Ντιναμό Κιέβου: Τα υπερηχητικά «εγγόνια» του Βαλερί Λομπανόφσκι
Το Gazzetta αποτίει φόρο τιμής στις ομάδες που άφησαν τη σφραγίδα τους στο ποδόσφαιρο που αγαπήσαμε, με τη στήλη «Τα καλύτερά τους χρόνια». Μετά την Πάρμα των παιχταράδων και τον δεύτερο πιο μεγάλο Άγιαξ όλων των εποχών, σειρά παίρνει το τελευταίο, απολαυστικό δημιούργημα του Βαλερί Λομπανόφσκι: Η Ντιναμό Κιέβου στο φινάλε της δεκαετίας του ‘90.
Σημαία εκείνης της ομάδας ήταν ο άνθρωπος που διεκδικεί, μαζί με τον θρυλικό Όλεγκ Μπλαχίν, τον τίτλο του κορυφαίου Ουκρανού (ή μήπως και Σοβιετικού;) ποδοσφαιριστή όλων των εποχών, ο Αντρέι Σεβτσένκο.
Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Η ζωή μου, το ποδόσφαιρο μου», ο 44χρονος «Σέβα» θυμάται πως μεγάλωσε στην σκιά του πυρηνικού δυστυχήματος του Τσέρνομπιλ, εξαιτίας του οποίου ο στρατός μετέφερε όλα τα παιδιά ηλικίας 6-15 ετών πάνω από 1.500 χιλιόμετρα μακριά, μέχρι να περιοριστεί (;) η εξάπλωση της ραδιενέργειας.
«Στην γειτονιά που μεγάλωσα στο Κίεβο, άρχισα να έχω όλο και λιγότερους φίλους από την παιδική μου ηλικία. Πέθαναν όλοι, όχι από την ραδιενέργεια, αλλά από αλκοόλ, ναρκωτικά, προβλήματα με όπλα… Οι ρωγμές στο τείχος της Σοβιετικής Ένωσης ήταν όλο και μεγαλύτερες. Ο κόσμος που γνωρίζαμε κατέρρεε και οι φίλοι, όπως όλοι οι άνθρωποί μου, δεν πίστευαν σε τίποτα και χάθηκαν. Η αγάπη των γονιών μου και το ποδόσφαιρο με έσωσαν» εξηγούσε ο Σεβτσένκο, ο οποίος έμαθε το ποδόσφαιρο στην ακαδημία της Ντιναμό Κιέβου και την ζωή μέσα από τον δεύτερο πατέρα και δάσκαλό του, Βαλερί Λομπανόφσκι.
«Εξακολουθεί να είναι μέρος της ζωής μου. Ήταν στο πλευρό μου σε μια δύσκολη εποχή. Ήταν κάτι παραπάνω από ένας αυστηρός δάσκαλος. Θυμάμαι ότι μας έδινε εντολή να κάνουμε δεκάδες επαναλήψεις αυτής που αποκαλούσαμε «Ανάβαση του Θανάτου», με πλαγιές που είχαν κλίσεις της τάξεως του 16%. Όποιος δεν έκανε εμετό, δεν έπαιζε βασικός. Ήταν σκληρός, αλλά ακέραιος και μάθαμε πολλά από εκείνον» θυμάται ο «Σέβα» για τον προπονητή – θρύλο από το Κίεβο, στον τάφο του οποίου παρουσίασε, ως φόρο μνήμης και τιμής, τη «Χρυσή Μπάλα» που πήρε το 2004.
Το «χρυσό» παιδομάζωμα
Μέχρι να κάνει το «μπαμ» η Σαχτάρ Ντόνετσκ, η Ντιναμό Κιέβου έπαιζε ουσιαστικά μόνη της στο ουκρανικό πρωτάθλημα, το οποίο ιδρύθηκε το 1991, λίγους μήνες μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Οι «Bilo-syni» (Γαλανόλευκοι), άλλωστε, ήταν κυρίαρχοι και επί ημερών του σοβιετικού γίγαντα, με 13 πρωταθλήματα (τελευταίο το 1990, το τελευταίο πριν από την διάλυση δηλαδή) και εννέα Κύπελλα.
Εννέα διαδοχικά πρωταθλήματα, από το 1993 έως και το 2001, κατέγραψε η ομάδα του Κιέβου, η οποία διέλυε όλα τα κοντέρ εντός συνόρων. Ήθελε, όμως, το κάτι παραπάνω στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, για να βαδίσει στα χνάρια της σπουδαίας ομάδας του Όλεγκ Μπλαχίν (και, βεβαίως, του Βαλερί Λομπανόφσκι), η οποία και έγινε η πρώτη σοβιετική που κατέκτησε ευρωπαϊκό τρόπαιο, με δύο Κύπελλα Κυπελλούχων (1975 και 1986).
Οι ποδοσφαιριστές που συνέθεσαν την εξαιρετική ομάδα στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, μεγάλωσαν με σημείο αναφοράς τη Ντιναμό της προηγούμενης δεκαετίας, αν και μόλις τρεις από τους έντεκα της βασικής ενδεκάδας, ήταν γέννημα θρέμμα της «χρυσής» ακαδημίας του συλλόγου: Ο τερματοφύλακας Αλεξάντερ Σοβκόβσκι, ο κεντρικός αμυντικός Βλάντισλαβ Βάστσουκ και, βεβαίως, ο Αντρέι Σεβτσένκο.
Το τμήμα σκάουτινγκ της Ντιναμό έκανε πολύ αποτελεσματική δουλειά στην εύρεση ταλέντων από άλλες ομάδες της Ουκρανίας, από την Λευκορωσία και την Γεωργία, συνθέτοντας ένα πολύ δεμένο σύνολο που συνδύαζε θέαμα και ουσία με ζηλευτή συνέπεια, κάνοντας επίδειξη δύναμης στις εγχώριες διοργανώσεις και καταπληκτικές εμφανίσεις στο, ενδεχομένως, πιο απαιτητικό Champions League όλων των εποχών. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι τότε έπαιζαν ακόμα οι πρωταθλήτριες και όχι οι τρίτες και οι τέταρτες των μεγάλων πρωταθλημάτων.
Με διάταξη 3-3-1-2 ως επί το πλείστον, οι παίκτες ενάλλασσαν θέσεις διαρκώς, διατηρώντας πάντα την ισορροπία για να μην υπάρχουν κενοί χώροι για τον αντίπαλο. Η τριάδα στα μετόπισθεν μετατρέπονταν πολύ συχνά σε τετράδα στο αμυντικό transition, ενώ στην επίθεση οι δύο γινόντουσαν συνεχώς τρεις, ώστε ο αντίπαλος να μην ξέρει από που θα του… έρθει.
Ο Αλεξάντερ Σοβκόβσκι έχει συνδέσει όλη του τη ζωή με τη Ντιναμό Κιέβου. Και είχε προτάσεις για να την αποχωριστεί, κάτι που όμως δεν έκανε ποτέ. Ενσωματώθηκε στα τμήματα υποδομής σε ηλικία έντεκα ετών και κρέμασε τα γάντια του στα 41 (τριάντα χρόνια μετά δηλαδή!), έχοντας μόνο μερικούς μήνες ως δανεικός στην CSK Κιέβου. Έχει το ρεκόρ συμμετοχών με τη Ντιναμό (637!), αλλά και το ρεκόρ συμμετοχών στο ουκρανικό πρωτάθλημα (426), μένοντας έξι μακριά από το ρεκόρ συμμετοχών στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο θα κατέχει δια βίου ο Όλεγκ Μπλαχίν.
Σε εκείνη την ομάδα – υπόδειγμα ήταν ο φύλακας άγγελος, καλά φρουρούμενος βεβαίως από μια αμυντική τετράδα που έδεσε ιδανικά. Στο δεξί άκρο της άμυνας, ο αρχηγός Όλεγκ Λούζνι, ο οποίος έπαιξε δέκα χρόνια στη Ντιναμό, προτού κάνει το άλμα για την Premier League και την Άρσεναλ του Αρσέν Βενγκέρ.
Στα αριστερά, ο Γεωργιανός Καχαμπέρ «Κάχα» Καλάτζε πήγε από τη μια Ντιναμό (Τιφλίδας) στην άλλη (Κιέβου), με τις εμφανίσεις του να του ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες για τη Μίλαν, την φανέλα της οποίας φόρεσε για εννέα ολόκληρα χρόνια. Έκλεισε την καριέρα του στη Τζένοα και έκτοτε ακολουθεί μια εξίσου πετυχημένη πολιτική καριέρα, όντας Δήμαρχος της Τιφλίδας και, στο παρελθόν, αναπληρωτής Πρωθυπουργός της Γεωργίας, αλλά και Υπουργός Ενέργειας της χώρας του.
«Πρωθυπουργός» στο κέντρο της άμυνας εκείνης της Ντιναμό ήταν ο Αλεξάντερ Χολόβκο, ο οποίος κάποτε αποτέλεσε μεταγραφικό στόχο της Λίβερπουλ, αλλά άφησε την Ουκρανία μόνο για μια σύντομη και… εξωτική περιπέτεια στην κινεζική Κινγκντάο. Παρτενέρ του ο Βλάντισλαβ Βάστσουκ, «παιδί» της Ντιναμό, την φανέλα της οποίας φόρεσε συνολικά για 18 ολόκληρα χρόνια.
Στην μεσαία γραμμή, η σοβιετική σχολή ποδοσφαίρου είχε εκπροσώπους από Ουκρανία και Λευκορωσία. Ο κεντρικός μέσος Αντρέι Χούσιν, ήταν ένα τρεχαντήρι πολυτελείας, από αυτά που είναι πάντα πολύτιμα σε μια ομάδα. Στα αριστερά της μεσαίας γραμμής, ο Βιτάλι Κοσόβσκι έφτασε στο πικ της καριέρας του στη Ντιναμό, αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός έβαλε πρόωρο τέλος σε αυτή όταν ήταν μόλις τριάντα ετών, το 2003. Σε εκείνη τη Ντιναμό, «κατάπινε» μόνος του όλη την αριστερή πλευρά.
Την Λευκορωσία εκπροσωπούσαν και μάλιστα με πολύ εντυπωσιακό τρόπο, καταρχήν ο Αλεκσάντερ Κχάτσκεβιτς στα δεξιά της μεσαίας γραμμής, προερχόμενος από τη Ντιναμό Μινσκ, στην οποία και έκλεισε την καριέρα του. Ήταν παίκτης – κλειδί της ομάδας του Κιέβου για οκτώ χρόνια, προτού δοκιμάσει και αυτός την τύχη του στη Κίνα, αλλά στην Τιαντζίν Τέντα.
Την τετράδα της μεσαίας γραμμής συμπληρώνει ένας ποδοσφαιριστής που πλέον δεν είναι μαζί μας. Παρτενέρ του Χούσιν ήταν ο Βαλεντίν Μπέλκεβιτς, ένας χαρισματικός οργανωτής που μετακόμισε μαζί με τον Κχάτσεκβιτς από τη Ντιναμό Μινσκ και ρίζωσε στο Κίεβο, παίζοντας δώδεκα χρόνια στη Ντιναμό, παίρνοντας μάλιστα και την ουκρανική υπηκοότητα. Έκλεισε την καριέρα του στο Αζερμπαϊτζάν (Ίντερ Μπακού), εργάστηκε ως προπονητής στις μικρές ομάδες της Ντιναμό, αλλά την 1η Αυγούστου του 2014, μόλις στα 41 του χρόνια, πέθανε από ανεύρυσμα.
Όλοι οι παραπάνω ήταν εξαίρετοι ποδοσφαιριστές και γρανάζια μιας καλοκουρδισμένης μηχανής, η μεγάλη δύναμη της οποίας όμως ήταν στην γραμμή κρούσης. Από την μια ο Σεργκέι Ρεμπρόφ, ένας βραχύσωμος, ταχύτατος και πολύ αποτελεσματικός επιθετικός, ο οποίος μετακόμισε και αυτός στην Αγγλία όπως ο Λούζνι (Τότεναμ), αλλά δεν στέριωσε ποτέ εκτός Ουκρανίας. Πλέον αφήνει τα διαπιστευτήριά του ως προπονητής, περνώντας και από το τιμόνι της Ντιναμό. Είναι, μάλιστα, ο πρώτος που κατέκτησε νταμπλ με τη Ντιναμό ως παίκτης και ως προπονητής.
Στο πλευρό του, ένας επιθετικός με απαράμιλλο στιλ και μοναδική εκτελεστική δεινότητα, ο οποίος και αυτός με την σειρά του ακολούθησε καριέρα προπονητή. Ο Αντρέι Σεβτσένκο, περί ου ο λόγος, μεγαλούργησε σε Ντιναμό και Μίλαν, έκλεισε την καριέρα του στην ομάδα της καρδιάς του και έγινε ο μοναδικός (μέχρι σήμερα) Ουκρανός που πήρε την «Χρυσή Μπάλα» ως ο κορυφαίος παίκτης στα ευρωπαϊκά γήπεδα (2004), μετά τον Όλεγκ Μπλαχίν (1975) και τον Ιγκόρ Μπελάνοφ (1986), αμφότεροι ως παίκτες της Ντιναμό Κιέβου (ο «Σέβα» ως παίκτης της Μίλαν).
Στρατηγός, μέντορας, πατέρας
Σπάνια ένας προπονητής έχει συνδεθεί τόσο με μια ομάδα, όσο ο Βαλερί Βασίλοβιτς Λομπανόφσκι με τη Ντιναμό Κιέβου, την ομάδα της γενέτειράς του. Ως ποδοσφαιριστής και χτίζοντας φήμη εξπέρ στα φάλτσα για εκτελέσεις κόρνερ και φάουλ, ο υψηλόσωμος (1.87) Λομπανόφσκι έπαιξε σε ηλικία 18 ετών στη Ντιναμό, την φανέλα της οποίας φόρεσε για επτά χρόνια, κατακτώντας ένα πρωτάθλημα (1961) και ένα Κύπελλο (1964).
Έφυγε λόγω κόντρας του με τον προπονητή Βίκτορ Μασλόφ. Ποιος ξέρει, ίσως αν δεν προέκυπτε αυτή να μην έφευγε ποτέ από τη Ντιναμό, στην οποία επέστρεψε ως προπονητής εννέα χρόνια αργότερα και αφού είχε σταματήσει την μπάλα στα 29, κάνοντας τα πρώτα του βήματα στους πάγκους στη Ντνίπρο Ντνιπροπετρόφσκ.
Στην πρώτη του θητεία στην ομάδα της καρδιάς του (1973-1982) και παρ’ ότι άπειρος ως προπονητής, έκανε δίδυμο με τον άλλοτε συμπαίκτη του Όλεγκ Βαζίλεβιτς (ο δεύτερος για την θεωρία, ο Λομπανόφσκι για τις προπονήσεις) και οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του νταμπλ με το «καλημέρα».
Δουλεύοντας επιστημονικά στο κομμάτι της φυσικής κατάστασης, ο Λομπανόφσκι ξετύλιξε ένα ποδοσφαιρικό στυλ που έμοιαζε στο «Total football» του Ρίνους Μίχελς σε Άγιαξ και Ολλανδία, αλλά με επιστημονικό τρόπο παρουσιασμένο και δίνοντας μεγάλη έμφαση στην πίεση. Το 1975, η Ντιναμό Κιέβου νίκησε 3-0 τη Φερεντσβάρος στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων και έγινε η πρώτη σοβιετική ομάδα που κατέκτησε ευρωπαϊκό τρόπαιο, για να ακολουθήσει και το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ κόντρα στη δις πρωταθλήτρια Ευρώπης (και βάση της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Γερμανίας) Μπάγερν Μονάχου με δύο νίκες και συνολικό σκορ 3-0. Και τα τρία γκολ έφεραν την σφραγίδα του Όλεγκ Μπλαχίν, ο οποίος και πήρε την «Χρυσή Μπάλα» εκείνη την χρονιά.
Η κατάκτηση του Κυπελλούχων, με οκτώ νίκες σε εννέα παιχνίδια (88,8% ποσοστό νικών, το υψηλότερο σε όλες τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις μέχρι που την σεζόν 2019-20 η Μπάγερν πήρε το Champions League μόνο με νίκες), εκτόξευσε τις μετοχές του Λομπανόφσκι, ο οποίος από το καλοκαίρι του 1976 έμεινε μόνος του στο τιμόνι της Ντιναμό, ύστερα από διαφωνίες του Μπαζίλεβιτς με ποδοσφαιριστές.
Πέντε πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα και ένα Σούπερ Καπ, πέραν βεβαίως από τις ευρωπαϊκές επιτυχίες, συνόδευσαν την πρώτη υπέρ – επιτυχημένη θητεία του Λομπανόφσκι στη Ντιναμό, την οποία άφησε για να αναλάβει την εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης για δεύτερη φορά.
Μετά την απόλυσή του, επέστρεψε στη Ντιναμό, επαναφέροντας την ομάδα από μια απογοητευτική δέκατη θέση (που επέφερε και την απώλεια του ευρωπαϊκού εισιτηρίου για πρώτη φορά σε 14 χρόνια) στην κατάκτηση του νταμπλ και του Κυπέλλου Κυπελλούχων για δεύτερη φορά, ξανά με νίκη 3-0 στον τελικό, αυτή την φορά κόντρα στην Ατλέτικο Μαδρίτης του Λουίς Αραγονές.
Οι ειδικοί της εποχής έκαναν λόγο για «ποδόσφαιρο του 21ου αιώνα» από τη Ντιναμό, την οποία χαρακτήριζαν «ομάδα από άλλο πλανήτη» για τη μπάλα που έπαιζε, με τον Ιγκόρ Μπελάνοφ να κερδίζει την «Χρυσή Μπάλα» και τις επιτυχίες της ομάδας να οδηγούν και πάλι τον Λομπανόφσκι στην εθνική, με την οποία έφτασε μέχρι και τον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 1988.
Παράλληλα, βεβαίως, συνέχισε να δουλεύει στη Ντιναμό, από την οποία αποχώρησε λόγω της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και για να γεμίσει με… πετροδόλαρα τις τσέπες του, αναλαμβάνοντας την εθνική ομάδα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Τον Γενάρη του 1997, ο Λομπανόφσκι επέστρεψε για μια τρίτη (και τελευταία) θητεία στη Ντιναμό, η οποία δεν είχε αντίσταση εντός συνόρων, αλλά έξω από αυτά δεν κατάφερνε να ξεπεράσει τον πρώτο γύρο του Champions League για να μπει στους ομίλους.
«Παιδιά, μαζευτήκαμε εδώ. Πολλοί θα ταιριάξουν στη Ντιναμό, πολλοί όχι. Ακόμα και έτσι, θα δώσω ευκαιρίες σε όλους. Αν θέλετε να πετύχει κάτι, μην σκέφτεστε μόνο πώς θα βγάλετε χρήματα. Αν θέλετε ο κόσμος να μιλάει για εσάς, σας παρακαλώ να το κάνετε» είπε, στην πρώτη του ομιλία μετά την επιστροφή του.
Και οι παίκτες του το έκαναν και με το παραπάνω. Μπήκαν στους ομίλους του Champions League, την επόμενη διετία σημείωσαν μερικές από τις μεγαλύτερες νίκες στην ιστορία του συλλόγου (λεπτομέρειες παρακάτω) και τα κατάφεραν με οδηγό έναν προπονητή που υπήρξε σπουδαίος ψυχολόγος, μπροστά από την εποχή του σε τακτική προσέγγιση και που δεν σταματούσε ποτέ να βελτιώνεται.
«’Ενας προπονητής πρέπει να μαθαίνει σε όλη του τη ζωή. Αν σταματήσει να το κάνει, τότε σταματάει να είναι και προπονητής» ήταν μια από τις πιο διάσημες ατάκες ενός χαρισματικού ανθρώπου που δεν χρειάστηκε ποτέ να υψώσει τον τόνο της φωνής του, αφού είχε τον απόλυτο σεβασμό και αφοσίωση των εκάστοτε ποδοσφαιριστών του.
Αυτή που δεν τον… άκουγε όσο θα έπρεπε, όμως, ήταν η καρδιά του. Το 1988 υπέστη το πρώτο καρδιακό επεισόδιο. Το φθινόπωρο του 2001 ήρθε το δεύτερο, εξαιτίας του οποίου χρειάστηκε και επέμβαση. Στις 7 Μαΐου του 2002 και στη διάρκεια ενός αγώνα της Ντιναμό Κιέβου με τη Μέταλουργκ Ζαπορίζια, ο Λομπανόφσκι λιποθύμησε και νοσηλεύτηκε με εγκεφαλικό. Χρειάστηκε εγχείρηση στον εγκέφαλο, η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε και η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει στις 13 Μαΐου.
Στη κηδεία του, μια ημέρα αργότερα, έδωσαν το παρών δεκάδες πρώην ποδοσφαιριστές του, όπως ο Όλεγκ Μπλαχίν, ο Αντρέι Σεβτσένκο, ο Ιγκόρ Μπελάνοφ ή ο Σεργκέι Ρεμπρόφ, ο Πρόεδρος της Ουκρανίας, Λεονίντ Κούσμα, ο Πρωθυπουργός Ανατόλι Κίνακ, καθώς και πάνω από 100 χιλιάδες άνθρωποι!
Στο κοιμητήριο του Μπάικοβε, όπου και ετάφη, η επιτύμβια στήλη είναι στολισμένη με μια κιονοστοιχία που γράφει στα ρωσικά: «Είμαστε ζωντανοί όσο μας θυμούνται». Και για το ουκρανικό, το σοβιετικό και κατ’ επέκταση το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, ο Βαλερί Λομπανόφσκι θα παραμείνει ζωντανός για πάντα…
Υποκλίθηκαν Μπαρτσελόνα και Ρεάλ
Η μαγική Ντιναμό της διετίας 1997-1999 άρχισε να διαλύεται με την πώληση του Αντρέι Σεβτσένκο στη Μίλαν και του Όλεγκ Λούζνι στην Άρσεναλ, μένοντας με το παράπονο της μη παρουσίας σε έναν τελικό Champions League. Παρ’ ότι μέχρι σήμερα παραμένει η τελευταία ομάδα πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα που έφτασε σε ημιτελικά της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, τα μέλη της νιώθουν ότι μπορούσε να κάνει το παραπάνω βήμα.
Και το ένιωθαν γιατί έβλεπαν την ομάδα να κεντάει μέσα στον αγωνιστικό χώρο και να σημειώνει μερικά από τα πιο εντυπωσιακά ευρώ – αποτελέσματά της, για τα οποία οι φίλαθλοι της μιλούν μέχρι και σήμερα, πάνω από μια εικοσαετία μετά.
Την σεζόν 1997-98, η άπειρη Ντιναμό κληρώθηκε στον αποκαλούμενο «όμιλο του θανάτου», με τη Μπαρτσελόνα, τη Νιουκάστλ και την Αϊντχόφεν. Αφού νίκησε άνετα μέσα στην Ολλανδία και έφερε ισοπαλία με τις Καρακάξες, η ομάδα του Λομπανόφσκι αντάμωσε με αυτή του Φαν Χάαλ (αλλά και του Ριβάλντο και του Λουίς Φίγκο) για δύο διαδοχικές κόντρες που έμειναν για πάντα στην ιστορία.
Στην πρώτη, στο Κίεβο και παρουσία εκατό χιλιάδων θεατών, η Ντιναμό έκανε πάρτι (3-0), παίζοντας καταπληκτικό ποδόσφαιρο κατά διαστήματα και χωρίς να σκοράρει ο Αντρέι Σεβτσένκο. Ο «Σέβα», όμως, αποδείχθηκε πως τα… φυλούσε για την ρεβάνς. Απίστευτο πάρτι στο «Καμπ Νόου», θρίαμβος με 4-0 με χατ – τρικ του Σεβτσένκο και ένα γκολ του Ρεμπρόφ και όλη η Ευρώπη μιλάει για τα απίθανα παιδιά του Λομπανόφσκι. Την ίδια ώρα, στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, Ολυμπιακός και Ρεάλ Μαδρίτης έφερναν 0-0, με σχολιαστή για την ισπανική τηλεόραση τον… Μίτσελ! Ποιος να του το έλεγε…
Την πανηγυρική πρόκριση στα προημιτελικά, με μόλις μια ήττα και αυτή ανώδυνη, ακολούθησε μια… ανώμαλη προσγείωση κόντρα στη Γιουβέντους, η οποία θριάμβευσε με 4-1 στο Κίεβο με χατ – τρικ του Φιλίπο Ιντσάγκι, παρ’ ότι στο πρώτο ματς η Ντιναμό είχε πάρει 1-1 στο Τορίνο. Οι Ουκρανοί δεν ήταν ακόμα έτοιμοι για το παραπάνω βήμα.
Την επόμενη σεζόν, παρ’ ότι ζορίστηκε σε έναν όμιλο με Παναθηναϊκό (πρεμιέρα με ήττα στο «Νίκος Γκούμας»), Άρσεναλ και Λανς, έχτισε την πρόκρισή της σε νίκη επί της Άρσεναλ στο Κίεβο (3-1) και μια ισοπαλία με τους Κανονιέρηδες στο Λονδίνο (1-1).
Στα προημιτελικά, η μοίρα έφερε στον δρόμο της Ντιναμό την πρωταθλήτρια Ευρώπης της προηγούμενη σεζόν. Στο «Σαντιάγο Μπερναμπέου», οι Ουκρανοί πήραν ισοπαλία από τη Ρεάλ Μαδρίτης (1-1) και, στη ρεβάνς, νίκησαν εμφατικά με 2-0 (και τα δύο γκολ του Σεβτσένκο), παίρνοντας μια τεράστια πρόκριση.
Στα ημιτελικά και κόντρα στη Μπάγερν Μονάχου, η Ντιναμό… κεντάει για πάνω από μια ώρα και προηγείται με 3-1 στην έδρα της, χάνοντας τεράστιες ευκαιρίες για τέταρτο και πέμπτο γκολ. Ένα απίθανο φάουλ του Στέφαν Έφενμπεργκ, όμως, της κόβει τα πόδια και εντέλει, την υποχρεώνει σε ισοπαλία 3-3. Στο Μόναχο, ψάχνει το γκολ της πρόκρισης, δέχεται ένα από τον Μάριο Μπάσλερ και βλέπει το όνειρο του τελικού να εξανεμίζεται. Σε αυτόν, η Μπάγερν επρόκειτο να λυγίσει με δύο γκολ στις καθυστερήσεις από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον.
Το απίθανο 3-3 ήρθε ανεξήγητα για τον Λομπανόφσκι, ο οποίος για χρόνια έλεγε ότι, στην καριέρα του, δύο αγώνες δεν κατάλαβε πώς εξελίχθηκαν και ολοκληρώθηκαν. Αυτός και την ήττα της (επίσης δικής του) Σοβιετικής Ένωσης από το Βέλγιο στον δεύτερο γύρο του Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό (3-4), εξαιτίας βεβαίως και δύο γκολ των Βέλγων από διαιτητικά λάθη. Αυτά που δεν μπορούσε να ελέγξει ακόμα και ένας τόσο μεθοδικός και καταρτισμένος προπονητής όπως ο Μετρ...