4.5.0: Η επιβίωση του ουκρανικού ποδοσφαίρου στις ρωγμές του πολέμου

4.5.0: Η επιβίωση του ουκρανικού ποδοσφαίρου στις ρωγμές του πολέμου

Ιάσονας Θεριός

4.5.0

Μια βρώμικη φωνή που βγαίνει από τον ασύρματο, το ψελλίζει στα ουκρανικά και αντηχεί στα χαρακώματα, σπάζοντας τη σιωπή. Ένας νεαρός στρατιώτης το πληκτρολογεί βιαστικά σε ένα μήνυμα προς την οικογένειά του.

Το κάθε 4.5.0 ακολουθεί μια βαθιά εκπνοή ανακούφισης. Τρία ψηφία που, στον στρατό της Ουκρανίας, έφτασαν να σημαίνουν πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Τρία ψηφία αφιερωμένα στη νίκη της ζωής, στο «λίγο ακόμη» που έφεξε προτού βυθιστεί στο σκοτάδι.

Θα πει «Όλα είναι εντάξει». Mια εγγύηση της ασφάλειας, μια μικρή μουντή γιορτή της επιβίωσης. Και την ίδια στιγμή κάτι σαν ευχή, η οποία γυρίζει στο μυαλό κάθε μητέρας που τρέμει και ταυτόχρονα καρτερά το χτύπημα του τηλεφώνου, αυτού που θα φέρει τα νέα του γιου της. Καλά ή κακά. Κι αν τον ακούσει να λέει «4.5.0, μαμά. Όλα εντάξει, συνεχίζουμε», τότε οι τρεις απλοί αριθμοί μεταμορφώνονται στις πιο όμορφες νότες που άγγιξαν ποτέ την ψυχή της. Αυτός ο κωδικός της επιβίωσης των Ουκρανών δεν είχε ποτέ μεγαλύτερη σημασία από όση απέκτησε το 2022.

Στις 24 Φεβρουαρίου του έτους ο Βλαντιμίρ Πούτιν ανακοινώνει την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» της Ρωσίας ενάντια στην Ουκρανία. Οι πύραυλοι και οι βόμβες που χτυπούν πολλαπλούς στόχους, από το Κίεβο ως το Ντόνετσκ, είναι απλά μια έκφραση της πεποίθησης του Ρώσου προέδρου πως οι γείτονές του «δεν ήταν ποτέ γνήσια κρατική οντότητα».

Ανάμεσα στις χιλιάδες ζωές που τραγικά έχουν χαθεί μέχρι τώρα είναι κι αυτή του Αλεξάντρ Σουκχένκο, ενός καθημερινού αγοριού, που έπαιζε ποδόσφαιρο στις μικρές κατηγορίες της χώρας του. Το κορμί του βρέθηκε βασανισμένο, χωμένο μέσα στις λάσπες ενός λάκκου, δίπλα σε αυτά των γονιών του.

Πάνω στο φέρετρό του, ανάμεσα στην κιτρινομπλέ σημαία και μερικά λουλούδια στέκει η αγαπημένη του μπάλα. Σχεδόν ποιητικά, βρίσκεται έξω από το ξύλινο κιβώτιο, μακριά από τον θάνατο και το σκότος, ακόμα στον ήλιο, στη ζωή. Σαν να συμβολίζει το 4.5.0 του ουκρανικού ποδοσφαίρου, της επιβίωσής του μέσα στη δίνη του πολέμου.

Το φέρετρο του Αλεξάντρ στη δεύτερη φωτογραφία

Επιβίωση εκφρασμένη μέσα από εκείνες τις μικρές στιγμές, τις ρωγμές της τραγικής πραγματικότητας, που για κάποιους δεν σημαίνουν τίποτα και για άλλους τα πάντα. Επιβίωση εκφρασμένη μέσα από το «απλά ένα άθλημα», ποδόσφαιρο.

image

«Θέλουμε να δείξουμε πως ακόμα είμαστε ζωντανοί»

Τα φωτάκια στα κομοδίνα έμειναν ανοιχτά όλο το βράδυ. Λες και ο διακόπτης τους μαζί με το φως θα έσβηνε και την ελπίδα. Βλέμματα καρφωμένα στις οθόνες των κινητών, άλλα χωμένα ανάμεσα σε παλάμες.

Ο ενθουσιασμός και το άγχος θα μπορούσαν κάλλιστα να κρατήσουν ξάγρυπνους τους παίκτες της Σαχτάρ την παραμονή του αγώνα της ομάδας τους απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης για το Champions League. Όμως όχι, δεν ήταν η αγωνία της αναμέτρησης κόντρα στην Πρωταθλήτρια Ευρώπης που ανάγκαζε τις καρδιές τους να χάνουν μερικούς χτύπους, ήταν μια διαφορετική ανασφάλεια αυτή που τους τυραννούσε.

Λίγες ώρες πριν, ο πόλεμος στη χώρα τους είχε πάρει μια απροσδόκητη τροπή, την πιο βίαιη των τελευταίων μηνών. Αμέτρητες βόμβες έπεσαν ταυτόχρονα σε πολλές πόλεις της Ουκρανίας, χτυπώντας γέφυρες, πολυκατοικίες, μέχρι και παιδικές χαρές.

Κάθε ποδοσφαιρική σκέψη είχε αντικατασταθεί στο μυαλό των παικτών από την ανάγκη της επικοινωνίας με τους δικούς τους ανθρώπους, αυτούς που είχαν αφήσει πίσω. Αγωνιώδεις κλήσεις, δευτερόλεπτα που κυλούν σαν αιώνες όσο το κινητό προσπαθεί να συνδεθεί με την απέναντι γραμμή. Ο Ιβάν Πέτριακ, μέσος της ομάδας, το είχε ζήσει πιο πριν. Είχε ήδη χάσει τον παππού των παιδιών του σε αυτόν τον πόλεμο. «Για ποιο παιχνίδι να τους μιλήσω τώρα;», μουρμουράει ο Ίγκορ Γιοβίσεβιτς, ο προπονητής της Σαχτάρ.

Η ομάδα του πάλευε για τη διάκριση στην πιο δύσκολη ποδοσφαιρική διοργάνωση. Τις τρεις πρώτες αγωνιστικές μετρούσε μια νίκη, μια ισοπαλία και μια ήττα. Ένα θετικό αποτέλεσμα στο εντός έδρας παιχνίδι απέναντι στη Ρεάλ θα μπορούσε να αποβεί κομβικό για το μέλλον της.

Αστεία έννοια το «εντός έδρας» για μια ομάδα που δεν έχει αγωνιστεί στην πόλη της εδώ και οκτώ χρόνια. Πλέον δεν αγωνίζεται καν στη χώρα της. Ταξιδεύει αμέτρητες ώρες, μεταφερόμενη από το Λβιβ και τις άλλες ουκρανικές πόλεις, όπου γίνονται οι αγώνες του πρωταθλήματος, μέχρι τη Βαρσοβία, το ευρωπαϊκό της σπίτι, 1523 χιλιόμετρα μακριά από το πραγματικό της, το Ντόνετσκ.

Οι δέκα από τους έντεκα βασικούς είναι Ουκρανοί, καθένας τους κουβαλάει μια διαφορετική ιστορία από το προηγούμενο εφιαλτικό βράδυ, την αγωνία για κάποιον δικό του στην πατρίδα. Τα πάντα σβήνουν ωστόσο, όταν η όμορφη κεφαλιά του Ζουμπκόφ καταλήγει στην αγκαλιά των διχτυών για το 1-0.
Η Σαχτάρ, έπειτα, κυριαρχεί για ένα διάστημα απέναντι στη Ρεάλ, σπαταλά ευκαιρίες, δείχνει πως μπορεί να φτάσει στο δικό της θαύμα, Όμως… 28 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη δέχεται το γκολ της ισοφάρισης. Το ποδόσφαιρο με τον μοναδικά σκληρό του τρόπο καταστρέφει το παραμύθι.

«Πιστεύουμε στα θαύματα, πιστεύουμε πως τα πάντα είναι πιθανά. Κανείς δεν πίστεψε πως η Ουκρανία θα επιβίωνε σε αυτόν τον πόλεμο. Ακόμα πολεμάμε όμως, δεν έχει σημασία πόσο δυνατός ή αδύναμος είσαι, αν πιστεύεις στον εαυτό σου. Όλο αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το ποδόσφαιρο. Θέλουμε να δείξουμε πως παλεύουμε, πως ακόμα είμαστε ζωντανοί», είχε δηλώσει μια γυναίκα έξω από το γήπεδο μετά το εντυπωσιακό 4-1 της πρεμιέρας απέναντι στη Λειψία.

Όσο κι αν πόνεσε αυτή η ισοπαλία, έστω και για μια αναθεματισμένη στιγμή έκανε κάθε Ουκρανό, κάθε πρόσφυγα ή στρατιώτη ή απλά οπαδό, να ανατριχιάσει από περηφάνια, να νιώσει πιο ζωντανός από ποτέ, όσο μια στρατιωτική υπερδύναμη, όπως η Ρωσία, επιχειρεί να αφανίσει τη χώρα του.

Η παραμικρή τέτοια αναθεματισμένη στιγμή ποδοσφαιρικής ανδρεναλίνης, μπορεί να φαίνεται ασήμαντη μα πιστέψτε το: έστω και μισό γραμμάριο να αφαιρέσει από το αβάσταχτο βάρος του πολέμου, έχει χαρίσει τα πάντα. Και σίγουρα πολύ περισσότερα από τον ταπεινό βαθμό της ισοπαλίας. Μπορεί στο τέλος η Σαχτάρ να κατέληξε στο Europa League, μα οι παίκτες της φρόντισαν να χαρίσουν πολλές από αυτές τις στιγμές. Κι αυτό ήταν κάτι σπουδαιότερο από οποιαδήποτε πρόκριση.

image

Από το «απλά νικήστε» στην αγκαλιά της ήττας

Δεν το έκανε συχνά, η κατάσταση ήταν εντελώς πρωτόγνωρη στις πρώτες μέρες της εισβολής. Εκείνο το πρωί όμως, είχε αποφασίσει να βγει από το σπίτι του στο Κίεβο. Θα έπαιρνε λίγο ψωμί και λίγο αέρα και θα επέστρεφε. Ξαφνικά, αισθάνθηκε ένα εκκωφαντικό φύσημα, έτοιμο να παρασύρει το κορμί του.

Στιγμές αργότερα, είδε την έκρηξη να σκοτώνει σχεδόν μπροστά του ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Τα πλάνα του πήραν καινούρια τροπή, κατευθύνθηκε γρήγορα προς το κοντινό γραφείο στρατολόγησης, αποφασισμένος να προσφέρει τον εαυτό του στον ουκρανικό στρατό. «Απλά νικήστε, είναι ο καλύτερος τρόπος να υπηρετήσετε τη χώρα», του είπε ένας στρατιώτης, αρνούμενος να τον δεχθεί. Ο Αλεξάντρ Πέτρακοφ, ο προπονητής της εθνικής Ουκρανίας, είχε πλέον καταλάβει πόσα θα σήμαινε το να οδηγήσει την πατρίδα του στο Μουντιάλ του 2022.

Δύο ματς θα έκριναν τα πάντα, ένα με τη Σκωτία και ένα με την Ουαλία. Οι παίκτες τού βγήκαν στο «Χάμπτεν Παρκ» με τις κιτρινομπλέ μπέρτες τους κρεμασμένες στην πλάτη. Σαν υπερήρωες, που ακόμα όμως ψάχνουν τη δύναμή τους, αυτή που θα τους οδηγήσει στο extra mile.

«Θα μπορούσαμε να αφήσουμε ό,τι έχουμε, να πιάσουμε τα όπλα και να πολεμήσουμε για την Ουκρανία. Αλλά θα είναι καλύτερο για τη χώρα μας να κερδίσουμε την προσοχή του κόσμου με έναν πιο δυνατό τρόπο», λέει ο Μιχαΐλο Μούντρικ.

Πράγματι, αυτή η ομάδα φαίνεται πως έχει διαφορετικό σκοπό. Δεν παίζει τόσο για τη νίκη, αλλά για την ιστορία. Όχι για να τη γράψει, αλλά για να την αφηγηθεί. Για να κάνει τον κόσμο να την ακούσει, να δώσει προσοχή στο «Σταματήστε τον πόλεμο». Είναι γεμάτη από τις τραγικές μορφές αυτών των κάτι σαν ambassadors της, που καλούνται να χρησιμοποιήσουν την ισχύ του ποδοσφαίρου για να στηρίξουν τη χώρα τους.

Και ταυτόχρονα να κουβαλήσουν ένα έθνος, τα όνειρα, τον πόνο, τα δάκρυα και την ελπίδα των συμπατριωτών τους. Πατούν το χορτάρι και στη σκέψη τους χορεύουν όλα τα άτομα που θέλουν να κάνουν περήφανα. Μα κι αυτά χάνονται στο πρώτο σφύριγμα. Πίσω τους μένει μια αστείρευτη διάθεση για μάχη, ένα ατελείωτο πείσμα που τους τραβά, χωρίς να το καταλαβαίνουν.

Στα τρία σφυρίγματα, στη λήξη, οι υψωμένες γροθιές του Πέτρακοφ σκίζουν τον αέρα στον έντονο πανηγυρισμό του. Το πρώτο βήμα του «απλά νικήστε» έχει γίνει. Η Ουκρανία νικά 3-1 στη Γλασκώβη. Πλέον και ο ίδιος βρίσκεται 90 λεπτά από το μεγαλύτερό του επίτευγμα. Μέχρι τότε κανείς δεν είχε πειστεί απόλυτα για τις ικανότητές του. Βρίσκεται στη σπουδαιότερη δουλειά της ταπεινής καριέρας του, πατέρας και προπονητής, υπεύθυνος για την πορεία της εθνικής και την ψυχική υγεία των παικτών του. Μόνο λογικό είναι αυτό το μικρό του ξέσπασμα.

Το αυτογκόλ του Γιαρμολένκο δίνει την πρόκριση στους Ουαλούς και διαλύει τους παίκτες, τους συμπατριώτες του και τον ίδιο. Στέκονται σε μια γωνία του «Κάρντιφ Σίτι» και χειροκροτούν τους φίλους τους, όσο τους χτυπά η βρετανική βροχή.

Στη συνέντευξη Τύπου μετά το παιχνίδι δήλωσε πως απογοήτευσε την πατρίδα του, πως το φταίξιμο είναι δικό του. «Θέλω ο κόσμος της Ουκρανίας να θυμάται αυτή την ομάδα, το θάρρος της», ανέφερε, με τη βελόνα των λέξεων εκείνου του στρατιώτη να δείχνει κολλημένη στο πικάπ του μυαλού του.

Η οριακή ήττα διέλυσε την αυτοπεποίθηση της ομάδας. Η αποτυχία και στο Nations League μερικούς μήνες αργότερα την σμπαράλιασε. Ακόμα και εν μέσω πολέμου, η καρέκλα του ανθρώπου που την καθοδήγησε στη διάρκεια της πιο σκοτεινής της εποχής έτριζε.

Ο Πέτρακοφ δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Μέσα στον πόλεμο, έκανα αυτή την ομάδα μια οικογένεια και τώρα όλοι με μισούν, δεν το περίμενα», λέει. Υπήρχε μια διαδικτυακή ψηφοφορία που ζητούσε από τον κόσμο να αποφασίσει αν τον θέλει στον πάγκο της εθνικής. Όσο εκείνος και οι παίκτες του γυρνούσαν πίσω στο Κίεβο μετά το Nations League, αρκετά ουκρανικά Μέσα διέρρευσαν πως είχε απολυθεί. Δεν ήξερε τίποτα, δεν έμαθε και ποτέ. Το επόμενο διάστημα κύλησε με την ομοσπονδία να μην του ανακοινώνει κάτι, αλλά τον ίδιο να μην μπορεί να ξεφύγει από τα συναισθήματά του, από την απογοήτευση.

Μια μέρα, λίγο μετά το τελευταίο ματς της Ουκρανίας, μπήκε σε ένα καφέ. Παρήγγειλε. Ο μπαρίστα βγήκε από την μπάρα. «Ευχαριστούμε, δεν έχεις ιδέα πόση δύναμη μας έδωσες», του είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Απλά ένας άγνωστος, συγκινημένος για την εθνική του ομάδα να ευχαριστεί τον προπονητή της.

Μια και μόνο αχτίδα φωτός να έριχνε σε μια από τις εκατομμύρια ζωές όσων επιβίωναν στον πόλεμο θα ήταν κάτι το μοναδικό. Μα οι αχτίδες ήταν αμέτρητες, όπως και τα συναισθήματα που περιέκλειε αυτή η αγκαλιά. Η αγκαλιά της ήττας που ξεκίνησε από εκείνο το «απλά νικήστε», που του θύμισε πως ο κόσμος, όπως το ζήτησε, δεν ξέχασε ποτέ αυτή την Ουκρανία.

image

Η αντίστροφη Οδύσσεια του Γιαν

«Μάλλον αισθάνθηκα κάτι», λέει, δικαιολογώντας τη στιγμή που έπιασε το κινητό του τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου.. Δεν είχε ύπνο και το πρώτο refresh στα social media ήταν αρκετό. Είχε ξεκινήσει, συνέβαινε. Η ζωή του δεν θα ήταν ποτέ ξανά ίδια.

Ο Γιαν Οσάντσι, ένας 28χρονος Ουκρανός ποδοσφαιριστής, βρισκόταν στην Τουρκία για την προετοιμασία της ομάδας του, της Αλιάνς, εν όψει του δεύτερου μισού του πρωταθλήματος. Αγωνίζονταν στη δεύτερη κατηγορία της χώρας μα φαινόταν πως φέτος θα ήταν χρονιά ανόδου. Τα όνειρα του συλλόγου ωστόσο, δεν είχαν πια σημασία.

Ο Γιαν είδε το Σούμι, την πόλη που έμενε, και το Χάρκοβο, την πόλη των γονιών του, να βομβαρδίζεται. Όταν μάζευε τα πράγματα του για το camp στην Τουρκία δεν είχε φανταστεί πως εκείνος ο πράσινος σάκος με τα προπονητικά του ρούχα θα ήταν το μόνο πράγμα που θα είχε φεύγοντας από τη χώρα του. Δεν ήταν εύκολο το μονοπάτι του προς το επαγγελματικό ποδόσφαιρο και λίγο πριν τη μεγαλύτερη επιτυχία του, τα πάντα χάθηκαν.

Δεν μπορούσε να γυρίσει στην Ουκρανία μα δεν μπορούσε να μείνει και στην Τουρκία. «Το σπίτι μας είχε χαθεί, δεν είχαμε κάποιο μέρος για να γυρίσουμε», παραδέχεται, αναφερόμενος σε εκείνον και την κοπέλα του, την Αλίνα. Η Αλίνα κατάγεται από το Ντονμπάς και το 2014 είχε ζήσει για πρώτη φορά τη φρίκη του πολέμου. Οκτώ χρόνια αργότερα καλούταν να αφήσει πίσω της ακόμα ένα σπίτι.

Το μόνο που γινόταν ήταν να φύγουν, χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Δύο χωριστά ταξίδια ξεκίνησαν, με στόχο την επανένωση. Έπειτα από αμέτρητα χιλιόμετρα αυτή ήρθε στη Βουδαπέστη, περίπου έναν μήνα μετά την εισβολή της Ρωσίας. Ο Γιαν και η Αλίνα βρίσκονταν ανάμεσα στους σχεδόν 2.000.000 πρόσφυγες που άφησαν την Ουκρανία εκείνο το διάστημα. Μα ήταν μαζί κι αυτό ήταν πιο σημαντικό.

Το ποδόσφαιρο είχε μπει στο ψυγείο για τον 28χρονο, τα σχέδια των θεμελίων της καινούριας τους ζωής προείχαν. Εξέτασαν το ενδεχόμενο του να μείνουν στην Ουγγαρία, έπειτα βρέθηκαν στη Βιέννη και από εκεί στο Γκρατς, όμως δεν είχαν ιδέα από γερμανικά και αυτό τους περιόριζε σημαντικά. Ήθελαν να βγάλουν αγγλική βίζα, μα για να γίνει αυτό ήταν απαραίτητο να βρουν μια «ανάδοχη» οικογένεια.

Τη βρήκαν στη φτερούγα των Χάρτλεϊ, που άνοιξαν τους το σπίτι τους, προσφέροντάς τους μια όαση, στην αχανή έρημο του ταξιδιού τους. Τρένα, τρένα, τρένα. Διέσχισαν όλη την Ευρώπη, μέχρι που τελικά έφτασαν στο Γουόρσεστερ, μια μικρή κωμόπολη έξω από το Μπέρμιγχαμ, στον νέο τους τόπο. Εκεί ξεκίνησαν να τοποθετούν και πάλι, ένα-ένα, τα τούβλα της ζωής τους, τρεις μήνες μετά την κόλαση.

Ο Γιαν στην Αυστρία

Οι Χάρτλεϊ βρήκαν δουλειά στην Αλίνα και επικοινώνησαν με διάφορες ομάδες για λογαριασμό του Γιαν. Κουβαλούσε μια μπάλα μαζί του σε όλο το ταξίδι, έπαιζε όπου μπορούσε, μα μετρούσε αντίστροφα για να μπει και πάλι σε ένα κανονικό γήπεδο. Ήταν δύσκολο για μια ομάδα να δεχθεί έναν άγνωστο, ειδικά σε αυτή την ηλικία και ειδικά με τόσο μεγάλο διάστημα αποχής. Η Ρέντιτς Γιουνάιτεντ της 7ης κατηγορίας, έκανε το βήμα, του έδωσε την ευκαιρία για δοκιμαστικά κι εκείνος τη δικαίωσε, την έπεισε να γίνει η αφετηρία του.

Ο Γιαν έμεινε με το μεγαλύτερο όνειρό του μισό, έχασε φίλους του στον πόλεμο και αναγκάστηκε να αφήσει τα πάντα πίσω του από τη μια μέρα στην άλλη. Μα αυτό που δεν έχασε ήταν το πάθος του για το ποδόσφαιρο, το ίδιο που πολλές φορές του έδειξε τον δρόμο. «Σίγουρα δεν βρίσκομαι στο επίπεδο που ήμουν στην Ουκρανία, μα αυτή η ομάδα είναι το καλύτερο μέρος για να ξεκινήσω και πάλι. Θέλω να μείνω στην Αγγλία και να φτάσω όσο πιο ψηλά μπορώ», λέει. Άλλωστε μετά από αυτή την αντίστροφη Οδύσσεια, κατά την οποία δεν επέστρεφε σπίτι του αλλά το εγκατέλειπε, μόνο ψηλότερα μπορεί να φτάσει.