Ζιοβάνι: Οι 15 μέρες μου με τον Μάγο (vid)
Τέτοια εποχή στη Βηθλεέμ της Βραζιλίας, το Μπελέμ, οι θερμοκρασίες ξεπερνούν σταθερά τους 25 βαθμούς. Όσο για την υγρασία; Αφήστε το καλύτερα! Όταν έχει κάτω από 90%, οι (συνηθισμένοι) κάτοικοί της ξεφυσούν ανακουφισμένοι...
Τέτοια εποχή πριν από δέκα χρόνια, ο υπογράφων δεν ήταν βεβαίως κάτοικος αυτής της παραθαλάσσιας πόλης που υπήρξε η πρώτη ευρωπαϊκή αποικία στον Αμαζόνιο, αλλά ένας ανυποψίαστος εργασιακός τουρίστας που βίωσε την πρώτη ψυχρουλουσία με το που έβγαλε το κεφάλι του έξω από το αεροδρόμιο.
Μεμιάς, τα τζάμια των γυαλιών (μύωπας γαρ) θόλωσαν εντελώς. Για τέτοια υγρασία (σας) μιλάω! Αυτή η αίσθηση μόνιμης δύσπνοιας ήταν πιθανότατα το μοναδικό δυσάρεστο συναπάντημα στις δύο εβδομάδες παραμονής μου στην πόλη, με ιερή αποστολή να συνθέσω, με το υλικό που θα μάζευα, μια αυτό – βιογραφία αντάξια ενός εκ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στην Ελλάδα.
Ο Ζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα, για χάρη του οποίου διέσχυσα αεροπορικώς τα πάνω από 8.500 χιλιόμετρα που χωρίζουν την Αθήνα από το Μπελέμ, είχε δεχθεί να (μου) ανοίξει την καρδιά του και να γράψει (μέσα από τα δικά μου χέρια) την ιστορία της ξεχωριστής ζωής του.
Μιας ζωής γεμάτη ασύλληπτες ενέργειες με την μπάλα στο πόδι – γάντι του, αμέτρητες στιγμές αποθέωσης, απίθανα γκολ, θριάμβους. Αλλά και απογοητεύσεις, κόντρες με προπονητές, δακρυσμένοι τραυματισμοί, σκληρές αναποδιές.
Κανείς δεν είναι τέλειος και ούτε ο «Ζιο» καυχιέται πως είναι τέτοιος, έστω και αν υπήρξαν στιγμές στο γήπεδο που έμοιαζε να αγγίζει την τελειότητα. Για τον ίδιο, άλλωστε, αυτό το προνόμιο ανήκει μόνο στον Θεό, στον οποίο άλλωστε είναι αφιερωμένο το τελευταίο κεφάλαιο της βιογραφίας του, όπου παρατίθενται δεκάδες μικρά, χαρακτηριστικά αποσπάσματα της Βίβλου.
Όπως αυτή που χάρισε, ευρισκόμενος ακόμα στο κρεβάτι του πόνου, στον Λάζαρο Σέμο, ένα τάκλιν του οποίου του προκάλεσε τον πιο σοβαρό τραυματισμό της καριέρας του, λίγο καιρό αφότου ήρθε στην Ελλάδα: Ρήξη χιαστών στο αριστερό πόδι και πάνω από τέσσερις μήνες απουσίας.
Γιατί το έκανε; «Ήλπιζα ότι η Βίβλος θα του έδινε δύναμη για να ξεπεράσει όσα βίωσε τις πρώτες ημέρες μετά τον τραυματισμό μου» λέει με ειλικρίνεια και σκύβει το κεφάλι, σαν να συγχωρεί και πάλι τον αμυντικό του Ηρακλη, νοερά και 14 χρόνια μετά από εκείνη την άτυχη στιγμή που είχε βάλει τον Σέμο στο στόχαστρο Τύπου και φιλάθλων. Γιατί αντέδρασε έτσι; Επειδή έτσι ήταν πάντα ο Ζιοβάνι…
«Εμένα δεν μου τα είχε πει ποτέ αυτά»
Το ραντεβού ήταν καθημερινό, κάθε πρωί στο χολ του ξενοδοχείο όπου διέμενα. Το οποίο δεν σας κρύβω ότι με… αγρίευε λιγάκι γιατί, δεν μπορεί, η διαρρύθμισή του μου θύμιζε έντονα ψυχιατρική κλινική, με ένα παράθυρο ψηλά πάνω από την πόρτα του δωματίου και ένα ενοχλητικό λευκό χρώμα παντού.
Ποιος ξέρει, ίσως έπρεπε να είναι έτσι για να ταιριάζει στην… ψυχοθεραπεία του Ζιοβάνι με εμένα σε έναν άτυπο ρόλο εξομολογητή. «Σου έχει πει πράγματα που δεν ήξερα. Πράγματα που δεν μου τα είχε πει ποτέ» μου αποκάλυπτε, πολλές εβδομάδες αργότερα, ο Μαρσέλο, το δεξί χέρι των περισσότερων Βραζιλιάνων στην Ελλάδα και ένας από τους πιο στενούς φίλους του Ζιο κατά την παραμονή του στα μέρη μας.
Πράγματι, στον χώρο του, στο οικείο περιβάλλον του, με τους δικούς του ανθρώπους, ο ντροπαλός και συνεσταλμένος Ζιο, ο οποίος στο γήπεδο μεταμορφωνόταν σε έναν… μάγο – αγρίμι, άρχισε σιγά σιγά να μιλάει για όλους και για όλα. Μεγάλη κλισαδούρα, το ξέρω, αλλά απόλυτα ταιριαστή στην περίσταση.
Χαλαρός, αποστασιοποιημένος και απόλυτα συνειδητοποιημένος, ο 42χρονος τότε Ζιοβάνι, ο οποίος είχε μόλις τρία χρόνια που είχε κρεμάσει τα παπούτσια του στην Σάντος, έβγαλε τα εσώψυχά του για τον πόλεμο που δέχθηκε από τον Λουίς Φαν Χάαλ στη Μπαρτσελόνα, για τα καψώνια του Μάριο Ζαγκάλο στην Εθνική Βραζιλίας, το σοκ με την κατάρρευση του Ρονάλντο πριν από τον τελικό του Μουντιάλ, για τις… εμμονές του Ντούσαν Μπάγεβιτς, για το αιώνιο παράπονό του για τα συνεχόμενα χαστούκια του Ολυμπιακού στο Champions League.
Αλλά και για τις συμβουλές του θρυλικού Πελέ, για τον δεύτερο πατέρα του Ζοσέ Ρομπέρτο, το σημάδι του Θεού που τον έστειλε στον Ολυμπιακό, τις βραδιές που το «Βίλα Μπελμίρο», το «Καμπ Νόου», το Ολυμπιακό Στάδιο και το «Καραϊσκάκης» υποκλίνονταν στο ποδοσφαιρικό μεγαλείο ενός από τους πιο αγαπητούς (ανεξαρτήτως ομάδας που υποστήριζες) ποδοσφαιριστές που ήρθε ποτέ στα μέρη μας…
Η μπάλα είναι όπως το ποδήλατο
Στις δύο εβδομάδες της παραμονής μου στο Μπελέμ είχα την ευκαιρία, το προνόμιο θα έγραφα καλύτερα, να επισκεφτώ και να γνωρίσω τα περισσότερα από τα μέρη όπου μοίραζε την καθημερινότητά του, ως παλαίμαχος πια αλλά πάντα δραστήριος, ο Ζιοβάνι.
Το αρκετά ταπεινό (για τα οικονομικά του δεδομένα) σπίτι με την πισίνα και ένα τεράστιο «10» στον πάτο του), την αίθουσα τροπαίων και αναμνηστικών, μέχρι το φυσιοθεραπευτήριο που άνοιξε για την γυναίκα της ζωής του, την Άννα Ρόζα, μέχρι το σχολείο «Ακροπόλ» (διόλου τυχαίο το όνομά του) που άνοιξε για να παρέχει δωρεάν εκπαίδευση σε παιδιά που δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα. Και, βεβαίως, τα γήπεδα με γρασίδι όπου ξεδίπλωνε το σπάνιο ταλέντο του, περιτριγυρισμένος πλέον από συγγενείς και φίλους.
Δίπλα στην λέξη «άμπαλος» στο λεξικό πιθανότατα θα βρείτε μια φωτογραφία μου, οπότε επέλεξα να μοιραστώ αυτή την εμπειρία ως θεατής, παρ’ ότι δέκα χρόνια αργότερα μετανιώνω που δεν μπορώ να πω ότι «εγώ έπαιξα στο πλευρό του Ζιοβάνι». Ας είναι, χαλάλι του, αφού τον θαύμασα, ακόμα και σε ρυθμούς τραμ τραμ, να κάνει ποδιές, να σκοράρει με λόμπα σχεδόν από το κέντρο του γηπέδου, να μιλάει (χωρίς εισαγωγικά) στη μπάλα όσο ελάχιστοι το έχουν καταφέρει.
Μετά τον αγώνα, χαλάρωμα με φαγητό και μπύρες παρέα με τα φιλαράκια, καλαμπούρι (αν και ομολογώ ότι δεν τα έπιανα όλα λόγω γλώσσας…) και ένας Ζιο πάντα ευδιάθετος, με το χαμόγελο, την καλή διάθεση και, με το πέρας των ημερών, όλο και πιο άνετος με την παρουσία ενός «περίεργου» Ισπανό-Έλληνα που είχε έρθει από την άλλη άκρη του κόσμου.
Είχε φροντίσει, άλλωστε, να με γνωρίσει στους γονείς του, τον συμπαθέστατο Ελάντιο και την γλυκύτατη Ντορασί, η ταπεινότητα των οποίων ήταν ξεκάθαρο πως μεταφέρθηκε στον γιο τους και αυτός φρόντισε να κάνει το ίδιο και με τους δικούς τους γιους, σε σύμπνοια πάντα με την δυναμική και συννάμα ψυχοπονιάρα Άννα Ρόζα.
Οι κουβέντες μαζί της με βοήθησαν να γνωρίσω την άλλη πλευρά του Ζιο, αυτή που δεν ήξερε ο πολύς κόσμος. Αυτή του πάτερ φαμίλιας, του φίλου, του συντρόφου. Του ανθρώπου που βοηθούσε (και βοηθάει) ποικιλοτρόπως πολλούς συμπατριώτες του, όπως άλλωστε έκανε και κατά την παραμονή του στην Ελλάδα…
Ο σταυρός χωρίς τον Χριστό και η καραμέλα στον Ντούσαν
Η διαμονή μου στο Μπελέμ, βεβαίως, δεν θα ήταν ολοκληρωμένη αν δεν συνόδευα την οικογένεια Σίλβα ντε Ολιβέιρα στο εκκλησίασμά της, το πρωί της Κυριακής. Αυτό που περισσότερο μου έκανε εντύπωση στην εκκλησία των ευαγγελικών, εκτός από τα αμέτρητα τραγούδια και την χαρά που απέπνεαν οι πιστοί υμνώντας τον Κύριο, ήταν ότι όλοι οι σταυροί ήταν κενοί, χωρίς τον εσταυρωμένο.
«Αυτό συμβαίνει γιατί για εμάς ο Ιησούς Χριστός ανήλθε εις τους ουρανούς και πλέον δεν είναι στον σταυρό» μου εξήγησε ο Ζιο, δια χειρός του οποίου μυήθηκα και στον μαγικό κόσμο των βραζιλιάνικων κρεατικών εδεσμάτων.
Παρ’ ότι πήγαμε να φάμε αμέσως μετά την λειτουργία, όταν η ώρα δεν ήταν καλά καλά ούτε δώδεκα το μεσημέρι, έπεσα με τα… μούτρα στις διάφορες λιχουδιές που περνούσαν από μπροστά μου. Και, δεν ντρέπομαι να το γράψω και ζητώ συγνώμη από τους χορτοφάγους και vegan φίλους που διαβάζουν αυτές τις γραμμές, ειλικρινά βούρκωσα από το πόσο νόστιμο είναι το κρέας στην Βραζιλία. Έκανα εβδομάδες να συνηθίσω και πάλι το πτωχό, πλην τίμιο greek souvlaki.
Εκεί, στο οικογενειακό τραπέζι, ο Ζιοβάνι ήταν και πάλι μετρημένος σε λόγια και πράξεις. Και, πέρα από τα γέλια του όταν έπαιζε μπάλα και ήταν με τους φίλους του (θα είναι πάντα, άλλωστε, ένα μεγάλο παιδί), στις συναντήσεις μας για την καταγραφή της μαγικής πορείας του, ένα περιστατικό ήταν αυτό που του προκάλεσε το πιο τρανταχτό γέλιο: Η καραμέλα στο κεφάλι του Ντούσαν Μπάγεβιτς.
Στη διάρκεια προετοιμασίας του Ολυμπιακού και ενώ βρισκόταν στον δεύτερο όροφο του ξενοδοχείου, πάνω από το χολ, άφησε μια από τις δύο καραμέλες που πηλάτευε μέσα στο στόμα του, να… ξεγλιστρήσει προς τα κάτω, με στόχο κάποιον συμπαίκτη του, στο πλαίσιο του χαβαλέ που πάντα κάνουν οι αθλητές μεταξύ τους.
Για κακή του τύχη, όμως, αυτή προσγειώθηκε στο κεφάλι του προπονητή, ο οποίος κοίταξε προς τα επάνω και είδε τον Ζιο, αλλά και το «ψυχοπαίδι» του, τον Νέρι Καστίγιο. «Αδελφέ είμαστε, νεκροί» ήταν η ατάκα του Βραζιλιάνο στον νεαρό Μεξικανό-Ουρουγουανό για ένα περιστατικό που σημάδεψε την τελευταία του σεζόν στον Ολυμπιακό, αλλά η αναπόλησή του τον έκανε να σκάσει στα γέλια.
Στα 51 του χρόνια πλέον, ο Ζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα παραμένει ένα μεγάλο παιδί που λατρεύει να χαϊδεύει τη μπάλα, να παίζει με τους φίλους του, να φροντίζει τα παιδιά του, να βοηθάει τον συνάνθρωπο και να θυμάται με αγάπη και τρυφερότητα τα όσα έζησε στην Ελλάδα. Ζιο, να είσαι σίγουρος ότι και οι Έλληνες ποδοσφαιρόφιλοι σε θυμούνται με αγάπη. Και εγώ θα πρόσθετα επί προσωπικού τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη για εκείνες τις δύο εβδομάδες. Mago, muito obrigado...
Μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ την αυτοβιογραφία «Ζιοβάνι Ο θρύλος» από την MVP Publications.