Μπόγδος στο Gazzetta: «Το λέω σε όλους, πρέπει να ζουν το τώρα γιατί δεν ξέρουν μέχρι πότε θα είναι εδώ»
«Είναι τόσοι πολλοί οι άρρωστοι. Είναι τόσο διαδεδομένη αρρώστια, γαμώτο». Κάπως έτσι ξεκίνησε η συζήτηση με τον Γιάννη Μπόγδο, ο οποίος όταν ήταν 32 ετών έμαθε πως έχει καρκίνο και κλήθηκε να αντιμετωπίσει μία αρρώστια που έχει νικήσει ακόμη και τους πιο δυνατούς. Ο παράγοντας τύχη ήταν ο σημαντικότερος, όπως εξηγεί ο ίδιος στο Gazzetta, στο πλάισιο της καμπάνιας #giatonAlexandro, που είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Αλέξανδρου Νικολαϊδη.
«Αυτή είναι η πιο σκληρή αλήθεια. Ο καρκίνος δεν είναι ένα πράγμα ούτε δύο. Είναι άπειρα πράγματα μαζί. Η τύχη είναι το σημαντικότερο», τονίζει ο Γιάννης Μπόγδος του οποίου ο τρόπος που περιγράφει τα πράγματα είναι αξιοθαύμαστος και παράλληλα σοκαριστικός.
«Είχα 25% πιθανότητες να ζω τα επόμενα χρόνια»
Ο 27χρονος τότε Γιάννης ασχολούνταν με το cross fit και αποφάσισε να ξεκινήσει την άρση βαρών, σε μεγάλη για τον αθλητισμό ηλικία. Μετά από κάποια χρόνια, από όλα όσα πέρασε και αφού βγήκε ζωντανός, γιατί όσο τρομακτικό κι αν ακούγεται αυτή είναι η πραγματικότητα, κατέβηκε σε αγώνες με τον Παναθηναϊκό. Εκεί αποφάσισε να δώσει ένα μήνυμα. “F..k cancer” έγραφε η μπλούζα του, την οποία φορούσε όσο σήκωνε τα βάρη. Τότε έγινε viral, όπως λέει, και έτσι ασχολήθηκαν μαζί του γιατί αλλιώς «θα ήμουν κι εγώ ένας άρρωστος όπως όλοι οι άλλοι».
Περίπου δύο χρόνια έχουν περάσει από τη μέρα που ο Μπόγδος σκέφτηκε πως μπορεί να είναι και αυτός ένα από τα θύματα του καρκίνου. Το ιστορικό του πατέρα του, που εκείνη την περίοδο “πάλευε” και ο ίδιος με τον καρκίνο, τον έκανε να έχεις έντονες υποψίες. Το νεαρό της ηλικίας του, όμως, ξεγέλασε τους γιατρούς που του είπαν πως είναι πολύ νέος για να έχει καρκίνο αλλά του έγραψαν τη γαστροσκόπηση που ζητούσε, για παν ενδεχόμενο. Εκείνος καθησυχάστηκε από τα λόγια τους και δεν έκανε την εξέταση. Οι πόνοι δεν υποχώρησαν, έγιναν χειρότεροι, και τότε ο Γιάννης πήγε να κάνει τη γαστροσκόπηση, την οποία είχε αφήσει. Τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά. Εξετάσεις στις εξετάσεις, έκαναν όσες περισσότερες μπορούσαν για να δουν αν είναι όντως καρκίνος καθώς το νεαρό της ηλικίας του τους είχε ξεγελάσει ξανά. «Όλοι ήξεραν από την αρχή πως έχω καρκίνο αλλά επειδή ήμουν πολύ νέος έλεγαν μήπως, 1 στις 1000, να μην έχω αυτό. Όμως, τελικά, ήταν καρκίνος. Σε τρίτο στάδιο, πολύ κακή κατάσταση, με 25% πιθανότητα να ζεις τα επόμενα πέντε χρόνια».
Και, έπειτα, έπρεπε να πάει στο σπίτι του και να πει τα άσχημα αυτά νέα στην οικογένειά του. Στην οικογένεια που ζούσε ήδη, εδώ και μερικά χρόνια, με έναν καρκινοπαθή που μαχόταν καθημερινά με τον θάνατο και που είχε πρόσφατα θρηνήσει απώλεια από καρκίνο: «Γύρισα σπίτι μετά το νοσοκομείο, μπήκα μέσα και λέω τους δικούς μου ότι έχω καρκίνο τελικά. Πιαστήκαμε μία αγκαλιά. Ήταν μία πολύ μυστήρια κατάσταση, με δύο καρκινοπαθείς στο σπίτι πια, ενώ η αδερφή της μητέρας μου είχε πεθάνει πριν λίγο καιρό από καρκίνο. Ήταν πολύ περίεργα. Και η μητέρα μου τι να κάνει. Σε ένα νοσοκομείο εγώ, σε άλλο νοσοκομείο ο πατέρας μου. Θα ήθελε να μπορεί να βοηθήσει περισσότερο, να μοιράσει λίγο τον πόνο μου αλλά στην ουσία δεν γίνεται. Ο καθένας το περνάει μόνος του αυτό τελικά».
Θα έκανε πρώτα χημειοθεραπείες για να μικρύνει ο όγκος. Οι πρώτες τέσσερις πήγαν περίφημα, ο ίδιος ένιωθε καλά και ο όγκος έμοιαζε να εξαφανίζεται. Όλα ήταν πολύ αισιόδοξα. Και είχε έρθει η ώρα της εγχείρησης, τα καρκινικά κύτταρα έπρεπε να εξαφανιστούν. Αυτή η περίοδος, που έμεινε στο νοσοκομείο για τόσο καιρό, που δεν ήξερε πότε θα βγει, που έτυχαν τόσα πολλά μαζί, ήταν η δυσκολότερη.
«Έχασα 30 κιλά, ήμουν 30 μέρες με πυρετό»
«Στο νοσοκομείο έμεινα συνολικά 57 μέρες, 40 συνεχόμενες και μετά 8 και 9. Έτυχαν πάρα πολλά πράγματα σε αυτό το διάστημα. Είχα χάσει 30 κιλά, για 30 μέρες συνεχόμενες είχα πυρετό. Και δεν υπερβάλλω. Δεν ήταν οι μέρες 10 και λέω 30. Ήταν πραγματικά 30 μέρες που ο πυρετός δεν έπεφτε. Κάθε μέρα, κάθε μέρα πυρετό. Η επέμβαση ήταν πολύ περίεργη, το σημείο ήταν δύσκολο δηλαδή. Ουσιαστικά το μισό μου στομάχι πήγε για πέταμα, το πάνω μέρος λείπει όλο. Εκείνες τις 30 μέρες ήμουν χωρίς φαγητό, 33 χωρίς νερό, μόνο με ορό. Έκανα μόνο γαργάρες και το έφτυνα. Ή με βυσσινάδα, μου άρεσε η βυσσινάδα τότε. Είχα πολλές τομές στο κορμί μου, 15 σύνολο. Συνέβησαν πάρα πολλά, υπήρχαν επιπλοκές, έγιναν ορισμένα λάθη. Και με όλα αυτά ήταν πολύ δύσκολο να μην κολλήσει κάτι μέσα στο νοσοκομείο.
«Όταν βρίσκεσαι σε αυτή την κατάσταση και δεν ξέρεις για πόσο ακόμη θα ζεις οριακά δεν σε ενδιαφέρουν όλα τα υπόλοιπα αλλά σκέφτεσαι μόνο τον καρκίνο. Νομίζω τότε έμεινα ελάχιστα βράδια μόνος μου. Η μητέρα μου πήγαινε στον πατέρα μου στο νοσοκομείο και σε εμένα έρχονταν οι φίλοι μου και έμεναν μαζί μου. Πολύ δύσκολο ήταν και το ψυχολογικό κομμάτι εκεί, που περίμενα συνέχεια να φύγω και όλο δεν έφευγα. Όλο τους ρωτούσα πότε θα φύγω και τσακώνονταν οι γιατροί μεταξύ τους, γιατί δεν με άφηναν οι λοιμωξιολόγοι να πάρω εξιτήριο. Αλλά αν έμενα κι άλλο μπορεί να κολλούσα κάτι. Αυτή η αναμονή είναι φοβερή. Μου είχαν φέρει ψυχολόγο εκεί, να μου μιλάει, να μη φοβηθώ μετά να βγω από το νοσοκομείο (επειδή μπορεί να σκεφτόμουν ότι ίσως κολλήσω κάτι έξω). Με βοήθησε πολύ. Και όλοι έμπαιναν στο δωμάτιο και με κοιτούσαν κάπως, με μία στεναχώρια επειδή ήμουν πολύ νέος. Τους έπιανε η καρδιά τους. Και προσπάθησαν πολύ για να τα καταφέρω, ήταν απίστευτα καλοί».
Κάπου εδώ θα περίμενε κανείς η ιστορία να αλλάζει και να ομορφαίνει ξανά. Όμως, αυτό που επαναλαμβάνει συχνά ο Γιάννης για τον παράγοντα τύχη είναι αληθινό. Αφού βγήκε από το νοσοκομείο και θα ξεκινούσε τον πολύ δύσκολο, δεύτερο κύκλο χημειοθεραπειών έπρεπε να αντιμετωπίσει την απώλεια του πατέρα του: «Αφού έκανα το χειρουργείο και ήταν να ξεκινήσω τις χημειοθεραπείες, πέθανε ο πατέρας μου. Σάββατο έφυγε κι εγώ Δευτέρα έπρεπε να πάω να κάνω χημειοθεραπεία. Δεν πήγα σε εκείνη, ήμουν στην κηδεία του πατέρα μου. Έξι χρόνια είχε καρκίνο, ήταν δύο μήνες στο κρεβάτι, δεν άντεξε άλλο. Και δεν είναι πως ήταν αδύναμος και δεν άντεξε άλλο. Όλα αυτά είναι τύχη. Και ο Νικολαΐδης που είμαι σίγουρος πως δεν είχε μέσα του ούτε ίχνος φόβου, μέσα σε δύο χρόνια κατέρρευσε».
Παρ’ όλα αυτά, με όση δύναμη είχε, συνέχιζε. Δεν είχε άλλες επιλογές άλλωστε, ήθελε να ζήσει. Δεν γίνεται να τα παρατήσεις στα 32: «Θυμάμαι είχα δει έναν κύριο, γύρω στα 80. Έβλεπε τον γιατρό μου. Θυμάμαι, λοιπόν, μπαίνει μέσα στο ιατρείο και λέει “γιατρέ, τέλος, δεν κάνω τίποτα άλλο. Έζησα”. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό στα 80, μου φάνηκε σχεδόν λογικό δηλαδή». Ο Γιάννης συνέχισε με τον δεύτερο κύκλο χημειοθεραπειών και ήταν σα να κερδίζει μία ξεχωριστή μάχη, αφού όπως εξηγεί δεν άντεξε να κάνει την τελευταία χημειοθεραπεία: «Με διέλυσε, πραγματικά. Ήμουν πολύ χάλια. 14 σκαλιά έχει το σπίτι, τα ανέβαινα και μετά ήθελα να κάτσω, κουραζόμουν, έχανα την ανάσα μου. Ήμουν σε πολύ τραγική κατάσταση. Είχα πάρει βηματομετρητή γιατί έπρεπε να κάνω 200 βήματα την ημέρα, όσο περπατούσα να πάω στην τουαλέτα δηλαδή και να γυρίσω πίσω στον καναπέ. Εκεί ήμουν ξαπλωμένος συνέχεια με ελάχιστο φαγητό και λίγο χυμό. Την τελευταία, μάλιστα, δεν την έκανα. Τους είπα πως δεν μπορώ να την κάνω, δεν θα άντεχα. Και μου είπαν πως αν είναι να πεθάνω, να μην πάω».
«Όλοι νομίζουν ότι θα ζήσουν 1000 χρόνια»
Και μετά ξεκίνησε να ζει ξανά. Αλλά να ζει πραγματικά: «Μετά ξεκίνησα να δυναμώνω. Δυνάμωσα γρήγορα. Σιγά σιγά ξεκίνησα να τρώω κανονικά, τα φαγητά που μου άρεσαν. Αυτό το χούι της γυμναστικής με βοήθησε. Τώρα είμαι σα να μην έχω περάσει τίποτα. Τίποτα. Το ξεχνάω κι εγώ μερικές φορές. Έχω πάρει τα κιλά μου, κάνω τη γυμναστική μου. Είμαι μια χαρά. Εντάξει, άμα τρώω κοιμάμαι στην καρέκλα και γενικά κοιμάμαι επικλινής αλλά τουλάχιστον κοιμάμαι. Μακάρι να μείνω μόνο με αυτά, που αν με δει κάποιος τώρα ούτε το καταλαβαίνει τι έχω περάσει. Κανένα ψυχικό αποτύπωμα δεν έχω, δεν υπάρχει και άλλος τρόπος. Απλά λέω πως πάει, πέρασε και τέλος. Έγινε τώρα αυτό. Πιστεύω, βέβαια, πως με βοήθησε και η ψυχοθεραπεία που είχα κάνει, είχα καλά θεμέλια για να το αντιμετωπίσω νομίζω. Έξι μήνες μετά είπα πως θα πάω ταξίδι με τη μηχανή. Όλοι με κοιτούσαν περίεργα, μου έλεγαν να μην πάω γιατί δεν είμαι αρκετά δυνατός ακόμη και να πάω του χρόνου. Και τους ζητούσα να μου διαβεβαιώσουν πως του χρόνου θα είμαι εδώ, ζωντανός και θα μπορώ να πάω. Δεν μπορούσαν. Γι' αυτό πήγα. Μόνος μου. Και πλέον πηγαίνω παντού, παίρνω μαζί και τη σκυλίτσα μου έχουμε κάνει 24.000 χλμ μαζί.
Το λέω σε όλους ότι πρέπει να ζουν τώρα. Μου λένε "θα πάμε σε τρεις μήνες εκεί" και τους λέω "Που το ξέρετε ότι θα ζείτε και θα μπορείτε να πάτε σε τρεις μήνες;" Και μαγκώνονται. Όλοι νομίζουν πως θα ζήσουν 1000 χρόνια, και πρώτος εγώ νόμιζα το ίδιο, πριν μάθω για τον καρκίνο. Περνούσε η ζωή μου έτσι, δεν πήγαινα διακοπές γιατί έλεγα θα πάω πιο μετά και σκεφτόμουν "να είμαι καλά να δουλεύω". Βλέπω κάποιους, βάζουν stories, ότι δουλεύουν 12 ώρες την ημέρα. Να το περηφανεύεσαι είναι αυτό; Για τα λεφτά; Αν δεν γίνεις εκατομμυριούχος μέχρι τα 25 δεν θα γίνεις ποτέ, λέει μία έρευνα. Οπότε εγώ λέω να μην περιμένουμε τα εκατομμύρια, ας ζήσουμε έτσι. Να μην βάζουμε τα λεφτά πάνω από τον χρόνο δηλαδή. Βέβαια αυτό είναι πολύ δύσκολο, εδώ ξεχνιέμαι εγώ μερικές φορές και λέω στον εαυτό μου "Ωπ, ξεχνάς; Γίνεσαι ο ίδιος;" και προσπαθώ να μην το κάνω. Άμα κάποιος έχει κάνει συμβόλαιο με τον Θεό και ξέρει ότι θα ζει για πάντα, αυτός είναι παίκτης και να κάνει ό,τι θέλει. Αλλά αυτό δεν γίνεται να το κάνει κανείς. Κόψε λίγο τη δουλειά, δεν είναι μόνο δουλειά η ζωή σου».
«Δεν θέλω παιδιά, για να μην μεγαλώσουν ορφανά»
Ο Γιάννης δεν υπερβάλλει όταν λέει ότι πρέπει να ζήσει τώρα γιατί δεν ξέρει για πόσο ακόμη θα ζει. Κατάλαβε, με τον κακό τρόπο, πως κανείς δεν μας έχει εγγυηθεί πως θα ζούμε για πάντα και πως πρέπει να το κάνουμε για όσο έχουμε την ευκαιρία. Κάθε τρεις μήνες, ο ίδιος, κάνει εξετάσεις. Αυτό είναι το "μαξιλαράκι" του, το τρίμηνο. «Για τη δική μου περίπτωση υπάρχει ένα check point, ένα “μαξιλαράκι” κάθε τρεις μήνες. Πρέπει να περάσουν πέντε χρόνια από το χειρουργείο για να μπορέσω να πω πως έχω ξεμπερδέψει. Έχω ακόμη δηλαδή περίπου τρία χρονάκια. Και η αλήθεια είναι πως όσοι εντοπίζουν τον καρκίνο στο τρίτο στάδιο, λίγοι επιβιώνουν. Ένας στους τέσσερις πεθαίνει» λέει, με απόλυτη ψυχραιμία και σοβαρότητα. Και συνεχίζει: «Εγώ μιλάω εκ του ασφαλούς βέβαια. Δεν έχω παιδιά και δεν ξέρω πως τα βλέπει όλα αυτά ένας άνθρωπος που έχει τα παιδιά του, έτσι; Εγώ δεν σκέφτομαι καθόλου την οικογένεια, δεν θα ήθελα παιδιά. Και αυτό όχι γιατί δεν θέλω τα παιδιά στ' αλήθεια, αλλά γιατί δεν θέλω να μεγαλώσουν ορφανά. Δεν ξέρεις τι θα γίνει. Μπορεί να μην είμαι εδώ του χρόνου. Προσπαθώ όσο πιο πολύ μπορώ να συμφιλιωθώ με την ιδέα του θανάτου, είναι πολύ δύσκολο. Αλλά διαβάζω, βλέπω ό,τι αφορά στον θάνατο. Τη μη ύπαρξή σου δηλαδή, το τέλος σου. Είναι δύσκολο, φυσικά. Προσπαθώ, επίσης, να γίνω Χριστιανός. Να είμαι πιο καλός άνθρωπος, να τους αποδέχομαι όλους. Πριν έρθει η αρρώστια δεν πίστευα καθόλου. Μετά, όμως, ίσως ένιωσα πως θέλω να πιστέψω σε κάτι μεγαλύτερο από τον άνθρωπο. Και τώρα νιώθω ότι με βοηθάει. Κάνω κάθε βράδυ την προσευχή μου, στον Άγιο Παρθένη που είναι ο προστάτης των καρκινοπαθών. Η αλήθεια για τον καθένα είναι μοναδική. Αν δεν το βιώσεις, μόνο φαντάζεσαι».
Ο 34χρονος, πλέον, αθλητής συμμετείχε σε προκριματικό αγώνα για το Πανελλήνιο πρωτάθλημα άρσης βαρών και προκρίθηκε. Ετοιμάζει το επόμενο ταξίδι του, θέλει να πάει στην Ασία με τη μηχανή και τη σκυλίτσα του. Κανείς δεν ασχολείται με κάποιον που έχει τέτοια μηχανή, όπως λέει, και την αφήνει ξεκλείδωτη. Και ελπίζει μετά από κάθε εξέταση η ζωή του να παρατείνεται για ακόμη ένα τρίμηνο, και ένα ακόμη... και πάει λέγοντας.