Όταν η Πάρμα των Κρέσπο, Μπουφόν, Βερόν και Τουράμ «μάγευε» την Ευρώπη...
Το Gazzetta αποτίει φόρο τιμής στις ομάδες που άφησαν τη σφραγίδα τους στο ποδόσφαιρο που αγαπήσαμε, με τη νέα στήλη «Τα καλύτερά τους χρόνια». Πρεμιέρα με την Πάρμα των παιχταράδων, που έκαναν την Ευρώπη να παραμιλά!
Αγαπήσαμε την Ιταλία της δεκαετίας του '90, λατρέψαμε το ποδόσφαιρό της, κάναμε θεούς τους παίκτες της και τριάντα χρόνια μετά νοσταλγούμε αυτά που είδαμε. Κι αν τα «παραμύθια» σάς μαγεύουν, τότε αξίζει να διαβάσετε εκείνο της Πάρμα. Σε μια δεκαετία κατόρθωσε να γράψει πολλά κεφάλαια, όμως αυτό που θα «ρουφήξει» ο αναγνώστης είναι η σεζόν 1998-99, τότε που «θάμπωσε» την ποδοσφαιρική Ευρώπη.
Το επίτευγμά της μοιάζει τεράστιο, γιατί άνθισε στο ακριβοθώρητο περιβάλλον του λεγόμενου «ευτυχισμένου νησιού», όπως το έθεσε κάποτε η Gazzetta dello Sport: «Το ποδόσφαιρο βρίσκεται σαν πολύτιμος λίθος σε ένα ήδη αστραφτερό κόσμημα, όπως το θέατρο, το υψηλό βιοτικό επίπεδο, τη γαστρονομία, τα μνημεία». Ναι, σε αυτή τη δεκαετία, η Πάρμα ήταν ένα απίθανο παράδειγμα ανάπτυξης, εξέλιξης, υπερηφάνειας, χαράς. Γιατί στο «Ενιο Ταρντίνι» ο κόσμος αποθέωνε την ομάδα του.
Στην εποχή που το Ιταλικό ποδόσφαιρο ήταν το κορυφαίο της Ευρώπης, η Πάρμα αποτέλεσε το τέλειο παράδειγμα για το πως ο πρωταγωνιστής μπορεί να εκτοξεύσει ένα καλό σενάριο. Ναι, ο πρόεδρος Τάντσι επένδυσε πολλά, αλλά είναι κι αυτό μέρος του παιχνιδιού. Ο Αλμπέρτο Μαλεζάνι ταίριαξε ιδανικά με τους παίκτες και το φινάλε της σεζόν πλησίασε το τέλειο.
Δεν κατέκτησε το πρωτάθλημα, αλλά πήρε το δεύτερο Κύπελλο UEFA στην ιστορία της και το Κύπελλο Ιταλίας. Oμάδα μιας μικρής πόλης του βορρά, με 170.000 κατοίκους, δημιούργησε τροπαιοθήκη και έγινε η ομάδα που μπήκε στη... μύτη των μεγάλων.
Η πορεία που χάραξε ιστορία
Ένα ρόστερ με παίκτες του βεληνεκούς των Μπουφόν, Κρέσπο, Βερόν, Καναβάρο, Ασπρίγια και Τουράμ ήταν φυσικό επόμενο να καταφέρει να κερδίσει τις εντυπώσεις, μα κυρίως τίτλους στην Ιταλία. Ακόμα και αν την προηγούμενη σεζόν η Πάρμα ολοκλήρωσε τις υποχρεώσεις της με μια αίσθηση απογοήτευσης λόγω της 6ης θέσης και του αποκλεισμού από τους ομίλους του Champions League, η φιλοδοξία παρέμενε ζωντανή εντός της ομάδας.
Το πρώτο βήμα προς την ανάκαμψη ήταν η απομάκρυνση του Κάρλο Αντσελότι από την τεχνική ηγεσία το καλοκαίρι του 1998, με τη διοίκηση να επιλέγει ως διάδοχό του τον Αλμπέρτο Μαλεζάνι που εκείνη την περίοδο καθόταν στον πάγκο της Φιορεντίνα. Από τις πρώτες αγωνιστικές φάνηκε πως η κατάσταση και το γενικότερο κλίμα άρχιζε να αλλάζει.
Η νίκη επί της Γιουβέντους την 3η αγωνιστική ήταν απλώς το πρώτο δείγμα για το μέλλει γενέσθαι από ένα εξαιρετικό σύνολο, το οποίο κατάφερε να τερματίσει στην 4η θέση της βαθμολογίας και να κλειδώσει την παρουσία του στον 3ο προκριματικό γύρο του Champions League. Μίλαν, Λάτσιο και Φιορεντίνα ήταν οι μόνες που μάζεψαν περισσότερους βαθμούς από την εντυπωσιακή Πάρμα του Μαλεζάνι, η οποία ωστόσο δεν έμεινε στην ιστορία απλώς για την κατάληψη της τέταρτης θέσης...
Στο φινάλε της σεζόν και έπειτα από μια εντυπωσιακή πορεία στο Coppa Italia με προκρίσεις απέναντι σε Τζένοα, Μπάρι, Ουντινέζε και Ίντερ, οι Τζιαλομπλού νίκησαν στους τελικούς τη Φιορεντίνα και κατέκτησαν το πρώτο τρόπαιο της σεζόν. Και λέμε πρώτο γιατί οι επιτυχίες είχαν και συνέχεια.
Πέρα από τα στενά σύνορα της Ιταλίας, η Πάρμα κατάφερε να κατακτήσει και τις ευρωπαϊκές κορυφές, αφού στέφθηκε Κυπελλούχος UEFA για δεύτερη φορά στην ιστορία της μετά από το 1995. Φενέρμπαχτσε, Βίσλα Κρακοβίας, Ρέιντζερς, Μπορντό και Ατλέτικο Μαδρίτης δεν κατάφεραν να θέσουν εκτός τροχιάς τους Ιταλούς, οι οποίοι στον μεγάλο τελικό διέλυσαν 3-0 τη Μαρσέιγ και σήκωσαν το τρόπαιο.
Ένα φινάλε που εν πολλοίς οφείλεται στην ανατρεπτική φιλοσοφία του Μαλεζάνι. Από τις πρώτες του μέρες στον πάγκο της Πάρμα, ο Ιταλός αδιαφόρησε πλήρως για το 4-4-2 του προκατόχου του, Κάρλο Αντσελότι, και έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης σε ένα νέο σύστημα που βασιζόταν σε τριάδα στα στόπερ. Καναβάρο, Σενσίνι και Τουράμ διαμόρφωσαν μια από τις κορυφαίες οπισθοφυλακές στην Ιταλία, τους τρεις «σωματοφύλακες» της Πάρμα που θα άλλαζαν τον ρου της ιστορίας της. Σε συνδυασμό με τον Βερόν που κινούνταν ελεύθερα μπροστά από τα χαφ, αυτό το ανορθόδοξο 3-4-1-2 έμελλε να αποβεί στη συνταγή που θα οδηγούσε στις επιτυχίες, καθώς ήταν το ιδανικό σύστημα για νοκ-άουτ αναμετρήσεις.
Ο Μαλεζάνι άλλωστε είχε προσδώσει στην ομάδα του ένα συμπαγές σχήμα που δεχόταν πολύ δύσκολα γκολ, ενώ στον επιθετικό τομέα μπορούσε εν ριπή οφθαλμού να δώσει έναν χαοτικό ρυθμό στο παιχνίδι με αποτέλεσμα να γύρει την πλάστιγγα υπέρ της ομάδας του. Βέβαια σε όλο αυτό πλάνο υπήρχε ένα σημαντικό μειονέκτημα. Η Πάρμα υστερούσε σημαντικά απέναντι σε ομάδες που κλείνονταν στην περιοχή τους και επικεντρώνονταν στην αμυντική οργάνωση, με αποτέλεσμα το σύνολο του Μαλεζάνι να «πετάξει» πολλούς βαθμούς στη Serie A και μοιραία να μείνει από νωρίς εκτός διεκδίκησης ενός ιστορικού πρωταθλήματος.
Στο φινάλε ωστόσο ο Μαλεζάνι μπορεί μονάχα να χαμογελά, καθώς η επανάσταση που έφερε με την τριάδα στα στόπερ και τον έκρυθμο ρυθμό παιχνιδιού ήταν η ιδανική συνταγή και συνάμα ο λόγος που η Πάρμα του 1999 ήταν προορισμένη να χαραχθεί για πάντα στα βιβλία της ποδοσφαιρικής ιστορίας.
Ο καθοδηγητής…
Στη «La Giuva», σε μια καταπληκτική τοποθεσία μισή ώρα από το κέντρο της Βερόνα, στα βουνά της βόρειας Ιταλίας, ο αλενατόρε έχει πια αφιερωθεί στην παραγωγή κρασιού. Οταν αρχίζει η δοκιμή, το μυαλό του ταξιδεύει και δεν είναι δύσκολο να μαντέψεις. Στην Πάρμα του '98, τότε που τιθάσευσε τους Καναβάρο, Κρέσπο, Τουράμ, Μπουφόν, Βερόν, Κιέζα και παρουσίασε μια ονειρική ομάδα, ένα κλαμπ που τα έβαλε με τους μεγάλους της Ευρώπης και τους ανάγκασε να υποκλιθούν! Το Κύπελλο είναι στο κτήμα του, το βλέπει κάθε μέρα το καμαρώνει και ψελλίζει «Ομαδάρα η Πάρμα. Απίστευτη ομάδα, μπορούσε να νικήσει τους πάντες».
Φαίνεται παράξενο εκ των υστέρων πως ο προπονητής που αναγνωρίζεται περισσότερο από εκείνη την εποχή της Πάρμα είναι ο λιγότερο επιτυχημένος από τους τρεις της. Ο Σκάλα καθιέρωσε την Πάρμα ως μία γνήσια και μεγάλη δύναμη της Serie Α και ο Μαλεζάνι διαχειρίστηκε έναν παράλογα μεγάλο αριθμό διαφορετικών προσωπικοτήτων με αποτελεσματικό τρόπο. Επίσης είχε να αντιμετωπίσει και συχνές αποχωρήσεις βασικών παικτών. Υπάρχει και το πέρασμα του Αντσελότι σε εκείνο το διάστημα.
Η ιστορία του Μαλεζάνι είναι απλά εξαιρετική. Είναι το story ενός ημιεπαγγελματία παίκτη που αποσύρθηκε στα 24 του χρόνια για να δουλέψει στην φωτογραφική εταιρεία της Canon. Ποτέ δεν άφησε το όνειρό του να γίνει προπονητής.
Για να μάθει όσα έπρεπε πήγε στο Άμστερνταμ. Εκεί μελέτησε το ποδόσφαιρο του Άγιαξ και τις μεθόδους του όποτε ήταν εφικτό και δυνατόν. Ήταν τόσο αποφασισμένος στο να μάθει την προπονητική που πήγε να δει ενώ ήταν στον μήνα του μέλιτός του τον Γιόχαν Κρόιφ και το πώς προπονούσε τη Μπαρτσελόνα.
Έχοντας μαζέψει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό ο Μαλεζάνι παράτησε τη δουλειά του στα 33 του χρόνια για να προπονήσει παιδιά μικρών ηλικιών στην Κιέβο Βερόνα και μετά στη Serie C2. Τρία χρόνια μετά ο Μαλεζάνι έγινε προπονητής Νέων στην ομάδα και μετά βοηθός προπονητή. Αυτό συνέβη 12 μήνες μετά.
Το 1993 τελικώς πήρε τη δουλειά του πρώτου προπονητή. Πήρε τον τίτλο της Serie C1 στην πρώτη του χρονιά. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η Κιέβο ήταν στη 2η κατηγορία. Βρέθηκε στην Πάρμα αφότου απέδειξε την αξία του στη Φιορεντίνα. Ο Μαλεζάνι ήταν η απάντηση στις προσευχές του Τάνζι για ένα στιλ επιθετικού ποδοσφαίρου. Δεν έδωσε ποτέ τη σταθερότητα για να γίνει η ομάδα διεκδικήτρια του τίτλου όμως η Πάρμα έγινε η Νο2 ομάδα που περίμεναν να δουν όλοι τις Κυριακές στο κανάλι 4.
Με μία διάταξη 3-5-2 με Τουράμ, Καναβάρο και Σενσίνι και από τα άκρα τους Βανόλι και Φούσερ και μπροστά τους Βερόν, Κρέσπο και Κιέζα. Εάν αυτό το σχήμα απέδιδε πολύ λίγες ομάδες θα μπορούσαν να πουν ότι είχαν εναλλακτικές όπως οι Μπάλμπο, Ασπρίγια και Στάνιτς.
Δυστυχώς, υπάρχει ένα μάλλον τραγικό τέλος στην ιστορία του Μαλεζάνι. Ο ίδιος είδε πολλούς παίκτες να φεύγουν από τη... φωλιά της Πάρμα. Μπόρεσε να βρει όμως την επιτυχία μακριά από το στάδιο Ένιο Ταρντίνι. Στα 63 του χρόνια και 16 έτη μετά την αποχώρησή του από την Πάρμα, ο Μαλεζάνι έχει θητεύσει σε Βερόνα, Παναθηναϊκό, Μόντενα, Ουντινέζε, Σιένα, Μπολόνια, Τζένοα (δύο φορές), Παλέρμο και Σασουόλο.
Επί των ημερών του Βερόνα κα Μοντένα υποβιβάστηκαν. Επίσης οι 9 από τις τελευταίες 11 προπονητικές του θητείες κράτησαν λιγότερο από 50 ματς. Αυτή η ομάδα του 1999 θα μπορούσε να είχε γνωρίσει το απόλυτο μεγαλείο όμως μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας υπάρχουν πολλές στενάχωρες ιστορίες.
Οι απόλυτοι σταρ
Παίκτες σταρ, παίκτες που έκαναν ομορφότερη την ομάδα! Τι μπορεί να πει ή να γράψει κανείς για τον Ασπρίγια; Ένας παίκτης με το ταλέντο, τις ικανότητές του και ένα τόσο μοναδικό χάρισμα αλλά που να τον ακολουθούν προβλήματα και.. μπελάδες όπου πηγαίνει. Η Πάρμα έκλεισε τον αμφιλεγόμενο επιθετικό και το «Ένιο Ταρντίνι» δεκάδες φορές «χόρεψε» στο ρυθμό του. Αλλωστε, ο Κολομβιανός φρόντισε εντός γηπέδων να κάνει απίθανα πράγματα, να σκοράρει, να μοιράζει, να μη δημιουργεί μπελάδες και να βοηθά την Πάρμα στην κατάκτηση του Κυπελλούχων, του Super Cup και του Κυπέλλου UEFA δύο φορές. Στη μαγική χρονιά δεν ήταν βασικός σε όλα τα ματς, ήταν όμως ο παίκτης, ο οποίος με την εκρηκτικότητά του βοηθούσε τα μέγιστα όταν έμπαινε στο γήπεδο.
Kι αν οι οπαδοί της Πάρμα αποθέωναν τον Κολομβιανό, για τον Τζίτζι Μπουφόν υποκλίθηκαν στο μεγαλείο του. Από τότε που ξεκίνησε την καριέρα του στην Πάρμα Εξελίχθηκε και ανέβηκε από την ομάδα Νέων της Πάρμα στην πρώτη ομάδα και το 1995 σε ηλικία 17 ετών έκανε το ντεμπούτο του με αντίπαλο τη Μίλαν. Παρά το νεαρό της ηλικίας του είχε κάνει 9 συμμετοχές τη σεζόν 1995-1996. Το μέλλον ήταν δικό του και η Πάρμα κέρδισε σε λάμψη, αλλά και χρήματα. Ενας απίθανος γκολκίπερ, αυτός που άφησε τη σφραγίδα του στην ομάδα με τις ηγετικές του παρουσίες και τις μοναδικές του επεμβάσεις. Το καλοκαίρι του 2001 ο Μπουφόν τελείωσε τη θητεία του στην Πάρμα και πήγε στη Γιουβέντους με ποσό - ρεκόρ 32.6 εκατομμυρίων.
Ο Ερνάν Κρέσπο έκλεισε στην Πάρμα στο ξεκίνημα της σεζόν 1996-1997 μαζί με τους Τουράμ και Κιέζα. Ηταν η μεταγραφή που άλλαξε επίπεδο τον σύλλογο. Συνέχισε από εκεί που είχε σταματήσει στην Ατλάντα, έχοντας 12 γκολ σε 27 αγώνες, μαζί με τέρμα στο Σαν Σίρο στο πρώτο λεπτό με αντίπαλο την Ίντερ. Ο Κρέσπο πήγε στο Ένιο Ταρντίνι για να σκοράρει και το έκανε με 79 γκολ σε 150 ματς. Την κορυφαία χρονιά της ομάδας πέτυχε 28 τέρματα και κατέκτησε σχεδόν τα πάντα. Το καλοκαίρι του 2000 η Λάτσιο κατέρριψε ρεκόρ σε μεταγραφικό επίπεδο παίρνοντας τον Αργεντίνο στο Ολίμπικο με ένα ποσό 35 εκατομμυρίων.
Ο Λιλιάν Τουράμ έγινε ένα σημαντικό κομμάτι της Πάρμα και της άμυνάς της. Ηταν ο ογκόλιθος, ο παίκτης - ηγέτης και η εμπειρία στους «Παρμέντσι» τον βοήθησε να γίνει το απόλυτο «αφεντικό». Με τον τίτλο του Παγκόσμιου πρωταθλητή, μπήκε στη σεζόν με τρομερή αυτοπεποίθηση κάνοντας ευκολότερη τη ζωή του Αλμπέρτο Μαλεζάνι. Ως δεξιός στόπερ, ήταν ο ηγέτης της μαγικής τριάδας, αυτός που καθοδηγούσε Σενσίνι και Καναβάρο.
Μια μόλις σεζόν με τη φανέλα της Πάρμα αρκούσε στον Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν για να αναδείξει το ταλέντο του στην Ιταλία και να τραβήξει τα βλέμματα των κορυφαίων ομάδων της χώρας. Προερχόμενος από το Μουντιάλ του 1998, ο Αργεντινός υπέγραψε στον σύλλογο το καλοκαίρι του ίδιου έτους και παρά τη σύντομη θητεία του κατάφερε να συνδεθεί άρρηκτα με την ομάδα της Πάρμα. Ο Βερόν άλλωστε αποτελούσε τον τέλειο μέσο, έναν ιδανικό πολυθεσίτη με τεχνικές και σωματικές αρετές που του επέτρεπαν να παίζει από επιτελικό χαφ έως deep lying playmaker με την ίδια ευκολία. Άλλα στοιχεία όπως το φαρμακερό δεξί του και οι δυνατές εκτελέσεις φάουλ απλώς συμπλήρωναν το προφίλ ενός κορυφαίου μέσου, ο οποίος το 1999 υπέγραψε στη Λάτσιο του Έρικσον.
Τα γρανάζια μιας καλοκουρδισμένης μηχανής
Πέρα όμως από τους αστέρες, μια καλοκουρδισμένη «μηχανή» χρειάζεται και τα κατάλληλα γρανάζια, τους παίκτες με χαμηλότερο προφίλ που όμως με την ποιότητα, την ενέργεια και το ταλέντο τους θα πρόσφεραν το κάτι παραπάνω στη δυναμική της ομάδας. Στην περίπτωση της Πάρμα, (τουλάχιστον) πέντε παίκτες θα χωρούσαν σε αυτή την κατηγορία.
Ο λόγος για τους Τζιανλουίτζι Μπουφόν, Φάμπιο Καναβάρο (αμφότεροι ακόμα δεν είχαν... αναπτύξει το θρυλικό status τους), Ρομπέρτο Σενσίνι, Ντίνο Μπάτζιο και Ενρίκο Κιέζα. Για τους δυο πρώτους τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Ο Μπουφόν αποτελούσε τον κέρβερο κάτω από τα δοκάρια παρά το νεαρό της ηλικίας του, με τις εξαιρετικές εμφανίσεις του να του χαρίζουν δυο χρόνια αργότερα μεταγραφή στη Γιουβέντους αντί του ποσού ρεκόρ για τερματοφύλακα ύψους 42 εκατομμυρίων ευρώ.
Μπροστά από τον Ιταλό κίπερ δέσποζε η αμυντική τριάδα των Τουράμ, Καναβάρο και Σενσίνι, πρόσωπα καταλυτικά για τις επιτυχίες των Τζιαλομπλού. Ο Καναβάρο παρά το χαμηλό ύψος του για κεντρικός αμυντικός δεν άργησε να ρίξει... σαγόνια στη Serie A και να λάβει τον τίτλο του πιο υποσχόμενου prospect στη θέση του, ενώ ο Σενσίνι μπορεί να μην διέθετε τη λάμψη του μετέπειτα στόπερ των Γιουβέντους και Ρεάλ, αλλά παρέμενε ένα σημαντικός κρίκος στο εξαιρετικό σύνολο του Μαλεζάνι.
Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο Μπάτζιο, ένας εκ των πιο υποτιμημένων χαφ της γενιάς του, με δαντελένιο άγγιγμα της μπάλας και εξαιρετικές ανασταλτικές λειτουργίες που επέτρεπαν στους Βερόν και Ασπρίγια να έχουν περισσότερο το μυαλό τους στο δημιουργικό παιχνίδι.
Τελευταίος στη σχετική λίστα ο πατέρας του νυν εξτρέμ της Γιουβέντους, Φεντερίκο Κιέζα, ο οποίος από τα χρόνια του στην Πάρμα είχε αποδείξει την καλή σχέση του με το γκολ. Στη θρυλική σεζόν μάλιστα 1998-1999 αποτέλεσε τον δεύτερο πιο αξιόπιστο σκόρερ της ομάδας μετά τον Ερνάν Κρέσπο, σημειώνοντας 18 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις.
Το ματς που έγραψε ιστορία…
Η Πάρμα δεν ήταν ποτέ κοντά στο να πάρει τον τίτλο στην Ιταλία, όμως έζησε τις στιγμές της εγχώριας δόξας της. Η άμυνα θα συνέχιζε να ξεχωρίζει αγωνιστικά σε άλλες ομάδες. Τα δύο αμυντικά χαφ, Μπάτζιο και Μπογκοσιάν ήταν αξιόπιστα όμως η Πάρμα δεν είχε το αγωνιστικό στιλ που θα ήθελε. Οι επιθετικοί της ήταν γενικά άστατοι και άναρχοι στο παιχνίδι τους.
Το 1993 ο κόουτς Σκάλα, είχε παραδεχθεί πως «δεν είχαμε ούτε ψυχικές αντοχές ούτε τις δυνάμεις να πάρουμε το Πρωτάθλημα. Σε ένα μεμονωμένο παιχνίδι μπορώ ειλικρινά όμως να πω ότι ήμασταν όσοι καλοί θα μπορούσαν να είναι όλοι οι άλλοι». Ούτε ο Αντσελότι ούτε ο Μαλεζάνι μπόρεσαν να ανταποκριθούν και να ξεπεράσουν το πλασάρισμα της 2ης θέσης που είχε ο Σκάλα.
Το 1998/99, εκείνη τη σεζόν, η έλλειψη ψυχικών αντοχών φάνηκε. Η Πάρμα πήρε οκτώ βαθμούς από τα εννέα τελευταία της ματς για να μείνει πίσω από τις δύο πρώτες ομάδες, τις Μίλαν και Λάτσιο. Η Πάρμα είχε νικήσει τη Μίλαν με 4-0 εντός έδρας, τη Γιουβέντους εντός και εκτός έδρας και είχε κερδίσει πέντε από τους πρώτους της οκτάδας αλλά έχασε 14 βαθμούς από τις ομάδες που ήταν στην τελευταία εξάδα της κατηγορίας.
Η μεγαλύτερη επιτυχία της Πάρμα θα ερχόταν σε άλλες διοργανώσεις. Ο τελικός του Κύπελλου UEFA του 1999 θα μπορούσε να είχε επιλεγεί μόνο και μόνο για την ομαδική φωτογραφία αλλά και τις εμφανίσεις που είχαν προηγηθεί.
Η Πάρμα πέτυχε 15 γκολ σε πέντε ματς από τα προημιτελικά και μετά. Η νίκη της επί της Μαρσέιγ στο Στάδιο Λουζνίκι της Μόσχας ήταν σαν μια... βόλτα.
Στην πραγματικότητα, η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη εμφάνιση της Πάρμα στον θεσμό ήταν στον δεύτερο αγώνα των προημιτελικών και τη σειρά με τη Μπορντό, που θα κέρδιζε εκείνη τη σεζόν τον τίτλο της Ligue 1 (μπροστά από την ομάδα της Μασσαλίας, της Μαρσέιγ, γεμάτη με αστέρια όπως οι Μπλαν, Πιρές, Κέπκε, Ραβανέλι, Γκαλάς και Ντουγκαρί). Η Πάρμα συνέτριψε την Μπορντό με 6-0, με τους Κρέσπο και Κιέζα να σκοράρουν από δύο φορές. Ως μίας απόδειξη της πολύ μεγάλης αγωνιστικής ανόδου της Πάρμα εκείνη την περίοδο τον αγώνα είχαν δει μόνο 16.000 θεατές.
Η κατάρρευση του παραμυθιού
Τα παραμύθια ωστόσο δεν έχουν πάντοτε... happy end. Ειδικά στον αδηφάγο κόσμο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Αυτή τη εντυπωσιακή Πάρμα στα τέλη της δεκαετίας του 90΄μπορεί να γέννησε αστικούς θρύλους, πρωτότυπες ιστορίες, νέους αστέρες και πολλαπλάσια έσοδα για τον σύλλογο, αλλά και συνάμα μια ευκαιρία για τους ανταγωνιστές της προκειμένου να την αποδομήσουν και να χτίσουν εαυτόν με τα δικά της υλικά!
Τα παραδείγματα πολλά και τα ονόματα... φανταχτερά. Αρχής γενομένης από το καλοκαίρι του 1999, πολλοί ιταλικοί σύλλογοι έπεσαν πάνω στην Πάρμα και άρχισαν να της στερούν έναν - έναν τους στυλοβάτες της. Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν (Λάτσιο) και Ενρίκο Κιέζα (Φιορεντίνα) ήταν οι πρώτοι που αποχώρησαν από την πόλη, όμως πολύ σύντομα υπήρξε και συνέχεια. Το 2001 η Γιουβέντους εμφανίστηκε σαν... σίφουνας για να αποκτήσει τους Μπουφόν, Τιράμ, ενώ στο μεσοδιάστημα η Λάτσιο αποσυναρμολόγησε και τα υπόλοιπα κομμάτια του παζλ με τις προσθήκες των Ερνάν Κρέσπο και Ντίνο Μπάτζιο. Μέσα σε λίγα χρόνια οι πρωταγωνιστές που είχαν οδηγήσει την Πάρμα στον δρόμο των επιτυχιών είχαν εξαφανιστεί, όμως ακόμα κι έτσι είχαν αφήσει πίσω τους προίκα... εκατομμυρίων από τις μεταγραφές τους.
Η Πάρμα ωστόσο πολύ σύντομα κατάφερε να εισέλθει σε ένα οικονομικό αδιέξοδο, το οποίο έληξε άδοξα την όποια μελλοντική φιλοδοξία. Το σκάνδαλο Parmalat που ξέσπασε στις αρχές του 2004 με τη διοίκηση της ομάδας μπλεγμένη μέχρι... κεραίας προκάλεσε ένα αλυσιδωτό ντόμινο που έπληξε και βύθισε οικονομικά τον σύλλογο. Μέσα σε ένα βράδυ ολόκληρο το Δ.Σ παραιτήθηκε και άφησε ακέφαλο το κλαμπ, με το χρέος να τους αναγκάζει να πουλήσουν σε... τιμή ευκαιρίας μια νέα γενιά εν δυνάμει πρωταγωνιστών όπως οι Μπινατσόλι, Ντιανα και Αντριάνο.
Η σεζόν έκλεισε με την Πάρμα να μένει για έναν βαθμό εκτός Champions League, όμως η επόμενη χρονιά αποδείχθηκε καταστροφική. Από τη μάχη που έδινε να πάρει το εισιτήριο για την κορυφαία ευρωπαϊκή σκηνή, η Πάρμα βρέθηκε μέσα σε μόλις μερικούς μήνες να παλεύει για τη σωτηρία της και την παραμονή στη Serie A. Μια απόδειξη πως οι ένδοξες εποχές που έζησε είχαν πλέον σφραγιστεί οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Αν και στα επόμενα χρόνια ο σύλλογος κατάφερε να ορθοποδήσει και να πλασάρεται στις μεσαίες τάξεις της βαθμολογίας, οι καιροί που σκόρπιζε χαμόγελα σε ολόκληρη την φίλαθλη Ιταλία είχαν περάσει στο παρελθόν. Ένα άδοξο τέλος σε μια από τις πιο ρομαντικές ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ μέσα στο χορτάρι.
Η κατάρα που τους ακολούθησε στην Ευρώπη
Μετά την «αποσυναρμολόγηση» εκείνης της Πάρμα που έμελλε να μείνει για πάντα ανεξίτηλη στα βιβλία της ιστορίας και στις καρδιές των «ρομαντικών», καθένας από τους αστέρες ακολουθήσε τον δικό του ξεχωριστό δρόμο. Το... παράδοξο της μετέπειτα πορείας τους ωστόσο και συνάμα η κατάρα που τους συνδέει μέχρι και σήμερα είναι πως κανείς τους δεν κατάφερε να κατακτήσει ποτέ ξανά μια ευρωπαϊκή κούπα.
Το UEFA του 1999 αποδείχθηκε η μοναδική ευρωπαϊκή κορυφή που σκαρφάλωσαν μέχρι τέλους, ακόμα κι αν αναφερόμαστε σε μύθους του αθλήματος. Οι Μπουφόν και Καναβάρο για παράδειγμα έφτασαν μέχρι το ψηλότερο σκαλί του κόσμου χάρη στην κατάκτηση του Μουντιάλ του 2006, όμως κανείς τους δεν είχε την ίδια τύχη στα ευρωπαϊκά τρόπαια. Ο Ιταλός γκολκίπερ μάλιστα είχε την... ατυχία να βρεθεί σε τρεις τελικούς Champions League με τη Γιουβέντους, όμως Μίλαν, Μπαρτσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης του στέρησαν την κούπα.
Στην ίδια μοίρα και ο Ερνάν Κρέσπο, ο οποίος βρέθηκε στον πιο συναρπαστικό τελικό Champions League της σύγχρονης ιστορίας, αλλά δυστυχώς για εκείνον φορούσε τα χρώματα των... χαμένων. Το 2005 η Μίλαν προηγούνταν με 3-0 ημίχρονο απέναντι στη Λίβερπουλ του Μπενίτεθ, όμως ο επίλογος του παραμυθιού έγραφε πως ο τίτλος θα κατέληγε στους Reds μέσω ενός συγκλονιστικού comeback και νίκης στην διαδικασία των πέναλτι.
Ακόμα κι αν προσθέσουμε στο... μίξερ ονόματα όπως οι Τουράμ, Κιέζα, Βερόν, Σενσίνι, ο παρονομαστής παραμένει ανέγγιχτος. Κανένας τους δεν επέστρεψε σε ευρωπαϊκή κορυφή, ανεξαρτήτως ομάδας, ποιότητας, κύρους. Από την... κατάρα φυσικά δεν ξέφυγε ούτε ο «αρχιτέκτονας» Αλμπέρτο Μαλεζάνι, ο οποίος πέρα από τη θητεία του στον Παναθηναϊκό περιορίστηκε σε μικρομεσαίες ομάδες της Ιταλίας που φυσικά δεν είχαν καμία τύχη και προσδοκία για ευρωπαϊκή διάκριση.