Premier League: Τριάντα χρόνια κορυφαίας μπάλας!

Premier League: Τριάντα χρόνια κορυφαίας μπάλας!

Newsroom

Τριάντα χρόνια πριν και μία τέτοια εβδομάδα οι ομάδες της πρώτης κατηγορίας της Αγγλίας άφησαν τη Football League για να σχηματίσουν τη Premier League. Το πρωτάθλημα που δημιούργησαν έχει γίνει παγκοσμίως η Λίγκα που παρακολουθείται περισσότερο από κάθε άλλη στην ιστορία. Κρίνοντας από τα αποτελέσματα των συλλόγων στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις η Premier ξεπέρασε και την Ισπανία ως το ισχυρότερο πρωτάθλημα στην Ευρώπη - και συνεπώς στον κόσμο - το 2017.

Σχεδόν κάθε παιχνίδι της Premier League κάθε Σαββατοκύριακο δίνει τη δυνατότητα στον κόσμο να δει πολλούς παίκτες να ανταγωνίζονται στο κορυφαίο επίπεδο. Όλα αυτά για μία χώρα που στο παρελθόν δεν είχε βγάλει τόσο μεγάλο αριθμό σπουδαίων παικτών. Η Premier League είναι σαν μία εναλλακτική ιστορία της σύγχρονης Αγγλίας. Ένα πρωτάθλημα που πέτυχε χάρη στις δυνατότητες και τις ιδιαιτερότητες της χώρας αλλά και της σχέσης της με το χρήμα και την εμπορικότητα.

Οι αγγλικές ομάδες κυριάρχησαν από την πλευρά τους στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με τη συμβολή και την καθοριστική βοήθεια από μια εξαιρετική γενιά Σκωτσέζων, Ουαλών και Ιρλανδών παικτών. Όμως στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1990 υπήρχαν τρία πολύ σοβαρά περιστατικά.

Στις 11 Μαΐου 1985, 56 φίλαθλοι πέθαναν σε μια φωτιά που ξέσπασε σε μία παλιά και προβληματική κερκίδα στην έδρα της Μπράντφορντ. Τον ίδιο μήνα, 39 άνθρωποι καταπλακώθηκαν μέχρι θανάτου στο στάδιο Χέιζελ των Βρυξελλών όπου οπαδοί της Γιουβέντους κυνηγήθηκαν από οπαδούς της Λίβερπουλ.

Τέσσερα χρόνια αργότερα υπήρξε μία ακόμα τραγωδία στο Χίλσμπορο. Μετά από πολύ κακούς χειρισμούς και λανθασμένη επιτήρηση της αστυνομίας σε έναν χώρο που έμοιαζε περισσότερο με μάντρα, επήλθε ο θάνατος 97 ανθρώπων.

Γράφουν οι Πολύδωρος Παπαδόπουλος - Νίκος Κικίδης

image

Αναγέννηση με εισροή χρημάτων και ανακαινισμένα γήπεδα

Οι ελπίδες να αλλάξει κάτι δεν ήταν και πολλές τον Οκτώβριο του 1990. Τότε ο Γκρεγκ Ντάικ, επικεφαλής του ITV Sport, του καναλιού που έδειχνε τους αγώνες της κορυφαίας κατηγορίας, παρέθεσε ένα δείπνο για τους προέδρους των συλλόγων του «Big Five» της Αγγλίας.

Το πλάνο ήταν να αποχωρήσουν από τη Football League για να σταματήσουν να μοιράζονται τα έσοδα από τηλεοπτικά δικαιώματα με τους άλλους 87 συλλόγους. Οι συζητήσεις τελικά θα οδηγούσαν στην εξαγορά των δικαιωμάτων των πέντε συλλόγων από το ITV, με τους προέδρους λίγο να αργότερα να καταλήγουν στην απόφαση να δημιουργήσουν την Premier League. Ο Ντάικ θα έλεγε δεκαετίες αργότερα: «Ποιος θα μπορούσε να προβλέψει τότε ότι το αγγλικό ποδόσφαιρο θα κατέληγε να ανήκει σε μεγάλο βαθμό σε ξένους ιδιοκτήτες, να το προπονούν ξένοι προπονητές και να υπάρχει τέτοια αναλογία ξένων παικτών;»

Οι πρώτες προσπάθειες της Premier League και η πρόοδος ήρθαν και λίγο στην τύχη. Ένας νέος δορυφορικός τηλεοπτικός σταθμός, το κανάλι Sky Sports του Ρούπερτ Μέρντοχ άφησε πίσω το ITV, αγοράζοντας τα τηλεοπτικά δικαιώματα του πρωταθλήματος για 60,8 εκατομμύρια λίρες τη σεζόν - μια ελάχιστα πιστευτή τιμή για εκείνη την εποχή.

Μόνο όσοι είχαν προμηθευτεί δορυφορικά πιάτα μπορούσαν να παρακολουθήσουν το νέο πρωτάθλημα. Η Κυβέρνηση το επέτρεψε επειδή η Βρετανία μετά την εποχή Θάτσερ εμπιστευόταν την ελεύθερη αγορά, που ήταν μια βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της Premier League.

Στο μεταξύ μετά το συμβάν στο Χίλσμπορο η βρετανική Κυβέρνηση είχε δώσει εντολή στους συλλόγους να ανακαινίσουν τα πολύ παλιά γήπεδά τους και να δημιουργήσουν τις σωστές συνθήκες για όλους. Ήταν κάτι στο οποίο οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι δεν ήταν σύμφωνοι, όμως σε βάθος χρόνου θα τους βοηθούσε από κάθε άποψη. Μόλις αναγκάστηκαν να εκσυγχρονίσουν τους χώρους τους και τα γήπεδά τους αμέσως ήρθαν περισσότεροι πελάτες / θεατές / φίλαθλοι, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και γυναικών αλλά και οικογενειών.

Παράλληλα, ο τρόπος που είχαν φτιαχτεί οι οροφές στις εξέδρες ενίσχυε το τραγούδι των φιλάθλων. Η... φασαρία και ο θόρυβος των εξεδρών ωθούσε τους παίκτες και τις ομάδες σε μία πιο έντονη δράση, ένα χαρακτηριστικό γνώριμα της Premier.

Μόλις τα αγγλικά γήπεδα έγιναν ασφαλή, αποδείχθηκαν οι τέλειοι ποδοσφαιρικοί «ναοί». Ο Σάιμον Ίνγκλις, χρονικογράφος ποδοσφαιρικών σταδίων, τόνιζε πως η ιδιοφυΐα του πλάνου των βρετανικών γηπέδων είχε να κάνει με το πόσο φτηνά ήταν. Για την εξοικονόμηση χώρου οι κερκίδες υψώνονταν απότομα από την άκρη του γηπέδου. Δεν υπήρχε στίβος διότι δεν βοηθούσε σε κάτι από οικονομικής πλευράς και έτσι οι οπαδοί στριμώχνονταν στον αγωνιστικό χώρο. Οι χαμηλές και φτηνές σε κόστος οροφές ενίσχυαν το τραγούδι τους. Αυτά τα τραγούδια και αυτή η ατμόσφαιρα από την εξέδρα έδιναν την ώθηση για... ξέφρενη δράση στο γήπεδο.

Ο Ελβετός αρχιτέκτονας Ζακ Χέρζογκ (των Χέρζογκ και Ντε Μεουρόν) - που στα στάδια που έχει σχεδιάσει είναι το Ολυμπιακό Στάδιο του Πεκίνου (ή αλλιώς «Φωλιά των Πουλιών») και το Allianz Arena του Μονάχου - είχε τονίσει σχετικά: «Το μοντέλο που με κάποιο τρόπο ξεκίνησε το δικό μας πάθος για τα γήπεδα / στάδια ήταν αυτό το κλασικό αγγλικό στάδιο. Συχνά το γήπεδο δεν ήταν τόσο ωραίο, όπως το Ολντ Τράφορντ ή η έδρα της Λίβερπουλ. Όμως έχουν πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, όπως πύλες ή τούνελ ή άλλα χαρακτηριστικά τα οποία αναγκάζουν τους οπαδούς να θεωρούν τα γήπεδα... σπίτια τους. Για παράδειγμα το τούνελ στο Άνφιλντ (με την πινακίδα «This is Anfield») όπου οι παίκτες αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται να μπουν στο γήπεδο είναι άκρως αρχιτεκτονικό».

image

Η αγγλική κουλτούρα και η σύνδεση με τη μουσική

Όπως και στην εποχή του Σαίξπηρ, έτσι και στο ποδόσφαιρο οι Άγγλοι φανς, θεωρούσαν τους εαυτούς τους μέρος του show και του αγώνα. Συμμετείχαν με φωνές, συνθήματα και τραγούδια. Δεν ήταν απόλυτα προσηλωμένοι και εξαρτημένοι με τη νίκη.

Οι ήττες αποτελούν πεδίο ακόμα και για... αυτοσαρκαστικό χιούμορ. Όπως το παράδειγμα του κωμικού Τζάσπερ Κάροτ, που εξηγούσε τη ζωή ως οπαδός της Μπέρμιγχαμ: «Κάποια πράγματα τα χάνεις, άλλα τα κερδίζεις». Οι οπαδοί της Μάντσεστερ Σίτι, στα άσχημα χρόνια που έβλεπαν την ομάδα τους να παίζει με μικρούς συλλόγους σε χαμηλότερες κατηγορίες, τραγουδούσαν: «Δεν είμαστε πραγματικά εδώ».

Ο Θρυλικός Ολλανδός ποδοσφαιριστής, Γιόχαν Κρόιφ, μιλώντας σε Άγγλο δημοσιογράφο είχε πει το 2000: «Αν κοιτάξεις άλλες χώρες έχουν διαφορετικές αξίες: η νίκη είναι ιερή εκεί. Στην Αγγλία, θα μπορούσατε να πείτε πως ο ίδιος ο αθλητισμός είναι ιερός». Εφόσον λοιπόν... επιτρέπεται στις ομάδες της Premier League να χάνουν, τολμούν να παίξουν ανοιχτό και ελκυστικό ποδόσφαιρο.

Το πρωτάθλημα επίσης βασίστηκε και σε δύο άλλα, φαινομενικά αντιφατικά, αγγλικά πλεονεκτήματα: την παράδοση και την κουλτούρα της νεολαίας. Τα παλαιότερα κλαμπ του κόσμου στελεχώνονται από νεαρούς που έχουν μία τάση για πρωτοποριακά κουρέματα αλλά και συγκεκριμένη νοοτροπία. Τον Σεπτέμβριο του 1992, για παράδειγμα, ο 17χρονος Ντέιβιντ Μπέκαμ έκανε το ντεμπούτο του για την Γιουνάιτεντ, ομάδα 114 ετών τότε.

Όπως φαίνεται από τον γάμο του με τη Βικτόρια Άνταμς, τραγουδίστρια των Spice Girls εκείνη την εποχή, το αγγλικό ποδόσφαιρο συνδέεται και με ένα άλλο πεδίο της βρετανικής νεανικής κουλτούρας, τη μουσική. Το Λίβερπουλ ως πόλη και ως λιμάνι είχε τους Beatles και το Liverpool Football Club. Οι οπαδοί της Μάντσεστερ Σίτι τραγουδούν τραγούδια προσαρμοσμένα από το συγκρότημα Oasis, που υποστηρίζει τη Σίτι.

image

Καντονά, Βενγκέρ και Αμπράμοβιτς άλλαξαν την Premier

Το μόνο πράγμα που έλειπε από το αγγλικό ποδόσφαιρο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν καλοί ποδοσφαιριστές και προπονητές. Ο Γάλλος συγγραφέας Φιλίπ Οκλέρ κατηγοριοποιεί τους πρώιμους παίκτες της Premier League ως περιπτώσεις παικτών «box-to-box με σκληρά τάκλιν και χαφ που χρησιμοποιούσαν το ένα πόδι». Επίσης μεγάλους από πλευράς σωματοδομής χαφ και βαριά κορμιά σε σέντερ φορ με συγκεκριμένες κινήσεις.

Το πρωτάθλημα έπρεπε να εισάγει ποιότητα. Από τους εκατοντάδες ξένους που έφτασαν από το 1992, τρεις έκαναν πολλά πράγματα και... μεταμόρφωσαν το αγγλικό παιχνίδι: ο Έρικ Καντονά, ο Αρσέν Βενγκέρ και ο Ρομάν Αμπράμοβιτς.

Ο Γάλλος Ερίκ Καντονά πήγε στο Λιντς τον Ιανουάριο του 1992 με την... στάμπα του παίκτη - αποτυχία. Στα 25 του, είχε ήδη παίξει σε έξι συλλόγους και μάλιστα είχε αποσυρθεί για λίγο από το ποδόσφαιρο, καθώς είχε προσεγγίσει μέλη της πειθαρχικής επιτροπής του γαλλικού πρωταθλήματος και σε κάθε έναν επανέλαβε τη λέξη «ηλίθιος». Είχε μαζέψει κόκκινες κάρτες, όμως η Premier τον χρειαζόταν. Η Γιουνάιτεντ δεν μπορούσε να πιστέψει στην τύχη της όταν τον έκλεισε με 1 εκατομμύριο τότε.

Ο Καντονά άλλωστε ήταν ένας παίκτης σπάνιας κάστας. Με κάποιο τρόπο έμοιαζε πάντα να ξέρει πού βρίσκονται όλοι στο γήπεδο, μπορούσε να βρίσκεται ανάμεσα στις γραμμές του αντιπάλου και είχε ταχύτητα και πολύ καλές κινήσεις. Τότε, δεν υπήρχε άλλος παίκτης σαν αυτόν στη χώρα.

Τρεις μήνες μετά την άφιξή του στην Αγγλία η Λιντς σφράγισε τον τίτλο. Αλλά ήταν τέτοια η βρετανική δυσπιστία στο πρόσωπό του που η Λιντς τον πούλησε για 1 εκατ. λίρες. Ένα ποσό τρομερά υποτιμητικό για την αξία του. Όταν ο προπονητής της Γιουνάιτεντ, Άλεξ Φέργκιουσον, είπε στον βοηθό του, Μπράιαν Κιντ, το ποσό για τον Καντονά ο Κιντ ξεστόμισε: «Έχει χάσει το ένα πόδι του ή κάτι τέτοιο;».

Αυτοαποκαλούμενος ως «καλλιτέχνης» ο Καντονά είχε τη δυνατότητα να δείξει τις ικανότητές του μπροστά στο ποδοσφαιρικό κοινό της Αγγλίας. Στη Γαλλία είχε φιλάθλους που τον έβλεπαν ψυχρά και επικριτικά.

Ο Φέργκιουσον ήξερε ότι η Γιουνάιτεντ —χωρίς τίτλο πρωταθλήματος από το 1967— έπρεπε να εγκαταλείψει αυτό το κλασικό και... πρωτόγονο «βρετανικό» ποδόσφαιρο με μεγάλες μπαλιές. Ο Καντονά του έδειξε το πώς. Το 1993 ο Γάλλος οδήγησε τη Γιουνάιτεντ στην κατάκτηση του τίτλου της Premier και έγινε παίκτης - πρότυπο για όλο το πρωτάθλημα.

Το 1996, ο συμπατριώτης του Καντονά, Αρσέν Βενγκέρ, έγινε προπονητής της Άρσεναλ. «Ένιωθα σαν να άνοιγα την πόρτα στον υπόλοιπο κόσμο», είχε ομολογήσει αργότερα ο Βενγκέρ. Έφερε γνώση που κανείς στη Αγγλία δεν είχε τότε. Για παράδειγμα ο Μάικλ Κοξ περιέγραψε στο The Mixer τη διατροφή των παικτών της Άρσεναλ στην εποχή προ Βενγκέρ.

«Τι έτρωγαν; Θα απολάμβαναν ένα πλήρες αγγλικό πρωινό πριν από την προπόνηση και οι επιλογές τους πριν από τον αγώνα περιλάμβαναν το κλασικό αγγλικό φαγητό fish and chips (ψάρι με πατάτες), μπριζόλα, ομελέτα και φασόλια σε τοστ.

Μετά από τον αγώνα, τα πράγματα ήταν πιο έντονα. Για παράδειγμα στο ταξίδι επιστροφής με το πούλμαν από το Νιούκαστλ ορισμένοι παίκτες έκαναν διαγωνισμό φαγητού. Κανένας δεν ξεπέρασε τα εννιά πιάτα που έφαγε ο μπακ Στιβ Μπουλντ.

Ο Βενγκέρ τα άλλαξε αυτά. Έβαλε τους παίκτες της Άρσεναλ να τρώνε ψάρια και λαχανικά στον ατμό. Ως πρωτοπόρος που ήταν, ενθάρρυνε τη χρήση συμπληρωμάτων όπως η κρεατίνη. Επίσης χρησιμοποίησε στατιστικά στοιχεία για να αναλύσει την απόδοση των παικτών και γνώριζε καλά τις ξένες αγορές».

Δεν χρειάστηκαν ειδικές ικανότητες για να φανεί η ποιότητα του Πατρίκ Βιεϊρά ή το ταλέντο του Τιερί Ανρί, που τότε ήταν αναπληρωματικοί σε ομάδες όπως η Μίλαν και η Γιουβέντους. Το Χάιμπουρι άλλωστε αποτελεί τον καλύτερο μάρτυρα. Παρόλα αυτά, σχεδόν κανένας προπονητής στην Αγγλία δεν είχε ακούσει μέχρι τότε για αυτούς τους παίκτες ενώ οι αγγλικοί σύλλογοι της εποχής σπάνια έκαναν scouting στο εξωτερικό.

Σύντομα ωστόσο οι περισσότεροι σύλλογοι έκλεισαν ξένους τεχνικούς. Το σημαντικότερο ήταν πως με αυτούς τους προπονητές ήταν σαν οι αρμόδιοι της Λίγκας να επικοινωνούσαν παγκοσμίως με τη γλώσσα τους. Οι ποδοσφαιριστές στην Αγγλία ως επί το πλείστον δεν ανοίγονται και δεν μιλούν επειδή τα ταμπλόιντ μετατρέπουν τα λόγια τους σε σκανδαλώδη πρωτοσέλιδα. Έτσι σε πρώτο πλάνο βγήκαν οι τεχνικοί. Ο Βενγκέρ, ο Μουρίνιο και ο Γκουαρδιόλα προκαλούσαν το ενδιαφέρον σε παγκόσμιο εύρος και σε σχεδόν καθημερινή βάση.

image

Ο Αμπράμοβιτς και οι ξένοι επενδυτές

Από το 2003, οι ιδιοκτήτες συλλόγων άλλαξαν... κατεύθυνση επίσης. Όταν ο Ρώσος Ρόμαν Αμπράμοβιτς αποφάσισε να αγοράσει έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο, σκέφτηκε πρώτα την Ισπανία και μετά την Ιταλία. Όμως εκεί τα πράγματα ήταν περίπλοκα.

Στην Ιταλία, πολλές οικογένειες που είχαν ομάδες ήταν εκεί για γενιές ολόκληρες και είχαν επιχειρήσεις. Στην Ισπανία, οι ίδιοι οι οπαδοί ήταν μέλη και είχαν λόγο στους μεγαλύτερους συλλόγους. Κάπως έτσι, ο Αμπράμοβιτς τελικά κατέληξε στο Λονδίνο. Έχοντας πληροφορηθεί λανθασμένα πως η Άρσεναλ δεν ήταν προς πώληση, ταξίδεψε στο Βόρειο Λονδίνο για να τσεκάρει τις εγκαταστάσεις της Τότεναμ αλλά θεώρησε την Tottenham High Road «χειρότερη από το Omsk».

Το στάδιο της Τσέλσι αντίθετα ήταν κοντά στην περιοχή του Knightsbridge. Αγόρασε την ομάδα από τον Κεν Μπέιτς το 2003, επισφραγίζοντας τη συμφωνία για ένα μπουκάλι νερό Evian στο ξενοδοχείο του Dorchester. Αυτή η αγοραπωλησία ξεκίνησε νέα εποχή στην Premier: οι ξένοι να αγοράζουν και να χρηματοδοτούν παλιούς και ιστορικούς αγγλικούς συλλόγους.

Μερικές από αυτές τις περιουσίες δημιουργήθηκαν σε... σκοτεινά μέρη. Όταν ο Κομπανί είχε υπογράψει στη Μάντσεστερ Σίτι το 2008, του είπαν ότι η συνάντησή του με τον τότε ιδιοκτήτη του συλλόγου και πρώην Πρωθυπουργό της Ταϊλάνδης Thaksin Shinawatra, δεν θα γινόταν διότι ο Thaksin έπρεπε να είναι σε ένα κρυφό μέρος λόγω θεμάτων που είχε. Υπήρχε από την άλλη ο Κιθ Χάρις, που πάντα είχε ξένους επενδυτές να του τηλεφωνούν και να τον ρωτούν εάν μπορούν να αγοράσουν ένα αγγλικό club. Μέχρι και το στρατιωτικό καθεστώς της Μιανμάρ είχε σκεφτεί να αγοράσει τη Γιουνάιτεντ.

Η Premier League επωφελήθηκε από την τακτική των αρμόδιων να δέχονται χρήματα σχεδόν οποιασδήποτε προέλευσης. Εάν το πρωτάθλημα υπήρξε ή ήταν υπερτιμημένο και με ξένους ιδιοκτήτες και με μεταγραφές ξένων, το γενικό σκεπτικό της βρετανικής οικονομίας δεν ήταν μακριά από αυτό.

Στην Αγγλία άλλωστε δεν υπήρχε η δυσπιστία των Γάλλων ή των Γερμανών προς το διεθνές κεφάλαιο. Όταν οι Σαουδάραβες αγόρασαν τη Νιουκάστλ πέρυσι οι οπαδοί το γιόρτασαν φορώντας αραβικές περούκες. Οι ξένοι ιδιοκτήτες και επενδυτές οδήγησαν αρκετές ομάδες στο να διεκδικήσουν τη Premier League, μένοντας ταυτόχρονα μακριά από τις λογικές με μονοπώλια σε Γερμανία, Ιταλία και Γαλλία.

image

Η παγκοσμιοποίηση και η εκτόξευση των τιμών

Πλην όμως η παγκοσμιοποιημένη πλουτοκρατία στη μεγάλη κατηγορία της Αγγλίας προκαλεί αναπόφευκτα ανησυχία. Μια δημοφιλής θεωρία ανέφερε ότι η Εθνική ομάδα της Αγγλίας απέτυχε επειδή η Premier League είχε πολύ λίγους Άγγλους παίκτες. Ο Στίβεν Τζέραρντ λίγο πριν την αποτυχία της Αγγλίας να προκριθεί στο Euro 2008 είχε πει: «Νομίζω πως υπάρχει ο κίνδυνος να έρθουν πάρα πολλοί ξένοι παίκτες εδώ, κάτι που θα επηρεάσει τελικά την Εθνική μας ομάδα - αν δεν το έχει κάνει ήδη».

Η σεζόν 2007-08 στη Premier είχε ξεκινήσει με τους Άγγλους να αποτελούν μόλις το 37% των αρχικών ενδεκάδων των ομάδων. Το ερώτημα είναι: το 37-38% είναι λίγο ή πολύ; Ουσιαστικοί ισούται με περισσότερους από 70 Άγγλους ανά αγωνιστική ημέρα — περισσότερους από οποιαδήποτε άλλη εθνικότητα σε αυτό που είναι και θεωρείται τώρα το καλύτερο πρωτάθλημα στον κόσμο. Οι πολύ επιτυχημένοι Κροάτες, Βέλγοι ή Πορτογάλοι θα ήθελαν πως και πως να συγκεντρώνουν το 37-38% των λεπτών σε οποιοδήποτε μεγάλο πρωτάθλημα.

Οι Άγγλοι διεθνείς μαθαίνουν παίζοντας με τους ξένους αστέρες κάθε εβδομάδα. Μαθαίνουν και οι ομάδες τους από αυτή τη διαδικασία. Οι Ακαδημίες και οι ομάδες Νέων της Premier έχουν διαμορφωθεί αλλιώς και συχνά υπό ξένη επίβλεψη. Σήμερα παράγουν μαζικά τοπ ταλέντα όπως οι Φόντεν, Σάκα και ο Μέισον Μάουντ.

Από τότε που η Premier League ανοίχθηκε τόσο πολύ με ξένους παίκτες στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990, οι επιδόσεις της Αγγλίας έχουν βελτιωθεί. Στην εποχή ενός βρετανικού πρωταθλήματος, από το 1968 έως το 1992, η Αγγλία είχε φτάσει στα προημιτελικά μεγάλων τουρνουά 4 φορές σε 13 προσπάθειες.

Αντίθετα, στη «διεθνή» περίοδο της Premier από το 1998 έως το 2018 έφτασε σε 5 προημιτελικούς σε 11 προσπάθειες. (δεν βάζουμε μέσα τα τρία τουρνουά στα οποία η Αγγλία είχε πλεονέκτημα έδρας). Οι τέσσερις κορυφαίοι προπονητές της μεταπολεμικής Αγγλίας με το υψηλότερο ποσοστό νικών είναι και οι τρεις μετά το 2008: Καπέλο, Χόντγκσον και Σάουθγκεϊτ, μαζί με τον Ράμσεϊ, παγκόσμιο πρωταθλητή το 1966. Μετά τα επιτυχημένα τουρνουά της Αγγλίας το 2018 και το 2021, το άγχος, η πίεση και η κριτική για τους ξένους παίκτες σταμάτησαν.

Το μεγαλύτερο θέμα γύρω από το πρωτάθλημα ήταν και παραμένει όμως το οικονομικό. Ήδη από το 1995, ο ηγέτης των Εργατικών, Τόνι Μπλερ, είχε πει σε δείπνο παικτών και προπονητών στο ξενοδοχείο Savoy του Λονδίνου ότι το νέο παιχνίδι κινδύνευε «να μολυνθεί από την απληστία». Αναρωτήθηκε αν κάποιος ποδοσφαιριστής άξιζε τα 7 εκατομμύρια λίρες που είχε πληρώσει τότε η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στη Νιούκαστλ για τον Άντι Κόουλ. Παραπονέθηκε επίσης για την αύξηση των τιμών των εισιτηρίων.

Τέτοιες ανησυχίες βέβαια υπάρχουν και στο σήμερα όταν τα έξοδα μίας μεταγραφής μπορούν να φτάσουν τα 100 εκατομμύρια λίρες και το φθηνότερο εισιτήριο διαρκείας της Άρσεναλ κοστίζει 891 λίρες. Η τελευταία ομάδα της Premier λαμβάνει περισσότερα έσοδα από την τηλεόραση από κάθε άλλη ομάδα στην ηπειρωτική Ευρώπη, εκτός από τη Ρεάλ Μαδρίτης, την Ατλέτικο Μαδρίτης και την Μπαρτσελόνα. Τα ετήσια τηλεοπτικά έσοδα των αγγλικών συλλόγων της κορυφαίας κατηγορίας αυξήθηκαν από 11 εκατομμύρια λίρες το 1991-1992 σε 2,5 δις την περασμένη σεζόν, εκατονταπλάσια αύξηση σε πραγματικούς όρους. Φανταστείτε πόσο θα μπορούσε να αλλάξει ένα άτομο αν το εισόδημά του εκατονταπλασιαζόταν. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι το αγγλικό ποδόσφαιρο έχει χάσει την ταυτότητά του ή ίσως την ψυχή του. Στην καθημερινή ποδοσφαιρική συζήτηση, η «φούσκα» της Premier League είναι πάντα έτοιμη να σκάσει.

Πλην όμως υπάρχουν μέχρι και οπαδοί απο την Ταϊτή για ομάδες όπως η Μπέρνλι. Και οι 20 σύλλογοι στη Premier το 2018-19 είχαν περισσότερους θεατές κατά μέσο όρο από ό,τι το 1992-1993, όπως υπολογίζει ο αθλητικός οικονομολόγος, Στέφαν Σζιμάνσκι, ένας εκ των συγγραφών του Soccernomics. Από τους 78 συλλόγους που ήταν παρόντες στις τέσσερις κορυφαίες κατηγορίες και τις δύο σεζόν, οι 64 είχαν μεγαλύτερη προσέλευση. Σε κάποιες περιπτώσεις κάποια μικρή ομάδα αναδιπλώνεται λόγω οικονομικών προβλημάτων αλλά γρήγορα βρίσκει τον δρόμο της, όπως έκαναν οι Μπέρι και Μακσφιλντ. Σχεδόν όλοι οι αγγλικοί σύλλογοι που υπήρχαν πριν από έναν αιώνα επιβιώνουν έως και σήμερα.

Είναι αλήθεια πως η αύξηση των τιμών των εισιτηρίων - το μέσο κόστος είναι τώρα 32 λίρες ανά αγώνα σύμφωνα με τα στοιχεία της Premier League - αποκλείει πολλούς οπαδούς από την προσέλευση στα γήπεδα.

Παρά τις σημερινές τιμές των εισιτηρίων όμως, και οι 60.000 θέσεις στο Emirates της Άρσεναλ για παράδειγμα καλύπτονται όποτε το επιτρέπουν οι περιορισμοί Covid. Εάν ένας οπαδός της Άρσεναλ από το 1992 ή ακόμα και το 1922 επέστρεφε για τον αγώνα του Σαββάτου εναντίον της Μπρέντφορντ, θα έβρισκε τα περισσότερα πράγματα οικεία ή σχεδόν τα ίδια: το παιχνίδι, τα χρώματα του συλλόγου, το δέσιμο και την προσκόλληση των οπαδών στην ομάδα και αυτό το εβδομαδιαίο... τελετουργικό. Μόνο που το ποδόσφαιρο είναι κατά πολύ καλύτερο πλέον.

image

Η Premier League μέσα από αριθμούς

Μέσα σε αυτά τα... ταραχώδη 30 χρόνια ύπαρξης της Premier League έχουν πραγματοποιηθεί συνολικά 11.656 αγώνες και έχουν σημειωθεί 31.016 γκολ από 2.528 διαφορετικούς παίκτες.

Συνολικά στο πρωτάθλημα αγωνίστηκαν 4.537 ποδοσφαιριστές από 120 διαφορετικές εθνικότητες. Η Αγγλία προηγείται με 1.632, η Γαλλία είναι δεύτερη με 221 και τρίτη έρχεται η Σκωτία με 210.

Ο Άλαν Σίρερ είναι ο πρώτος σκόρερ με 260 γκολ (0,84% όλων των γκολ της Premier League).

Περισσότεροι παίκτες έχουν δεχθεί κάρτα - 3.217 (71% των παικτών) - από όσους έχουν σκοράρει ένα γκολ. Έχουν βγει συνολικά 35.312 κάρτες, ενώ μόλις οι 1.701 εξ αυτών ήταν απευθείας κόκκινες . Οι 123 κίτρινες του Γκάρεθ Μπάρι αποτελούν μέχρι και σήμερα ρεκόρ της λίγκας.

Παράλληλα 50 διαφορετικοί σύλλογοι έχουν αγωνιστεί στην Premier League, με επτά να έχουν κερδίσει τον τίτλο τουλάχιστον μία φορά - ενώ 42 συνολικά ομάδες υποβιβάστηκαν. Μάντσεστερ Σίτι, Μπλάκμπερν και Λέστερ είναι οι μοναδικές που έχουν... καταφέρει και τα δυο.

Υπήρξαν 955 ισοπαλίες χωρίς γκολ - αριθμός που μεταφράζεται ως το 8,2% των αγώνων. Σε πέντε ματς έχουν σημειωθεί συνολικά 10 γκολ, ενώ το ρεκόρ με τα περισσότερα γκολ σε ένα και μόνο ματς είναι 11 (η νίκη της Πόρτσμουθ επί της Ρέντινγκ το 2007 με 7-4).

Τι γίνεται όμως με τους προπονητές; Μέχρι στιγμής έχουν υπάρξει 265, συμπεριλαμβανομένων και των υπηρεσιακών. Οι πιο πρόσφατοι ήταν ο Στιβ Κούπερ της Νότιγχαμ και ο Έρικ Τεν Χαγκ της Γιουνάιτεντ.

Έξι προπονητές έχουν 100% ποσοστά νίκης από σύντομες περιόδους θητείας, με τον Πατ Ράις να κερδίζει και τα τρία παιχνίδια με την Άρσεναλ το 1996 πριν από την άφιξη του Αρσέν Βενγκέρ. Από μη υπηρεσιακούς προπονητές, ο Πεπ Γκουαρδιόλα έχει το καλύτερο ποσοστό νικών - 74%.

Στον αντίποδα, 17 προπονητές... κατάφεραν να χάσουν όλα τα παιχνίδια τους. Δεκαπέντε ήταν υπηρεσιακοί... Ο Φρανκ ντε Μπουρ απολύθηκε από το αφεντικό της Κρίσταλ Πάλας μετά από τέσσερις ήττες σε τέσσερα παιχνίδια.

Και πόσοι οπαδοί άραγε έχουν παρακολουθήσει ζωντανά όλα αυτά τα ματς; Οι αγώνες της Premier League έχουν συνολικά 368 εκατομμύρια θεατές παγκοσμίως. Πολλοί φυσικά θα πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους, αλλά ακόμα κι έτσι ο αριθμός δεν παύει να συγκλονίζει.

@Photo credits: Getty Images/Ideal Image