Κουλούρης στο Gazzetta: «Επιθετικός χωρίς γκολ, δεν είναι επιθετικός»
To Gazzetta συνάντησε τον Ευθύμη Κουλούρη στην Αυστρία κι εκείνος μίλησε για τη «νέα» του ζωή, όσα τον έμαθαν οι δυσκολίες που συνάντησε στην Τουλούζ, τον Ατρόμητο και φυσικά την Εθνική ομάδα.
Το Περιστέρι ενδεχομένως είναι το μέρος στο οποίο αισθάνεται περισσότερο άνετα από κάθε άλλο. Τα νούμερα, άλλωστε, αρκούν για να πειστεί και ο πλέον δύσπιστος. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί πως ο Ευθύμης Κουλούρης θέλει μία επιτυχημένη καριέρα στο εξωτερικό, χωρίς ασφαλώς να λησμονεί στιγμή την «οικογένειά» του, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τον Ατρόμητο. Έτσι, λοιπόν, έναν χρόνο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα για λογαριασμό της ομάδας των δυτικών προαστίων, ανοίγει και πάλι τα φτερά του. Ο προορισμός του αυτή τη φορά, η Αυστρία και η Λίντσερ.
Το Gazzetta ταξίδεψε στη Βιέννη προκειμένου να συναντήσει εκεί τον διεθνή επιθετικό. Το ραντεβού μας είχε κλειστεί για λίγη ώρα μετά το φινάλε της αναμέτρησης με την Αούστρια στο πλαίσιο της 2ης αγωνιστικής του πρωταθλήματος στην Generali Arena.
Ο Ευθύμης Κουλούρης δεν έκρυψε τη χαρά του για την νέα πρόκληση, με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπος. Αισθάνεται δικαιωμένος που μετά από μία πολύ καλή σεζόν για εκείνον, έχει και πάλι την ευκαιρία να μετρήσει τις δυνάμεις του σε ένα πρωτάθλημα του εξωτερικού. Μιλάει για τον τρόπο με τον οποίο τον υποδέχθηκαν στην Αυστρία, για την καθημερινότητά του εκεί αλλά και για όσα του λείπουν από την Ελλάδα.
Αναφέρεται στο νέο ξεκίνημα της Εθνικής ομάδας αλλά και στην επιθυμία του να επιστρέψει στις κλήσεις του Γκουστάβο Πογιέτ. Δεν κρύβεται και παραδέχεται πως η ζωή του επιθετικού εξαρτάται από τα γκολ, ενώ ξεκαθαρίζει πως μπορεί να άλλαζε πολλά αν γυρνούσε τον χρόνο πίσω, ωστόσο, ό,τι έχει «χτίσει» ως τώρα, το έχει κάνει μέσα από τα λάθη του.
«Πολύ ευχαριστημένος από όσα έχω συναντήσει»
Πώς είναι οι πρώτες σου εντυπώσεις στην Αυστρία;
«Κάθε αρχή και δύσκολη, λέει ο κόσμος και δεν έχει άδικο. Δεν είναι εύκολο να μπεις αμέσως στο κλίμα. Δεν είναι απλό, να μπορέσεις να προσαρμοστείς στη νοοτροπία της χώρας. Φυσικά, αυτό ισχύει και για την ατμόσφαιρα της ομάδας. Χρειάζεται χρόνος. Είμαι πολύ ευχαριστημένος από όσα έχω συναντήσει. Με έχουν υποδεχθεί με άκρως επαγγελματικό τρόπο και προσπαθούν να μου παρέχουν οτιδήποτε χρειάζομαι. Το χρονικό διάστημα που βρίσκομαι στην Αυστρία είναι πολύ μικρό. Προσπάθησα να εγκατασταθώ το συντομότερο δυνατό για να αρχίσω προετοιμασία. Άλλωστε, εδώ το πρωτάθλημα ξεκινάει πολύ νωρίτερα σε σχέση με το ελληνικό».
Αυτό σε έχει επηρεάσει σωματικά;
«Δεν θα έλεγα ότι με έχει επηρεάσει. Όμως, είναι δεδομένο ότι χρειαζόμουν χρόνο προκειμένου να φτάσω στο επιθυμητό επίπεδο φυσικής κατάστασης. Χρειαζόταν σωστή προετοιμασία, ειδικά αν σκεφτούμε τον τρόπο που τους αρέσει εδώ να δουλεύουν. Πρόκειται για μία χώρα στις ομάδες της οποίας αρέσει πολύ η προπόνηση. Είναι πολύ διαφορετικός ο ρυθμός τόσο της προπόνησης όσο και των αγώνων σε σχέση με την Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια θα καταφέρω να φτάσω εκεί που πρέπει».
Πώς σε υποδέχθηκαν ως Ευθύμη αλλά και ως Έλληνα;
«Πολύ καλά. Θυμάμαι τις πρώτες μου εντυπώσεις στη Γαλλία και μπορώ να πω πως εδώ με υποδέχθηκαν ακόμα καλύτερα. Τόσο οι συμπαίκτες μου όσο και οι άνθρωποι της ομάδας με έκαναν να αισθανθώ πολύ όμορφα από την πρώτη στιγμή που ήρθα».
Στην Ελλάδα έχουμε τους Αυστριακούς στο μυαλό μας σαν έναν λαό αυστηρό και πειθαρχημένο. «Κρύο». Το βιώνεις αυτό εσύ;
«Οι Έλληνες είμαστε πολύ ανοιχτοί και φιλόξενοι. Με όποιον συναντήσουμε, τυχαία στο δρόμο, μπορούμε να συζητήσουμε. Αυτό δεν υπάρχει εδώ, πρέπει να βρεις χώρο και χρόνο για να μπεις στη νοοτροπία τους. Όμως αυτό δεν αναιρεί πως εγώ συνάντησα μία πολύ φιλική ατμόσφαιρα στο κλαμπ που με ευχαριστεί πολύ».
«Η Ελλάδα πάντα μονοπωλεί το ενδιαφέρον!»
Σε ρωτάνε εδώ στην Αυστρία για την Ελλάδα και το ελληνικό ποδόσφαιρο;
«Η Ελλάδα πάντα μονοπωλεί το ενδιαφέρον! Όλοι θέλουν να μάθουν πράγματα για τη χώρα μας, ρωτούν συνέχεια. Η Ελλάδα βρίσκει πάντα χώρο στις συζητήσεις μας. Ασφαλώς σε αυτό παίζει ρόλο πως οι περισσότεροι έχουν κάποια στιγμή έρθει για διακοπές και όσοι δεν το έχουν κάνει, το σχεδιάζουν».
Βλέπεις καμιά ελληνική σημαία στο γήπεδο ή στην πόλη;
«Η αλήθεια είναι πως ελληνική σημαία ακόμα δεν έχω δει κάπου. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν Έλληνες στην πόλη του Λιντς, τους συνάντησα στο δρόμο αλλά και στο γήπεδο. Με φώναξαν και μιλήσαμε. Υπάρχουν πολλοί Έλληνες που εργάζονται στην Αυστρία και αυτό μπορεί κανείς εύκολα να το διαπιστώσει, ανεξάρτητα του σε ποια πόλη βρίσκεται».
Η καθημερινότητά σου πως είναι από την ημέρα που ήρθες στην Αυστρία;
«Ακόμα βρισκόμαστε στο πρώτο διάστημα της παρουσίας μου εδώ. Έχουμε έρθει μαζί με την κοπέλα μου και φυσικά το σκύλο μας. Γενικότερα, η ζωή είναι σαφώς πιο ήρεμη σε σχέση με την Ελλάδα. Μετά την προπόνηση συνήθως μας ενδιαφέρει περισσότερο να χαλαρώσουμε και να περάσουμε χρόνο με άλλα ζευγάρια από την ομάδα. Έχω κάνει και κάποιους φίλους οπότε αυτό μας βοηθάει στην καθημερινότητά μας. Σίγουρα, πρόκειται για μία χώρα που αποτελεί ιδανικό περιβάλλον για έναν ποδοσφαιριστή. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όταν έχουμε χρόνο δεν θα πάμε και κάποια βόλτα. Υπάρχουν όμορφα εστιατόρια και όποτε έχουμε την ευκαιρία βγαίνουμε για φαγητό».
Ο σκύλος ήταν μαζί σου και στη Γαλλία, σωστά;
«Ναι!».
Πού νομίζεις πως του αρέσει περισσότερο;
«Σίγουρα, εδώ! Το ευχαριστιέται πολύ και αυτό φαίνεται. Υπάρχουν σπίτια με κήπους, πολύ όμορφα πάρκα και αρκετά ακόμα μέρη στα οποία μπορεί να πάει βόλτα. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι πως υπάρχουν πολλές υποδομές για σκυλιά, κάτι που δεν συναντάμε εύκολα στην Αθήνα».
«Ήθελα να φύγω και πάλι για το εξωτερικό»
Η μεταγραφή σου στη Λίντσερ ήρθε λίγο μετά το τέλος της περσινής αγωνιστικής περιόδου. Πως εξελίχθηκε το story της μετακίνησής σου στην αυστριακή ομάδα;
«Υπήρξαν και το χειμώνα κάποιες συζητήσεις οι οποίες συνεχίστηκαν και το καλοκαίρι για να οδηγήσουν σε συμφωνία. Το γεγονός πως έκανα μία αρκετά καλή χρονιά βοήθησε στο να μπορέσει να προχωρήσει η συγκεκριμένη υπόθεση. Ήθελα να επιστρέψω στο εξωτερικό και ειδικά η προοπτική ενός πρωταθλήματος της κεντρικής Ευρώπης με ενθουσίαζε ιδιαίτερα. Τόσο το project όσο και οι προδιαγραφές της ομάδας με έπεισαν και έτσι η απόφαση μου ήταν εύκολη. Αισθάνθηκα πως αυτό ήταν το κατάλληλο βήμα για εμένα».
Είχες αποφασίσει πριν ακόμα τελειώσει η περσινή σεζόν πως θέλεις να μετρήσεις τις δυνάμεις σου και πάλι μακριά από την Ελλάδα;
«Ναι, κατά τη διάρκεια της περσινής σεζόν το είχα σκεφτεί και είχα αποφασίσει πως ήθελα να φύγω και πάλι για το εξωτερικό. Να επιστρέψω σε ένα πρωτάθλημα άλλο από το ελληνικό και να κυνηγήσω το καλύτερο για την καριέρα μου».
Σου πέρασαν, όμως, από το μυαλό οι δύσκολες στιγμές στη Γαλλία; Είχες κάποια ανησυχία στην προοπτική να αφήσεις τη σιγουρά που σου παρείχε το περιβάλλον του Ατρόμητου;
«Όχι, γιατί ξέρω τι μπορώ να καταφέρω και τι μπορώ να προσδοκώ. Το ήθελα πάρα πολύ. Εμπόδια υπάρχουν πάντα στο χώρο μας, αλλά και στη ζωή γενικότερα. Από την πρώτη μου εμπειρία στο εξωτερικό προσπάθησα να κρατήσω τα καλά και να μάθω από τις δύσκολες καταστάσεις που έζησα. Αυτές είναι που με μεγάλωσαν, που με έκαναν να αισθάνομαι τώρα πιο έτοιμος να διαχειριστώ κάθε απαιτητική συνθήκη που μπορεί να αντιμετωπίσω. Δεν είχα δεύτερη σκέψη. Κάθε ποδοσφαιριστής, όταν έρθει η ώρα, βάζει κάτω τα δεδομένα και αποφασίζει για το μέλλον του. Αυτό έκανα κι εγώ, καταλήγοντας στο ότι αυτή ήταν για εμένα η καλύτερη δυνατή επιλογή».
«Ο Ατρόμητος είναι οικογένεια»
Ήταν μία σεζόν η περσινή, που σίγουρα με άλλους στόχους ξεκίνησε για εσένα και την ομάδα σου και με διαφορετικούς ολοκληρώθηκε. Αυτό πιστεύεις σε επηρέασε στην τελική σου απόφαση;
«Κάθε άτομο επηρεάστηκε από την κατάσταση που βιώσαμε πέρσι στον Ατρόμητο. Πιστεύω, όμως, ότι στο δεύτερο μισό της σεζόν και αφού ήρθε ο νέος προπονητής, καταφέραμε να ανατρέψουμε τα εις βάρος μας δεδομένα. Βελτιωθήκαμε σημαντικά, είχαμε καλή απόδοση και πήραμε τα αποτελέσματα που χρειαζόμασταν προκειμένου να αποφύγουμε ακόμα μεγαλύτερες περιπέτειες. Έχω μάθει να ζω με την πίεση, είναι μέρος του ποδοσφαίρου. Ασχέτως, όμως του πως εξελίχθηκε η σεζόν, νομίζω στο τέλος της πήγαν όλα καλά και για εμένα και για την ομάδα».
Δεύτερη παρουσία στον Ατρόμητο και δεύτερη μεταγραφή μέσω της ομάδας του Περιστερίου για σύλλογο του εξωτερικού. Τι σημαίνει για σένα ο Ατρόμητος αλλά και οι άνθρωποί του συγκεκριμένα;
«Θα το πω με μία λέξη, οικογένεια. Δεν το λέω απλά, το αισθάνομαι κιόλας. Έχω περάσει υπέροχες στιγμές στην ομάδα. Έχω δεθεί πολύ με τους ανθρώπους και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ. Αυτές τις αναμνήσεις έχω μέσα μου και με ακολουθούν. Στο χώρο μας είναι δύσκολο να δεθείς, με αυτήν την ομάδα όμως έχω δεθεί. Με έχουν βοηθήσει και τους έχω βοηθήσει πολύ. Και οι δύο θητείες μου ήταν απλά υπέροχες και θα τις θυμάμαι για πάντα όπου και αν βρίσκομαι».
Επαναλαμβανόμενη σύμπτωση, παύει να είναι σύμπτωση. Τι είναι αυτό που σε κάνει εκεί να νιώθεις τόσο καλά και είχες και τις δύο φορές τόσο πετυχημένη πορεία;
«Η εμπιστοσύνη που έδειξαν στο πρόσωπό μου. Η εμπιστοσύνη που με βοήθησε να βγάλω αυτό που πραγματικά αξίζω στο γήπεδο. Είναι το στοιχείο εκείνο που χρειάζεται κάθε ποδοσφαιριστής να εισπράττει από την ομάδα και τον προπονητή συγκεκριμένα. Όταν σε κάνουν να αισθάνεσαι σημαντικός, μπορείς να εμφανίσεις τον καλύτερό σου εαυτό».
Έχεις πλέον εμπειρία τόσο από το εξωτερικό όσο και από το ελληνικό πρωτάθλημα. Αυτή η πίεση για την οποία μίλησες προηγουμένως, είναι πιο έντονη όταν αγωνίζεσαι στην Ελλάδα;
«Σίγουρα, αισθάνεσαι την πίεση πολύ πιο έντονα και η αιτία αυτού είναι ότι καταλαβαίνεις τα πάντα. Ακούς οτιδήποτε λέγεται και αφουγκράζεσαι πολύ καλύτερα την ατμόσφαιρα. Από την άλλη, ως ποδοσφαιριστές ζούμε με την πίεση και έχω μάθει να τη διαχειρίζομαι ακόμα και αν αγωνίζομαι σε μια ομάδα που αγαπώ, όπως ο Ατρόμητος».
«Αισθάνθηκα δικαιωμένος»
Η σεζόν ολοκληρώνεται και μαθαίνεις πως η Λίντσερ προτίθεται να πληρώσει το ποσό της ρήτρας προκειμένου να σε αποκτήσει από τον Ατρόμητο. Ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη, το πρώτο σου συναίσθημα;
«Χαρά! Ήταν κάτι που ήθελα, κάτι που έκανα με την καρδιά μου. Θα έλεγα πως αισθάνθηκα και δικαιωμένος γιατί μέσα σε έναν μόνο χρόνο κατάφερα να επιστρέψω στην Ευρώπη σε μία ομάδα υψηλού επιπέδου».
Όταν το καλοκαίρι του 2021 έμπαινες στο αεροπλάνο για να επιστρέψεις στην Αθήνα, είχες στο μυαλό σου τη στιγμή που θα ξαναμπείς σε κάποιο άλλο για να αγωνιστείς και πάλι στο εξωτερικό;
«Αυτό σκεφτόμουν, αυτός ήταν ο στόχος μου από την αρχή. Ο κάθε ποδοσφαιριστής βάζει κάποιους στόχους στο ξεκίνημα κάθε περιόδου. Έτσι κι εγώ, μπορώ να πω πως πέτυχα τον δικό μου. Φυσικά, πάντα θέλεις να πετύχεις κάτι παραπάνω, μου αρέσει να βάζω στόχους. Το γεγονός πως πέρσι σε προσωπικό επίπεδο η σεζόν κύλησε καλά δεν σημαίνει πως μένω σε αυτό. Κοιτάζω πάντα το μέλλον, προσπαθώντας να φτάσω όσο ψηλότερα μπορώ».
Οι στόχοι σου για τη σεζόν που τώρα ξεκίνησε ποιοι είναι;
«Το πιο βασικό είναι να μπορέσουμε να οδηγήσουμε ξανά την ομάδα στην Ευρώπη. Από εκεί και πέρα, σε προσωπικό επίπεδο ασφαλώς και θέλω να πετύχω όσο περισσότερα τέρματα μπορώ γιατί έτσι θα βοηθήσω το γκρουπ. Αυτή είναι η δουλειά μου ως επιθετικός».
Είναι όμως λίγο άδικο να κρίνεται το κατά πόσον αξίζει ένας ποδοσφαιριστής, ακόμα και αν αγωνίζεται ως επιθετικός, αποκλειστικά και μόνο από τα γκολ;
«Επιθετικός χωρίς γκολ, δεν είναι επιθετικός. Αυτή είναι η δουλειά μας. Όσο καλά παιχνίδια και να κάνεις, αν δεν έχεις τα στατιστικά, κάποια στιγμή θα βρεθείς να μην είσαι ο κατάλληλος επιθετικός. Από την άλλη όταν η μπάλα μπαίνει στα δίχτυα, όλα είναι καλά ανεξαρτήτως του τι έχεις κάνει στην αμέσως προηγούμενη φάση αλλά και του τι έχεις κάνει σε όλο το υπόλοιπο ματς. Επειδή το ζω αυτό και το έχω ζήσει, δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω άδικο. Όπως λέμε στο ποδόσφαιρο, γι’ αυτό πληρώνεται ένας επιθετικός. Όπως ο τερματοφύλακας πρέπει να κρατήσει το μηδέν και όταν κάνει λάθη βρίσκεται ενώπιον όλων, κάτι αντίστοιχο ισχύει και για έναν επιθετικό. Σίγουρα, πρέπει να δίνουμε βάση και στη συνολική παρουσία, όμως τα στατιστικά πάντοτε έχουν ξεχωριστή σημασία».
«Πάντα κοιτούσα χαμηλά»
Έχεις περάσει μία δύσκολη σεζόν (2020/21) στην οποία δεν κατάφερες να σκοράρεις. Πως είναι η ψυχολογία ενός επιθετικού σε μία τέτοια συγκυρία; Μοιάζουν όλα πιο δύσκολα;
«Εκείνη τη χρονιά βίωσα μία δύσκολη κατάσταση γιατί βρισκόμουν εκτός ομάδας. Δεν είχα παρά ελάχιστες ευκαιρίες για να παίξω και άρα να μπορέσω να σκοράρω. Ήταν μία ιδιαίτερη χρονιά, πολύ δύσκολη από ψυχολογικής, πρώτα απ’ όλα, άποψης. Το χειρότερο για έναν ποδοσφαιριστή είναι να βρίσκεται εκτός πλάνων της ομάδας στην οποία ανήκει. Νομίζω ότι πρέπει ο κάθε ποδοσφαιριστής να κοιτάζει να κάνει όσο καλύτερα μπορεί τη δουλειά του και να έχει την καλύτερη δυνατή παρουσία. Να κάνει στο γήπεδο αυτό που τόσο η ομάδα όσο και ο προπονητής συγκεκριμένα περιμένουν. Από εκεί και πέρα, όταν βρίσκεσαι στην κατάλληλη θέση και έχεις δουλέψει για αυτό, το γκολ θα έρθει. Αν, όμως, το επιδιώξεις και αποτελεί το να σκοράρεις τον μοναδικό σου στόχο μέσα στο γήπεδο, δεν θα τα καταφέρεις. Ακόμα και να βρεθείς στο σωστό σημείο, δεν θα είσαι ήρεμος για να τελειώσεις όπως πρέπει τη φάση».
Η πρώτη σου εμπειρία στο εξωτερικό, παρά το γεγονός πως ξεκίνησε ιδανικά, δεν εξελίχθηκε όπως ενδεχομένως θα ήθελες. Τι είναι, όμως, αυτό που σε δίδαξε και που κρατάς πάντα στο μυαλό σου προκειμένου να μπορέσεις να διαχειριστείς τις καταστάσεις που θα αντιμετωπίσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο;
«Η εμπειρία στη Γαλλία και στην Τουλούζ μου έμαθε πολλά. Από κάθε δυσκολία μαθαίνουμε, μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε. Έχουν αλλάξει πολλά τόσο στην καθημερινότητά μου όσο και στον τρόπο σκέψης μου. Δεν είναι εύκολο να πω κάτι συγκεκριμένο. Αισθάνομαι, όμως, πως με ωρίμασε η κατάσταση που βίωσα εκεί. Όταν βρίσκεσαι σε έναν διαφορετικό χώρο από αυτόν στον οποίο έχεις μεγαλώσει και έχεις μάθει, όλα είναι πιο δύσκολα. Δεν έχεις γύρω σου πολλούς ανθρώπους να σε βοηθάνε, υπάρχει μοναξιά. Το να μην ξέρεις τη γλώσσα αλλά και τη νοοτροπία των ανθρώπων με τους οποίους συνυπάρχεις, σε κάνει πιο σκληρό χαρακτήρα».
Είσαι 26 ετών κι όμως έχεις προλάβει να γράψεις αρκετά κεφάλαια στο βιβλίο της καριέρας σου. Θεωρείς πως αυτό συνέβη γιατί έπαψες γρήγορα να θεωρείς τον εαυτό σου απλά ταλέντο και έκρινες πως είσαι ένας έτοιμος ποδοσφαιριστής;
«Μπορείς να το πεις και έτσι. Γενικότερα, νομίζω ότι μεγάλωσα γρήγορα. Έφυγα από την οικογένειά μου σε μικρή ηλικία για τις ακαδημίες του ΠΑΟΚ. Ήμουν 14 χρονών τότε. Έτσι, αναγκάστηκα να μεγαλώσω και να γίνω πιο ώριμος. Νομίζω, όμως, πως αυτό είναι κάτι που έχω γενικότερα ως άνθρωπος. Δεν μου αρέσει να επαναπαύομαι, να ψάχνω την εύκολη δικαιολογία. Όπως, θα μπορούσε να είναι, για παράδειγμα, το να θεωρούμαι ταλέντο μέχρι και μία πιο μεγάλη αναλογικά ηλικία. Έβλεπα, τον εαυτό μου πάντα ως επαγγελματία ποδοσφαιριστή και ήθελα να βρίσκομαι σε ομάδα στην οποία να παίζω. Αυτό συνέβη και στην πρώτη μου παρουσία στον Ατρόμητο. Επεδίωξα να φύγω για να παίξω και να δείξω τι αξίζω».
Δεν είναι δύσκολο για έναν νεαρό Έλληνα ποδοσφαιριστή, που στην ηλικία των 23 ετών αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ της Σούπερ Λιγκ, να μείνει προσγειωμένος και αφοσιωμένος στο στόχο του;
«Πάρα πολύ δύσκολο. Νομίζω πως σε αυτό καθοριστική σημασία έχουν οι βάσεις που έχεις ως άνθρωπος από την οικογένειά σου. Προσωπικά πάντα κοιτούσα χαμηλά. Είναι πολύ δύσκολο στην Ελλάδα με την παιδεία που έχουμε ως λαός να το κατανοήσουμε αυτό. Όμως, έτσι όταν έρχεται η ώρα οι ποδοσφαιριστές να αποδείξουν τι μπορούν να πετύχουν, δυσκολεύονται να διαχειριστούν την πίεση. Στο εξωτερικό στην ηλικία των 23 ετών δεν θεωρείσαι ταλέντο. Παιδιά 18 και 19 ετών, λογίζονται ως έτοιμοι και όχι ως ανερχόμενοι ποδοσφαιριστές».
«Μου λείπει το ελληνικό φαγητό!»
Tι σου λείπει περισσότερο από την Ελλάδα;
«Η Ελλάδα πάντα σου λείπει, όταν βρίσκεσαι στο εξωτερικό. Είναι πολλά εκείνα που καλείσαι να αποχωριστείς και το αντιλαμβάνεσαι καλύτερα όταν φεύγεις. Δεν θα πω ψέματα, μου λείπει το φαγητό!».
Θα ήθελες να στείλεις ένα μήνυμα σε όσους σε παρακολουθούν από την Ελλάδα;
«Στους φίλους μου και στην οικογένειά μου. Μπορεί να είμαι μακριά, μπορεί να μου λείπουν. Όμως ξέρω ότι με αγαπούν και με στηρίζουν με όποιον τρόπο μπορούν».
Αντί επιλόγου, επίλεξε ένα γκολ που ξεχωρίζεις από την περσινή σεζόν. Ίσως εκείνο που σου έρχεται πρώτο στο μυαλό αν κλείσεις τα μάτια και σκεφτείς όσα έζησες με τον Ατρόμητο στη δεύτερη θητεία σου.
«Το δεύτερο γκολ κόντρα στη Λαμία στη νίκη μας με 3-1 τον περασμένο Φλεβάρη!».