Βίνσεντ βαν Γκογκ: Ο ιεροκήρυκας με το πινέλο!
Να κοιτάς τη ζωή κατά πρόσωπο, αν μπορείς. Απέναντι σου έχεις το ανολοκλήρωτο και το άπιαστο! Εκεί που τη βλέπεις, εκεί τυφλώνεσαι από τη λάμψη του ήλιου. Εκεί που την κρατάς στα χέρια σου, εκεί την αφήνεις σαν μαργαριτάρι σε μαύρο νερό. Μη σταματήσεις, όμως, ποτέ! Να κοιτάς τη ζωή κατά πρόσωπο και να κρατάς τις ώρες και τα λεπτά, τα χρησιμοποιημένα κλειδιά, να κοιτάς αυτό που σου μοιάζει και αυτό που είναι ξένο την ίδια στιγμή και άσε τον χρόνο να αποφασίσει για τη διαδρομή. Στα αναρίθμητα εσωτερικά μονοπάτια κατοικούν δύο όντα: η επιθυμία και η Πνοή. Αν το «θέλω» σου βρει το κομμάτι Δημιουργίας που σου αναλογεί, τότε ο δρόμος θα εμφανιστεί. Κι ας περάσουν τα χρόνια, 27 συγκεκριμένα, κι ας είναι λίγα αυτά που ακολουθούν, 10 συγκεκριμένα. Το πρόσωπο της ζωής (σου) θα έχει βρεθεί και όλα θα είναι πιθανά και όλα θα φανερωθούν, όλα θα παρουσιάζονται όπως εσύ ορίζεις! Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ κοίταξε τη ζωή κατάματα και έκλεισε κάθε ιερή στιγμή της στους πίνακες του. Τίποτα πομπώδες, τίποτα αλαζονικό, μόνο η κρυμμένη αλήθεια, η κίνηση και όσα κρατούσε στα μάτια του, όπως ήταν, όπως είναι. Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ ήταν ο ιεροκήρυκας με το πινέλο!
Ο χρόνος δεν επιβλήθηκε σε αυτόν!
Ο χρόνος δεν επιβλήθηκε σε αυτόν! Ίσως και να το επιδίωξε, ποιος ξέρει; Η αντίδραση του στην εκπαίδευση και η μεγάλη αναζήτηση τον έκαναν μοναδικό. Μια ιδιοφυής παρέκκλιση ήταν ο Βίνσεντ βαν Γκογκ. Είτε σκόπιμα είτε από ένστικτο, ο Ολλανδός έμεινε μακριά από τη χαμέρπεια του κόσμου (του). Το μόνο που ήθελε ήταν να ζωγραφίζει και να μετακινείται. Αμφότερα, όμως, για λόγους ανάγκης και όχι ευχαρίστησης. Το σώμα της κοινωνίας δεν το βόλευε και ήθελε τον χώρο του για να εκφραστεί, ελευθερωθεί. Οι κανόνες, οι νόμοι της αγοράς πάνω στην Τέχνη τον άγγιξαν ελάχιστα. Και όχι, δεν πούλησε μόνο έναν πίνακα όσο ήταν ζωντανός. Ωστόσο, η πώληση δεν ήταν το μέσο και η επιβεβαίωση αυτού που έκανε. Ο Βαν Γκογκ ήθελε να αποδώσει το μεγαλείο του Θεού, της φύσης και τίποτε άλλο. Προφανώς το έκαναν και άλλοι πριν απ’ αυτόν και μετά. Και ναι, είναι διαχρονική καλλιτεχνική επιθυμία. Στην περίπτωση του, όμως, υπάρχει μια διαφορά: η επιμονή της απομόνωσης. Δεν υπήρξε ποτέ ένας τόπος, μια συνθήκη και μια συναλλαγή γι’ αυτόν. Στην περίπτωση του δεν υπήρξε ποτέ δούναι και λαβείν, τουλάχιστον όχι με τη φτηνή έννοια. Η αστείρευτη ανάγκη του να μαθαίνει μόνος του, να ανακαλύπτει τις θεϊκές εικόνες, ήταν πάνω από τα χρήματα και τη φήμη. Όσο κι αν βασανίστηκε ψυχικά, αυτό ήταν συνειδητός τρόπος συμπεριφοράς και αντίληψης. Κάτι τελευταίο γι’ αυτή την ενότητα. Η οπτική και η καλλιτεχνική του γλώσσα συνομιλούν, καθρεφτίζονται, με τη μουσική του Φίλιπ Γκλας για την ταινίες Οι Ώρες. Ακούστε, σκεφτείτε και θα καταλάβετε.
Τα δικά του άνθη δεν ήταν του κακού
Σαν άλλος Ρεμπώ, Πόε, Μπωντλέρ, Χέμινγουεϊ, σαν τον «νεκρό» του Τζάρμους, σαν κατάφαση στα ποιήματα του Ντίλαν Τόμας, σαν συγκάτοικος στη μοναξιά της Έμιλυ Ντίκινσον, σαν τον δικό μας Καρυωτάκη, σαν τον Αντρέι Ρουμπλιόφ που πήρε όρκο σιωπής… Η ομορφιά δεν τον αγκάλιασε, πέταξε στον ουρανό και έδωσε φως στο φως του φεγγαριού. Τα δικά του άνθη δεν ήταν του κακού, μα ούτε και του καλού. Ήταν τα γεμάτα υπομονή και ήλιο λουλούδια και με τα αγκάθια τους έσκιζαν τον χρόνο. Τα «ιερά» κείμενα δεν ήταν γι’ αυτόν και ποτέ πια δεν θα έμενε στις άοσμες σελίδες. Ταξιδιώτης και κυνηγός του κάλλους πλούτισε τα χρώματα της λαλιάς. Δεν κλείστηκε σε ένα δωμάτιο και δεν ντύθηκε στα λευκά, όμως κι αυτός στα μάτια του βασίστηκε, όπως αυτή που φορούσε μόνο λευκά. Ο κόσμος δεν τον δέχτηκε όπως ήταν και οι κάργιες του θανάτου τον βρήκαν παραδομένο. Το πινέλο έλεγε τα πάντα και έσωζε την ανάμνηση και τον ήχο της εικόνας! Καμία ανθρώπινη φωνή, μόνο σιωπή…
Για τον Βίνσεντ βαν Γκογκ τα τυπικά και εγκυκλοπαιδικά δεν έχουν σημασία. Σε όσα αναφέρθηκαν εντοπίζεται η ουσία της ζωής και της τέχνης του. Για την τεχνική θα τα πούμε πιο κάτω. Αν κάπου πρέπει να σταθούμε στη βιογραφία του είναι στην αναζήτηση προορισμού. Έπρεπε να φτάσει στα 27 για να ανακαλύψει τον δρόμο του. Κάποια σημάδια υπήρξαν φυσικά. Όσο ήταν στο Λονδίνο, (περ. 1875) επισκέφτηκε το Βρετανικό Μουσείο και την Εθνική Πινακοθήκη. Είδε τα έργα ζωγράφων που θαύμαζε, των Φρανσουά Μιλέ, Ζιλ Μπρετόν. Διάβαζε ό,τι μπορούσε γύρω από την τέχνη και μετά μετακομίζει στο Παρίσι. Εκείνη την περίοδο συνδέεται έντονα με τον Θεό. Θα επιστρέψει στην Αγγλία και θα εργαστεί για λίγο ως δάσκαλος, μετά σε βιβλιοπωλείο. Το θεϊκό κάλεσμα, όμως, δεν τον αφήνει να κοιτάξει αλλού. Πάει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει Θεολογία. Η μελέτη ακαδημαϊκών βιβλίων όμως δεν είναι στις προτιμήσεις του. Δεν έχει την πειθαρχία γι’ αυτό. Περιφέρεται στην πόλη και στην εξοχή και εγκαταλείπει την ολλανδική πόλη. Η επαφή με τον λόγο Του παραμένει και τον οδηγεί στο Βέλγιο, σε μια πόλη που στηρίζεται στην εξόρυξη μετάλλου. Ενεργεί σαν πραγματικός ιεροκήρυκας και έρχεται σε επαφή με την εργατική τάξη της περιοχής. Τίποτα υλικό δεν τον ενδιαφέρει. Μοιράζεται τη φτώχεια των ανθρακωρύχων, χαρίζει τα υπάρχοντα του και κοιμάται στο πάτωμα! Τον αποκαλούν «Ο Χριστός του ανθρακωρυχείου»! Παρ’ όλα αυτά, δεν καταφέρνει να φτιάξει μια ισχυρή κοινότητα πιστών και εγκαταλείπει την… ορθόδοξη οδό. Ο δικός του δρόμος «κατοικεί» στα γράμματα που στέλνει στον αδερφό του Τέο. Τα συνοδεύει με σκίτσα και ο αυτός τον συμβουλεύει να συγκεντρωθεί σε αυτό. Ο Βίνσεντ καταλαβαίνει ότι μπορεί να υπηρετήσει τον Θεό ως καλλιτέχνης. Τα υπόλοιπα βιογραφικά δεν έχουν σημασία. Από το σημείο αυτό και μετά ξεκινά η συνάντηση με όλους όσους αναφέραμε στην αρχή της ενότητας.
Δούλεψε σαν σκλάβος για τον άνθρωπο και τη φύση (τον Θεό)
Ας προσθέσουμε σε αυτόν τον άτυπο, μα ουσιαστικό, διάλογο τον Ακίρα Κουροσάβα. Στην ταινία του (σ.σ μία από τις τελευταίες) Όνειρα, ο ολλανδός ζωγράφος, μέσα από τον Μάρτιν Σκορσέζε που τον υποδύεται, αναφέρει (οι εμφάσεις δικές μας): «Μια σκηνή που μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής δεν δημιουργεί πίνακα ζωγραφικής. Αν προσέξεις, όλη η φύση έχει την ομορφιά της… Χάνομαι σε αυτήν. Και τότε, λες και είναι όνειρο, η σκηνή ζωγραφίζεται μονή της… Είναι, όμως, πολύ δύσκολο να την κρατήσω μέσα μου…» Και πώς απελευθερώνει αυτό το συναίσθημα; Οι λέξεις βγαίνουν με ορμή στον αέρα και λένε: «Δουλεύω σαν σκλάβος! Δουλεύω σαν ατμομηχανή!». Οι πίνακες αντανακλούν την εικόνα του καλλιτέχνη, τα χαρακτηριστικά του. Αιχμηρό πνεύμα, ασυγκράτητη συμπεριφορά έδωσαν αιχμηρές εικόνες, ασυγκράτητες. Τα καλλιτεχνήματα του φόβισαν τους σύγχρονους του. Ίσως γιατί ο Βαν Γκογκ κοίταξε διαφορετικά την εποχή του, την κοινωνία και τον άνθρωπο μέσα σε αυτή. Δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει σκληρά και να εξελίσσεται. Ο Βαν Γκογκ ήταν μεθοδικός στη δουλειά του. Ο μύθος βέβαια τον θέλει κυρίως απρόβλεπτο και ασύνετο την ώρα της σύνθεσης, τον θέλει απερίσκεπτο και τις πινελιές του ακανόνιστες. Όχι! Ο Ολλανδός ήξερε να χειρίζεται πολύ καλά τα υλικά και τα εργαλεία του, γνώριζε πώς να τα χρησιμοποιεί. Κάθε δημιουργία ήταν αποτέλεσμα διεξοδικής ανάλυσης. Δούλευε με λαδομπογιά. Χρησιμοποιούσε μπογιές με φυσικές χρωστικές αλλά και συνθετικές.
Η πρώιμη περίοδος χαρακτηρίζεται από ακριβή, ανατομικά, έργα, ενώ στα ώριμα χρόνια κυριαρχεί το εκκεντρικό στοιχείο. Η μετάβαση έγινε αργά και ίσως αυτό βοήθησε στο να είναι αισθητή η αλλαγή στο στιλ και την τεχνική. Δύο από τις τεχνικές του που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι αυτή του impasto και του σχεδίου από μνήμης. Όσον αφορά την πρώτη, πρόκειται για την πυκνή στρώση του χρώματος στην επιφάνεια για να είναι ευδιάκριτες οι πινελιές.
Η αίσθηση του επείγοντος επηρέασε σημαντικά τη δουλειά του. Ο Βαν Γκογκ ήθελε να δημιουργεί όσο περισσότερο μπορούσε, να εξαντλήσει τον χρόνο που του αναλογούσε. Οι παχιές, δραματικού ύφους, πινελιές χρησιμοποιούνταν για να εκφράσουν συναισθήματα και να δώσουν κίνηση στους πίνακες. Συχνά έριχνε το χρώμα στον καμβά απευθείας από το σωληνάριο… Η αρχή, βέβαια, έγινε πάνω στο ασπρόμαυρο. Φυσικά, δεν ήρθαν όλα αυθόρμητα και ξαφνικά. Προηγήθηκε διάβασμα βιβλίων και εγχειριδίων όσον αφορά το σχέδιο. Έμαθε τα βασικά της δημιουργίας σχημάτων και τοπίων. Αντέγραψε έργα σπουδαίων ζωγράφων της εποχής. Φοίτησε -ένα χρόνο- στη «Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών» στις Βρυξέλλες. Όταν έφτασε στο επιθυμητό επίπεδο πρόσθεσε το χρώμα στα δημιουργήματα του. Με την πάροδο του χρόνου η παλέτα του έγινε τολμηρή και αυτό τον χαρακτήρισε μέχρι τέλους.
Η ενασχόληση με το σχέδιο τον βοήθησε να ωριμάσει καλλιτεχνικά και να μελετήσει καλύτερα τη φόρμα και την κίνηση. Μέσα από τα σκίτσα έμαθε να συλλαμβάνει τα αισθήματα και το φως. Συχνά χρησιμοποιούσε πρώτα το μολύβι και μετά πήγαινε στο χρώμα, στο πινέλο. […] Στο ξεκίνημα του χρησιμοποιούσε σκοτεινά και γήινα χρώματα. Αναπόφευκτο, μια και η ολλανδική φύση δεν διέθετε λαμπερές αποχρώσεις. Στράφηκε, λοιπόν, στα πορτρέτα. Απεικόνισε με ενάργεια και ρεαλισμό αγρότες και ανθρακωρύχους και το πιο γνωστό έργο απ’ αυτή την περίοδο είναι «Οι πατατοφάγοι». Το 1886 θα μετακομίσει στο Παρίσι. Εκεί θα εμπνευστεί από τα έργα των ιμπρεσιονιστών και η παλέτα του θα αποκτήσει πιο ζωηρά χρώματα. Το κόκκινο, το πορτοκαλί, το πράσινο, το μπλε και το κίτρινο σπάνε τη μελαγχολία. Κάποια στιγμή ακολούθησε την τεχνική του «πουιντιλισμού» [διαφανείς πινελιές με καθαρά χρώματα για λαμπερό αποτέλεσμα]. Στη γαλλική πρωτεύουσα ήρθε σε επαφή με την ιαπωνική χαρακτική τέχνη. Η επιρροή της φαίνεται στον τρόπο που έφτιαχνε τα περιγράμματα (σκοτεινά) και στα χρώμα που χρησιμοποιούσε για να τα γεμίσει (συμπαγή). «Οι ηλίανθοι» είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το 1888 θα βρεθεί στην Αρλ (Νότια Γαλλία). Τα χρώματα και το φως της εξοχής θα τον οδηγήσουν να φτιάξει 14 πίνακες με θέμα τα περιβόλια της περιοχής. Για λόγους οικονομίας θα αφήσει το πινέλο και θα χρησιμοποιήσει στυλό από καλάμι! Και με αυτό όμως θα εξελίξει την τεχνική του και θα μας δώσει πίνακες όπως «Ο κηπουρός». Τα έργα του σε ανακουφίζουν και σε προκαλούν να «χαθείς» στην τρισδιάστατη επιφάνεια τους! Οι πίνακες φαίνονται κάθε φορά διαφορετικοί μια και η τεχνική είναι σε πλήρη αρμονία με την πηγή φωτός. Η γωνία θέασης, το σημείο εκκίνησης της πηγής και ο τρόπος δουλειάς δίνουν αυτό το μοναδικό αποτέλεσμα.
Η ασθένεια, το κομμένο αυτί και ο πυροβολισμός
Η σύντομη και γεμάτη αλλαγές ζωή του Βαν Γκογκ καθιστούσαν δύσκολη την εξιχνίαση της ψυχικής του ασθένειας. Το ανικανοποίητο που τον δοκίμασε για πολλά χρόνια, οι μετακινήσεις σε διάφορες πόλεις, οι αλλαγές τοπίου, επαγγελμάτων, όλα αυτά επηρεάζουν την κοινωνική αντίληψη και συνείδηση. Το κοινωνικό είναι αναζητείται και η θέση στον κόσμο χάνεται μέσα από ανασφαλείς επιλογές. Τη στιγμή που αποφασίζει να ασχοληθεί με τη ζωγραφική ξεκινά η καλλιτεχνική περιπέτεια, η πορεία σε έναν δικό του λαβύρινθο. Κι αν εξωτερικά δείχνει πως έχει βρει τον χώρο και τον χρόνο του, εσωτερικά τίποτα δεν είναι σίγουρο. Η καλλιτεχνική έκφραση δεν έδωσε την πνευματική και ψυχική ηρεμία που είχε ανάγκη ο Βαν Γκογκ. Κι αν το έκανε ήταν παροδικό, ένα φωτεινό διάλειμμα μες στο σκοτάδι του. Τα τοπία, οι αυτοπροσωπογραφίες, τα πορτρέτα, ήταν η συνομιλία με την αρμονία της φύσης και ο αντίλογος στην ανθρώπινη εικόνα. Η επικοινωνία με τον εαυτό ήταν πρόκληση και η κατανόηση της κοινωνίας συγκρουόταν με την άγνοια και τον πόνο αυτής. Σχεδόν κανείς δεν τον κατάλαβε και φυσικά η επιβίωση και η ατομική σωτηρία ήταν πάνω απ’ όλα. Τα καλλιτεχνήματα του ήταν αποτέλεσμα οξυδερκούς παρατήρησης του εξωτερικού τοπίου. Το εσωτερικό έμενε στο ομιχλώδες του άγνωστου… Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που υπήρξαν πολλές λάθος διαγνώσεις: Σύφιλη, άνοια, παραισθησιακή ψύχωση, αλκοολισμός, δηλητηρίαση από νέφτι, αέρια, σχιζοφρένεια, μανιοκαταθλιπτική διαταραχή, μεταβολική, τρομώδες παραλήρημα, οριακή διαταραχή προσωπικότητας, επιληψία κροαταφικού λοβού, ηλίαση. Η μόνη επίσημη διάγνωση είναι αυτή του γιατρού του. Ο Θεόφιλος Πέιρον, που διηύθυνε την ψυχιατρική κλινική Saint Paul de Mausole, είχε καταλήξει ότι ο Βαν Γκογκ υπέφερε από μία μορφή επιληψίας. Αυτή είναι και η πιο πιθανή εξήγηση για την ψυχική ασθένεια του Ολλανδού ζωγράφου. Προφανώς αυτή βρίσκεται πίσω από το επεισόδιο που οδήγησε στο κόψιμο του αριστερού αυτιού του! Αφορμή γι’ αυτό ήταν ο καβγάς που ξέσπασε με τον Γκωγκέν, τον ζωγράφο με τον οποίο δούλευε για ένα διάστημα μαζί. Η ασθένεια του προκαλούσε παραισθήσεις και ψυχικές επιθέσεις που τον έκαναν να χάνει τη συνείδηση του. Μία απ’ αυτές ξέσπασε στη σύγκρουση με τον Γκωγκέν. Μετά τον αυτοτραυματισμό (με μαχαίρι) ο Βαν Γκογκ δεν θυμόταν τίποτα!
Και φτάνουμε στο τέλος. Στις 29 Ιουλίου 1890 βρίσκεται νεκρός στο σπίτι του. Μια σφαίρα στο στήθος έκοψε το νήμα της ζωής του. Από τις έρευνες που ακολούθησαν διαπιστώθηκε ότι είχε πυροβοληθεί δυο μέρες νωρίτερα. Η σφαίρα δεν πέτυχε κάποιο ζωτικό όργανο και ο Βαν Γκογκ έμεινε ζωντανός για 29 ώρες! Η αυτοκτονία είναι η εκδοχή που έχει επικρατήσει για τον θάνατο του. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ισχυρές αμφιβολίες περί τούτου. Οι Στίβεν Νάιφε, Γκρέγκορι Γουάιτ Σμιθ, βραβευμένοι με «Πούλιτζερ», έχουν εμφανίσει αρκετά στοιχεία που αντικρούουν την επικρατούσα απόφαση. Την ημέρα που πυροβολήθηκε έστειλε γράμμα στον αδερφό του και σε αυτό του ζητούσε περισσότερες μπογιές για να ζωγραφίζει. Το γράμμα ήταν αισιόδοξο και εκδηλωτικό για το μέλλον. Η τοπική κοινότητα του Οβέρ (εκεί πέρασε τους τελευταίους μήνες) τήρησε σιγή ιχθύος για το περιστατικό. Κανείς δεν ισχυρίστηκε πως τον είδε στην τελευταία του έξοδο (27 Ιουλίου), αν και οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή. Κανείς δεν ήξερε από πού προμηθεύτηκε το όπλο και πού εξαφανίστηκε μετά. Το πιο ισχυρό αντεπιχείρημα βρίσκεται στον 16χρονο Ρενέ Σεκρετάν. Το 1890 παραθερίζει με την οικογένεια του στο Οβέρ. Είχε άδεια οπλοφορίας και προσπαθούσε να μιμηθεί το πρότυπο του, τον Γουάιλντ Μπίλι Κόντι. Αποκτά πιστόλι μικρού διαμετρήματος και στο πρόσωπο του Βαν Γκογκ βρίσκει εύκολο στόχο. Εκείνη την περίοδο ο καλλιτέχνης χλευαζόταν, ήταν ο περίγελος της περιοχής. Ο Ρενέ, μαζί με τον αδερφό του τον πλησιάζουν και τον απομακρύνουν από την καφετέρια στην οποία βρισκόταν. Ήθελαν να διασκεδάσουν μαζί του. Τότε, ενδεχομένως, να ξεκίνησαν τα βασανιστήρια. […] Το 1930, ο μελετητής Τζον Ρίγουολντ επισκέφτηκε το Οβέρ για να μιλήσει με τους ντόπιους για τον θάνατο του Βαν Γκογκ. Μεταξύ των μαρτυριών που άκουσε υπήρξαν και μερικές που έκαναν λόγο για μερικά «νεαρά παιδιά που σκότωσαν κατά λάθος τον Βίνσεντ»! Σημαντική είναι η άποψη-ανάλυση του τραύματος από τον γιατρό Βίνσεντ Ντι Μάιο. Αν ο Βαν Γκογκ αυτοπυροβολούνταν θα είχε εγκαύματα πυρίτιδας στο χέρι με το οποίο κρατούσε το όπλο. Τα φυσίγγια των όπλων το 1890 άφηναν πίσω τους μαύρη σκόνη. Η μαύρη πυρίτιδα ήταν τόσο βρώμικη , έτσι ώστε το 56% αυτής θα παρέμενε ως στερεό υπόλειμμα επάνω στο έγκαυμα. Οι ειδικοί, όμως, που εξέτασαν τον Βαν Γκογκ και τις συνθήκες υπό τις οποίες πέθανε, δεν διαπίστωσαν κάποιο έγκαυμα ή πληγή στα χέρια του ζωγράφου, ούτε καν υπολείμματα πυρίτιδας. Τίποτε απ’ αυτά, όμως, δεν επικράτησε, δεν ανέτρεψε την εκδοχή της αυτοκτονίας και την ανέγγιχτη αλήθεια την πήρε μαζί του ο σπουδαίος Ολλανδός.
Πηγές
-vangoghmuseum.nl
-«The search of Vincent van Gogh’s style and technique» [archive.com]
-«Πώς πέθανε ο Βίνσεντ βαν Γκογκ ;» [ΒΗΜΑgazino, Νικόλαος Μπάρδης]