Νταμίρ Κάναντι στο Gazzetta: «Ελλάδα έχεις ταλέντο, αλλά πρόεδροι και προπονητές δεν πιστεύουν στον νέο ποδοσφαιριστή»

Νταμίρ Κάναντι στο Gazzetta: «Ελλάδα έχεις ταλέντο, αλλά πρόεδροι και προπονητές δεν πιστεύουν στον νέο ποδοσφαιριστή»

Νότης Χάλαρης

Πρόκειται για μία από τις φυσιογνωμίες που άφησαν το σημάδι τους στο ελληνικό ποδόσφαιρο και όχι άδικα. Ο άνθρωπος που λάτρεψε τον Ατρόμητο, αγάπησε την Ελλάδα και όταν μιλάει για αυτούς τους δύο τομείς, δείχνει στο βλέμμα πόσο βαθιά έχουν μπει στην καρδιά του.

Ο Νταμίρ Κάναντι συστήθηκε στη Superleague το καλοκαίρι του 2017 όταν ανακοινώθηκε ως ο νέος προπονητής της ομάδας του Περιστερίου και έμελλε να γίνει ένας από τους πιο πετυχημένους της ιστορίας του. Έμεινε για συνολικά δύο χρόνια, μέτρησε 76 παιχνίδια στην άκρη του πάγκου και είχε ως απολογισμό 38 νίκες, 20 ισοπαλίες και 18 ήττες σε όλες τις διοργανώσεις.

Και επειδή «στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε» που λέει και το τραγούδι, ο Αυστριακός κόουτς επέστρεψε στο Περιστέρι μετά από ένα χρόνο αφότου αποχώρησε. Δεν ήταν ανάλογη η θητεία με την πρώτη αλλά αυτό δεν αναίρεσε ποτέ την προσφορά του στο σύλλογο.

Ωστόσο, όλη του η ζωή δεν ήταν ο... Ατρόμητος. Η ζωή του έχει περάσει από διάφορα «κύματα» τα οποία ο ίδιος κοίταξε κατάματα και τα προσπέρασε. Η δύσκολη παιδική ηλικία, η ποδοσφαιρική καριέρα που σταμάτησε πρόωρα λόγω τραυματισμού και τα κεφάλαια της προπονητικής που έχουν ως αποκορύφωμα το πρωτάθλημα την δεύτερη κατηγορία της Αυστρίας με την Αλτάχ.

Η ποδοσφαιρική καριέρα που ξεκίνησε γεμάτη όνειρα και σταμάτησε λόγω τραυματισμού, η προπονητική πορεία που είχε ως αφετηρία τα ερασιτεχνικά πρωτάθλημα και οι στιγμές που δεν θα ξεχάσει ποτέ σε Αυστρία, Ελλάδα, Γερμανία και Κροατία.

Ο 52χρονος τεχνικός πέρασε το κατώφλι του Chal's football museum στον Πειραιά, έκανε ένα flashback εικόνων και άνοιξε την καρδιά του στο Gazzetta.

image

«Ήθελα πάντα να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής αλλά δεν τα κατάφερα»

Πως ήταν τα παιδικά σας χρόνια;

«Αρχικά οι γονείς μου ήρθαν στη Βιέννη το 1966 από την Κροατία ώστε να ψάξουν να βρουν δουλειά και ήρθα εγώ στη ζωή το 1970. Γενικά οι γονείς μου δεν είχαν πολλά χρήματα, αλλά προσπαθούσαν να μου τα προσφέρουν όλα. Πήγα σχολείο, μεγάλωσα στη Βιέννη και ξεκίνησα ποδόσφαιρο στην Αούστρια Βιέννης».

Μόλις μπήκατε στο μουσείο, είδατε το άλμπουμ της Panini με το Μουντιάλ του 1982. Μου είπατε ότι σας θύμισε τα παιδικά σας χρόνια. Γιατί;

«Εκτός από το γεγονός πως ήταν ένα Μουντιάλ που δεν θα ξεχάσω ποτέ γιατί έπαιζαν μεγάλοι παίκτες όπως ο Μαραντόνα, θυμάμαι τα συγκεκριμένα άλμπουμ. Επειδή όπως είπα, οι γονείς μου δεν είχαν λεφτά, δεν μπορούσαν να μου αγοράζουν τα αυτοκόλλητα και η παρέα μου ψάχναμε σαν τρελοί για να το συμπληρώσουμε. Θυμάμαι με τι μανία προσπαθούσαμε να βρούμε παίκτες και αυτοκόλλητα για να το καταφέρουμε. Βρίσκαμε παιδιά σε σχολεία, γειτονιές, αλάνες για να ανταλλάζουμε χαρτάκια, αλλά το χαιρόμασταν»

Ποδόσφαιρο γιατί ξεκινήστε; Πώς μπήκε στη ζωή σας;

«Όπως σου είπα, δεν είχαμε πολλά λεφτά. Είμασταν μία φτωχή οικογένεια, ποτέ δεν γινόταν να αγοράσω κάποιο ποδήλατο ή να κάνω οτιδήποτε άλλο πέρα από το να πάρω μία μπάλα ποδοσφαίρου. Πήγαινα μαζί με τον μεγάλο μου αδερφό όποτε μπορούσε και παίζαμε στην αλάνα που είχα δίπλα από το σπίτι. Όταν κάθε μέρα παίζεις, κάποια στιγμή γίνεσαι καλός και έτσι μπήκε στη ζωή μου. Ξεκίνησα σε μία ακαδημία ποδοσφαίρου όταν ήμουν μικρός, γιατί εκεί δούλευε ο πατέρας μου. Ήταν φροντιστής στην ομάδα. Ήταν δεύτερη δουλειά μετά τη βασική δουλειά και με έπαιρνε μαζί. Οπότε, έγινα και μέλος της ομάδας. Πριν πάω στην Αούστρια Βιέννης, είχα σκοράρει 100 γκολ με εκείνη την ομάδα και ο πατέρας μου με πήγαινε σε κάθε γήπεδο για να παίξω. Ήμουν γρήγορος και είχα αντοχές. Έτσι με έβαζαν να παίζω τρία ματς την εβδομάδα και στο τέλος με ζήτησε η Αούστρια Βιέννης όπου ήμουν μεγάλο ταλέντο. Εδώ να σου τονίσω ότι μου άρεσε πολύ ο Ρομάριο»

καναντι

Πόσο μείνατε στην Αούστρια Βιέννης;

«Έμεινα μέχρι τα 19 μου. Μέχρι τότε ήμουν μέλος του συλλόγου. Μεγάλωσα ποδοσφαιρικά εκεί και συνδέθηκα και συναισθηματικά, παρότι έπαιξα μέχρι την Κ23. Παράλληλα έπαιξα στις μικρές εθνικές της χώρας και είχα γενικά μία μικρή ποδοσφαιρική καριέρα, παρότι είχα ξεκινήσει από την Αούστρια Βιέννης. Ήμουν ποδοσφαιριστής μέχρι τα 26 μου χρόνια καθώς είχα πρόβλημα στο ισχίο μου. Είχα κάνει ένα χειρουργείο και έτσι δεν θα μπορούσα να παίξω σε υψηλό επίπεδο. Κάποια στιγμή αποφάσισα να σταματήσω και να βρω μια δουλειά. Δεν μπορούσα να παίξω άλλο ποδόσφαιρο. Μετά από κάθε αγώνα χρειαζόμουν 2-3 μέρες για να... περπατήσω»

Τι πήγε λάθος και δεν καθιερωθήκατε τελικά στην πρώτη ομάδα;

«Την τελευταία μου χρονιά στην Αούστρια Βιέννης, είχα κάνει και την πρώτη μου επαγγελματική συμμετοχή και γενικά ήταν η πρώτη φορά που είχα τόσα λεφτά και μπορούσα να κάνω ό,τι ήθελα. Ήμουν και μικρός σε ηλικία, έκανα διάφορες τρέλες. Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Αγόραζα ρούχα, πράγματα, τα πάντα. Ήταν μία δύσκολη περίοδος για εμένα και στο τέλος ήρθε και ο τραυματισμός και έφυγα. Και υπήρχε ανασφάλεια στο θέμα των πληρωμών. Πολλές ομάδες στην Αυστρία δεν πληρώνουν. Είχα μείνει απλήρωτος για εννιά μήνες και λες 'πώς μπορώ να μεγαλώσω την οικογένειά μου; Πώς θα ζήσω; Πώς θα επιβιώσω;' Και γι' αυτό στα 27 μου αποφάσισα να αφήσω το ποδόσφαιρο και να πιάσω μία δουλειά

Είχατε ποτέ προτάσεις από πιο μεγάλη ομάδα στην Ευρώπη;

«Στην Ευρώπη όχι δεν είχα, αλλά όσο ήμουν στην Αούστρια Βιέννης με ήθελε η Σάλτσμπουργκ. Πριν την πάρει η Redbull. Είχε αρκετές διακρίσεις τότε αλλά είχα μείνει στην Αούστρια και μετά είχα τον τραυματισμό».

Στεναχωρηθήκατε όταν καταλάβατε πως πρέπει να «κρεμάσετε» τα παπούτσια σας;

«Και βέβαια. Ήμουν πολύ απογοητεύμενος γιατί δεν είναι ότι απλά σταμάτησα το ποδόσφαιρο αλλά και ότι έπρεπε οπωσδήποτε να βρω και μια δουλειά ώστε να τα βγάλω πέρα. Ήθελα πάντα να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής αλλά δεν τα κατάφερα. Ειδικά όταν ήρθε ο γιος μου στη ζωή τα είδα λίγο πιο διαφορετικά πράγματα. Τότε είπα πως το ποδόσφαιρο πρέπει να μπει στην άκρη για να μεγαλώσω σωστά το παιδί μου».

καναντι

image

«Ξεκίνησα την προπονητική ως... χόμπι»

Τι δουλειά βρήκατε μετά το ποδόσφαιρο;

«Μπήκα σε μία μεγάλη εταιρία η οποία κατασκεύαζε σπίτια και η δουλειά μου ήταν να τα επιβλέπω και να τα τσεκάρω, από την οποία έβγαζα καλά λεφτά, και έτσι ξεκίνησα να πιστεύω σε μία καλύτερη ζωή. Τότε αποφάσισαμε με τη γυναίκα μου να δημιουργήσουμε και οικογένεια. Πριν το ποδόσφαιρο ήμουν υπάλληλος σε τοπικό μαγαζί γιατί ο πατέρας μου μού έλεγε πως δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο στη ζωή και πως πρέπει να δουλέψω σε κάτι άλλο».

Η προπονητική πως μπήκε στη ζωή σας;

«Ξεκίνησα από τις ερασιτεχνικές κατηγορίες ως χόμπι. Για να είμαι ειλικρινής, όταν ανέλαβα πρώτη φορά προπονητής, δεν σκεφτόμουν το ποδόσφαιρο αλλά την δουλειά και την οικογένειά μου. Ωστόσο στην αρχή κατακτήσαμε το πρωτάθλημα στην 5η κατηγορία, μετά στην 4η, μετά στην 3η και μετά στην 2η. Μέσα από αυτό το ταξίδι καταλάβα πόσο μου είχε λείψει στη ζωή μου και πόσο απαραίτητο είναι το ποδόσφαιρο για εμένα. Όταν οι ομάδες σου κάνουν τέτοιες πορείες, τότε σκέφτεσαι και αναρωτιέσαι. «Μήπως μπορώ να πάω ακόμα πιο ψηλά ως προπονητής;». Έτσι άρχισα να έχω ακόμα περισσότερο όρεξη αλλά και όνειρα για την προπονητική. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μου επαγγελματική δουλειά, στη Λοκομοτίβ Μόσχας ως βοηθός προπονητή».

Εκεί ήταν που πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε επαγγελματικά με την προπονητική;

«Ακριβώς. Όλα αυτά που είδα εκεί με έκαναν να θέλω ακόμα περισσότερο να ασχοληθώ. Μεγάλες εγκαταστάσεις, οργάνωση, πλάνο, επαγγελματικό στάφ. Τότε είπα 'ναι, θα γίνω επαγγελματίας προπονητής'. Έπειτα προσπάθησα να γίνω πρώτος προπονητής κάπου. Το είχα καταφέρει στις ερασιτεχνικές κατηγορίες και ήθελα να το πάω ακόμα πιο ψηλά. Ήμουν ο νεότερος προπονητής στη Βιέννη και πήγα σε ένα κλαμπ στη δεύτερη κατηγορία που λέγεται Λουστενάου για να κάνω την αρχή μου».

καναντι

Πώς ήταν η εμπειρία σας στη δεύτερη κατηγορία;

«Όταν ανέλαβα τη συγκεκριμένη ομάδα, βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Δεν υπήρχαν λεφτά στο σύλλογο, υπήρχε απαισιοδοξία. Μια καταστροφή! Οχι απλώς σώθηκε η ομάδα, αλλά κατακτήσαμε και την 4η θέση στην κατηγορία ενώ την επόμενη σεζόν, πάτησε στην τριάδα. Ωστόσο στα μέσα της σεζόν μου ήρθε η πρόταση από την Αλτάχ που επίσης πάλευε να ανέβει».

Και τα καταφέρατε;

«Στην πρώτη σεζόν όχι. Τερματίσαμε 2οι και μείναμε στην Β' κατηγορία και τότε ήρθαν οι άνθρωποι της ομάδας και μου είπαν πως έχεις ένα χρόνο ακόμα για να τα καταφέρεις αλλιώς δεν θα συνεχίσουμε τη συνεργασία μας. Τους απάντησα πως θα προσπαθήσω και στο τέλος της σεζόν ήμασταν πρωταθλητές και ανεβήκαμε στην πρώτη κατηγορία».

Πως ήταν η παρθενική σας σεζόν στη μεγάλη κατηγορία;

«Το γεγονός πως μόλις ανεβήκαμε καταφέραμε να βγούμε στο Europa League ως τρίτοι, αρκεί. Θεωρώ πως υπήρξε ατυχία όταν είχαμε αποκλειστεί από την Μπελενένσες αλλά είμασταν χαρούμενοι που καταφέραμε να μπούμε στη διοργάνωση. Στην επόμενη σεζόν το συμβόλαιό μου έληγε το καλοκαίρι και τους είπα πως δεν θα το ανανεώσω και θα ψάξω για κάτι άλλο. Και πάλι όμως ο στόχος μου ήταν να κατακτήσω το πρωτάθλημα με την Άλταχ και με έλεγαν... τρελό. Ότι δεν είμαι νορμάλ. Αλλά έτσι είμαι σαν χαρακτήρας! Κανείς δεν το πίστευε αυτό που έλεγα αλλά ήμουν σίγουρος για την ομάδα μου. Την είχα χτίσει και την είχα για 3,5 χρόνια συνολικά. Τελικά εκείνη τη σεζόν με πήρε η Ραπίντ Βιέννης».

Damir Canadi Altach

Πως νιώσατε όταν πήγατε εκεί;

«Η Ραπίντ Βιέννης ήταν ένα μεγάλο βήμα και εμπειρία για εμένα. Ήταν πολύ περίεργα για εμένα γιατί μέχρι τότε, στις ομάδες που είχα πάει, είχα συνηθίσει να είμαι ο κόουτς εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου ενώ είχα μεγαλώσει αρκετά παρότι ήμουν νέος. Ήμουν ο καλύτερος νέος προπονητής της Αυστρίας τότε αλλά ήταν η πρώτη φορά που ήμουν πρώτος προπονητής σε ένα τόσο μεγάλο κλαμπ. Εκεί δεν είσαι μόνο κόουτς. Παίζουν και άλλα πράγματα. Δεν σε συμπαθούν όλοι. Στην Άλταχ ήμουν ο κόουτς. Στην Ραπίντ υπήρχαν θέματα και εγώ δεν είχα μάθει έτσι. Ήμουν με όλους πολύ καλός και θεωρώ πως έμαθα πολλά μέσα από αυτή την εμπειρία. Για εμένα ήταν τεράστιο μάθημα»

Είχε τελείωσει γρήγορα το ταξίδι σας εκεί. Πως αντιμετωπίσατε την αποχώρησή σας;

«Ήμουν πάρα πολύ απογοητευμένος όταν έφυγα. Είχα στεναχωρηθεί, όλα μαζί. Για πρώτη φορά στην καριέρα μου δεν πέτυχα κάτι και ήταν πολύ δύσκολο να το δεχτώ. Θεωρώ πως το λάθος μου δεν ήταν ως προπονητής αλλά με το τι ήξερα μέχρι τότε. Γι' αυτό στεναχωρήθηκα περισσότερο. Ότι το λάθος μου ήταν η απειρία μου σε μεγάλα κλαμπ καθώς δεν γνώριζα πώς να κινηθώ. Ήμουν με όλους καλός χωρίς να κοιτάω σε ποιον αρέσω και σε ποιον όχι. Όλη αυτή η «ευγένεια» μου γύρισε πίσω και με... σκότωσε»

image

«Ήταν πολύ δύσκολο να φύγω από τον Ατρόμητο την πρώτη φορά»

Πως νιώσατε αρχικά όταν σας έγινε η πρόταση από τον Ατρόμητο;

«Θυμάμαι πως μόλις είχα φύγει από τον πάγκο της Ραπίντ Βιέννης και δεν τα είχα πάει και τόσο καλά. Είχα απογοητευτεί για την ακρίβεια και τότε ο κ. Αγγελόπουλος μου έκανε την πρόταση για τον Ατρόμητο. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα τη συγκεκριμένη ομάδα από την Ελλάδα. Ήξερα τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ αλλά κανένα άλλο κλαμπ. Στην αρχή είχα αρνηθεί να έρθω όμως μετά από πίεση του κ. Αγγελόπουλου συμφώνησα να έρθω στην Ελλάδα και να συζητήσουμε. Όταν είδα τις εγκαταστάσεις τότε έπαθα σοκ. Δεν το περίμενα. Ήταν όλα πάρα πολύ οργανωμένα και ήταν ένα απόλυτα επαγγελματικό περιβάλλον. Οπότε δέχτηκα να πάω και στο τέλος ήταν μία τρομερή απόφαση γιατί τον Ατρόμητο τον αγάπησα.»

Τι ήταν αυτό που σας έκανε αρχικά εντύπωση στην Ελλάδα;

«Δεν δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ γιατί οι γονείς μου είναι από την Κροατία και έχω στο DNA μου τα Βαλκάνια, οπότε ήταν εύκολο. Μου αρέσει που οι Έλληνες αγαπούν τόσο το ποδόσφαιρο και έχουν τρομερό πάθος για τις ομάδες σου. Αυτό φαίνεται και με το μουσείο σου (Chal's football museum). Οι Έλληνες αγαπούν το ποδόσφαιρο και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Αυτό με έκανε να αγαπήσω την Ελλάδα όπως και το πόσο όμορφη είναι σαν χώρα. Θα μπορούσα να μείνω εδώ».

Damir Canadi

Στα πρώτα δύο χρόνια στον Ατρόμητο, ποια είναι η πιο έντονη στιγμή σας;

«Δύσκολη ερώτηση αλλά θα πω τότε που νικήσαμε την ΑΕΚ για την 8η αγωνιστική στην πρώτη σεζόν μου εδώ. Ήταν η στιγμή που ανεβήκαμε πρώτοι στη βαθμολογία και θυμάμαι που μας περίμεναν 600 με 700 οπαδοί του Ατρομήτου για να μας συγχαρούν. Δεν θα την ξεχάσω εκείνη την στιγμή που πανηγύριζαν μαζί μας. Φυσικά θα πω και την ιστορική πρόκριση στην Ευρώπη που ήταν κάτι εξίσου πολύ σημαντικό για τον σύλλογο».

Πώς διαχειριζόσασταν τα παιχνίδια απέναντι στις «μεγάλες» ομάδες της Ελλάδας;

«Έχω μια φιλοσοφία. Πάντα πιστεύω πως τα πάντα είναι στο 50-50. Ο λόγος πίσω από αυτό είναι πολύ απλός. Αν και οι μεγάλες ομάδες είχαν παίκτες με μεγαλύτερη ποιότητα και δυναμική, ο Ατρόμητος δεν είχε την πίεση του «πρέπει να νικήσουμε» σε αντίθεση με εκείνες. Το γεγονός πως δεν είχαμε αυτό το άγχος μας έκανε να έχουμε πιο καθαρό μυαλό και να προσπαθούμε για το καλύτερο αποτέλεσμα. Θεωρώ πως τον σεβασμό σαν ομάδα τον αποκτάς με τη δουλειά και την εξέλιξή σου. Αυτό είναι το δικό μου σκεπτικό βέβαια».

Ήταν εύκολο να αποχωρήσετε από τον Ατρόμητο για τη Νυρεμβέργη;

«Ήταν πραγματικά πολύ δύσκολη απόφαση να αφήσω τον Ατρόμητο. Σε εκείνη τη σεζόν είχαμε μόλις προκριθεί στην Ευρώπη όμως θα σου εξηγήσω πώς έγιναν τα πράγματα. Όταν ήρθε η πρόταση από τη Νυρεμβέργη, η ομάδα ήταν στη Bundesliga. Όταν μου μίλησαν ήθελαν άμεσα την απάντησή μου και να υπογράψω το συμβόλαιο για τη νέα σεζόν. Υπήρχε όρος στο συμβόλαιο ότι θα παρέμενα ακόμα και αν έπεφταν κατηγορία και έπρεπε να σκεφτώ γρήγορα τι θα κάνω. Πήρα το ρίσκο και στο τέλος η Νυρεμβέργη υποβιβάστηκε και ο Ατρόμητος βγήκε Ευρώπη. Δεν είχα αυτό ως στόχο φυσικά αλλά έτσι μου βγήκε και έπρεπε απλώς να συνεχίσω και να δουλέψω. Σκεφτόμουν ότι μπορώ να επαναφέρω τον σύλλογο στα μεγάλα σαλόνια αλλά ήταν κάτι πολύ δύσκολο που χρειαζόταν υπομονή και η διοίκηση ήθελε να συμβεί... άμεσα. Πάντως το να φύγω ήταν μία πολύ δύσκολη απόφαση».

Μετά την απομάκρυνση από τη Νυρεμβέργη πως σας φάνηκε η προσέγγιση του Ατρομήτου για να επιστρέψετε;

«Εννοείται πως χάρηκα πάρα πολύ και ήταν πολύ θετικό για εμένα γιατί η ομάδα πάλεψε για να με φέρει πίσω. Είχαν γίνει τρεις επαφές. Τις δύο πρώτες τις αρνήθηκα. Η πρώτη ήταν τον Νοέμβριο μόλις απολύθηκα και η δεύτερη τον Φλεβάρη. Η τρίτη έγινε το καλοκαίρι και επειδή δεν ήθελα να μείνω χωρίς ομάδα, και έβλεπα και τον Ατρόμητο σε κακή κατάσταση, δέχθηκα να επιστρέψω και να τον βοηθήσω».

καναντι

image

«Όταν γύρισα στον Ατρόμητο, είχαμε παίκτες χωρίς κίνητρο, χωρίς στόχους και ήταν μεγάλοι σε ηλικία»

Πώς ήταν η εμπειρία σας στη Νυρεμβέργη;

«Είναι τεράστιο κλαμπ και η πίεση ήταν μεγάλη γιατί οι οπαδοί και οι άνθρωποι του συλλόγου ήθελαν να ανέβει άμεσα η ομάδα στα μεγάλα σαλόνια. Όπως είναι λογικό αυτό είναι πολύ δύσκολο. Είναι απίθανο και το βλέπεις με την τωρινή κατάσταση που η ομάδα όχι μόνο δεν είναι στην πρώτη κατηγορία αλλά παλεύει να μείνει στη δεύτερη. Αν και τα πράγματα δεν πήγαιναν τόσο άσχημα, οι άνθρωποι της Νυρεμβέργης ήθελαν περισσότερα για να επιστρέψει στη Bundesliga. Όταν έφυγα, τελικά, η ομάδα χρειάστηκε να παλέψει στα μπαράζ για να παραμείνει στη δεύτερη κατηγορία. Είχαν μεγάλα προβλήματα μετά από εμένα».

Τι βρήκατε μπροστά σας όταν γυρίσατε στον Ατρόμητο;

«Σίγουρα όχι αυτό που άφησα (γέλια). Δεν είχε καμία σχέση η ομάδα που βρήκα με αυτή που είχα όταν έφυγα. Μόνο ο Ρισβάνης ήταν εδώ. Όλοι οι υπόλοιποι παίκτες είχαν φύγει και το κλαμπ είχε αποφασίσει να πάρει άλλο δρόμο για το ρόστερ. Είχαμε παίκτες που δεν είχαν ούτε κίνητρο, ούτε στόχους, ήταν μεγάλοι σε ηλικία και επίσης, είχαν μεγάλα συμβόλαια. Δεν μου άρεσε που δεν υπήρχε το πνεύμα της επιτυχίας και έδειξα από την αρχή πως δεν με ενδιέφεραν τα ονόματα και τα λεφτά. Έπεσε και η πανδημία του κορωνοϊού ταυτόχρονα και έτσι ο σχεδιασμός ήταν πολύ δύσκολος. Αν θυμάσαι, δεν είχαν γίνει μεγάλες κινήσεις εκείνο το καλοκαίρι γιατί καμία ομάδα δεν έδινε παίκτες. Ήμουν άτυχος στη δεύτερη θητεία μου και είχα καταλάβει πως δεν υπάρχουν οι συνθήκες για κάτι περισσότερο».

Γιατί θεωρείτε πως δεν τα πήγατε τόσο καλά στη δεύτερη θητεία;

«Δεν νομίζω ότι είχα αποτύχει. Οταν έφυγα η ομάδα ήταν στην 7η θέση και με μία αξιοπρεπή πορεία. Είχα παίκτες που δεν μπορούσα να υπολογίζω στα πλάνα μου εκείνη την χρονιά. Ούτε βέβαια μπορούσα να ζητήσω να φύγουν γιατί είχαν συμβόλαιο. Δεν είναι ότι δεν ήταν καλοί παίκτες, αλλά δεν είχαν τη δίψα για επιτυχία».

καναντι

Μετανιώσατε που φύγατε από τον Ατρόμητο την πρώτη φορά;

«Δεν μπορώ να πω πως το μετάνιωσα. Εννοείται πως θα ήθελα να παραμείνω στον Ατρόμητο γιατί θα έπαιζε Ευρώπη και είχα δεθεί με αυτή την ομάδα αλλά ήταν και η Νυρεμβέργη στη Bundesliga χωρίς να είναι σίγουρο οτι θα πέσει. Το έβλεπα ως το επόμενο βήμα στην καριέρα μου. Ότι είχε έρθει η στιγμή να το κάνω. Όταν πήρα την απόφαση δεν ήταν λάθος, άσχετα με το τι ακολούθησε. Όμως τότε δεν ήταν».

Είχατε ποτέ πρόταση από άλλη ελληνική ομάδα;

«Είχα ενδιαφέρον από μερικές ελληνικές ομάδες αλλά δεν θέλω να αναφερθώ σε ποιες. Από την στιγμή που δεν υπέγραψα δεν έχει νόημα να αναφερθούμε σε αυτό»

Τι σας λείπει περισσότερο από την Ελλάδα;

«Το πάθος που υπάρχει για το ποδόσφαιρο, τα ωραία μέρη της χώρας. Με σέβονταν και τους σεβόμουν πάρα πολύ και δημιουργούσαμε εξαιρετική ενέργεια και ψυχολογία με τους Έλληνες οπαδούς. Ο Ατρόμητος είναι το καλύτερο κλαμπ στην Ελλάδα μετά τους μεγάλους. Έχει εξαιρετική οργάνωση, κάνει βήματα προόδου και θα είναι πάντα στην καρδιά μου»

Μετά από ένα ματς, είχατε πει στη συνέντευξη Τύπου πως θα θέλατε να αποχωρήσετε λόγω της διαιτησίας. Τι είχε συμβεί;

«Θυμάμαι πως ήταν μετά από ένα ματς κόντρα στον ΑΕΚ (Κύπελλο Ελλάδας). Είχαμε δεχθεί ένα γκολ από πέναλτι που είχε γίνει εκτός περιοχής και όπως είναι λογικό είχαμε εξοργιστεί. Το VAR έχει βοηθήσει πολύ το ελληνικό ποδόσφαιρο αυτή τη στιγμή. Αλλά τότε είχαμε πολλά λάθη από την διαιτησία. Εκείνη τη σεζόν είχα το συναίσθημα πως οι διαιτητές είχαν πιο θετικά… συναισθήματα προς τις μεγάλες ομάδες. Γι' αυτό και είχα αντιδράσει έτσι. Δεν είναι καλό αυτό γιατί το ποδόσφαιρο είναι συναισθήματα και οι μικρές ομάδες είναι κρίμα να χάνουν έτσι παιχνίδια. Μιλάω πάντα για μεγάλα λάθη και όχι μικρά. Θυμάμαι αρκετά λάθη όπως απέναντι στην ΑΕΚ ή τον ΠΑΟΚ. Είμαι σίγουρος πως έχω και άλλα παραδείγματα αλλά δεν τα θυμάμαι τώρα. Είναι κρίμα να υπάρχουν τέτοια σφάλματα και στην Ευρώπη χαλάει η εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Γι' αυτό και εγώ είχα μιλήσει έτσι γιατί θεωρούσα πως αδικούμαι. Σε εκείνο το ματς με την ΑΕΚ, ο διαιτητής (Σιδηρόπουλος) μου έδειχνε πως είναι… οπαδός. Δουλεύουμε οκτώ με δέκα μήνες και δεν γίνεται μία λάθος απόφαση να τα γκρεμίζει όλα. Και νεύριασα γιατί αγαπάω το ποδόσφαιρο και όλο αυτό το καταστρέφει! Αλλά τώρα με το VAR όλα είναι πιο καθαρά».

image

«Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν δίνει την ευκαιρία στα νέα παιδιά»

Έχει ταλέντο η Ελλάδα;

«Είμαι σίγουρος πως έχει ταλέντο η Ελλάδα αλλά το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν δίνει την ευκαιρία στα νέα παιδιά. Οι πρόεδροι, οι προπονητές, δεν πιστεύουν στους νέους ποδοσφαιριστές δυστυχώς. Είναι μεγάλο λάθος αυτό, γιατί θα μπορούσαν να προσφέρουν άλλη ποιότητα στο πρωτάθλημα αλλά και χρήματα στις ομάδες. Κάθε ελληνική ομάδα αγοράζει ακριβούς ποδοσφαιριστές από το εξωτερικό και έτσι νομίζουν ότι μπορούν να κερδίσουν τα πάντα. Όμως, στις ακαδημίες και ειδικά στις μεγάλες ομάδες, υπάρχουν τρομερά ταλέντα. Γι' αυτό τα τμήματα Κ15, Κ16, Κ17 και Κ19 είναι σε εξαιρετικό επίπεδο. Αλλά στο τέλος, όταν είναι να πάνε στην πρώτη ομάδα, δεν παίζουν καθόλου.

Βλέπουμε εντεκάδες με εννιά ή δέκα ξένους. Είναι λάθος και το καταλαβαίνεις όταν η Σάλτσμπουργκ, στηρίζεται στους νέους παίκτες για να τους πουλήσει και να πάνε όλο και καλύτερα. Ο Τσιμίκας ας πούμε είναι ένα μεγάλο παράδειγμα. Ήταν στον Ολυμπιακό και πήγε στη Λίβερπουλ. Ο Γιαννούλης επίσης. Θυμάμαι όταν ο Γιαννούλης ήρθε στον Ατρόμητο δεν ήταν σε τόσο καλό επίπεδο αλλά εξελίχθηκε για να πάει στον ΠΑΟΚ και μετά στη Νόριτς. Πιστεύω πως είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα ότι δεν πιστεύουν στα ταλέντα στην Ελλάδα».

Για τον Γιαννούλη πώς αισθάνεστε που είναι βασικός στην Αγγλία;

«Είμαι πολύ περήφανος για εκείνον. Το αξίζει που βρίσκεται εκεί για εξελίχθηκε τόσο γρήγορα και είναι ένα παιδί που δουλεύει πολύ. Το απέδειξε στον Ατρόμητο. Δεν σταματούσε να δουλεύει και είναι πολύ έξυπνος ποδοσφαιριστής. Τώρα παίζει στην Αγγλία κόντρα σε μεγάλους αντιπάλους και αυτές οι εμπειρίες είναι μοναδικές. Είμαι πολύ χαρούμενος για εκείνον γιατί είναι και πολύ καλός χαρακτήρας»

καναντι

Ποιον Έλληνα ποδοσφαιριστή ξεχωρίζετε;

«Μου αρέσει πάρα πολύ ο Γιώργος Μασούρας και τον παρακολουθώ από τότε που ήταν στον Πανιώνιο. Και ο Τζόλης ήταν εξαιρετικό ταλέντο αλλά τον Μασούρα ήθελα να τον πάρω στον Ατρόμητο όμως τότε τον ήθελε και ο Ολυμπιακός, οπότε λογικό ήταν να μην έρθει σε εμάς. Ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να παίξεις από τον Πανιώνιο στον Ολυμπιακό αλλά ο Μασούρας το κατάφερε. Είναι πολύ καλός χαρακτήρας και γι' αυτό έχει φτάσει μέχρι εδώ».

Μετά την Ελλάδα ακολούθησε η επιστροφή στην Άλταχ και η Σίμπενικ. Και στους δύο συλλόγους μείνατε για σύντομο διάστημα. Τι συνέβη;

«Όταν ήρθε η στιγμή να επιστρέψω στην Άλταχ, η ομάδα ήταν σε τραγική κατάσταση και ήθελα να την βοηθήσω. Ήταν και η οικόγενεια μου στην πόλη και η κόρη μου με ήθελε κοντά της. Οπότε πήρα την απόφαση να επιστρέψω στην Αυστρία γιατί τόσο η σύζηγός μου όσο και η κόρη μου είναι μαχήτριες και ήθελα να είμαι κοντά να τις βοηθήσω από την πλευρά μου και να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί τους. Η Άλταχ ήταν στην τελευταία θέση όταν ανέλαβα αλλά κατάφερα να την σώσω από τον υποβιβασμό. Δεν γινόταν όμως να ανανεώσω το συμβόλαιό μου. Δεν ένιωθα εγώ καλά γιατί η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη και δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω. Μετά ήρθε το κομμάτι της Σίμπενικ.

Δεν ήταν τίμιοι απέναντι μου εκεί. Δεν τήρησαν τη συμφωνία που είχαμε κάνει. Μου είχαν πει ότι θα χτίσουν νέο προπονητικό κέντρο, νέο γήπεδο, θα μου έδιναν το ελεύθερο να δημιουργήσω μία ομάδα από την αρχή και να χτίσω σε αυτό. Έπειτα από λίγες εβδομάδες, όχι απλά δεν είχε συμβεί τίποτα από αυτά αλλά δεν είχαμε ούτε... νερό να πίνουμε. Εκεί που κάναμε προπόνηση μόνο... γήπεδο δεν ήταν και γενικά δεν μπορούσα να δεχθώ όλα αυτά που γίνονταν. Είχα καλύτερες συνθήκες όταν ήμουν προπονητής στην τέταρτη και τρίτη κατηγορία παρά στη Σίμπενικ. Δεν υπήρχε επαγγελματικότητα».

καναντι

Ποιες οι διαφορές ανάμεσα σε ομάδες επαγγελματικού και ερασιτεχνικού επιπέδου;

«Για εμένα καμία στο θέμα της δουλειάς. Είμαι υπερήφανος για όσα έχω καταφέρει. Από το πρωτάθλημα με την Άλταχ μέχρι όταν ήμουν στις ερασιτεχνικές ομάδες. Κάνω ακριβώς την ίδια δουλειά. Σε κάθε ομάδα κάνω την ίδια δουλειά. Δουλεύω πάντα με στόχους και θέλω να τους πετυχαίνω. Οι διαφορές είναι πως σε όσο μεγαλύτερη ομάδα πας, τόσο περισσότερα media και ενδιαφέρον υπάρχει. Αλλά η δουλειά μου είναι ακριβώς ίδια και γι' αυτό έχω τα ίδια συναισθήματα σε κάθε ομάδα. Θεωρώ πως είναι υπέρ μου το γεγονός πως έχω προπονήσει ερασιτεχνικές ομάδες σε αντίθεση με άλλους προπονητές. Μου έχει δώσει μία διαφορετική ματιά στη δουλειά και έχω «μάθει» στα δύσκολα σε επίπεδο συνθηκών.

Ξέρω προπονητές που ντρέπονται που είναι στα ερασιτεχνικά και τους λέω να μην το κάνουν γιατί η δική τους δουλειά ενδεχομένως να είναι πιο δύσκολη από τη δική μου στο ανάλογο επίπεδο. Και το ξέρω γιατί το έχω περάσει. Οι παίκτες μου δεν είχαν παπούτσια, δεν είχαν φανέλες, δεν είχαν νερά. Εγώ τους τα είχα αγοράσει! Οπότε γνωρίζω τις δυσκολίες και είναι μεγάλες. Έχω πάει σε ομάδα που είχε τα πάντα όπως η Νυρεμβέργη και σε ομάδα που δεν είχε τίποτα όπως η Σίμπενικ. Στο τέλος πάντα προσπαθώ να βρω την καλύτερη λύση».

image

«Διάβασα ότι ήρθα στην Ελλάδα γιατί προσπαθώ να βρω ομάδα, δεν ισχύει όμως»

Με ποια κριτήρια είστε θετικός στην προοπτική να αποδεχθείτε μία πρόταση;

«Όταν βλέπω πως υπάρχει στόχος και όλοι δίνουν το μάξιμουμ. Όταν καταλαβαίνω πως κάτι δεν μπορεί να προοδεύσει, τότε φεύγω. Δες την καριέρα μου. Έχω μείνει δύο και τρία χρόνια σε κάποιες ομάδες, σε άλλες μόνο για μερικούς μήνες. Συμβαίνει αυτό γιατί καταλαβαίνω άμεσα αν μία ομάδα έχει τα περιθώρια να δουλέψει και να μεγαλώσει και να γίνει καλύτερη ή όχι. Και δεν έχουν σημασία τα λεφτά μέσα σε όλο αυτό. Αν δεν κάνει καλό στην καριέρα μου, τότε φεύγω. Θέλω πάντα να πετυχαίνω. Ο στόχος μου είναι η επιτυχία σε όλες τις ομάδες που πήγα. Αν δεν πετύχω, τότε δεν είμαι καλός προπονητής γιατί πάντα φταίει ο προπονητής. Έχω σίγουρα μερίδιο ευθύνης αλλά όχι όλη την ευθύνη. Αν δεις την καριέρα μου έχω κάνει επιτυχίες αλλά οι περισσότεροι κοιτούν τις τελευταίες ομάδες που πήγα».

Στον Ατρόμητο βρήκατε όσα θα θέλατε την πρώτη φορά;

«Και βέβαια. Γι' αυτό δέχθηκα κιόλας. Από την πρώτη στιγμή είδα τη «δίψα» του Ατρομήτου για να πετύχει και να κάνει μεγάλα πράγματα. Είχα παίκτες με όραμα και θέληση όπως ο Κουλούρης, ο Γιαννούλης, ο Χατζησαϊας. Από τον φροντιστή μέχρι τον πρόεδρο. Ένιωσα αυτή τη θέληση και αυτό με έφερε στον Ατρόμητο. Και ήταν η τέλεια επιλογή για εμένα όπως και η δεύτερη φορά που γύρισα».

καναντι

Πρόσφατα ήρθατε στην Ελλάδα για να δείτε κάποια παιχνίδια της Superleague. Τι είδατε και γιατί ήρθατε;

«Ήρθα γιατί είμαι προπονητής και θέλω να έχω επαφή με το τι συμβαίνει στο ποδόσφαιρο. Διάβασα ότι ήρθα στην Ελλάδα γιατί προσπαθώ να βρω ομάδα. Δεν ισχύει όμως. Σίγουρα η Ελλάδα είναι μία χώρα που θα μπορούσα να συνεχίσω την προπονητική μου καριέρα γιατί στο παρελθόν είχα κάνει καλή πορεία. Επίσης, είναι η δουλειά μου να βλέπω παιχνίδια. Από κοντά όμως και όχι από την τηλεόραση. Στην Ελλάδα δεν είναι εύκολο να ξέρεις πάντα πως είναι οι ομάδες. Φέτος οι περισσότερες άλλαξαν ριζικά. Ο Ιωνικός, ο Ολυμπιακός, ο Άρης... Έκαναν πολλές μεταγραφές και είναι καινούργιες ομάδες.

Μετά από ένα 1,5 χρόνο, ο Ατρόμητος είναι τελείως καινούργια ομάδα από αυτή που άφησα εγώ. Το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι όπως το ξέρω. Θέλω να ξέρω τι συμβαίνει γιατί ίσως χρειαστεί να έρθω ξανά και πρέπει να ξέρω τι γίνεται. Πώς παίζουν οι ομάδες, ποιοι είναι οι παίκτες, πώς είναι ο προπονητής που έχει ήδη μια ομάδα, το σύστημά της, όλα. Για όλες τις ομάδες όμως, όχι μόνο για Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΑΕΚ κλπ. Επίσης μου αρέσει να έρχομαι στην Ελλάδα. Το απολαμβάνω. Είναι θέμα σεβασμού».

καναντι

Είδατε και τον Παναθηναϊκό που είναι στην πρώτη θέση αυτή τη στιγμή. Μπορεί να κατακτήσει το πρωτάθλημα;

«Θεωρώ πως ο Παναθηναϊκός μεγαλώνει. Έχει κάνει σωστά βήματα. Πήρε τον Γιοβάνοβιτς, αναπτύσσεται, βρήκε μία φιλοσοφία και προχωράει με αυτή. Προσθέτει 2-3 παίκτες στο ρόστερ και κρατάει τον βασικό κορμό. Βρίσκεται σε πολύ καλό δρόμο για το πρωτάθλημα αν και έχει ακόμα πολλά παιχνίδια μπροστά του. Εχει ήδη κάνει πολύ καλή αρχή και το κλειδί θα είναι μετά τη διακοπή του Μουντιάλ. Και η ΑΕΚ είναι πολύ καλή και σίγουρα είναι κοντά στον Παναθηναϊκό. Το ίδιο και ο Ολυμπιακός μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο.

Έχει νέο προπονητή, νέους ποδοσφαιριστές με πολλή ποιότητα. Ο Παναθηναϊκός πάντως μπορεί να το πάρει. Είναι σε πολύ καλό δρόμο αλλά θα έχει ανταγωνισμό. Είναι σαν τον ΠΑΟΚ με τον Λουτσέσκου όταν πήρε το πρωτάθλημα. Είχε καιρό τον ίδιο προπονητή, κράτησε τον κορμό και πήρε τον τίτλο. Θυμάμαι και τον Ολυμπιακό που το 2017 είχε πολλά προβλήματα, όταν ήρθα και με τον Πέδρο Μαρτίνς κατέκτησε τρία πρωταθλήματα σε τέσσερα χρόνια. Θυμάμαι και τη νίκη μας με τον Ατρόμητο στο Καραϊσκάκης (γέλια)»

Σας έχει λείψει η Ελλάδα;

«Τα πάντα μού έχουν λείψει. Μου έχουν λείψει οι οπαδοί, η πόλη, η ομορφιά. Μου έχει λείψει η Ελλάδα. Αυτός ο σεβασμός που υπάρχει προς εμένα από τους Έλληνες. Για εμένα είναι σαν οικογένεια εδώ. Μου δίνουν δώρα, μου μιλούν ωραία. Όλα είναι υπέροχα. Ο τρόπος που ζουν το ποδόσφαιρο, ο τρόπος ζωής καθημερινά μοιάζει πολύ με εμένα γιατί έχω το DNA από τα Βαλκάνια λόγω των γονιών μου. Οι άνθρωποι είναι στους δρόμους, γεμίζουν τα καφέ, τα εστιατόρια και παρότι όλα δεν είναι τόσο καλά, εκείνοι ζουν με τον καλύτερο τρόπο. Είναι πολύ ωραία η ζωή στην Ελλάδα. Μπορεί πολλοί Έλληνες να θεωρούν πως είναι καλύτερα στο εξωτερικό, αλλά δεν είναι έτσι. Η χώρα σας είναι πολύ καλύτερη. Έχω ζήσει σε αρκετές χώρες. Καμία δεν μοιάζει με την Ελλάδα στο θέμα της ζωής. Σε άλλα υστερεί, αλλά στο θέμα της ζωής, είναι τοπ».

@Photo credits: INTIME, eurokinissi, Προσωπικό αρχείο του Νταμίρ Κάναντι