Ο Πεπ Μπιέλ ήταν πάντα το δέκα το (πολύ) καλό
Η αρχαία ελληνική ονομασία των Βαλεαρίδων Νήσων ήταν Γυμνάσιαι (από τη λέξη γυμνός) γιατί, όπως αναφέρεται στους στίχους της «Αλεξάνδρας» του ποιητή Λυκόφρωνα, οι κάτοικοί τους ήταν συχνά γυμνοί, πιθανότατα εξαιτίας του θερμού κλίματος όλο τον χρόνο.
Η Μαγιόρκα, εις την αρχαία ελληνική, είχε την ονομασία «Χρωμιούσα». Και αυτό το όνομα («Kromioussa») φέρει το ετήσιο περιοδικό που εκδίδουν οι μαθητές του σχολείου «Son Junio» της κωμόπολης του Σαν Χουάν, στα θρανία του οποίου ο Πεπ Μπιέλ Μας Τζάουμε έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του όνειρα.
Αρχικά, ο νέος άσος του Ολυμπιακού ξεδίπλωνε το ακατέργαστο ταλέντο του στα κλειστά του ποδοσφαίρου σάλας, προτού μετακινηθεί στα ανοιχτά. Την ίδια εποχή, περί τα είκοσι χιλιόμετρα μακριά από το Σαν Χουάν, στο γειτονικό Μανακόρ, είχε αρχίσει να συζητιέται πολύ έντονα το όνομα ενός νεαρού που έμελλε να γράψει ιστορία στα κορτ του τένις. Το όνομά του; Ραφαέλ Ναδάλ.
O Ισπανός θρύλος είναι δηλωμένος φίλαθλος της Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά υπήρξε μέτοχος της Μαγιόρκα, στην οποία άλλωστε έκανε σπουδαία καριέρα ο θείος του, Μιγκέλ Άνχελ. Έχει, λοιπόν, μια γωνίτσα στην καρδιά του για τους Μπερμεγιόνες, κάτι που ισχύει και για τον Μπιέλ, παρ’ ότι οι άνθρωποι της ομάδας δεν πίστεψαν πότε πραγματικά σε εκείνον.
«Ήμουν έξι μήνες στη Μαγιόρκα και οι νέοι υπεύθυνοι του συλλόγου είπαν ότι δεν ήμουν στα σχέδια τους. Στο ποδόσφαιρο σε άλλους αρέσεις και σε άλλους όχι» θυμάται για το σύντομο πέρασμά του από την δεύτερη ομάδα της Μαγιόρκα, με την οποία δεν πρόλαβε καν να κάνει ντεμπούτο, παρ’ ότι ήταν ένα άκρως ταλαντούχο παιδί του νησιού.
Νωρίτερα, μόλις στα 15 του χρόνια, αποδέχθηκε την πρόταση της Ράγιο Βαγιεκάνο για να παίξει στην ομάδα Νέων και δεν δίστασε να αφήσει την οικογένειά του, να διασχίσει τα πάνω από 700 χιλιόμετρα που χωρίζουν το νησί από την Μαδρίτη, όπου κατάφερε να αναδειχθεί και να φτάσει μέχρι την δεύτερη ομάδα.
Πέρασε από πολλές άσημες ομάδες, έπαιξε σε τρίτη και τέταρτη κατηγορία και βρήκε την υγεία του στην Αραγόν, δεύτερη ομάδα της Σαραγόσα, την φανέλα της οποίας φόρεσε το 2018, σε ηλικία 22 ετών. Σε… προχωρημένη, δηλαδή, ηλικία για έναν ποδοσφαιριστή σε μια χώρα όπως η Ισπανία, όπου τα ταλέντα είναι «έτοιμα» για την πρώτη ομάδα από τα 16, 17 τους.
Στην ομάδα της Αραγονίας, νικήτρια του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1995 και κατόχου έξι Κυπέλλων, ο Μπιέλ άρχισε να ξεδιπλώνει το ταλέντο του σε πολύ πιο απαιτητικό επίπεδο, καταγράφοντας έξι γκολ – τέσσερις ασίστ σε 24 συμμετοχές στην δεύτερη κατηγορία, από την οποία προσπαθεί ανεπιτυχώς να «ξεκολλήσει» η Σαραγόσα εδώ και δέκα χρόνια.
Σημείωσε το πρώτο του γκολ ως φουλ επαγγελματίας με απευθείας εκτέλεση φάουλ (ένα από τα φόρτε του) και έκλεψε την καρδιά του προπονητή του, Βίκτορ Φερνάντεθ. Το όνομά του, όμως, είχε αρχίσει ήδη να συζητιέται σε ομάδες της La Liga, αλλά και σε άλλες εκτός συνόρων…
Άντεξε την βαριά ταμπέλα
Ο Νορβηγός Στάλε Σολμπάκεν, ο οποίος για τα κατορθώματά του με την Κοπεγχάγη έχει βραβευτεί ως «Ο κορυφαίος προπονητής στην ιστορία του δανέζικου πρωταθλήματος», τον είχε τσεκάρει επανειλημμένως και εισηγήθηκε την απόκτησή του, για να καλύψει τότε την επικείμενη αποχώρηση του Ρόμπερτ Σκοβ, με προορισμό εντέλει τη Χόφενχαϊμ.
Και η διοίκηση του συλλόγου δεν δίστασε να τον κάνει την πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του πρωταθλήματος της χώρας, καταβάλλοντας το καλοκαίρι του 2019 πέντε εκατομμύρια ευρώ στην Σαραγόσα. Μια εξέλιξη που χαροποίησε ιδιαιτέρως τον Μπιέλ που έβλεπε μια νέα σελίδα στην καριέρα του, αλλά έκανε έξαλλο τον προπονητή του, ο οποίος δεν ήθελε με τίποτα να τον αποχωριστεί. Και, ειδικά, από την στιγμή που τον αντικατέστησε ο… πρώην ποδοσφαιριστής (ναι, και τότε), Σίντζι Καγκάβα (μετέπειτα για λίγο στον ΠΑΟΚ)!
Κατά σύμπτωση, ο Αντρέας Κορνέλιους, ο οποίος αποκτήθηκε τις τελευταίες ώρες για να καλύψει το κενό του Μπιέλ στην επίθεση της Κοπεγχάγης, του εσπασε το ρεκόρ με τα έξι εκατομμύρια ευρώ που έδωσε η (πρώην πια) ομάδα του στη Τραμπζονσπόρ για την επιστροφή του.
Κόντρα στην πρωταθλήτρια Τουρκίας των Τάσου Μπακασέτα και Μανώλη Σιώπη, ο Μπιέλ βίωσε μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας του, με την πρόκριση στους ομίλους του Champions League.
Και, παρ’ ότι στην ιστοσελίδα της η Κοπεγχάγη τον «διαφημίζει» μαζί με τον Κάρλος Ζέκα για το αντάμωμα με Μάντσεστερ Σίτι, Μπορούσια Ντόρτμουντ και Σεβίλλη, ο Πεπ δεν θα κουνήσει, προς το παρόν τουλάχιστον, το «χρυσό» σεντόνι.
Φιλοδοξεί να το κάνει στον Ολυμπιακό, όπου φτάνει πολύ πιο ώριμος απ’ όταν έφτασε στην Κοπεγχάγη. Πίσω του άφησε μια τριετία με σκαμπανεβάσματα, η οποία ξεκίνησε μάλιστα με αποβολή του μόλις στο δεύτερο παιχνίδι του, στα προκριματικά του Champions League κόντρα στα «αδέλφια» του Ολυμπιακού, τους παίκτες του Ερυθρού Αστέρα.
Ήταν η πρώτη αποβολή της καριέρας του και για βράδια τον κράτησε ξύπνιο. Σαν να μην έφτανε αυτή η κόκκινη κάρτα, αντιμετώπισε δυσκολία προσαρμογής στο κρύο, στην γλώσσα (αυτό βελτιώθηκε σημαντικά με την εκμάθηση αγγλικών) και στο πιο φυσικό παιχνίδι των Δανών. Παρηγοριά η παρέα του Κάρλος Ζέκα, του Σωτήρη Παπαγιαννόπουλου και του Μίκαελ Σάντος, με τους οποίους μιλούσε ισπανικά.
Αλλά άφησε πίσω του με ευχάριστες αναμνήσεις και μια «έκρηξη» από την στιγμή που ο προπονητής του Γιες Τόρουπ, αποφάσισε να τον καθιερώσει στον άξονα ως «δεκάρι» και να τον βγάλει από το δεξί άκρο. «Νιώθω καλύτερα και πιο φυσικά σε αυτή την θέση, η οποία πάντα μου άρεσε» έλεγε χαρακτηριστικά.
Από μικρός, άλλωστε, περιέγραφε τον (ποδοσφαιρικό) εαυτό του ως «έναν παίκτη με φαντασία και δημιουργικότητα που του αρέσει να επιτίθεται». Και αυτό, από τον άξονα, με τα εξαιρετικά του μακρινά και κοντινά χτυπήματα, αλλά και την διορατικότητά του, μπόρεσε να το βγάλει σε υπερθετικό βαθμό.
Την περσινή σεζόν, με έντεκα γκολ και εννέα ασίστ σε 32 παιχνίδια πρωταθλήματος, συνέβαλε τα μέγιστα στην κατάκτηση του τίτλου από τη Κοπεγχάγη μετά από τρία χρόνια «ξηρασίας», παίρνοντας με το σπαθί του το βραβείο του καλύτερου παίκτη του πρωταθλήματος. Βραβείο, μάλιστα, που του απένειμαν οι συνάδελφοί του, αφού οι ποδοσφαιριστές ψηφίζουν.
Η ταμπέλα της πιο ακριβής μεταγραφής ever ήταν βαριά, παρ’ ότι ο ίδιος έλεγε αστειευόμενος ότι δεν ένιωθε την πίεση, γιατί δεν διάβαζε τις τοπικές εφημερίδες και ιστοσελίδες, αφού δεν γνωρίζει (ούτε και έμαθε) την γλώσσα. Μετά την προσαρμογή του, όμως, μπόρεσε να σηκώσει μια χαρά την βαριά ταμπέλα...
Στην καλύτερη φάση της καριέρας του
Την Δευτέρα (05/09), ο Πεπ Μπιέλ θα γιορτάσει τα 26α γενέθλιά του. Και θα το κάνει, αναμφίβολα, στην καλύτερη και πιο παραγωγική φάση της καριέρας του. Φέτος, αγωνιζόμενος ως σέντερ φορ, παρ’ ότι δεν είναι η φυσική του θέση, πρόλαβε να καταγράψει έξι γκολ – τρεις ασίστ σε επτά αγώνες πρωταθλήματος, προτού αποχαιρετήσει την Δανία για να έρθει στα μέρη μας.
Έγινε, μάλιστα, ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του πρωταθλήματος (!) που σημείωσε χατ – τρικ σε ντέρμπι της Κοπεγχάγη με τη Μπρόντμπι, πιάνοντας στην πρώτη θέση των σκόρερ όλων των εποχών στα ντέρμπι (με οκτώ γκολ έκαστος) τον… Νταμ Εντόι, με μάλλον «φτωχό» πέρασμα από Παναθηναϊκό και ΟΦΗ, αλλά μυθική παρουσία στην Κοπεγχάγη.
Ακόμα και αγωνιζόμενος σε μια θέση που δεν γνωρίζει τόσο καλά, ο Μπιέλ κατάφερε να ξεχωρίσει χάρη στο πείσμα και τον δυναμισμό του, αφού δεν είναι αυτό που λέμε… πρώτο μπόι (1.67 για την ακρίβεια). Ε και; «Δεν είμαι ο ψηλότερος ή ο πιο δυνατός, αλλά το ποδόσφαιρο παίζεται επίσης με τις κινήσεις και τις ικανότητες με την μπάλα» ξεκαθαρίζει ένας ποδοσφαιριστής που «μιλάει» στην μπάλα.
Ίσως να μην το κάνει με το χάρισμα παικτών που θαύμαζε όπως ο Μεσούτ Εζίλ, ο Τιάγκο Αλκάνταρα ή ο Ίσκο. Δεδομένα, όμως, το κάνει αρκετά καλά για να την χάνει σπάνια και να μην θυμίζει σε καμία περίπτωση… φτερό στον άνεμο, όπως αυτό που έχει «χτυπήσει» τατουάζ στο αριστερό του χέρι.
Το σώμα του πλημμυρίζουν σχέδια, αλλά και πολλές λέξεις με την δική τους σημασία. «Ισορροπία», επίσης στον αριστερό βραχίονα, «αγάπη» και «ευλογημένος» στους μηρούς (δεξιό και αριστερό αντίστοιχα).
Ισορροπία γιατί δεν πέφτει με… τίποτα αλλά και επειδή δεν τον λύγισαν ποτέ οι δυσκολίες. Αγάπη για την οικογένεια και το πάθος για το ποδόσφαιρο, εξαιτίας του οποίου νιώθει ευλογημένος, αφού κάνει αυτό που ήθελε από μικρό παιδί. Το έλεγε, άλλωστε, και η μητέρα του: «Δεν κάνει τίποτε άλλο από τον παίζει μπάλα». Και όχι μόνο αυτό, αφού το κάνει και πολύ καλά...