Το Mount Rushmore μου: Οι GOATs της ζωής μου

Το Mount Rushmore μου: Οι GOATs της ζωής μου

Βασίλης Τσίγκας

Και τι θα ήταν η ζωή μας, δίχως ήρωες; Βαρετή, σπεύδω να απαντήσω πρώτος απ’ όλους την ερώτησή μου. Χορτάσατε αυτοαναφορικότητα; Υπομονή, έχει κι άλλο. Ο Τομ Μπρέιντι αποσύρθηκε για δεύτερη φορά στην καριέρα του, αυτή η φορά μάλλον οριστικά, και από χθες το κεφάλι μου τριβελίζει μία σκέψη: ποιος άλλον είναι στο Mount Rushmore μου, δίπλα του; Ευτυχώς για μένα, δεν χρειάστηκε να κοπιάσω και πολύ για να τους βρω.

Τι είναι το Mount Rushmore, όμως, σας ακούω να ρωτάτε. Είναι ένα όρος στην Νότια Ντακότα των ΗΠΑ, στην άκρη του οποίου είναι σκαλισμένα τα πρόσωπα των Τζορτζ Ουάσινγκτον, Τόμας Τζέφερσον, Θίοντορ Ρούζβελτ και Έιμπραχαμ Λίνκολν, τεσσάρων Προέδρων των ΗΠΑ, ο καθένας από τους οποίους εκπροσωπεύει κι ένα διαφορετικό στοιχείο: ο Ουάσινγκτον την γέννηση, ο Τζέφερσον την αύξηση, ο Ρούζβελτ την ανάπτυξη και ο Λίνκολν τη διατήρηση των ΗΠΑ.

Από την ολοκλήρωσή του το 1941, το Mount Rushmore μεταφορικά χρησιμοποιείται πολύ συχνά, όταν θέλουμε να παρουσιάσουμε τους κορυφαίους μιας κατηγορίας: οι κορυφαίοι ηθοποιοί, οι κορυφαίοι πολιτικοί, οι κορυφαίοι τραγουδιστές, οι κορυφαίοι αθλητές κ.ο.κ..

Όταν, λοιπόν, ο Τομ Μπρέιντι είχε αποσυρθεί για πρώτη φορά πέρυσι, είχα γράψει το κατεβατό που μπορείτε να δείτε εδώ, όμως έπειτα από τρεις εβδομάδες μάς την έφερε και αποφάσισε να συνεχίσει για άλλη μία χρονιά. Κι επειδή για τον Τομ Μπρέιντι, όσες φορές κι αν αποσυρθεί, επιβάλλεται να κάνεις κάτι, σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε αν θα βρίσκεται στη λίστα και των δικών σας GOATs.

Γι’ αυτό πάρτε σειρά στα σχόλια κάτω από αυτό το κείμενο και γράψτε κι εσείς τους δικούς σας ήρωες, τους δικούς σας αθλητές που σας έκαναν να αγαπήσετε τα σπορ. Μην ντρέπεστε, είναι κυριολεκτικά η πιο υποκειμενική λίστα που μπορείτε να γράψετε ποτέ!

*Το υπέροχο εικαστικό το έχει επιμεληθεί ο Χρήστος Ζωίδης

image

Μάικλ Τζόρνταν

Δεν θα μπορούσα να ξεκινήσω με κάποιον άλλον. Για τους ανθρώπους της γενιάς μου, όσους δηλαδή γεννήθηκαν στα μέσα των 80’s, ο Τζόρνταν ήταν πολλά περισσότερα από ένας αθλητής. Ήταν ένας μύθος, ένα όνομα συνώνυμο του εξωπραγματικού. Μεγαλώνοντας σε μια εποχή χωρίς ίντερνετ και social media, με μοναδική επαφή με την άλλη άκρη του Ατλαντικού τα περιοδικά και κάποια σκόρπια στιγμιότυπα σε αθλητικές εκπομπές της τηλεόρασης, ο Τζόρνταν ήταν γνωστός στους πάντες: η μάνα μου τον ήξερε και αν της έδινες μια μπάλα μπάσκετ και μία ποδοσφαίρου, δύσκολα θα καταλάβαινε τη διαφορά.

Ο Μάικλ Τζόρνταν ήταν ένας εξωγήινος στα μάτια μου. Ένας άνθρωπος που έμπαινε στα γήπεδα μπάσκετ κι έπαιζε ένα άλλο άθλημα από τους υπόλοιπους. Ήρθε και το «Space Jam» το 1996 κι έδεσε το γλυκό. Τότε δεν ήξερα για τα πρωταθλήματα, για τους τελικούς, για τα ρεκόρ, δεν με ενδιέφεραν όλα αυτά. Τότε απλά έβλεπα έναν τύπο να πετάει! Να στριφογυρνάει κάτω από τα καλάθια, να τα βάζει με το δεξί, με το αριστερό, να καρφώνει όπως θέλει, να κάνει πλάκα στους αντιπάλους του. Αλλά κυρίως να πετάει! Να πετάει, ρε φίλε! Όσα διάβαζα στα κόμικ για τον Σούπερμαν, τα έβλεπα σε στιγμιότυπα τριάντα δευτερολέπτων στην τηλεόραση από έναν μπασκετμπολίστα. Ας πούμε ότι προσπαθούσα και να τα μιμηθώ. Εντάξει, γελάει ο κόσμος, αλλά ακόμα κι αυτό γιγάντωσε τον μύθο του στο κεφάλι μου.

Αργότερα διάβασα και για το 6/6, κατάλαβα τι σήμαιναν αυτές οι τρεις λέξεις «I’m back» που ξεστόμισε κι έκοψε το αίμα όλων των υπόλοιπων στο ΝΒΑ κι όταν πλέον είχαμε και το Youtube στη ζωή μας, δεν ξέρω πόσες ώρες έχω ξοδέψει παρακολουθώντας βίντεο του. Ο Μάικλ Τζόρνταν είναι ο μοναδικός του Mount Rushmore μου, που δεν τον πρόλαβα ακριβώς να παίζει. Δεν είχα τρόπο τότε να δω τα παιχνίδια του. Μεγάλωσα όμως μαζί του. Με το όνομά του. Με τον μύθο ενός υπέρ-ήρωα από το ΝΒΑ που πετάει. Κι από τότε, ήταν το μέτρο σύγκρισης για όλους στο κεφάλι μου.

image

Ρότζερ Φέντερερ

Έγραψα και παραπάνω, ότι αυτές οι λίστες είναι κυριολεκτικά ο ορισμός της υποκειμενικότητας. Τα κριτήρια του καθενός για το ποιος είναι GOAT διαφέρουν. Για κάποιους είναι οι τίτλοι. Για άλλους είναι η προσωπικότητα. Μπορεί να είναι ένας συνδυασμός των παραπάνω. Δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία, μεταξύ μας. Το τι κάνει κλικ στον καθένα διαφέρει.

Η περίπτωση του Φέντερερ για μένα ήταν «έρωτας με την πρώτη ματιά». Το τένις πάντα μου άρεσε ως άθλημα, δεν είχα όμως αυτό που λέμε «αγαπημένο αθλητή». Δεν με ενδιέφερε ποιος θα κερδίσει, αρκεί να γίνει καλός αγώνας. Μέχρι τη στιγμή που είδα τον Φέντερερ. Γιατί στην οθόνη μου δεν έβλεπα έναν τενίστα, αλλά έναν χορευτή καλλιτεχνικού πατινάζ.

Η κίνηση του Φέντερερ, η χάρη του, η φινέτσα του, τα τόσο κομψά χτυπήματά του, αυτό το slice backhand. Την ώρα που όλοι οι υπόλοιποι έτρεχαν πάνω κάτω τη βασική γραμμή, ο Φέντερερ γλιστρούσε πάνω στο χόρτο, στο χώμα, σε όποια επιφάνεια τέλος πάντων έπαιζε. Δεν ήταν μόνο ότι ήταν κυρίαρχος, αλλά ότι το έκανε τόσο όμορφα. Με τον Φέντερερ εκτίμησα τον τρόπο με τον οποίο κερδίζεις. Καλό το αποτέλεσμα, σύμφωνοι, αλλά μετράει και το πώς φτάνεις εκεί. Δεν θα μείνει στην ιστορία ως ο τενίστας με τους περισσότερους τίτλους, ούτε με τις περισσότερες εβδομάδες στο Νο. 1 της παγκόσμιας κατάταξης. Θα μείνει, όμως, ως ο τενίστας που έπαιξε το ομορφότερο τένις. Το πιο χαρισματικό. Και αυτά τα κριτήρια ήταν ισχύουν και για τον επόμενο της λίστας.

image

Λιονέλ Μέσι

Μεγαλώνοντας, όλοι οι μεγαλύτεροι που παρακολουθούσαν ποδόσφαιρο, με ένα όνομα συνέκριναν τους πάντες: «Εντάξει, καλός ο τάδε, αλλά δεν είναι και Μαραντόνα». Κανένας ποτέ δεν ήταν Μαραντόνα. Κι εγώ έμενα ρωτάω όλη την ώρα: «ποιος είναι αυτός ο Μαραντόνα;». Μέχρι, που ήρθε η ευκαιρία να τον δω το 1994 στο Μουντιάλ των ΗΠΑ κόντρα στην Ελλάδα και για να είμαι ειλικρινής τρόμαξα. Όχι για το πόσο καλός ήταν, αλλά για την εικόνα του. Όταν έβαλε το γκολ κι έτρεξε στην κάμερα, φωνάζοντας, με σάλια να εκτοξεύονται, σαν λυσσασμένο σκυλί, το ομολογώ ότι τρόμαξα.

Αργότερα κατάλαβα τι ήταν ο Μαραντόνα και τι έκανε, όμως εκείνη η εικόνα δεν έφυγε ποτέ από το κεφάλι μου. Και πάντα άκουγα την ίδια ατάκα: «Εντάξει, καλός είναι, αλλά δεν είναι και Μαραντόνα». Μέχρι τη στιγμή, που εμφανίστηκε ένας μικρός Αργεντίνος στην Μπαρτσελόνα και για πρώτη φορά στη ζωή μου άκουσα τους σοφότερους να λένε: «αυτός είναι καλός, μπορεί να γίνει Μαραντόνα». Κι άρχισα να τον παρακολουθώ λίγο περισσότερο. Να ντριμπλάρει τους πάντες, να προσπερνάει τους αντιπάλους του, να σκοράρει, να κρύβει την μπάλα, να μοιράζει ασίστ δεξιά-αριστερά, να δίνει την μπάλα και να κόβει, να τρέχει και να ανεμίζει το μαλλί που είχε τότε. Εκείνος ο κοντούλης της Μπαρτσελόνα στεκόταν δίπλα στον Ροναλντίνιο, τον Ριβάλντο, τον Ετό ως ίσο προς ίσο και καταλάβαινες ότι όντως είναι καλύτερός τους.

Και όσο μεγάλωνε αυτός, τόσο μεγάλωνε και ο μύθος του. Πρωταθλήματα, Champions League και πάντα με στυλ, με νεύρο, με χάρη. Και χαμόγελο. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς υπερβολές. Το όνομα του Λιονέλ Μέσι το άκουγες μόνο για τα όσα έκανε μέσα στο γήπεδο. Κι έχοντας μεγαλώσει με την εικόνα του Μαραντόνα και τα όσα διάβαζα γι’ αυτόν, για τα ναρκωτικά, για την Μαφία στη Νάπολι, μέσα μου ήθελα όντως ο «κοντός» να τον ξεπεράσει. Στο μυαλό μου ήταν ο ήρωας και ο Ντιέγκο ο κακός της ιστορίας. ΟΚ, ιεροσυλία, αλλά τι να κάνω;

Και στο Κατάρ το τερμάτισε. Κυριολεκτικά το λέω. Ο Μέσι τερμάτισε το ποδόσφαιρο. Πήρε τα πάντα πλέον. Έκανε τα πάντα. Μουντιάλ, Κόπα Αμέρικα, Champions League, Χρυσές Μπάλες, ρεκόρ σκοραρίσματος, ασίστ, Πρωταθλήματα σε Ισπανία και Γαλλία, Κύπελλα, τίτλοι MVP στα πάντα. Στο πιο ομαδικό από τα ομαδικά αθλήματα, ο Μέσι ήταν και είναι ακόμα ο απόλυτος πρωταγωνιστής. Και είναι πάντα ο καλός της ιστορίας. Εν αντιθέσει με… Αλλά ας μην το πάμε εκεί…

image

Τομ Μπρέιντι

Δεν θα γίνω γραφικός να πω ότι παρακολουθούσα american football από μικρός. Και να ήθελα δηλαδή, δεν υπήρχε τρόπος. Αν δεν υπήρχαν οι ταινίες του Hollywood, δεν θα ήξερα καν ότι υπάρχει αυτό το άθλημα. Έλα όμως που έβλεπα ταινίες μικρός. Και όποτε περιστρέφονταν γύρω από το football, πάντα με γοήτευαν. Και οι ταινίες και το σπορ. Όταν, λοιπόν, βρήκα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τα Super Bowls που έδειχνε η NOVA, έκατσα να τα δω. Να καταλάβω πώς παίζετε το άθλημα και γιατί στις ΗΠΑ είναι κάτι σαν την ανεπίσημη θρησκεία τους.

Και κόλλησα. Άσχημα. Κι αν κολλήσεις με το football, τότε θα κολλήσεις και με την πιο επιδραστική ατομική θέση σε οποιοδήποτε ομαδικό άθλημα στον κόσμο. Στον quarterback. Τον άνθρωπο από τον οποίο κυριολεκτικά περνάει πάντα η μπάλα. Η μοναδική άλλη θέση σε ομαδικό άθλημα που κάπως μοιάζει, είναι αυτή του πασαδόρου στο βόλεϊ. Ακόμα κι εκεί, όμως, ο πασαδόρος έχει τρεις-τέσσερις επιλογές στη διάθεσή του. Ο quarterback έχει δεκάδες. Και πρέπει να πάρει την απόφασή του σε κλάσματα δευτερολέπτων.

Και όσο πιο πολύ ασχολούμουν κι έβλεπα και διάβαζα για το football, τόσο περισσότερο έβλεπα ένα όνομα παντού. Αυτό του Τομ Μπρέιντι. Κι άρχισα να τον παρακολουθώ. Τον τρόπο που έκανε τα downs, που διηύθυνε την ορχήστρα του, που έβρισκε πάντα τον στόχο, που κέρδιζε. Εντός κι εκτός αγωνιστικών χώρων. Για όποιον γουστάρει λίγο την κουλτούρα των ΗΠΑ, ο Μπρέιντι είναι το όνειρο κάθε παιδιού. Ο quarterback που κερδίζει, που παντρεύεται την ομορφότερη κοπέλα (η Ζιζέλ ήταν η σύζυγός του). Ήταν σχεδόν πολύ καλό για να είναι αληθινό.

Λίγες φορές έχω μείνει με το στόμα ανοικτό με την αγωνιστική παρουσία αθλητή. Λίγες φορές έχω θαμπωθεί τόσο πολύ με τα όσα κάνει, που να μην έχω λόγια να περιγράψω το τι κάνει. Μία απ’ αυτές ήταν με τον Μπρέιντι και το Super Bowl LI. Η μεγαλύτερη ανατροπή στην ιστορία των Super Bowls, η ημέρα που το αδύνατο έγινε δυνατό. Η ραψωδία της αθανασίας του Μπρέιντι. Το δεύτερο ημίχρονο που θεοποίησε έναν άνθρωπο. Για περισσότερες λεπτομέρειες για εκείνο το βράδυ, μπορείτε να διαβάσετε αυτό το αφιέρωμα. Το μόνο που μπορούμε να πούμε για τον Μπρέιντι, είναι πως έχει περισσότερα Πρωταθλήματα NFL από οποιαδήποτε ΟΜΑΔΑ στη λίγκα. Εντυπωσιακό δεν είναι;