Άγιαξ: Οι ανίκητοι μπέμπηδες του Λουίς Φαν Χάαλ
Το Gazzetta αποτίει φόρο τιμής στις ομάδες που άφησαν τη σφραγίδα τους στο ποδόσφαιρο που αγαπήσαμε, με τη στήλη «Τα καλύτερά τους χρόνια». Μετά την Πάρμα των παιχταράδων, σειρά παίρνει ο δεύτερος μεγάλος Άγιαξ όλων των εποχών, μετά από την θρυλική ομάδα του Γιόχαν Κρόιφ και του «total football».
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές φράσεις (από τις πάρα πολλές) του ιπτάμενου Ολλανδού είχε να κάνει με τη… μη δύναμη του χρήματος, αλλά αυτή της μπάλας, για να υπερισχύσει το παιχνίδι μιας ομάδας μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου. «Γιατί να μην μπορείς να νικήσεις έναν πλουσιότερο σύλλογο; Δεν έχω δει ποτέ μια βαλίτσα με λεφτά να πετυχαίνει ένα γκολ» είχε πει κάποτε ο μέγας Γιόχαν.
Η ατάκα του βρήκε απόλυτη εφαρμογή στον δικό του Άγιαξ, αλλά στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, με τους παίκτες που δικαίως μπορούν να αποκαλούνται (και να νιώθουν) ως (οι πιο) άξιοι διάδοχοι του ίδιου, του Γιόχαν Νέεσκενς, του Πιτ Κάιζερ και των υπολοίπων θρύλων του Αίαντα των 70s’. Του Αίαντα του Ρίνους Μίχελς και του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου.
Όπως και εκείνη των 70s’, έτσι και αυτή η ομάδα των 90s’ άφησε την δική της σφραγίδα με τον τρόπο ανάπτυξης μέσα στο γήπεδο. Με φουλ επιθετική φιλοσοφία, με απίθανα γρήγορο transition από την μια περιοχή στην άλλη, με πίεση ψηλά για άμεση ανάκτηση της μπάλας, με ποδόσφαιρο που έπνιγε τον αντίπαλο και σήκωνε διαρκώς τους φιλάθλους από τα καθίσματα τους με τους συνδυασμούς και τις εμπνεύσεις των ταλαντούχων ποδοσφαιριστών της.
Μια ομάδα που, συν τοις άλλοις, συνδύαζε ιδανικά το θέαμα με την ουσία, ούσα η μοναδική που σε μια σεζόν κατέκτησε αήττητη και πρωτάθλημα και Champions League, με μέσο όρο γκολ εντός συνόρων που ξεπερνούσε τα τρία ανά αγώνα και μοναδικές παραστάσεις στην Ευρώπη, για τις οποίες μιλάει ο κόσμος ακόμα και δύο δεκαετίες (και βάλε) έκτοτε.
Το 13άρι μέσα από τα σπλάχνα του
Την εποχή που έκανε το «μπαμ» εκείνος ο Άγιαξ, το παγκόσμιο ποδόσφαιρο βίωνε μια επαναστατική αλλαγή. Ο «νόμος Μποσμάν» που προέκυψε το 1995 μέσα από την δικαστική διαμάχη του ποδοσφαιριστή Ζαν Μαρκ Μποσμάν, άλλαξε τα πάντα στον αθλητισμό και τίποτα, μα τίποτα δεν θα ήταν ποτέ ξανά το ίδιο στις επαγγελματικές ομάδες. Μια παγκοσμιοποίηση που έπληξε τον Άγιαξ όσο λίγους.
Εκείνη η ομάδα, άλλωστε, ήταν στην κυριολεξία φτιαγμένη από τις ακαδημίες, από τα σπλάχνα του συλλόγου. Είχε στο ρόστερ 13 (!) παίκτες που είχαν βγει από το περίφημο φυτώριό του και ο μέσος όρος ηλικίας έφτανε μετά βίας τα 23 χρόνια.
Ο ενθουσιασμός των νιάτων, σε συνδυασμό με τις κατάλληλες σταγόνες εμπειρίας και την καθοδήγηση του Λουίς Φαν Χάαλ, δημιούργησε ένα εκρηκτικό ποδοσφαιρικά μείγμα, το οποίο δεν κυριάρχησε σε βάθος ετών στην Ευρώπη, απλώς και μόνο επειδή όλα του τα αστέρια έφυγαν μέσα σε μια τριετία από την στιγμή που έκανε το οριστικό «μπαμ».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1998, μόνο ο αναπληρωματικός τερματοφύλακας Φρεντ Γκριμ είχε απομείνει από την ομάδα που προκάλεσε τον θαυμασμό όλης της Ευρώπης, φτάνοντας σε τρεις ευρωπαϊκούς τελικούς μέσα σε τέσσερα χρόνια, κατακτώντας το Champions League και το Κύπελλο UEFA, πέρα βεβαίως από τους εγχώριους τίτλους (εννέα, εκ των οποίων τέσσερα πρωταθλήματα).
Έντβιν Φαν Ντερ Σαρ, Μίκαελ Ράιζιγκερ, Φρανκ και Ρόναλντ ντε Μπουρ, Φρανκ Ράικαρντ, Έντγκαρ Ντάβιντς, Κλάρενς Ζέεντορφ και Πάτρικ Κλάιφερτ ήταν οι οκτώ πιο ξεχωριστοί από τους γηγενείς και, με εξαίρεση των βετεράνο all around μέσο με μυθική καριέρα στη Μίλαν, αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά της Ολλανδίας που, το 1998 και το 2000, έφτασε μια ανάσα από τους τελικούς σε Παγκόσμιο Κύπελλο και Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα αντίστοιχα, χάνοντας στα ημιτελικά και μέσω των πέναλτι από Βραζιλία και Ιταλία.
«Ο Άγιαξ δεν είναι απλώς η ομάδα των 90s’. Πλησιάζει την ποδοσφαιρική Ουτοπία» είχε πει ο προπονητής – φιλόσοφος Χόρχε Βαλντάνο, όταν στον πάγκο της Ρεάλ Μαδρίτης βίωσε μια από τις μεγαλύτερες παραστάσεις εκείνης της ομάδας ως… θεατής πολυτελείας. Τον Νοέμβριο του 1995, ο Άγιαξ κατατρόπωνε τη Βασίλισσα μέσα στο «Σαντιάγο Μπερναμπέου», νικώντας «μόνο» με 2-0. Έξι μήνες πριν, αυτή η ομάδα είχε πατήσει στην κορυφή της Ευρώπης, για πρώτη φορά μετά από 22 ολόκληρα χρόνια.
Όπως, άλλωστε, άξιζε και με το παραπάνω στην πιο ολοκληρωμένη ομάδα που είδε ποτέ στη ζωή του ο Πεπ Γκουαρδιόλα, όπως εξήγησε χρόνια αργότερα ο θιασώτης του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου, προπονητής της απολαυστικής Μάντσεστερ Σίτι και άλλοτε της κορυφαίας Μπαρτσελόνα όλων των εποχών.
Ο Λουίς Φαν Χάαλ μιλάει (κυρίως) στο γήπεδο
Του αρέσει να προκαλεί. Με τα λεγόμενά του αλλά, κυρίως, με τις τακτικές του αποφάσεις, ακόμα και αν αυτές δεν αρέσουν στην κοινή γνώμη. Αδιαφορεί. Ο Λουίς Φαν Χάαλ εμπιστεύεται τυφλά τον εαυτό του και έχει μια έπαρση από φυσικού του που δεν του βγήκε πάντα σε καλό. Εκείνη την εποχή, πάντως, ήταν το απόλυτο και αδιαμφισβήτητο αφεντικό στο Άμστερνταμ.
Όχι, πάντως, από την στιγμή που ανέλαβε, διαδεχόμενος τον Λέο Μπενάκερ, το καλοκαίρι του 1991 και αφού είχε εργαστεί ως βοηθός και ως προπονητής της ομάδας Νέων στον Άγιαξ, ομάδα στην οποία ξεκίνησε και ως ποδοσφαιριστής (ένας αξιοπρεπής μέσος, αλλά τίποτα παραπάνω).
Η Αϊντχόφεν, η παραδοσιακή μεγάλη αντίπαλος, κυριαρχούσε εκείνη την εποχή με τέσσερα διαδοχικά πρωταθλήματα (από το 1986 έως το 1989) αλλά, κυρίως, το Πρωταθλητριών του 1988. Σαν να μην έφτανε αυτό, πολλές από τις αποφάσεις του 40χρονου τότε Φαν Χάαλ προκάλεσαν κύμα αρνητικών αντιδράσεων. Ο Γιάν Βάουτερς αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης της χρονιάς στην Ολλανδία το 1990, αλλά πωλήθηκε δύο χρόνια αργότερα. Και ο ιπτάμενος Ντένις Μπέργκαμπ, κορυφαίος το 1991 και το 1992, παραχωρήθηκε το 1993.
Παρά τις κριτικές, το αυτί του Φαν Χάαλ δεν ίδρωσε. Ο Γιάρι Λιτμάνεν προσγειώθηκε στο Άμστερνταμ το 1992 και διαδέχθηκε τον Μπέργκαμπ ως ο κορυφαίος παίκτης στο ολλανδικό ποδόσφαιρο, ο Ρόναλντ ντε Μπουρ επέστρεψε ύστερα από μια διετία στη Τβέντε για να «γεμίσει» και άλλο το ρόστερ, στο οποίο βεβαίως κυριαρχούσαν τα παιδιά της ακαδημίας.
Ο γεννημένος στο Άμστερνταμ Αλοΐσιους Πάουλους Μαρία Φαν Χάαλ (το πλήρες όνομά του) πόνταρε στα «προϊόντα» του φυτωρίου, ανέβασε στην πρώτη ομάδα έναν 18χρονο επιθετικό ονόματι Πάτρικ Κλάιφερτ που στην πρώτη του σεζόν αναδείχθηκε ταλέντο της χρονιάς στο πρωτάθλημα (με 18 γκολ σε 25 παιχνίδια) και στο Champions League σημείωσε το πιο σημαντικό γκολ στην ιστορία του συλλόγου για πάνω από δύο δεκαετίες.
Ο Φαν Χάαλ είχε όλους τους νεαρούς παίκτες από κοντά, τους δίδασκε και την παραμικρή λεπτομέρεια για την δράση τους μέσα στο γήπεδο, τους έδειχνε αναλυτικά τι έπρεπε να κάνουν και πως να το κάνουν, προκειμένου να έρθει το επιθυμητό αποτέλεσμα για την ομάδα.
Με σημείο αναφοράς την επίθεση και διατάξεις 3-5-2, 3-4-3 (που στο τελευταίο τέταρτο του γηπέδου μετατρέπονταν και σε 3-3-4) και 3-1-2-3-1 που στην άμυνα άλλαζε σε 4-4-2 ή 5-2-3, ο Φαν Χάαλ είχε συνεχώς την ομάδα του στη… πρίζα. Σε συνδυασμό με την τακτική του προσέγγιση, εκμεταλλευόταν στο έπακρο την ταχύτητα και την φρεσκάδα που έδιναν τα νεανικά πνευμόνια των ποδοσφαιριστών του και, κάπως έτσι, παρουσίασε μια από τις πιο συναρπαστικές ομάδες όλων των εποχών.
Τρομερά «μωρά» και δύο πολύτιμοι «παππούδες»
Καλός και άγιος (έστω και με τα… θέματά του) ο Φαν Χάαλ, αλλά βεβαίως την ποδοσφαιρική ραψωδία την έγραψαν ως επί το πλείστον οι παίκτες του. Αυτοί που ξεδίπλωσαν απλόχερα το πλούσιο ταλέντο τους στο χορτάρι, λειτουργώντας ως μια καλοκουρδισμένη μηχανή που αποσπούσε επιφωνήματα θαυμασμού στο Ολυμπιακό Στάδιο του Άμστερνταμ, αλλά και σε όποιο άλλο γήπεδο πήγαιναν.
Ένα αστείο αυτογκόλ του Στάνλεϊ Μέντσο σε αγώνα με την Οσέρ για το Κύπελλο UEFA της περασμένης σεζόν του στοίχισε την θέση κάτω από τα δοκάρια και άνοιξε τις πόρτες της ενδεκάδας σε έναν ψηλόλιγνο, 24χρονο τερματοφύλακα, ο οποίος έμελλε να γράψει ιστορία, όπου και αν έπαιξε. Ο Έντβιν Φαν ντερ Σαρ, στον οποίο έδειξε τυφλή εμπιστοσύνη ο Φαν Χάαλ, ήταν ο φύλακας άγγελος του Αίαντα και η κολώνα μιας πολύ δυναμικής και ασφαλούς αμυντικής γραμμής.
Όπως και ο Φαν ντερ Σαρ, ο 21χρονος Μίχαελ Ράιζιγκερ προερχόταν από το φυτώριο και ταίριαζε ιδανικά στο σύστημα του Φαν Χάαλ με την ταχύτητα και την ενέργειά του, ανεβοκατεβαίνοντας το δεξί άκρο της άμυνας. Στην άλλη πλευρά, ο (επίσης γηγενής) Φρανκ ντε Μπουρ πρόσφερε καλή κυκλοφορία της μπάλας, καθαρό μυαλό και ιδανική τοποθέτηση – timing για να σταματήσει τον εκάστοτε αντίπαλο. Ο 24χρονος τότε Φρανκ ξεκίνησε την καριέρα του ως αριστερό εξτρέμ, οπισθοχώρησε σε ρόλο αριστερού μπακ και, εντέλει, καθιερώθηκε ως κεντρικός αμυντικός.
Στο κέντρο της οπισθοφυλακής δέσποζε ο Ντάνι Μπλιντ. Παρ’ ότι η μεταγραφή του το 1986, ύστερα από υπόδειξη του Γιόχαν Κρόιφ, δεν άρεσε στον αστέρα της ομάδας Μάρκο Φαν Μπάστεν, ο πατέρας του τωρινού υπαρχηγού του Άγιαξ, Ντάλεϊ, εξελίχθηκε σε παίκτη – κλειδί. Στα 33 του εκείνη την εποχή, ήταν ο ιδανικός ηγέτης της οπισθοφυλακής, αν και στην ομάδα δέσποζε ο 32χρονος Φρανκ Ράικαρντ, σε έναν μεικτό ρόλο μεταξύ άμυνας και μεσαίας γραμμής.
Παιδί του συλλόγου και χορτασμένος από τις επιτυχίες του με την θρυλική Μίλαν του Αρίγκο Σάκι, ο χαρισματικός μέσος ήταν η «κόλλα» που έδεσε ιδανικά μια ομάδα που συνδύαζε καντάρια ταλέντου με τις απαραίτητες δόσεις (της πάντα πολύτιμης και απαραίτητης) εμπειρίας.
Στην μεσαία γραμμή, βεβαίως, ξεχώριζαν δύο ποιοτικότατα… μπουλντόγκ όπως ο 21χρονος Έντγκαρ Ντάβιντς, μεγαλωμένος με τη μπάλα του δρόμου και ο 18χρονος Κλάρενς Ζέεντορφ, επίσης παιδιά του συλλόγου, τα οποία στη συνέχεια έκαναν σπουδαία καριέρα μακριά από το Άμστερνταμ. Ο Ζέεντορφ, μάλιστα, παραμένει μέχρι και σήμερα ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει κατακτήσει το Champions League με τρεις διαφορετικές ομάδες (Άγιαξ, Ρεάλ Μαδρίτης και Μίλαν).
Και, στην επίθεση, ο 23χρονος Γιάρι Λιτμάνεν αποτελούσε το σημείο αναφοράς με την κλάση του, όντας και ο πρώτος στην πίεση ψηλά, δίνοντας το καλό παράδειγμα στους υπόλοιπους. Μέγας εκτελεστής και μπαλαδόρος ο Φινλανδός, δεν έκανε στη συνέχεια την καριέρα που του άξιζε, βάσει ταλέντου, εξαιτίας των τραυματισμών που τον ταλαιπώρησαν.
Στα άκρα, οι ταχύτατοι Φίνιντι Τζορτζ (23 ετών) και Μαρκ Όφερμαρς (20), δεξιά και αριστερά αντίστοιχα, έδιναν τρομερή ταχύτητα και ενέργεια, «ταΐζοντας» τον Λιτμάνεν, τον δίδυμο αδελφό του Φρανκ Ντε Μπουρ, Ρόναλντ (έπαιζε παντού και όπου τον χρειάζονταν η ομάδα), τον 17χρονο Νουάνκο Κανού (ανακάλυψη του Φαν Χάαλ και χαρισματικός με την μπάλα στα πόδια, παρά τα 197 εκατοστά ύψος) και, βεβαίως, τον «φουριόζο» Κλάιφερτ.
Οι μεγάλες παραστάσεις μιας ομάδας – όνειρο
Το αποκορύφωμα εκείνης της ομάδας – ορχήστρα ήταν η κατάκτηση του Champions League, στην γενέτειρα του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (τίποτα δεν είναι τυχαίο), την Αυστρία. Στις 24 Μαΐου του 1995 στη Βιέννη, την πόλη όπου ο μυθικός συνθέτες έδωσε τις μεγαλύτερες παραστάσεις του, ο Άγιαξ κάθισε στον θρόνο της Ευρώπης μετά από 22 χρόνια.
Και το έκανε με αντίπαλο το απόλυτο αφεντικό του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου εκείνη την εποχή: Την Μίλαν, που ένα χρόνο πριν είχε διαλύσει τη Ντριμ Τιμ του Γιόχαν Κρόιφ, τη Μπαρτσελόνα, στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας (4-0) και έπαιξε πέντε τελικούς Κυπέλλου Πρωταθλητριών σε μια επταετία, τρεις εκ των οποίων σερί, με τρεις κατακτήσεις.
Οι πολύπειροι Ροσονέρι του Φάμπιο Καπέλο και των Πάολο Μαλντίνι, Μαρσέλ Ντεσαγί και Ζβόνιμιρ Μπόμπαν θεωρούνταν το φαβορί του τελικού στο «Ερνστ Χάπελ» της αυστριακής πρωτεύουσας. Και αυτό, παρ’ ότι στη φάση ομίλων, όπου αντιμετώπισε ακόμα την ΑΕΚ και την Ζάλτσμπουργκ, ο Άγιαξ είχε νικήσει τόσο στο Άμστερνταμ, όσο και στο Μιλάνο (νίκη με 2-0 και στα δύο ματς).
Απόλυτα ισορροπημένος τελικός, με τον Φαν Χάαλ να χρησιμοποιεί τον Ρόναλντ Ντε Μπουρ σαν «ψευτό – εννιάρι» (όχι, δεν το ανακάλυψε ο Πεπ Γκουαρδιόλα με τον Λιονέλ Μέσι) και να οδηγείται, με βάση την εικόνα του, στην αγωνιώδη παράταση. Στο 70’, όμως, ο Πάτρικ Κλάιφερτ πήρε την θέση του Γιάρι Λιτμάνεν και στο 85’, ύστερα από πάσα του Ράικαρντ (σημειολογικό…), μπήκε στην περιοχή, με προβολή νίκησε τον Σεμπαστιάνο Ρόσι και έστεψε πρωταθλητή Ευρώπης τον Άγιαξ.
Το γκολ του Κλάιφερτ, ο οποίος έγινε ο νεαρότερος σκόρερ σε τελικό Champions League (σε ηλικία 18 ετών και 327 ημερών), αντάμειψε απόλυτα μια τολμηρή, γεμάτη (ωραίο) θράσος ποδοσφαιρική ιδέα, η οποία πρεσβεύει την μπάλα που όλοι (η πλειοψηφία έστω) θέλουμε να απολαμβάνουμε.
Και αν το συγκεκριμένο παιχνίδι έχει μείνει ορθά στην ιστορία ως η βραδιά της στέψης, αυτής της απόλυτης υπόκλισης από ολόκληρο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη είχε έρθει 35 ημέρες νωρίτερα. Στις 19 Απριλίου, ο Αίαντας κατατρόπωνε με 5-2 την Μπάγερν Μονάχου του Τζιοβάνι Τραπατόνι και έπαιρνε πανηγυρικά την πρόκριση στον μεγάλο τελικό.
Στην ανάπαυλα, ο Ολλανδός βιολιστής Αντρέ Ριέ μάγεψε τους σαράντα χιλιάδες φιλάθλους που γέμισαν το Ολυμπιακό Στάδιο. Και, λίγα λεπτά νωρίτερα, ο Λιτμάνεν (δύο γκολ), ο Φίνιντι και ο Ρόναλντ ντε Μπουρ είχαν μαγέψει τον πλανήτη, σημειώνοντας τέσσερα γκολ σε ένα 45λεπτο, τρία εκ των οποίων μέσα σε ένα απίθανο, οργιώδες πεντάλεπτο, στο φινάλε και το ξεκίνημα των δύο ημιχρόνων.
Η πεντάρα επί της Μπάγερν, άλλη μια πεντάρα μέσα στο Ρότερνταμ επί της άσπονδης γειτόνισσας Φέγενορντ, ένα εμφατικό 4-1 επί της PSV στο Αϊντχόφεν και το σόου στο «Σαντιάγο Μπερναμπέου» της Μαδρίτης, λίγους μήνες αργότερα, ήταν μερικές από τις μεγαλύτερες παραστάσεις εκείνης της μοναδικής ομάδας, την οποία είχαν την τύχη να απολαύσουν από κοντά και οι Έλληνες φίλαθλοι.
«Ρε σεις, τι μπάλα παίζουν αυτοί;» ήταν το σχόλιο που κυριαρχούσε στις εξέδρες του «Νίκος Γκούμας» στις 28 Σεπτεμβρίου του 1994, όταν η Ένωση είχε καταφέρει να προηγηθεί με τον Τόνι Σαβέφσκι (30’), προτού αναλάβουν δράση οι Γιάρι Λιτμάνεν (33’) και Πάτρικ Κλάιφερτ (63’). Χαλάλι η ήττα της ελληνικής ομάδας και για τον υπογράφοντα, ο οποίος είχε την τύχη να δει από κοντά την δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα του Άγιαξ όλων των εποχών.
Ο Παναθηναϊκός έβαλε τέλος στο αήττητο
Η σεζόν 1994-95 ήταν η κορυφαία εκείνης της ομάδας, αφού κατέκτησε αήττητη το πρωτάθλημα (με επτά βαθμούς περισσότερους από τη δεύτερη Ρόντα), με 27 νίκες – επτά ισοπαλίες, 106 γκολ ενεργητικό (3,4 ανά αγώνα!), αφού πέτυχε τέσσερα ή περισσότερα γκολ σε δώδεκα περιπτώσεις (!), οκτώ σε ένα παιχνίδι και επτά σε ένα άλλο. Εξίσου εντυπωσιακό, όμως, και το παθητικό με μόλις 28 γκολ.
Διαφορά τερμάτων, δηλαδή; +78! Γιατί τέτοια διαφορά; Επειδή η φιλοσοφία του Φαν Χάαλ ήταν αυτή. Όταν όλοι κάνουν την δουλειά τους, όλοι χωράνε και όλοι προσθέτουν. Και, στο Champions League, ο απολογισμός ήταν εξίσου εντυπωσιακός: Επτά νίκες, τέσσερις ισοπαλίες, 17 γκολ υπέρ και μόλις τέσσερα κατά.
Η σεζόν είχε ξεκινήσει με την κατάκτηση του Σούπερ Καπ (της ασπίδας «Γιόχαν Κρόιφ», όπως ονομάζεται), με άνετη νίκη επί της Φέγενορντ (3-0), η οποία όμως πήρε ρεβάνς στα προημιτελικά του Κυπέλλου, στερώντας από τον Άγιαξ την πιθανότητα του τρεμπλ, αλλά και του να τελειώσει αήττητος παντού μια ολόκληρη αγωνιστική περίοδο.
Το καλοκαίρι του 1995 άρχισε η αποδόμηση της υπέρ ομάδας με την αποχώρηση του Κλάρενς Ζέεντορφ με προορισμό την Σαμπντόρια και τον Φρανκ Ράικαρντ να κρεμάει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια σε μια ηλικία που σήμερα ένας παίκτης θεωρείται έμπειρος, αλλά σε καμία περίπτωση βετεράνος ή παλαίμαχος (32).
Παρά τις απώλειες, ο Άγιαξ συνέχισε να επελαύνει στο Champions League, φτάνοντας σε δεύτερο διαδοχικό τελικό, τον οποίο έχασε στα πέναλτι από τη Γιουβέντους επί ιταλικού εδάφους (Ρώμη). Στα ημιτελικά και εξαιτίας ενός γκολ του Κριστόφ Βαζέχα, ο Παναθηναϊκός είχε σοκάρει τον Αίαντα στο Ολυμπιακό Στάδιο του Άμστερνταμ.
Πλέον, το γήπεδο ονομάζεται «Γιόχαν Κρόιφ Αρένα», για να τιμήσει τον μαέστρο που σημάδεψε, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, την μοίρα ενός συλλόγου που αποτελεί υπόδειγμα οργάνωσης και ανάπτυξης ταλέντων και καμαρώνει πρωτίστως για τρεις, «χρυσές» γενιές από την δεκαετία των 70s’ μέχρι και σήμερα.