Ερίκ Καντονά: Οι χειροπέδες του ανεκπλήρωτου
Το σακί με την άμμο βάραινε τους ώμους και την πλάτη του και όσο σήκωνε το βλέμμα του έβλεπε μόνο ανηφόρα. Ήξερε ότι δεν υπήρχε επιλογή, έπρεπε να φτάσει ως την κορυφή του λόφου δέκα φορές και υστέρα θα μπορούσε να πάει να παίξει μπάλα. Άλλωστε, για τον πατέρα του ήταν πολύ σημαντικό το να χτιστεί αυτό το σπίτι και ο μικρός Ερίκ έπρεπε να βοηθήσει όσο μπορεί.
Ο παππούς του είχε μοχθήσει για να αγοράσει αυτό το μικρό κομμάτι γης στη Μασσαλία, πάνω στο οποίο σύντομα θα ξεπρόβαλε το πατρικό του. Όταν τελείωνε, μπορούσε να κατέβει τον λόφο σαν σφαίρα και να τρέξει προς την αλάνα. Χωρίς πολλά πολλά ξεχυνόταν στο νοητό γηπεδάκι και έπαιρνε την μπάλα στα πόδια του, γινόταν ο πρωταγωνιστής του παιχνιδιού.
Πολύ συχνά όμως, θα έβλεπε σε μια άκρη κάποιο άλλο παιδί να παρακολουθεί τον αγώνα αλλά να ντρέπεται να ζητήσει γίνει μέρος του. Η ανέκαθεν εκκωφαντική προσωπικότητά του δεν του επέτρεπε να το καταλάβει. «Μα πώς αντέχει να μας βλέπει να παίζουμε και να μένει απ'έξω;» σκεφτόταν. Σύντομα όμως, τα ξεχνούσε αυτά. Η μπάλα έπεφτε στα πόδια του, αυτός μάγευε τους φίλους του και όπως κάθε μπόμπιρας ονειρευόταν τη μέρα που θα αγωνιστεί σε ένα Μουντιάλ.
Ένα βήμα πριν το Μουντιάλ
Εκείνο το πιτσιρίκι στο λόφο της Μασσαλίας, που μοίραζε τη μέρα του ανάμεσα στο κτίσιμο του σπιτιού του και την μπαλίτσα με τους φίλους του μεγάλωσε. Τα κατάφερε, είχε γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Και όχι όποιος όποιος. Ήταν ο Καντονά, το σπουδαίο «7» της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ζούσε τα καλύτερα χρόνια της καριέρας του, ήταν εκ των αστέρων του ποδοσφαιρικού κόσμου. Είχε ήδη κατακτήσει τίτλους σε συλλογικό επίπεδο αλλά του έλειπε κάτι το σπουδαίο από τη διεθνή καριέρα του με την Εθνική Γαλλίας, από την οποία απείχε για δύο χρόνια εξαιτίας της κόντρας του με τον κόουτς Μισέλ. Ήταν ένα από τα σημεία αναφοράς σε μια πολύ ταλαντούχα φουρνιά των τρικολόρ μαζί με τους Ζαν Πιερ Παπέν και Ντιντιέ Ντεσάμπ. Στο Euro του 1992 προκρίθηκαν, αλλά η πορεία τους δεν ήταν ανάλογη με τις προσδοκίες. Δύο ισοπαλίες και μια ήττα σε τρία ματς ομίλων απέναντι σε Σουηδία, Δανία και Αγγλία σήμαναν τον αποκλεισμό της ομάδας τους.
Εκείνο το βράδυ του Νοεμβρίου του 1993 όμως, ήταν η ευκαιρία τους να επιστρέψουν στις μεγάλες διοργανώσεις και να αποδείξουν πως μπορούν να οδηγήσουν τη Γαλλία σε μια καλή πορεία. Μετά από εννιά αγωνιστικές βρίσκονταν στη δεύτερη θέση του ομίλου τους πίσω από τη Σουηδία και αντιμετώπιζαν τη Βουλγαρία για να «κλειδώσουν» το εισιτήριο για το Παγκόσμιο Κύπελλο των Ηνωμένων Πολιτειών. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνουν ήταν να μη χάσουν. Οι δρόμοι του Παρισίου και όλων των άλλων πόλεων είχαν αδειάσει από νωρίς, όπως από νωρίς είχε γεμίσει ασφυκτικά και το «Parc des Princes». Σχεδόν 50.000 ζευγάρια χέρια έτοιμα να πανηγυρίσουν την επιστροφή της Γαλλίας σε Μουντιάλ, και αμέτρητα άλλα βλέμματα καρφωμένα στις τηλεοράσεις για να παρακολουθήσουν το μεγάλο γεγονός. Τόσοι άνθρωποι έτοιμοι να γεμίσουν ελπίδα πως μπορούν να δουν κάτι καλό από την εθνική τους ομάδα μετά από καιρό. Οι τρικολόρ πιέζουν από την αρχή. Λίγο μετά τη συμπλήρωση μιας ώρας στο παιχνίδι, έκρηξη. Ο Παπέν βρίσκει με κεφαλιά τον Καντονά και αυτός με δυνατό σουτ από κοντά στέλνει την μπάλα στα δίχτυα. Το μεγάλο βήμα γίνεται.
Δύο τέρματα του Κονσταντίνοφ όμως, το δε'υτερο στις καθυστερήσεις, θα κλέψουν την πρόκριση από τους Γάλλους. Ο Καντονά θα δει μια μεγάλη ευκαιρία να πετάει μέσα από τα χέρια του. Βρισκόταν στα καλύτερά του χρόνια και ένιωθε πως αυτή ήταν η στιγμή που θα μπορούσε να οδηγήσει την εθνική του σε μια καλή πορεία στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Αργότερα θα διαπίστωνε, πως αυτή θα ήταν και η τελευταία του ευκαιρία.
Οι χειροπέδες στο Μουντιάλ του 1994
«Δεν θα είχα αυτό το πάθος, αυτή τη φωτιά που θέλει να βγει από μέσα μου, αν μερικές φορές δεν έκανα ζημιά και στον εαυτό μου και στους γύρω μου. Πιο πολύ βλάπτω τον εαυτό μου, έχω όμως επίγνωση ότι βλάπτω και τους άλλους. Το ξέρω ότι απογοητεύω πολλούς, υπάρχουν όμως και εκείνοι που με καταλαβαίνουν και αντιλαμβάνονται ότι δεν θα μπορούσα να είμαι αυτό που είμαι, δίχως να εξωτερικεύω και τις δυο όψεις του εαυτού μου» θα πει κάποτε. Πράγματι, η μια πλευρά του Καντονά δεν βγάζει νόημα χωρίς την άλλη. Ένας αυθόρμητος, ευέξαπτος παικταράς, σχεδόν εμμονικός με το να είναι πρωταγωνιστής.
Και το καλοκαίρι του 1994 δεν μπορούσε να είναι τέτοιος. Η Γαλλία δεν είχε ταξιδέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για το Μουντιάλ. Το είχε κάνει όμως ο τότε 28χρονος, για λογαριασμό καναλιού της Γαλλικής τηλεόρασης, που είχε βρει τον πιο ιδιαίτερο σχολιαστή που θα μπορούσε. Πραγματικά, ανεξάρτητα από οτιδήποτε, ποιος δεν θα ήθελε να ακούσει τον Ερίκ Καντονά να σχολιάζει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα;
Eric Cantona at the 1994 World Cup. pic.twitter.com/74yybIaYiQ
— 90s Football (@90sfootball) September 21, 2020
Η διοργάνωση κύλησε γρήγορα. Ήδη είχε φτάσει στα ημιτελικά και ο Γάλλος σταρ μετέβη στο «Ρόουζ Μπόουλ» της Πασαντίνα στο Λος Άντζελες για το παιχνίδι ανάμεσα σε Βραζιλία και Σουηδία. Μπήκε στο στάδιο και κατευθύνθηκε προς τη θέση του στα δημοσιογραφικά όταν ξαφνικά ένας επίσημος τον σταμάτησε πριν καθίσει. Ο Καντονά δεν ήθελε και πολύ, μια σπίθα αρκούσε. Λίγα γαλλικά- κυριολεκτικά και μεταφορικά- και η φαινομενικά απλή παρεξήγηση είχε πάρει άλλες διαστάσεις. Ο Γάλλος επιτέθηκε στον άντρα. H αστυνομία του γηπέδου δεν είχε άλλη επιλογή, του πέρασε χειροπέδες και ήταν έτοιμη να προχωρήσει στη σύλληψή του. Ο Καντονά είχε αφήσει τη φωτιά να βγει από μέσα του για ακόμη μια φορά. Είχε βλάψει τον εαυτό του και τους άλλους. Ευτυχώς, ένας εκπρόσωπος της FIFA παρενέβη και έλυσε το περιστατικό πριν ο 28χρονος οδηγηθεί στο αστυνομικό τμήμα.
Το ανεκπλήρωτο
Οι χειροπέδες αυτές όμως, έμειναν νοητά να συμβολίζουν τα δεσμά ανάμεσα στον Ερίκ Καντονά και το ανεκπλήρωτο όνειρο του Μουντιάλ. Το σκεφτόταν καθ'όλη τη διάρκεια της διοργάνωσης αλλά σε εκείνον τον ημιτελικό το συναίσθημα του ήταν πολύ πιο έντονο. Όσο έβλεπε τον Ρομάριο, τον Ντούνγκα και τον Μπρόλιν να κάνουν ζέσταμα, ένιωθε σαν εκείνο το παιδί που στεκόταν στην άκρη, βλέποντας τον να παίζει μπάλα με τους φίλους και δεν είχε το κουράγιο να ζητήσει γίνει μέρος του παιχνιδιού. Ο Καντονά δεν είχε συνηθίσει να σχολιάζει τα αστέρια του γηπέδου από κάποια θέση ψηλά στην κερκίδα, αντίθετα είχε συνηθίσει να είναι αυτός ο αστέρας που οι άλλοι σχολιάζουν. Και το να πρωταγωνιστήσει σε ένα Μουντιάλ ήταν κάτι που του έλειπε, αλλά και κάτι που εν τέλει δεν θα πετύχαινε ποτέ. Εκείνη η επίθεση στον άντρα στα δημοσιογραφικά του «Ρόουζ Μπόουλ» ήταν απλά μια έκφραση της τρομερής επιθυμίας του να είναι αυτός το σημείο αναφοράς, μια έκφραση της δικής του σκοτεινής πλευράς που δεν μπορούσε να αποδεχθεί πως δεν βρίσκεται στο χορτάρι για να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Ο Καντονά, αν μπορούσε, θα έβαζε εκείνη τη στιγμή τα ποδοσφαιρικά του και θα έτρεχε προς τον αγωνιστικό χώρο, για να δείξει σε όλους ποιος ήταν ο Βασιλιάς. Θα γινόταν αυτό που ήταν πάντα, αυτός για τον οποίο όλοι μιλούσαν, και όχι αυτός που θα μιλούσε για τους άλλους.