head-coach και το δεύτερο ως συνεργάτης του Λούκα Μπάνκι...
«Η ΑΕΚ της πρώτης θητείας μου δεν ήταν έτσι όπως την έχω εγώ στο μυαλό μου. Νομίζω μόνο οι φανέλες παρέπεμπαν στην ιστορία της και τίποτε άλλο. Και αυτό αποδείχτηκε στην εξέλιξη της πορείας της. Στην δεύτερη θητεία μου, όταν και κατακτήσαμε το Διηπειρωτικό Κύπελλο, είχαμε πολλά σκαμπανεβάσματα, αλλά τουλάχιστον ένιωθες ότι είσαι μέλος μίας πραγματικά μεγάλης ομάδας.»
Πανελλήνιος...
«Τέσσερα χρόνια που θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη μου. Θεωρώ ότι αν φορούσαμε μία άλλη φανέλα, νομίζω ότι θα παίζαμε στους τελικούς του πρωταθλήματος. Ειδικότερα την χρονιά που παίξαμε στο Final 4 του Eurocup στην Βιτόρια. Με Ντέβιν Σμιθ, Μπλάκνεϊ, Τζος Ντέιβις, Βουγιούκα, Καλαϊτζή, Παπαμακάριο, είχαμε μία καταπληκτική ομάδα που θα μπορούσε να είχε γράψει ιστορία τότε...»
Μία ιστορία από κάθε σταθμό της καριέρας του
Η μπασκετική «θρησκεία», το διάστρεμμα του Σπανούλη και η νύχτα-μέρα από Καζάν σε Μπάμπεργκ!
Ζάλγκιρις Κάουνας...
«Η πρώτη μου εμπειρία στο εξωτερικό. Έπαθα σοκ από το πως έχουν οι Λιθουανοί την Ζάλγκιρις στην καρδιά τους. Δεν είναι σωματείο, είναι κάτι σαν θρησκεία! Ήταν σοκαριστικό ότι κάποιοι γείτονες που είχαν αντιληφθεί ότι στο συγκεκριμένο διαμέρισμα έμενε ο βοηθός προπονητή της ομάδας, μου έστηναν καρτέρι απ' έξω και μόλις έβγαινα για να πάω στο γήπεδο, ζητούσαν απλά να τους πω πέντε πράγματα για την πρόοδο της ομάδας. Αν δεν το ζήσει κάποιος δεν μπορεί να καταλάβει πόσο αγαπούν οι Λιθουανοί το μπάσκετ. Είναι κάτι σαν τρόπος ζωής. Δυστυχώς, ο τότε ιδιοκτήτης του συλλόγου (σ.σ.: Ρομανόφ) συνέδεσε το ονομά του με ένα τεράστιο «κανόνι» που έσκασε στην ομάδα, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να χάσουν τα χρήματα τους. Πέραν του ότι δεν άφησε τον coach Ζούρο να κάνει την δουλειά του. Θυμάμαι ότι ακόμη και ο θρυλικός Άρβιντας Σαμπόνις, αν και βρισκόταν στην διοίκηση, είχε επιλέξει να αποστασιοποιηθεί γιατί είχε καταλάβει ότι κάτι ύποπτο παιζόταν...»
Εθνική Ελλάδας στο Ευρωμπάσκετ του 2013...
«Είναι η “μαύρη κηλίδα” στην ψυχή μου αυτή η διοργάνωση! Εκεί συνειδητοποίησα ότι όσο καλό ρόστερ κι αν έχει μία Εθνική ομάδα, είναι δύσκολο να πετύχει αν δεν έχει με το μέρος της και την τύχη. Θυμάμαι ότι μόλις στο δεύτερο παιχνίδι του ομίλου με την Ρωσία, γύρισε πολύ άσχημα το πόδι του ο Σπανούλης. Δεν θέλω να ακουστεί ως δικαιολογία, αλλά έτσι όπως είχαμε στήσει την ομάδα, αυτός ο τραυματισμός ήταν τεράστιο πλήγμα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το σοκ που έπαθα βλέποντας το πόδι του Βασίλη εκείνο το βράδυ στο δωμάτιό του...»
Ήταν... τούμπανο;
«Όχι απλά τούμπανο, αλλά για να τεθεί νοκ-άουτ για 2 μήνες! Και μόνο το ότι επανήλθε στον αγώνα με την Φινλανδία, 4 μέρες αργότερα, τα λέει όλα! Παρ' όλα αυτά, η απουσία του στα προηγούμενα ματς και οι ήττες που κάναμε στα ματς με την Ιταλία και την Φινλανδία, μας στοίχισε πάρα πολύ. Σε γενικές γραμμές αυτό το τουρνουά ήταν πολύ μεγάλο σχολείο, γιατί κατάλαβα πόσο μεγάλες είναι οι διαφορές του να προπονείς έναν σύλλογο για μία σεζόν και μία Εθνική ομάδα για 30-40 μέρες... Μου κόστισε πάρα πολύ το ότι δεν τα καταφέραμε, παρ' ότι είχαμε εξαιρετικό ρόστερ και αυτόν πόνο δεν τον απάλυνε ούτε η πρώτη νίκη επί της κραταιάς Ισπανίας, μετά από 15 χρόνια! Η έκρηξη χαράς που ζήσαμε μετά από εκείνο το ματς, δικαιολόγησε τις δυνατότητες και τις προσδοκίες που είχαμε για εκείνο το τουρνουά, οι οποίες όμως, κατέρρευσαν λίγες μέρες αργότερα...»
Ούνικς Καζάν...
«Το μπάσκετ στην Ρωσία είναι μία πολύ ιδιαίτερη κατάσταση και το πρώτο πράγμα το οποίο πρέπει να έχει κάποιος για να αντέξει, είναι η πνευματική δύναμη. Το Καζάν είναι η τελευταία πόλη πριν την είσοδο στην Σιβηρία και γι' αυτό και οι Ρώσοι τη λένε “Πύλη της Σιβηρίας”. Την χρονιά που πήγαμε εμείς, το 2014, είχανε πέσει πάρα πολλά χρήματα σε βελτιωτικά έργα για την πόλη λόγω της Πανεπιστημιάδας, με αποτέλεσμα να συντελεστούν μεγάλες αλλαγές και να αλλάξει εντυπωσιακά η συνολική της εικόνα. Από τέλη Οκτωβρίου, όμως, μέχρι αρχές Απρίλη, βλέπεις μόνο χιόνι παντού και η θερμοκρασία αρχίζει από -10 και φτάνει στους -35 βαθμούς, επομένως πρέπει να είσαι πολύ δυνατός πνευματικά για να αντέξεις τη μονοτονία του χειμώνα αλλά και τις τεράστιες αποστάσεις και τον χαμένο χρόνο των ταξιδιών για την VTB League και την Euroleague ή το Eurocup. Απαιτείται, λοιπόν, πολύ σωστή διαχείριση της ενέργειας και του χρόνου σου.»
Από τα τέσσερα χρόνια στο Μπάμπεργκ της Γερμανίας, τι σου έχει μείνει;
«Ήταν τα καλύτερά μου χρόνια! Έζησα ένα μπασκετικό όνειρο, από την άποψη ότι οι ιδανικές συνθήκες που θα ήθελα να έχω σε μία ομάδα, ήταν αυτές που συνάντησα στην Μπάμπεργκ. Μιλάμε για μία πόλη 70 χιλιάδων κατοίκων που έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στο πρωτάθλημα της Γερμανίας. Είναι σαν να λέμε ότι αύριο το πρωί, η Καρδίτσα παίρνει τρεις συνεχόμενες φορές το πρωτάθλημα από τον Παναθηναϊκό ή τον Ολυμπιακό! Γιατί όταν παίζαμε Μπάμπεργκ-Μπάγερν, αντιμετωπίζαμε το μεγαλύτερο αθλητικό brand της χώρας και είχαμε όλη την πόλη στο πλευρό μας. Ασχολούμουν μόνο με την δουλειά μου και τίποτε άλλο και το πιο σημαντικό απ' όλα είναι ότι όλο αυτό το πανέμορφο περιτύλιγμα, είχε και περιεχόμενο αλλά και ουσία, από την άποψη ότι συνδυάσαμε και το αποτέλεσμα. Και μάλιστα χωρίς να έχουμε τρομερά εφόδια στα χέρια μας! Το μεγαλύτερο budget που είχαμε στην διάθεσή μας, όσο ήμουν στην Γερμανία, ήταν 4,2 εκατομμύρια Ευρώ για το αγωνιστικό.»
Από τους 2,5 μήνες στον Ηρακλή, τι θυμάσαι;
«Δεν πρόλαβα να αποκομίσω πολλά πράγματα! Αν μου έχει μείνει κάτι, αυτό έχει να κάνει με την ποσότητα του κόσμου που βρίσκεται πίσω από αυτή την ομάδα. Ο κόσμος του Ηρακλής είναι περισσότερος απ' όσο νομίζουμε, αλλά είναι κρυμμένος και περιμένει να δημιουργηθεί μία κατάσταση που θα τον εκφράζει, έτσι ώστε να μαζευτεί και να εξωτερικεύσει την δυναμική του. Όπως την εποχή της μεγάλης ομάδας του “Γηραιού”, με τον Διαμαντίδη, τον Χατζηβρέττα και τον Λάζαρο (σ.σ.: Παπαδόπουλο), που γέμιζαν το γήπεδο και δημιουργούσαν πολύ όμορφη ατμόσφαιρα.»
Κολοσσός Ρόδου...
«Η ομάδα που, επί της ουσίας, μου έδωσε την ευκαιρία να δείξω τι μπορώ να κάνω σαν πρώτος προπονητής και αυτό το εκτιμώ δεόντως. Η Ρόδος είναι ένα πολύ όμορφο μέρος, ο οργανισμός σου παρέχει όλα τα εχέγγυα και την ελευθερία κινήσεων και όλο αυτό το πακέτο βοηθάει στην διαμόρφωση του χαρακτήρα σου, γιατί από την μία έχεις την ευχέρεια των επιλογών, αλλά από την άλλη αναλαμβάνεις και την ευθύνη τους. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό αλλά και σπάνιο.»