Ο Μπένζαμιν Βέρμπιτς ντριμπλάρει πιο γρήγορα από την σκιά του
Ένα τατουάζ κυριαρχεί στο σώμα του Μπένζαμιν Βέρμπιτς. Το «χτύπησε» στο αριστερό μέρος του στήθους, στο σημείο της καρδιάς. Είναι ένα μότο 22 λέξεων (στα αγγλικά) που χαρακτηρίζει την ζωή του νέου άσου του Παναθηναϊκού και την πορεία των 28 χρόνων του μέχρι σήμερα.
«Η ζωή είναι μικρή, σπάσε τους ΚΑΝΟΝΕΣ, ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ γρήγορα, ΦΙΛΑ αργά, ΑΓΑΠΑ αληθινά, ΓΕΛΑ ανεξέλεγκτα, και ΠΟΤΕ ΜΗ ΜΕΤΑΝΙΩΝΕΙΣ για οτιδήποτε σε κάνει να ΧΑΜΟΓΕΛΑΣ».
Ο «Μπέντζι», όπως τον φωνάζουν χαϊδευτικά φίλοι και συγγενείς, προσπαθεί να τα εφαρμόζει όλα αυτά στη καθημερινότητά του, με επίκεντρο πάντα την μεγάλη του αγάπη, το ποδόσφαιρο. Παρ’ ότι η πορεία του στα γήπεδα θα μπορούσε να είναι διαφορετική, δεν μετάνιωσε ποτέ για τις επιλογές του, οι οποίες τον πήγαν από τη Σλοβενία στη Δανία, στην Ουκρανία, στη Πολωνία και, πλέον, στην Ελλάδα.
Η μπάλα ήταν, είναι και θα είναι πάντα η μεγάλη καψούρα του ταλαντούχου εξτρέμ από το Τσέλιε. Στην καρδιά του, όμως, υπάρχει μεγάλος χώρος για την οικογένειά του, η οποία υπήρξε πάντα το πιο σταθερό του στήριγμα. Και, εδώ και έντεκα μήνες, την πιο ξεχωριστή θέση κατέχει ο μικρός Μάι. Ο καρπός του έρωτά του με την Ουκρανή Αλβίνα, ο γιος στον οποίο ονειρεύεται να μεταδώσει την τρέλα του για το ποδόσφαιρο και για την ζωή.
Όπως, δηλαδή, έκαναν ο πατέρας και ο μεγαλύτερος αδελφός του, με τους οποίους έπαιζε μπάλα στην αυλή του σπιτιού τους από την ηλικία των έξι ετών, όταν δεν τους άφηνε σε ησυχία, απολάμβανε με την ψυχή του αυτή την μυσταγωγία και ήδη είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι το ποδόσφαιρο θα έπαιζε ξεχωριστό ρόλο στη ζωή του.
Από τη Βόινικ στη Τσέλιε, στα τμήματα υποδομής της οποίας μπήκε σε ηλικία έντεκα ετών, ξεχωρίζοντας με το «καλημέρα». Ο αθλητισμός, άλλωστε, βρίσκεται βαθιά ριζωμένο στο DNA της οικογένειας. Η ξαδέλφη του Βέρμπιτς, η κατά τρία χρόνια μεγαλύτερή του Τίνα Τρστένιακ, ήταν από μικρή τεράστιο ταλέντο στο τζούντο. Και, χρόνια αργότερα, έκανε περήφανη την οικογένεια, κατακτώντας δύο μετάλλια στην κατηγορία των 63 κιλών σε Ολυμπιακούς Αγώνες, ένα χρυσό (στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 2016) και ένα ασημένιο (στο Τόκιο το 2020).
Κοντά στο πατρικό του Βέρμπιτς, υπάρχει ένα γήπεδο τένις, στο οποίο η οικογένεια οργανώνει συχνά – πυκνά τουρνουά. «Εγώ, βεβαίως, είμαι αυτός που κερδίζω πάντα, γιατί είμαι ο καλύτερος» λέει γελώντας ο ποδοσφαιριστής της οικογένειας (και μεγάλος φαν του Νόβακ Τζόκοβιτς), ο οποίος έγινε επαγγελματίας σε ηλικία 18 ετών.
Οι αριθμοί του δεν δικαιολογούσαν το ενδιαφέρον που προκάλεσε από νωρίς στις μεγάλες ομάδες της χώρας (Ολίμπια Λουμπλιάνας και Μάριμπορ), τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια, στα οποία υπήρξε και ένας εξάμηνος δανεισμός στην γειτονική Σαμπιόν για να «ψηθεί».
Όλα αυτά, όμως, μέχρι την σεζόν 2014-15, η οποία αποδείχθηκε και η τελευταία του στη Τσέλιε. Διέλυσε τα κοντέρ, όντας ο δεύτερος σκόρερ (15 γκολ) και ο πρώτος πασέρ (11) του πρωταθλήματος, κερδίζοντας και την παρθενική του κλήση στην εθνική ομάδα, δια χειρός Σρέτσκο Κάτανετς.
Συν τοις άλλοις, οι συνάδελφοί του τον ψήφισαν κορυφαίο παίκτη της σεζόν. Ψηφίστηκε επίσης ο καλύτερος παίκτης Κ23 και συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ενδεκάδα. Δίπλα του στην επιθετική γραμμή ένας καλός του φίλος που αναδείχθηκε τρίτος σκορερ και πλέον θα φορούν την ίδια φανέλα, αυτή με το τριφύλλι στο στήθος. Το όνομά του; Άντραζ Σπόραρ.
Τα Lego, ο Ροναλντίνιο και οι ψόφιοι αρουραίοι
Πιτσιρικάς, εκτός από ποδόσφαιρο, του άρεσε πολύ να παίζει με τα Lego. Το κεντρικό εργοστάσιο των παιχνιδιών βρίσκεται στο Μπίλουντ της Δανίας. Η χώρα, δηλαδή, που του άνοιξε την αγκαλιά της, στο ξεκίνημα της καριέρας του εκτός Σλοβενίας.
Αντί 1,2 εκατομμυρίων ευρώ, η Κοπεγχάγη αποφάσισε να επενδύσει σε έναν 21χρονο, δεξιοπόδαρο ψηλόλιγνο εξτρέμ που κινείται με άνεση και στα δύο άκρα της επίθεσης (προτιμά το αριστερό) και, σύμφωνα με τον ίδιο, το μεγαλύτερό του προσόν είναι η ντρίμπλα, αλλά και το να ξεπερνάει τον αντίπαλο με την ταχύτητά του.
«Έχω το στιλ του Ρόμπεν, του Ριμπερί και του Αζάρ» έλεγε στα ξεκινήματά του ο Βέρμπιτς, ο οποίος αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ στη Κοπεγχάγη, με τις ατομικές του ενέργειες, τα «φαρμακερά» μακρινά σουτ και το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη. Δεν έκανε μαγικά όπως ο αγαπημένος του Χάρι Πότερ, αλλά τα… πλησίασε.
Όσο για το χαμόγελο; Αυτό έμαθε να το μοστράρει βλέποντας στη τηλεόραση το πρώτο μεγάλο του ίνδαλμα, τον Ροναλντίνιο. Τον Βραζιλιάνο που μάγευε με τη μπάλα στα πόδια, φορώντας την φανέλα της ομάδας που ο «Μπέντζι» υποστηρίζει από μικρό παιδί.
Όπως, δηλαδή, έκανε και ο ίδιος για να προσαρμοστεί στη Κοπεγχάγη, όπου σε μια τριετία κατέγραψε 22 γκολ και 15 ασίστ σε 99 παιχνίδια, κατακτώντας δύο νταμπλ και κάνοντας πολύ καλούς φίλους στην ομάδα, μεταξύ των οποίων ο Γιουσέφ Τουτού, ο Νικολάι Γιόργκενσεν και ο δικός μας Κάρλος Ζέκα.
«Όταν υπέγραψα, ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής μου» θυμάται για τη συμφωνία του με τη Κοπεγχάγη, για χάρη της οποίας απαρνήθηκε τη Μάριμπορ, τη Λέγκια Βαρσοβίας και την Παλέρμο, η οποία θα μπορούσε να του ανοίξει την πόρτα για ένα από τα πέντε μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία). Δεν πήγε στη Παλέρμο, αλλά δεν το μετάνιωσε. Όνειρό του ήταν να παίξει στη Bundesliga και, κατά προτίμηση, στη Μπορούσια Ντόρτμουντ. Στα 28 του, δικαιούται ακόμα να ονειρεύεται...
Δεν ήταν, βεβαίως, όλα ρόδινα στα πέριξ του «Πάρκεν». Ταλαιπωρήθηκε από τους πρώτους σοβαρούς μυϊκούς τραυματισμούς της καριέρας του που τον άφησαν εκτός δράσης για περίπου δύο μήνες, ενώ γνώρισε και την… άγρια πλευρά των φιλάθλων, όταν σε ντέρμπι με τη Μπρόντμπι, οπαδοί έριξαν σε αυτόν και τον Λούντβιγκ Αουγκούστινσον… ψόφιους αρουραίους! Όχι, αυτό στην Ελλάδα δεν το έχουμε δει ακόμα (;)…
Το γκολ στο «Καραϊσκάκης» και τα δάκρυα για την Ουκρανία
Τον Γενάρη του 2018, ο κύκλος του στη Κοπεγχάγη έμελλε να κλείσει. Η Ντιναμό Κιέβου δεν δίστασε να δώσει τέσσερα εκατομμύρια ευρώ για να τον πείσει να μετακομίσει στην Ουκρανία, όπου τα όσα βίωσε σε μια πενταετία του άφησαν μια γλυκόπικρη γεύση.
Σε 121 ματς κατέγραψε 37 γκολ (το ένα σημειώθηκε στο «Καραϊσκάκης» και… απέκλεισε ουσιαστικά τον Ολυμπιακό στο Europa League της σεζόν 2018-19) και δώδεκα ασίστ, κατέκτησε ένα πρωτάθλημα, δύο Κύπελλα και τρία Σούπερ Καπ, εδραιώθηκε στην εθνική Σλοβενίας (43 συμμετοχές αισίως, με πέντε γκολ), γνώρισε την γυναίκα της ζωής του και ένιωσε το Κίεβο σαν δεύτερη πατρίδα του.
Από την άλλη, ο Βέρμπιτς υπέστη έναν σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο που τον άφησε νοκ άουτ για τρεις μήνες (την χαρακτήρισε την «πιο δύσκολη περίοδος της καριέρας μου»), υποχρεώθηκε λόγω του πολέμου να φύγει πέρυσι για έναν σύντομο δανεισμό στη Λέγκια Βαρσοβίας, με την οποία μάλιστα αντιμετώπισε τη Ντιναμό σε ένα φιλικό γεμάτο συναίσθημα.
Δέθηκε τόσο πολύ με τη Ντιναμό που, στο φινάλε της αναμέτρησης, ξέσπασε σε λυγμούς στην αγκαλιά του τερματοφύλακα Ντένις Μπόικο. «Ήταν πραγματικά σκληρό» παραδέχεται για την ξεχωριστή στιγμή που κατέδειξε πόσο παθιάζεται και δένεται ο Μπένζαμιν Βέρμπιτς με ανθρώπους, ομάδες και πόλεις. Κάτι, βεβαίως, που αναμένεται να γίνει και στην Ελλάδα με τον Παναθηναϊκό...