Μουντιάλ 2022, Ριτσάρλισον: Από υποψήφιος dealer, επιδέξιος entertainer
Θα μπορούσε να είναι νεκρός ή στη φυλακή. Η φτώχεια, το έγκλημα και τα ναρκωτικά συνέθεταν το κάδρο της εφηβείας του. Όταν η μητέρα του έλειπε για δουλειά κατέβαινε στους δρόμους με κάποιες απ' τις παρέες που έκανε στα κρυφά. Είδε όπλα, σακούλες με λεφτά, τα είδε όλα. Του έκλεισαν το μάτι και υποσχέθηκαν μια ζωή με πολύ ρίσκο, αλλά εύκολο χρήμα. Περπατούσε στον δρόμο και τον φώναζαν «άχρηστο» βλέποντας τα άτομα που τον συνόδευαν. Τους άκουγε που ψιθύριζαν ότι συνεχώς δημιουργεί προβλήματα. «Πολλοί από τους παιδικούς μου φίλους είναι στη φυλακή», έχει παραδεχτεί ανοιχτά. «Άλλοι είναι νεκροί. Θα μπορούσα εύκολα να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο».
Δεν αναζήτησε όμως ποτέ τίποτα σε αυτόν τον «κόσμο». Αν και μια φορά ο «κόσμος» πήγε να τον βρει. Όταν ήταν 14 επέστρεφε σπίτι από ένα γηπεδάκι που έπαιζε μπάλα με έναν φίλο. Δύο από τους τύπους που όλοι απέφευγαν στη γειτονιά, τους πλησίασαν από το πουθενά και έστρεψαν τα όπλα στα κεφάλια τους, νομίζοντας ότι κουβαλούσαν και πουλούσαν ναρκωτικά σε περιοχή δικής τους ευθύνης. Όταν οι λέξεις βγήκαν επιτέλους από τον λαιμό, εξήγησαν ότι πρόκειται για παρεξήγηση. Ότι εκείνοι απλώς έπαιζαν ποδόσφαιρο, ότι πιθανόν τους είχαν μπερδέψει με άλλους. Έδειξαν την μπάλα που κρατούσαν στα χέρια και μετά από μερικά λεπτά τρόμου, κατάφεραν να φύγουν...
Η ζωή δεν ήταν εύκολη για τον Ριτσάρλισον στη Νόβα Βενέσια όπου μετακόμισαν με τη μητέρα και τα τρία αδέρφια του όταν οι γονείς του χώρισαν. Η μαμά του, Βέρα Λουσία, δούλευε όλη μέρα για να εξασφαλίσει ότι το φαγητό θα έφτανε για όλους. Από 11 ετών ξεκίνησε να δουλεύει. Πουλούσε γρανίτες, όπως είχε ακούσει ότι έκανε κι ο προπάππος του. Σηκωνόταν στις 6 το πρωί, έσερνε το καρότσι του στο κέντρο της πόλης και περνούσε τη μέρα φωνάζοντας για να πουλήσει την πραμάτεια του. Πάλι όμως τα χρήματα δεν ήταν αρκετά, έτσι έπρεπε να κάνει κι άλλες δουλειές παράλληλα για να βοηθήσει τη μητέρα του.
Πούλησε καραμέλες σοκολάτας που έφτιαχνε η θεία του, έπλενε δεκάδες λασπωμένα λάστιχα σε ένα πλυντήριο αυτοκινήτων και βοηθούσε τον παππού του στο αγρόκτημα μαζεύοντας καφέ στους 50 βαθμούς Κελσίου. Ίδρωνε και κουραζόταν τόσο πολύ που ήθελε να βάλει τα κλάματα, αλλά ύστερα κοιτούσε τον παππού του. Σκεφτόταν ότι εκείνος είχε περάσει έτσι κάθε μία ημέρα της ζωής του. Σκούπιζε λοιπόν βιαστικά τα μάτια του και συνέχιζε.
Ο αστέρας της «Σελεσάο» και της Τότεναμ, κουβαλά μια από εκείνες τις ιστορίες Βραζιλιάνων που συντίθενται από φτώχεια κι όνειρα, που νόμιζε πως θα παρέμεναν πάντοτε ανεκπλήρωτα. Από επτά ετών φαντασιονόταν πως φορά την κίτρινη φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας καθώς προπονούνταν σε ένα χωμάτινο γήπεδο μιας σχολής ποδοσφαίρου της περιοχής του, όμως μέχρι τα 17 είχε να πει μονάχα ιστορίες απόρριψης.
Η «δια πυρός και σιδήρου» αρχή και το τέλος της «χωματερής» των ονείρων του
Πρώτα πέρασε δοκιμαστικά στην Αβάι, μια ομάδα στη Φλοριανόπολις, περίπου 1.800 χιλιόμετρα απ' τη Νόβα Βενέσια. Παρέμεινε στην ακαδημία, προνούνταν σκληρά και ήλπιζε ότι θα του προσφέρουν ένα συμβόλαιο. Πήγαινε για ύπνο με μελανιασμένες κνήμες σχεδόν κάθε μέρα. Παρέμεινε εκεί τέσσερις εβδομάδες, κι ύστερα ένας τύπος από τον σύλλογο του είπε ότι τελικά δεν επρόκειτο να δεχτούν νέους παίκτες.
Πέρασε ένα δεύτερο δοκιμαστικό στη Φιγκεϊρένσε, στην ίδια πόλη. Είχε πάνω του τόσα λίγα χρήματα που έπρεπε να δανειστεί παπούτσια από κάποιον στο κλαμπ. Και πάλι «πέθανε» στην προπόνηση για σχεδόν ένα μήνα. Διαγωνίστηκε με άλλα εννέα παιδιά για μία από τις δύο θέσεις. Έτρεχε και πάλευε να τον προσέξουν, αλλά στο τέλος απορρίφθηκε.
Ήταν 16 ετών και κουβαλούσε ήδη το βάρος δύο αποτυχιών. Παράλληλα, έπρεπε να επιστρέψει στη μαμά του. Να βρει πάλι δουλειά για να τη βοηθήσει. Σκέφτηκε να παρατήσει το σχέδιο να παίξει ποδόσφαιρο επαγγελματικά. Θα το είχε κάνει αν δεν τον στήριζαν ο μπαμπάς, ο παππούς του κι ο Φιντέλ, ένας αστυνομικός και προπονητής ποδοσφαίρου σάλας, που φύτρωσαν μέσα του τη «never give up» νοοτροπία.
Η τρίτη προσπάθεια έγινε στη Ρεάλ Νοροέστε, μια ομάδα κοντά στη Νόβα Βενέσια που έπαιζε στο κρατικό πρωτάθλημα «Εσπίριτο Σάντο». Έπαιξε εκεί ένα χρόνο και είχε την ευκαιρία να εξελιχθεί πολύ. Τόσο, που άνοιξαν οι πόρτες της Αμέρικα Μινέιρο, τουλάχιστον σε επίπεδο δοκιμαστικό. Ήξερε ότι δεν υπάρχουν πλέον άλλα περιθώρια αποτυχίας. Δούλεψε ακόμα πιο σκληρά γνωρίζοντας πως κρατά στα πόδια τους τις τύχες όλης της οικογένειας και τα κατάφερε. Τον Δεκέμβριο του 2014 του προσφέρθηκε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο.
Εκείνη την περίοδο ζούσε στο προπονητικό κέντρο της Αμέρικα όταν έφτασε μια αποστολή με ρούχα στην είσοδο με παραλήπτη εκείνον. Ήταν ένας έφηβος που είχε μόλις καταφέρει αυτό που πάλευε καιρό, είχε όμως την πρώτη του συμφωνία χορηγίας με τη Nike. Έτσι του έστειλαν αθλητικές φόρμες, σετ προπόνησης, παπούτσια, όλα λαμπερά και φρέσκα. Θα ήταν μια συναρπαστική στιγμή για κάθε νεαρό παίκτη. Για τον Ριτσάρλισον που πουλούσε γρανίτες σε χωματόδρομους μόλις δύο χρόνια πριν ήταν «τρελό».
Υπό αυτές τις συνθήκες, θα του είχε συγχωρεθεί που ένιωθε μια υπερηφάνεια ή μια ανάγκη να «κοκορευτεί» στους συμπαίκτες τους. Αλλά όχι, δεν ήταν αυτός ο Ριτσάρλισον. Ο Ριτσάρλισον είχε άλλα σχέδια. Ήσυχα, αποσύρθηκε στο δωμάτιό του. Πήρε όλα του τα παλιά ρούχα και τα έβαλε σε μια βαλίτσα και μετά βγήκε από την κεντρική πύλη του προπονητικού. Τα άλλα παιδιά στον κοιτώνα δεν είχαν ιδέα τι έκανε.
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε μετά από επιμονή του συγκατοίκου του. Είχε πάρει τα υπάρχοντά του στην πόλη, στο κέντρο του Μπέλο Οριζόντε, και τα μοίρασε σε άστεγους. «Τους έδωσε τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της βαλίτσας», θυμάται ένας από τους στενότερους φίλους του εκείνη την εποχή. Μια κίνηση χαρακτηριστική του ήθους του. Μια πλευρά του που μπορεί εύκολα κάποιος να παραλείψει αν σταθεί στα γκολ και το πνεύμα πολεμιστή.
Παρέμεινε στην Ατλέτικο Μινέιρο δύο χρόνια. Ακολούθησε -το 2016- η Φλουμινένσε. Η μεταγραφή σε μία από τις μεγαλύτερες ομάδες της Βραζιλίας του έδωσε τη δυνατότητα να αγοράσει το πρώτο του σπίτι στη Νόβα Βενέσια. Όλα πήραν έκτοτε τον δρόμο τους. Μπορούσε να ανασάνει πιο ελεύθερα, να αφεθεί στο ταλέντο του, να δοθεί ολοκληρωτικά στο παιδικό του όνειρο: να φορέσει τη φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας. Η μετάβαση στην Ευρώπη και τη Γουότφορντ το 2017, όταν ήταν 20 ετών, έφερε το όνειρο πιο κοντά.
Πολλοί αμφισβήτησαν ότι θα μπορούσε να τα καταφέρει στην Premier League, στο πρωτάθλημα που παραδοσιακά δυσκολεύονται πολλοί Βραζιλιάνοι να προσαρμοστούν. Εκείνος όμως δεν ένιωσε πίεση. Τίποτα δεν μπορούσε πια να τον δυσκολέψει. -ίσως μόνο η γλώσσα και το... αγγλικό πρωινό-. Όταν όμως τελικά βρήκε τα πατήματά του, ένιωθε απερίγραπτη χαρά απλώς και μόνο που στεκόταν στο τούνελ δίπλα σε παίκτες όπως ο Κουν Αγουέρο και ο Κέβιν Ντε Μπρόινε της Σίτι. Φιγούρες που είχε δει στα βιντεοπαιχνίδια. Κι αν ένιωθε πεταλούδες στο στομάχι πριν το παιχνίδι με τους «πολίτες», φαντάζεστε πιθανόν, τί ένιωσε όταν δέχθηκε την πρώτη του κλήση για τη Βραζιλία.
«Θυμάμαι ότι είδα την ανακοίνωση της ομάδας στην τηλεόραση. Το όνομά μου δεν ήταν εκεί, αλλά έλεγα: Δεν πειράζει, θα συνεχίσω να προσπαθώ. Θα έρθει η ευκαιρία μου. Τότε ο Πέδρο, ο εξτρέμ, δυστυχώς τραυματίστηκε. Ξαφνικά με πήρε τηλέφωνο ο καθηγητής Τίτε. Ένιωσα μια περίεργη αίσθηση στο σώμα μου. Δεν είμαι σίγουρος πώς να το εξηγήσω. Η καρδιά μου χτυπούσε. Με ρώτησε αν ήμουν έτοιμος. Είπα: «Κύριε καθηγητά, είμαι έτοιμος! Πότε με χρειάζεσαι;; Όταν εμφανίστηκα για να μπω στην ομάδα, ένιωσα σαν να είχα φτάσει σε άλλο πλανήτη. Ευχαρίστησα τον Θεό για την ευκαιρία. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ετοιμαζόμουν να φορέσω την κίτρινη φανέλα».
Άξιος εκφραστής του jogo bonito
Όλοι έχουν μια ιστορία για αυτόν, μια αγαπημένη ανάμνηση να μοιραστούν, αλλά μερικές φορές αρκεί να διακρίνεις πώς η συγκίνηση παρεισφρέει στη ροή του λόγου και κατακερματίζει τις λέξεις. «Δεν ξέρω φίλε», είπε ενώ τα λόγια έβγαιναν με δυσκολία. «Είναι απλά θεαματικός. Το είδος του ανθρώπου που φαίνεται να έχει σχεδιαστεί διαφορετικά από τον μεγάλο τύπο εκεί στον ουρανό». Αυτά κατάφερε να εκφράσει ένας από τους προπονητές του Ριτσάρλισον στη Φλουμινένσε όταν ρωτήθηκε γι' αυτόν.
Τώρα όλος ο κόσμος είδε πόσο ξεχωριστός είναι όταν έβαλε ένα από αυτά τα γκολ που αγαπάνε οι έμπειροι γραφίστες, οι μοντέρ κι οι animators. Από εκείνα που «ζητιανεύουν» οι φωτογράφοι για να διεκδικήσουν μια θέση στις καλύτερες αθλητικές φωτογραφίες της χρονιάς. Από τα γκολ που αν τελικά καταφέρει να «φυλακίσει» ο φακός κοσμούν οθόνες υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων. Από αυτά που επάξια περιγράφονται ως: iconic.
Ήταν το δεύτερο γκολ της Βραζιλίας στην πρεμιέρα της στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ ενάντια στη Σερβία. Το δεύτερο γκολ μιας ελεγχόμενης νίκης της «σελεσάο» που κέρδισε μια θέση στην αθανασία χάρις σε εκείνον. Ο Βινίσιους Τζούνιορ «σέρβιρε» κόβοντας από αριστερά, ο Ριτσάρλισον ήταν κοντά στο σημείο του πέναλτι με αρκετό χώρο για να γυρίσει και να σουτάρει, αλλά η μπάλα έπεσε πολύ γρήγορα στα πόδια του. Με το πρώτο άγγιγμα τής έδωσε ύψος και σχεδόν αυτόματα, μια σειρά από κόκκινες φανέλες προσπάθησαν να κλείσουν τον διαθέσιμο χώρο.
Η πραγματική μαγεία όμως ακολούθησε στον τρόπο με τον οποίο άφησε τη μπάλα να πέσει πάνω από τον έναν ώμο, μετά περιστράφηκε όσο εκείνη έπαιρνε πάλι ύψος έξω από το οπτικό του πεδίο, κι ύστερα τσακίζοντας τη φυσική την έστειλε με ένα εντυπωσιακό γυριστό στη γωνία του τέρματος των Σέρβων. Ένα γκολ που προσέφερε οπτικοποιημένη ολόκληρη τη φιλοσοφία ποδοσφαίρου της χώρας.
Και επειδή η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης, η ομάδα του Τίτε γεμάτη αυτοπεποίθηση και αλεγκρία προσέφεραν έναν ακόμα 45λεπτο μάθημα ποδοσφαιρικής ιστορίας το βράδυ της Δευτέρας στο παιχνίδι με τη Νότια Κορέα. Σε ένα εξωπραγματικό πρώτο ημίχρονο που είχε τέσσερα τέρματα συμπεριλαμβανομένου ενός ακόμα δικού του γκολ. Το τρίτο κατά σειρά. Ο Ριτσάρλισον μπήκε μετά χαράς ξανά στη θέση του entertainer. Ντρίμπλαρε ενώ είχε τη μπάλα στο κεφάλι, «βασάνισε» όλους όσοι προσπάθησαν να τον σταματήσουν, ισορρόπησε κρατώντας υπό τον έλεγχό του την μπάλα, την άφησε στον Μαρκίνιος, εκείνος στον Τιάγκο Σίβα, κι αυτός ξανά στα πόδια του, για να «κλείσει» τον show, πριν ξεκινήσει το... χορευτικό πρόγραμμα.
«Ο Ρίτσαρλισον είναι το είδωλο που αξίζουν οι Βραζιλιάνοι μετά από τόσα βάσανα»
Αυτός είναι ο τίτλος ενός εκ των δεκάδων αφιερωμάτων που γράφτηκαν για τον Ριτσάρλισον πριν την έναρξη του Μουντιάλ του Κατάρ. Σχεδόν γραμμή δεν υπήρχε για την εντός των τεσσάρων γραμμών δράση του μέσα σε αυτά. Ήταν μια ωδή στην ακτιβιστική και φιλανθρωπική του δράση. Στην αντίθεση κι αντίστασή του στον επερχόμενο πρόεδρο της χώρας, τον ακροδεξιό Ζαΐρ Μπολσονάρο.
Ο επιθετικός της Τότεναμ, είναι μακράν το πιο προοδευτικό μέλος της «σελεσάο». Τα τελευταία χρόνια, όσο η πατρίδα του βρισκόταν υπό τον έλεγχο του πρώην στρατιωτικού μίλησε επανειλημμένα για θέματα όπως ο ρατσισμός, η φτώχεια, η αστυνομική και έμφυλη βία, τα δικαιώματα LGBTQ+ και η περιβαλλοντική καταστροφή. Πήρε θέση για το γεγονός ότι η αγαπημένη του κίτρινη φανέλα της Βραζιλίας είχε συρθεί στην πολιτική διαμάχη της χώρας και υιοθέτησε ένα τζάγκουαρ για να κάνει γνωστές τις απειλές για τους υγροτόπους Παντανάλ της Βραζιλίας. Κατά τη διάρκεια της έκτακτης ανάγκης λόγω της ραγδαίας εξάπλωσης του κορωνοϊού στη Βραζιλία, ο Ριτσάρλισον υποστήριξε δημόσια τις προσπάθειες εμβολιασμού, δωρίζοντας φιάλες οξυγόνου στην πόλη Μανάους του Αμαζονίου όταν το σύστημα υγείας λύγισε κατά τη διάρκειας της μάχης ενάντια στον Covid.
Ο Ζούκα Κφούρι, ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς ποδοσφαίρου της Βραζιλίας, είπε ότι η έκρηξη λατρείας για τον Ριτσάρλισον αν και ίσως ελαφρώς υπερβολική, αντανακλά το πώς εκατομμύρια προοδευτικοί οπαδοί ήθελαν απελπισμένα να ξαναερωτευτούν μια ομάδα που τους είχε απογοητεύσει βαθιά, με βασικό υπαίτιο για αυτή την αποξένωση τον Νεϊμάρ, ο οποίος στήριξε δημόσια την αποτυχημένη προσπάθεια επανεκλογής του Μπολσονάρο και στη συνέχεια υποσχέθηκε να του αφιερώσει το πρώτο του γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Το 2020, ώρες πριν από τον εορτασμό της «Ημέρας Ευαισθητοποίησης των Μαύρων», ένας μαύρος δολοφονήθηκε από φρουρούς ασφαλείας σε σούπερ μάρκετ, προκαλώντας κύμα οργής στη Βραζιλία. «Ούτε την ημέρα της Μαύρης Συνείδησης. Στην πραγματικότητα, ποια συνείδηση; Σκότωσαν ξυλοκοπώντας έναν μαύρο μπροστά στις κάμερες. Η βία και το μίσος έχουν χάσει την ντροπή τους. Ήταν μάταιοι οι θάνατοι των Τζορτζ Φλόιντ, Ζοάο Πέδρο, Εβάλντο Σάντος;».
Εκείνη τη χρονιά, μίλησε επίσης εναντίον της αθώωσης ενός Βραζιλιάνου επιχειρηματία ποδοσφαίρου που κατηγορήθηκε για τον βιασμό μιας νεαρής γυναίκας και ζήτησε δικαιοσύνη. Σε συνέντευξή του στην «O Globo» έχει εξηγήσει γιατί: «Το ποδόσφαιρο με έσωσε. Γι' αυτό μιλάω, παίρνω θέση και δείχνω την αγανάκτησή μου: για μια ελάχιστη αξιοπρέπεια και ισότητα για όλους τους Βραζιλιάνους που δεν είχαν την τύχη που είχα εγώ».