Ζάγκρεμπ 1989: O κομήτης που χτυπάει δύο φορές

Ζάγκρεμπ 1989: O κομήτης που χτυπάει δύο φορές

Η Εθνική Ελλάδας ταξίδεψε στο Ζάγκρεμπ τον Ιούνιο του 1989, για να υπερασπιστεί το στέμμα που ισορροπούσε άβολα στο κρανίο της. Το Προολυμπιακό τουρνουά του προηγούμενου καλοκαιριού είχε απομυθοποιήσει τους ουρανοκατέβατους πρωταθλητές και σύμπασα η Ευρώπη ανυπομονούσε για την εκπαραθύρωση των παρείσακτων. Οι πιθανότητες για «back to back» ήταν λιγοστές, αλλά ο Γκάλης και η παρέα του βροντοφώναξαν την προτελευταία λέξη και ξεκούφαναν τους αμφισβητίες. Από το 1987-89 μέχρι το 2005-06, οι αλησμόνητοι ημιτελικοί της Εθνικής ομάδας γέμισαν και το τελευταίο κύτταρό μας.

Η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό από την εξαήμερη εκδρομή στο Ζάγκρεμπ είναι πρωινή. Πολύ πρωινή. Πάρα πολύ πρωινή. Πεντέμισυ η ώρα, χαράματα, οι Γιουγκοσλάβοι εργάτες κινούσαν για τις φάμπρικες, η μουντή πόλη ανέδιδε εκείνη την παράξενη βιομηχανική μυρωδιά που δεν συναντούσες πουθενά αλλού παρά μόνο στις χώρες του «υπαρκτού» ή ανύπαρκτου σοσιαλισμού και 5-6 πιωμένοι μαντράχαλοι, εμείς, επέστρεφαν για λίγα ροχαλητά στο ξενοδοχείο που μας είχε κλείσει -σε έναν ιδιότυπο ρόλο ταξιδιωτικού πράκτορα- ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς.

Σκυθρωποί οι ντόπιοι βιοπαλαιστές στα τρόλεϊ, μες στην καλή χαρά οι επισκέπτες δημοσιογράφοι από την ευήμερη χώρα του νότιου ήλιου και της γαλάζιας θάλασσας. Υπαρκτός σουρεαλισμός.

Βεβαίως, η ευημερία μας χαροπάλευε, μαζί με τον πολυχρονεμένο ηγέτη της «Αλλαγής», που τους προηγούμενους μήνες έπνεε τα λοίσθια - μέχρι αποδείξεως του εναντίου. «Το νου σας, ρεμάλια, μπορεί να έρχεται τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, αλλά οι εφημερίδες θα κυκλοφορήσουν κανονικά εάν πεθάνει ο Αντρέας», μας είχαν σφυρίξει από την Αθήνα έναν Ιούνιο νωρίτερα, τις μέρες του Προολυμπιακού τουρνουά και του Χέρφιλντ.

Ο κατά Βασιλακόπουλο και Συρίγο «λευκός Πελέ» είχε στο μεταξύ αναρρώσει, αλλά δεν ήταν πια πρωθυπουργός. Οι εκλογές που τον εξοστράκισαν για τέσσερα χρόνια συντελέστηκαν δύο μέρες πριν το Ευρωμπάσκετ του 1989 και η αναχώρηση για το Ζάγκρεμπ μας είχε βρει αγουροξυπνημένους από το ξενύχτι για τα αποτελέσματα. Δεν υπήρχαν τότε exit polls και τέτοια ευρωπαϊκά, ούτε Ηλίας Νικολακόπουλος να μοιράζει τις έδρες με χειρουργική ακρίβεια από τις 7 το απόγευμα της Κυριακής.

Ναι, εξαήμερη, δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Ίδια με τις σχολικές εκδρομές της εποχής, όπως αυτή που πήγα πέντε χρόνια νωρίτερα στην όχι και τόσο μακρινή από τις δαλματικές ακτές Κέρκυρα. Το Ευρωμπάσκετ του ‘89 χώρεσε μόλις 8 ομάδες (έναντι 12 του εν Αθήναις, και ως εκ τούτου λαρτζ, προηγούμενου), αφού τόσες άντεχε ο κουμπαράς των «Γιούγκων».

Ξεκινούσε βάσει προγράμματος Τρίτη και τελείωνε Κυριακή. Με δύο νίκες, έφτανες στα ημιτελικά. Με τρεις, έπαιρνες και μετάλλιο. Με τέσσερις, χρυσό.

image

Στο λημέρι του Ντράζεν

Αλλά το χρυσό δεν τολμούσε να το ονειρευτεί κανείς. Η σύνθεση της ηνωμένης Εθνικής Γιουγκοσλαβίας ζητωκραύγαζε με αξάν πότε σερβικό, πότε κροατικό και πότε σλοβένικο: «Ψάξτε για τον δεύτερο». Πέτροβιτς, Ντίβατς, Ράτζα, Κούκοτς, Πάσπαλι, Ζντοβτς, Ντανίλοβιτς, Βράνκοβιτς. Με προπονητή Ίβκοβιτς. Στην έδρα τους. Όσο έδρα, τέλος πάντων, μπορούσε να θεωρηθεί οποιαδήποτε πόλη μίας χώρας που γυάλιζε τα καριοφύλλια της εν όψει εμφυλίου πολέμου.

Μας είχαν και άχτι οι λεβέντες, από το 1987. Το διαβάζαμε καθημερινά στα χείλη τους: «Πλυθείτε καλά και κοπιάστε, εσείς, που τολμήσατε να μας ρεζιλέψετε στο εθνικό μας άθλημα και μάλιστα δύο φορές. Εβδομήντα τέρμινα θα κάνετε να μας ξανανικήσετε». Και πράγματι, έφτασε 2003 για να ξαναδούν την πλάτη μας τα Σερβόπουλα, 2005 για να την ξαναζηλέψουν. Αλλά αυτό είναι αντικείμενο για κάποιο προσεχές αφιέρωμα. Ακόμα προχτές δεν ήταν που πανηγυρίζαμε στο Βελιγράδι;

Άλλο Βελιγράδι, άλλο Ζάγκρεμπ. Άλλο 2005 και άλλο 1989. Πολύ και ματωμένο νερό κύλησε κάτω από τις γέφυρες του Δούναβη και του Σάβα, στα 16 χρόνια που μεσολάβησαν από το τελευταίο Ευρωμπάσκετ της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας μέχρι το πρώτο της ζαρωμένης Σερβίας.

Όταν το τσούρμο των άυπνων δημοσιογράφων κατέφτασε στο Ζάγκρεμπ, πουρνό πουρνό της Τρίτης διότι μόνο τότε είχε απ’ευθείας πτήση, απέμεναν 4-5 ώρες για το πρώτο τζάμπολ. Ευτυχώς, το ξενοδοχείο του «Κρέζο» βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το γήπεδο. Δεν πρόκειται για τη σάλα που αργότερα θα βαφτιζόταν «Ντράζεν Πέτροβιτς» μέσα σε άμπωτη μελαγχολίας, αλλά ένα άλλο, πιο ευρύχωρο, ονόματι «Ντομ Σπόρτοβα».

Άλλωστε ο Ντράζεν ήταν ακόμη ζωντανός και μας χαμογελούσε σαρδόνια από τις αφίσες της διοργάνωσης, δίχως να υποψιάζεται ότι του απέμεναν μόνο τέσσερα χρόνια ζωής. Τότε τον αντιπαθούσαν οι πάντες και τα αδέλφια τους, όπως αντιπαθούσαν και το δικό του αδέλφι. Χρειάστηκε να γίνει τραγικός μάρτυρας του αδυσώπητου Μολώχ, για να του δώσουμε τη θέση που του άξιζε στις καρδιές μας.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι το τραγικό τέλος του «Μότσαρτ του μπάσκετ», ο τόπος που του έδωσε το πρώτο του διαβατήριο κατακερματίστηκε σε 7-8 χώρες, που θα μπορούσαν να διοργανώσουν το δικό τους -υψηλής ποιότητας- Ευρωμπάσκετ.

image

Τσιγαράκι στο κυλικείο

Προσπερνούσαμε αξημέρωτα τις στάσεις των λεωφορείων και διασκεδάζαμε με τον πόνο των ιθαγενών. Εκείνοι έφευγαν με την τσίμπλα στο μάτι από τα σοσιαλιστικά διαμερίσματά τους για το μεροκάματο, ενώ η αφεντομουτσουνάρα μας επέστρεφε από τη ντισκοτέκ του ξενοδοχείου «Ιντερκοντινένταλ», που φιλοξενούσε καθ’ εκάστην τον νυχτερινό χορευτικό μας οίστρο.

Η πρωινή δροσιά, σχεδόν ευχάριστη μετά την πολύωρη κλεισούρα, βοηθούσε ώστε να καθαρίσει ο οργανισμός από την κραιπάλη. Αλίμονο σε όποιον είχε λησμονήσει να πάρει μαζί του γυαλιά ηλίου, ξεκινώντας για τη βραδυνή βάρδια εργασίας στο «Ντομ».

Το κουβεντολόι στον ημίωρο ποδαρόδρομο, μακριά από τα ντεσιμπέλ του ανατολικοευρωπαϊκού κλάμπινγκ, περιστρεφόταν γύρω από τα γεγονότα της ημέρας που είχε προηγηθεί. Το μπάσκετ βρισκόταν σε δεύτερη μοίρα, ιδίως μετά την made in Yugoslavia κατραπακιά της πρεμιέρας (68-103) και την 35άρα του ασυμπάθιστου Ντράζεν.

Είχαμε πολλά και πιπεράτα να συζητήσουμε. Για τον προπονητή μίας άλλης ομάδας, που είχε βάλει αμέτι μουχαμέτι να παρασύρει στο δωμάτιό του (στο «Ιντερκοντινένταλ») κάποια χαριτόβρυτη Ελληνίδα δημοσιογράφο. Για τον συνάδελφο, που χλεύασε το ντύσιμο ενός Έλληνα μπασκετμπολίστα («κοιτάξτε τι του φόρεσε πάλι!») χωρίς να ξέρει ότι η σύζυγος και ενδυματολόγος του κακοντυμένου στεκόταν πίσω του.

Για τον άλλον συνάδελφο που είδε άλλον Έλληνα μπασκετμπολίστα να συνοδεύεται από καλλίπυγο ξανθιά συμπατριώτισσά μας και ξεστόμισε μια απερίγραπτη χοντράδα μπροστά της, νομίζοντας ότι η κοπέλα ήταν αλλοδαπή και ξενομπάτισσα. Για τη Μαρινέλλα και τον πανταχού παρόντα κομμωτή της, που έκλεβε την παράσταση όπου πατούσε το χαριτωμένο πέλμα του.

Όποτε θέλαμε να βρέξουμε τα χείλη μας με μπάσκετ, καταριόμασταν τους Γάλλους που μπλόκαραν τη συμμετοχή του Τζον Κόρφα και τη διοπτροφόρο μπήξα δείξα δημοσιογράφο της «Εκίπ», η οποία δρομολόγησε το σαμποτάζ με τις αποκαλύψεις της.

Και κάθε φορά που πέφταμε στο κρεβάτι για λίγες ώρες πολύτιμης πρωινής ανάπαυσης, δοξολογούσαμε τον ευεργέτη Τσόσιτς για το ξενοδοχείο-εύρημα που μας προξένεψε, δέκα δρασκελιές από το «Ντομ». Αναπληρώναμε με κατεβασμένες τις βαριές κουρτίνες τον χαμένο ύπνο της νύχτας, ξυπνούσαμε στις 4.30 και καταφτάναμε στα χαρακώματα ακριβώς στις 5, μπανιαρισμένοι και παρφουμαρισμένοι.

Είχε και ξεχωριστό φολκλόρ, το «Ντομ Σπόρτοβα». Περνώντας από το κυλικείο του γηπέδου βλέπαμε έκπληκτοι τον Στόγιαν, τον Ζάρκο και τον Ντίβατς να μοιράζονται μισό καφάσι μπίρες και ένα πακέτο άφιλτρα δύσοσμα τσιγάρα, πέντε ώρες πριν βγουν στο παρκέ για να παίξουν. Είπαμε, όμως, αυτοί θα κέρδιζαν το χρυσό ακόμα και αν έπιναν σφηνάκια στα τάιμ-άουτ. Που πιθανότατα το έκαναν.

image

Η πεινασμένη αρκούδα

Με τις δάφνες από το μιράκολο του 1987 ακουμπισμένες ακόμη στο μελαχρινό κεφάλι της, η Εθνική μας ήταν η μύγα στο γιαούρτι του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Οι ευγενέστεροι μιλούσαν για πυροτέχνημα, οι βρωμόστομοι για συνωμοσίες, διαιτησίες και Μαυριτανίες. Το περιποιημένο στραπατσάρισμα που ακολούθησε, στο Προολυμπιακό τουρνουά του 1988 που έγινε ανάμεσα στα δύο Ευρωμπάσκετ, προκάλεσε χάχανα σε όλα τα μήκη και πλάτη της γηραλέας ηπείρου.

Η πρωταθλήτρια Ευρώπης με το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό, ή μάλλον γαλάζιο, είδε τη Σεούλ από την τηλεόραση. Έναν χρόνο αργότερα, προοριζόταν για διαμελισμό στα νύχια των «πλάβι», των Σοβιετικών και όποιου άλλου ισχυρού βρισκόταν στο διάβα της διψασμένος για αίμα.

Ολάκερο το Ζάγκρεμπ ανέπνεε για τον συναρπαστικό τελικό που αχνοφαινόταν στον ορίζοντα: Γιουγκοσλαβία-ΕΣΣΔ, χρυσή ευκαιρία για χρυσή ρεβάνς, της Ολυμπιακής ήττας που έντυσε τους Ντράζεν στο μελαγχολικό ασήμι και τους Σαμπόνηδες στο μάλαμα. Εμείς δεν τολμούσαμε να ονειρευτούμε μεγαλεία. Αν πιάσαμε στον ύπνο την αρκούδα και την κατατροπώσαμε στο δικό μας λημέρι δύο χρόνια νωρίτερα, πώς να τα βάλουμε μαζί της, τώρα που έχει και «Σάμπας» και Μπελοστένι και Κουρτινάιτις και Σοκ; Και ας της έλειπε πια ο «άνθρωπος της τελευταίας στιγμής» Βάλντις Βάλτερς.

Ο πολύς Γκομέλσκι είχε συνταξιοδοτηθεί, αλλά έδωσε το παρών στο Ζάγκρεμπ μαζί με τον γιο του τον Κύριλλο, σε άτυπο ρόλο μυστικοσύμβουλου, έτοιμος να παρέμβει με ραβασάκια αν χρειαστεί, για να αφυπνίσει τον νυσταλέο κόουτς Γκαράστας. Εμάς μας ένοιαζε να νικήσουμε τους Γάλλους για να μπούμε στην τετράδα. Σιγά το πρόβλημα. Οι καλύτεροι πελάτες της Εθνικής μας ήταν οι «μπλε», από τότε που εξορύξαμε από το κορμί τους το πρώτο αίμα, σε εκείνο το θρίλερ με τις τρεις παρατάσεις, το 1985 στο Εκεντρεβίλ.

Κερδίσαμε. Περάσαμε. Στους τέσσερις. Στον λάκκο με τα λιοντάρια και με τις αρκούδες. Τις κόκκινες αρκούδες. Ημιτελικός με τη Σοβιετική Ένωση, που έγλειφε τους κυνόδοντές της από προσμονή. Γυάλιζε ακόμα και το γέρικο μάτι του Γκομέλσκι. Μήπως θα ήταν προτιμότερο να βολευτούμε ωραία ωραία με την 5η θέση, ώστε να γλιτώσουμε τις 40άρες και την καζούρα;

Στο μπάσκετ δεν ισχύει το θέσφατο, ότι η σαραντάρα ισούται με δύο εικοσάρες. Καλύτερα να φας δύο διακριτικές εικοσάρες και να κρατήσεις το σεντόνι αναίμακτο, παρά να εισπράξεις τεσσαράκοντα και να μη ξέρεις πού να κρύψεις τα μούτρα σου από αισχύνη. Ιδίως όταν τρεμοπαίζει στο κρανίο σου το άβολο και επίζηλο στέμμα του βασιλιά.

Θρηνήσαμε προκαταβολικά τον μακαρίτη στη γνώριμη, ποτισμένη από αλκοόλ και οιστρογόνα υπόγα του «Ιντερκόντι» και βαλθήκαμε να σχεδιάζουμε τον μικρό τελικό, όπου βάσει προγνωστικών θα μας περίμενε η Ιταλία. Πεινασμένη και η ίδια για εκδίκηση, αφού η μακαρονάδα του προημιτελικού του ’87 της είχε πέσει βαριά και η νίκη γοήτρου με την οποία τη φιλοδώρησαν οι απερίσκεπτοι Έλληνες στο Προολυμπιακό του επόμενου καλοκαιριού ακόμα πιο δύσπεπτη.

«Μα περκέ;» ρωτούσε όλος παράπονο ο Αντονέλο Ρίβα τους δικούς μας. «Γιατί μας στερήσατε την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες, εσείς οι αποκλεισμένοι, ραγκάτσι; Τι καταλάβατε τώρα, που τη χαρίσατε ρεγάλο στους Ισπανούς; Δεν το καταλαβαίνετε, ότι κάποτε θα τους βρείτε μπροστά σας;» Το τελευταίο δεν το είπε, αλλά έρχομαι να το κολλήσω εγώ αναδρομικά. Οι διάφοροι Γκασόλ και Ναβάρο και Ρούντι ήταν ακόμη βρέφη.

Ωστόσο, δεν ήταν γραφτό να συναντήσουμε τους ραγκάτσι στο Ζάγκρεμπ. Η θεωρητικά βέβαιη ήττα του ημιτελικού εξελίχθηκε σε μία από τις πιο τρανές εποποιίες στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.

image

Η εξάδα των γενναίων

«Χρειάζεται πανστρατιά», θυμάμαι να γράφω στην προαναγγελία του ημιτελικού. «Οι Σοβιετικοί έχουν δώδεκα παιχταράδες και δεν αστειεύονται». Οι δώδεκα έγιναν ένδεκα στην τελευταία προπόνηση όταν στραβοπάτησε άσχημα ο Κουρτινάιτις, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσει το πρώτο αποκλειστικό της ζωής του ο μοναδικός Έλληνας δημοσιογράφος που παρακολουθούσε κρυφίως από την εξέδρα. Δηλαδή, εγώ.

Και πάλι, όμως, πώς να συναγωνιστούν οι 7-8 γενναίοι από τον ηλιόλουστο νότο την αρμάδα που αποστράτευσε αναιδώς τον «ναύαρχο» Ντέιβιντ Ρόμπινσον έναν χρόνο νωρίτερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ; Εν τέλει, δεν χρειάστηκε ούτε έβδομος ούτε όγδοος ούτε κάποια από τις υπόλοιπες αρσενικές μαζορέτες του πάγκου. Στο Ευρωμπάσκετ των έξι ημερών, το ασημένιο μετάλλιο έμελλε να καταλήξει στην ομάδα των έξι παικτών.

Παρακολουθήστε το βίντεο και δεν θα πιστεύετε στα μάτια σας. Από τους πέντε Έλληνες της αρχικής πεντάδας, οι συνήθεις τέσσερις σωματοφύλακες έμειναν στο παρκέ επί 40 λεπτά, χωρίς να πτοηθούν από την κούραση ή από τα φάουλ. Ο πέμπτος, ο Ντέιβιντ Στεργάκος, αντικαταστάθηκε για 6-7 λεπτά στο δεύτερο ημίχρονο, επειδή χρειάστηκε λίγος Καμπούρης για να κόψει τον βήχα του ορεξάτου Βολκόφ. Οι υπόλοιποι δεν έβγαλαν ποτέ τη φόρμα της προθέρμανσης!

Ο Γιαννάκης πέρασε χειροπέδες στον Μαρτσουλιόνις και μοίρασε 9 ασίστ πριν ακόμη ολοκληρωθεί το πρώτο ημίχρονο. Ο Γκάλης κατάλαβε ότι δεν αρκούσαν οι 40 πόντοι του τελικού της Αθήνας και ανέβασε το κοντέρ στους 45, με 18/33 σουτ και 8/9 βολές, γελοιοποιώντας κάθε υποψία αμυντικού σχεδίου. Ο Φασούλας κράτησε μόνος του τον βασικό Σαμπόνις, τον εφεδρικό Μπελοστένι, αλλά και τα σχήματα με δίδυμους πύργους.

Ο ημιτελικός εξελισσόταν σε τιτανομαχία και οι Θωμάδες δεν πίστευαν στα άπιστα μάτια τους. Η θριαμβεύτρια της Σεούλ έτριζε. Οι Γιουγκοσλάβοι στις εξέδρες έβλεπαν το χρυσό να γίνεται πιο εύκολο και μάθαιναν ταχύρρυθμα ελληνικά συνθήματα για να υποστηρίξουν την Εθνική μας.

Σε μία μισοφωτισμένη γωνία των δημοσιογραφικών θεωρείων, ο απόμαχος Γκομέλσκι έγραφε πυρετωδώς οργισμένα ορνιθοσκαλίσματα στα μπιλιετάκια του και ο καημένος ο Κύριλλος μετρούσε ακούραστος χιλιόμετρα στα σκαλιά, προς και από τον σοβιετικό πάγκο. Ο βιονικός Μαρτσουλιόνις αποχώρησε με φάουλ, όπως και στον τελικό της Αθήνας. Ο Σαμπόνις με τα σάπια γόνατα κουράστηκε. Ο Χόμιτσιους και ο Τιχονένκο έβρισκαν σίδερο. Ο Γκάλης χόρευε. Ο Γιαννάκης έτρωγε σίδερα. Ο Φασούλας μοίραζε τάπες.

Και όταν έφτασε η στιγμή για το καθοριστικό προσπέρασμα, στο 78-80, ένας «μπέμπης» έγινε άνδρας μπροστά στα μάτια μας. Η πάσα του «γκάνγκστερ» βρήκε τον Φάνη Χριστοδούλου ακροβολισμένο στο τρίποντο, αφρούρητο, σαν έτοιμο από καιρό. Ο Γκάλης σήκωσε τις γροθιές για να πανηγυρίσει και έφυγε προς την άμυνα πριν ακόμη η μπάλα φτάσει στο σοβιετικό καλάθι. Τα ριπλέι έδειξαν ότι ο ίδιος ο Νικ είχε πατήσει την τελική γραμμή πριν σερβίρει, αλλά μετά την απομάκρυνση από το τραπέζι ουδέν λάθος αναγνωρίζεται: 81-80. Ναι, ήταν αλήθεια.

image

Το πιο λαμπρό πυροτέχνημα

Χρειαζόταν, πια, μόνο μία άμυνα για να τελειώσει η δουλειά. Ο Φάνης και ο «δράκος» έπεσαν πάνω στον Λεττονό Βέτρα σαν αρπακτικά και τον κατάπιαν αμάσητο: βήματα. Οι μισοί Σοβιετικοί έπεσαν ξεροί, οι άλλοι μισοί βάλθηκαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Ο περιχαρής απεσταλμένος της Απογευματινής πετάχτηκε από την καρέκλα του για να πανηγυρίσει, σκόνταψε σε ένα σκαλοπάτι και τσάκισε το καλάμι του, με μοιραίες συνέπειες για τη χοροεσπερίδα που ακολουθούσε.

Το γήπεδο γέμισε με απόκοσμη λάμψη, από τον κομήτη που έκανε ξανά την εμφάνισή του, δύο χρόνια και δέκα μέρες μετά τη «Μαυριτανία» του Φαλήρου. Οι ουδέτεροι σιχτίριζαν για το χαμένο όνειρο μίας τιτανομαχίας ΕΣΣΔ-Γιουγκοσλαβίας, ενώ οι ντόπιοι θεατές στη «Ντομ» πανηγύριζαν έξαλλα, αφού η νίκη στον τελικό της επόμενης βραδιάς έμοιαζε πια ακλόνητο στάνταρ.

«Περκέ;» μεμψιμοιρούσαν ξανά οι Ιταλοί, βλέποντας το χάλκινο μετάλλιο να κάνει φτερά προς Μόσχα μεριά. Εμείς; Εμείς ζούσαμε ένα όνειρο που μέχρι σήμερα μοιάζει απατηλό. Το βάθρο ήταν πια εξασφαλισμένο και τα λοξά βλέμματα των ξένων ένα ένα ίσιωναν.

Κανένας δεν είχε πλέον το δικαίωμα να αποκαλεί την εθνική Ελλάδας μπάσκετ πυροτέχνημα. Η νίκη στο Ζάγκρεμπ επί των Σοβιετικών (Ρώσων, Λιθουανών, Λεττονών, Εσθονών και του Ουκρανού Βολκόφ, που σήμερα βαστάει όπλο) ήταν η πιστοποίηση ποιότητας που χρειαζόμασταν, για να αποδείξουμε ότι δεν γράφτηκε τυχαία το στριφνό όνομά μας στη λίστα των προσκεκλημένων. Το πριβέ κλαμπ των μεγάλων είχε μόλις αποκτήσει ένα καινούριο, πλήρες μέλος.

Γύρισα να κοιτάξω προς το σημείο όπου καθόταν ο Γκομέλσκι με την εγκεκριμένη από τα Σοβιέτ ερυθρή γραβάτα, αλλά ο σεβάσμιος συνταγματάρχης είχε γίνει καπνός. Στα μάτια μας φαινόταν χούφταλο, αλλά ήταν μόλις 61 ετών. Η Ελλάδα έκανε τα μαλλιά του να μοιάζουν πιο άσπρα. Και το βλέμμα του, πιο θολό.

Ουδείς κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα και ουδείς ενδιαφέρθηκε για τον επικείμενο τελικό. Η απονομή θα μπορούσε να γίνει από το Σαββατόβραδο κιόλας, χωρίς να εκφέρει κανείς αντιρρήσεις. Το ασημένιο μετάλλιο που ερχόταν είχε ίδια λάμψη με το χρυσό του 1987 και ίσως μεγαλύτερη βαρύτητα. Όταν πραγματοποιήθηκε το τζάμπολ ανάμεσα στον Φασούλα και τον Βράνκοβιτς, οι Έλληνες που βρισκόμασταν στο γήπεδο προβάραμε ήδη τα χαμόγελα της τελετής. Απ’ έξω φορούσαμε τη λευκή φανέλα της Εθνικής, από μέσα τα γιορτινά μας.

Οι Γιουγκοσλάβοι πετούσαν με υπερηχητική ταχύτητα πάνω από τους δικούς μας και κάρφωναν τη μπάλα σαν να βρίσκονταν σε σόου επίδειξης, ο Ίβκοβιτς ανέθεσε στον Ντίβατς να μαρκάρει τον Γκάλη για να σπάσει πλάκα, ο Ράτζα έβαλε ένα από τα πρώτα τρίποντα της καριέρας του, ο Ντράζεν έβγαλε τη γλώσσα προς όλες τις κατευθύνσεις, κάτι περίεργοι μιλούσαν για εκδίκηση και για το ’87, αλλά εμείς μέσα μας γελούσαμε. Ουδόλως σκοτιζόμασταν για το μακελειό.

Με τα πολλά τράβηξαν και οι άλλοι το πόδι από το γκάζι της ασέλγειας και κάπως έτσι γλιτώσαμε την κατοστάρα (77-98). Το τιράζ του Τρίποντου ετοιμάστηκε για ιστορικό ρεκόρ που έμεινε παντοτινά ακατάρριπτο και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Με την έμφαση, στο «εμείς καλύτερα».

image

Η μπίλια κάθισε στο μπλε

Έπειτα, είχε πάρτι. Ξενύχτι, μέχρι την ώρα που ξεκινούσαν οι υπήκοοι της μετατιτοϊκής, προεμφυλιακής Γιουγκοσλαβίας για την αξημέρωτη βάρδια της Δευτέρας στο εργοστάσιο. Όλα τα μωρά στην πίστα της ντισκοτέκ του «Ιντερκοντινένταλ», μαζί με τα λιγότερο μωρά. Χόρευαν οι κακοντυμένοι κούροι της Εθνικής μας με τις καρυάτιδες που τους συνόδευαν, χόρευε και ο Βασιλακόπουλος με τη Μαρινέλλα. Ξοπίσω τους και εμείς, που τις προηγούμενες νύχτες είχαμε γράψει εποποιίες μέσα στις τέσσερις γραμμές του χορευτικού παρκέ και γνωρίζαμε τα κατατόπια.

Απουσίαζε από τον διονυσιασμό μόνο ο Γκάλης, απορροφημένος πάνω από το μαύρο και από το κόκκινο της ρουλέτας, καμιά εικοσαριά ορόφους ψηλότερα, σκυμμένος πάνω από το νούμερο του Μάτζικ Τζόνσον. Η μπίλια αρνιόταν πεισματικά να σκάσει στον αριθμό «32», του Αμερικανού μάγου, αλλά ο Ελληνοαμερικανός μάγος είχε πιάσει το τζάκποτ μέσα στις γραμμές του μπάσκετ και δεν χολόσκαγε για τα τετραγωνάκια του καζίνου.

Όταν θέλησε να πεταχτεί μέχρι το δωμάτιό του για να κάνει ένα τηλεφώνημα, είδε να τον περιμένει έξω από τον ανελκυστήρα σαν γυπαετός των γηπέδων ο 22χρονος απεσταλμένος της Aπογευματινής, με το μεθύσι του θριάμβου ζωγραφισμένο στα μάτια. Το αυτόγραφο το οποίο ο Γκάλης υπέγραψε στις πίσω σελίδες του διαβατηρίου που ξεφούρνισα από την κωλότσεπη, ελλείψει άλλου χαρτιού καθ’ ό,τι ήμουν πια εκτός υπηρεσίας, παραμένει πολύτιμο κειμήλιο του πρώτου εκτός Ελλάδας σκιρτήματος.

Έμελλε να ζήσουμε πολλά στις δεκαετίες που ακολούθησαν αγκαζέ με την «επίσημη αγαπημένη», πάρα πολλά. Αλλά τον Νίκο Γκάλη δεν ευτύχησα να τον ξαναδώ ντυμένο στα μπλε εκτός συνόρων. Αντίθετα, ήμουν ο τελευταίος δημοσιογράφος που αντίκρυσε την πλάτη του, το μελαγχολικό βράδυ του αποχαιρετισμού του στα γήπεδα. Η μπίλια, για μια φορά, κάθισε στο μαύρο.

Η ταυτότητα του ιστορικού ημιτελικού του Ευρωμπάσκετ 1989, που έγινε σαν σήμερα, 24 Ιουνίου 1989, στη «Ντομ Σπόρτοβα» του Ζάγκρεμπ και είναι διαθέσιμος στο YouTube.

ΕΛΛΑΔΑ-ΕΣΣΔ 81-80 (ημίχρονο 45-44)

ΕΛΛΑΔΑ (Ευθ. Κιουμουρτζόγλου): Γιαννάκης 6, Γκάλης 45, Χριστοδούλου 9, Στεργάκος 7, Φασούλας 10, Καμπούρης 2. Δεν χρησιμοποιήθηκαν οι Παταβούκας, Ανδρίτσος, Φιλίππου, Αγγελίδης, Παπαδόπουλος και ο αποκλεισμένος Κόρφας.

ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ (Βλ. Γκαράστας): Βέτρα 2, Σοκ 2, Μπερεζνόι, Μαρτσουλιόνις 11, Βολκόφ 11, Τιχονένκο 22, Σαμπόνις 19, Χόμιτσιους 7, Μπελοστένι 6. Δεν χρησιμοποιήθηκαν οι Γκαντάτσεφ, Γκομπόροφ και ο τραυματίας Κουρτινάιτις.

Τα πλήρη αποτελέσματα της Εθνικής Ελλάδας στη διοργάνωση (25-29 Ιουνίου 1989, Ζάγκρεμπ): με Γιουγκοσλαβία 68-103, με Γαλλία 80-74, με Βουλγαρία 103-73 (α’ φάση), με ΕΣΣΔ 81-80 (ημιτελικός), με Γιουγκοσλαβία 77-98 (τελικός).

Το παραπάνω αφιέρωμα δημοσιεύτηκε αρχικά στο βιβλίο του Νίκου Παπαδογιάννη, «Τα Ματς της Ζωής Μας» (εκδόσεις Key Books, 2020).

@Photo credits: eurokinissi