Μπενφίκα: Μια μηχανή παραγωγής ταλέντων και... εσόδων
Κάπου ανάμεσα στον χρυσό αετό που στέκεται πάνω στη ρόδα του ποδηλάτου, κάπου ανάμεσα στο κόκκινο και το πράσινο, τα λεπτά γράμματα στην κορδέλα του χαρακτηριστικού εμβλήματος της Μπενφίκα γράφουν στα λατινικά: «E pluribus, unum». Ή αλλιώς: «Στους πολλούς, ο ένας».
Για χρόνια, κυριαρχεί στην Πορτογαλία, είναι πάντα εκεί, στη διεκδίκηση του πρωταθλήματος, και ταυτόχρονα συνεπέστατη στα ευρωπαϊκά ραντεβού της, μια σταθερή, αξιόμαχη παρουσία στις κορυφαίες διασυλλογικές διοργανώσεις. Μα όχι, δεν είναι τα πρωταθλήματα, οι τίτλοι, οι ενδεχόμενες εντυπωσιακές πορείες στην Ευρώπη που κάνουν ξεχωριστή την Μπενφίκα. Το μεγαλύτερό της όπλο και ταυτόχρονα η ειδοποιός της διαφορά σε σχέση με κάθε άλλο club, αυτή που την κάνει να δείχνει η μια στους πολλούς, είναι άλλο. Είναι η ασύλληπτη δουλειά που γίνεται στην ακαδημία της, που σφύζει από ανερχόμενα ταλέντα, και στα μεταγραφικά της «αντίο», που κάθε χρόνο γεμίζουν τα ταμεία της με πολλά πολλά εκατομμύρια.
Μια μέρα σαν κι αυτή πριν από 119 χρόνια η Μπενφίκα «γεννήθηκε» και το Gazzetta ξετυλίγει το κουβάρι ενός συλλόγου που τόλμησε να καινοτομήσει, κατάφερε να διαπρέψει στο scouting, την παραγωγή και εξέλιξη κορυφαίων ποδοσφαιριστών και από τότε σταθερά απολαμβάνει τους καρπούς της δικής του επιτυχίας.
Γράφουν οι: Βασίλης Μπαλατσός-Ιάσονας Θεριός
Από τον Εουσέμπιο στη χρεωκοπία
Εκείνον τον χειμώνα του 1903 τα πάντα ξεκίνησαν όσο πιο απλά θα μπορούσαν. Δύο παρέες, δεν τις λες και ομάδες, που έπαιζαν ποδόσφαιρο στο ίδιο γηπέδο, προπονούνταν μαζί στη συνοικία του Μπελέμ στη Λισαβόνα και ένωσαν τις δυνάμεις τους, σχεδόν κατά τύχη, για να αντιμετωπίσουν ένα πολύ πιο ισχυρό γκρουπ ποδοσφαιριστών. Η επικράτηση ήρθε απρόσμενα και μαζί της έφερε και μια ιδέα, το επινίκειο γεύμα «γέννησε» έναν σύλλογο.
Λίγο καιρό μετά, στις αρχές του 1904, η «Sport Lisboa e Benfica», η... αφετηρία της σημερινής Μπενφίκα είχε έρθει πλέον στη ζωή. Τα χρόνια κύλησαν και παρά τις δυσκολίες των καιρών, εκείνες οι δυο συγχωνευμένες ποδοσφαιρικές παρέες είχαν ήδη αρχίσει να λειτουργούν σαν «ένα», σαν μια επαγγελματική ομάδα. Η πιο «χρυσή» εποχή της ξεδιπλώθηκε τη δεκαετία του '60. Έχοντας στις τάξεις τους έναν από τους πιο χαρισματικούς και θρυλικούς ποδοσφαιριστές της ιστορίας, οι Αετοί της Λισαβόνας μπόρεσαν να ανοίξουν τα φτερά τους και να βρεθούν στην κορυφή του αθλήματος. Άλλωστε, η Μπενφίκα του Εουσέμπιο ακόμη μνημονεύεται, και όχι άδικα. Οι Πορτογάλοι από το 1960 έως το 1970 κατέκτησαν οκτώ πρωταθλήματα, τρία εγχώρια Κύπελλα και ακόμα πιο σημαντικά, δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών το 1961 και το 1962.
Στις αρχές της δεκαετίας του '80 ωστόσο, τα πράγματα άρχισαν να δυσχεραίνουν. Η Μπενφίκα εξακολουθούσε να πρωταγωνιστεί στην Πορτογαλία και να έχει καλές πορείες στην Ευρώπη, μια «τρύπα» στα οικονομικά της όμως έδειχνε να μεγαλώνει. Το πρόβλημα μάλιστα, έδειξε να γιγαντώνεται με τον Βάλε ε Αζεβέδο στη θέση του προέδρου στα τέλη του 20ου αιώνα.
«Ο κόσμος πρέπει να ξέρει ότι όταν ο Λουίζ Φελίπε Βιέιρα εξελέγη πρόεδρος και όταν με προσέλαβαν το 2003, βρισκόμασταν μια ανάσα μακριά από τη χρεωκοπία. Ο τελευταίος επικεφαλής βρισκόταν στη φυλακή και για χρόνια βιώσαμε μια πολύ δύσκολη περίοδο», είχε δηλώσει παλαιότερα ο νυν CEO του club. Κάπως έτσι, η καινοτομία, η εύρεση μιας άλλης οδού προς την επιτυχία και τη βιωσιμότητα μετατράπηκε σε ανάγκη, δεν ήταν πια επιλογή. Κάπως έτσι, η Μπενφίκα φόρεσε το κοστούμι του «selling club».
Το πορτογαλικό μοντέλο πωλήσεων και οι «χρυσές» ακαδημίες
H Μπενφίκα πλέον είναι το κορυφαίο «selling club» του κόσμου. Εκμεταλλεύεται ένα επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο οι πορτογαλικοί σύλλογοι τελειοποιούν εδώ και χρόνια. Εντοπίζουν τα καλύτερα νέα ταλέντα στη Νότια Αμερική, τα αγοράζουν για σχετικά μικρά ποσά και τους δίνουν μια ήπια ενσωμάτωση στην Ευρώπη. Προσαρμογή σε ένα νέο σπίτι, γλώσσα και ζωή. Λεπτομέρειες που είναι όμως κομβικές για ομάδες που θέλουν έτοιμους παίκτες. Μετά πουλάνε τα νεαρά αστέρια σε ομάδες της Premier League ή της La Liga, για ένα «αλμυρό» ποσό. Ο συνδυασμός του εφοδιασμού ταλέντων από την Νότια Αμερική με τις ακμάζουσες ακαδημίες της κάνει τους Αετούς ένα από τα πιο επικερδή κλαμπ στον πλανήτη.
Η Πορτογαλία προσφέρει ένα έδαφος ενσωμάτωσης, με γλώσσα και κουλτούρα που είναι πιο οικεία, ενώ προσφέρει ένα είδος ποδοσφαίρου που είναι πιο κοντά στην κορυφαία κατηγορία. Οι παίκτες μπορούν να λάμψουν στην πορτογαλική Primeira Liga, όπου τους δίνονται ευκαιρίες με κυρίαρχες ομάδες που έχουν την κατοχή της μπάλας. Το κρίσιμο είναι ότι δοκιμάζονται στο Champions League. Η Τσέλσι εντυπωσιάστηκε από τις εμφανίσεις του Φερνάντες με την Αργεντινή στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά εξίσου σπουδαία ήταν τα παιχνίδια του εναντίον της Γιουβέντους και της Παρί Σεν Ζερμέν ως παίκτης της Μπενφίκα.
Η Μπενφίκα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ανάπτυξης παικτών εδώ και πολλά χρόνια. Aπό τα εγκαίνια της βραβευμένης ακαδημίας τους, το Caixa Futebol Campus το 2006, έχουν προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα και συνδύασαν επιτυχώς τις τεχνολογικές εξελίξεις στην αθλητική επιστήμη με καινοτόμες τεχνικές προπονητικής για να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός πραγματικά εξαιρετικού περιβάλλοντος για τους νέους.
Με θέα τον ποταμό Τάγο, το Caixa Campus είναι μια παγκοσμίου φήμης ακαδημία. Βρίσκεται στην περιοχή Seixal, ακριβώς νότια της Λισαβόνας, το κέντρο φιλοξενεί επί του παρόντος 15 ομάδες νέων, τη Β' ομάδα και την πρώτη ομάδα. Το συγκρότημα αποτελείται από εννέα γήπεδα με γρασίδι – το ένα εκ των οποίων φιλοξενεί τους αγώνες της ομάδας Β και έχει χωρητικότητα 2.720 θέσεων– δύο τεχνητές επιφάνειες και ένα κλειστό «εργαστήριο ποδοσφαίρου» 360 μοιρών όπου τοποθετούνται τα μεμονωμένα στοιχεία φυσικής κατάστασης των παικτών. Αυτή η υπερσύγχρονη εγκατάσταση φιλοξενεί επίσης σχεδόν 60 υποψήφιους για τις ακαδημίες που ζουν πολύ μακριά από την πρωτεύουσα της Πορτογαλίας για να κάνουν τις καθημερινές μετακινήσεις και, κατά συνέπεια, στεγάζονται σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο.
H Μπενφίκα έχει την κορυφαία ακαδημία ποδοσφαίρου στον κόσμο και αυτό δεν προκύπτει από μια... αυθαίρετη εκτίμηση αλλά από έρευνα. Αυτό το «fact» προέρχεται από πρόσφατη ανάλυση του CIES Football Observatory, το Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών που βρίσκεται στην Ελβετία και δημιουργήθηκε το 1995 ως κοινοπραξία της FIFA με το Πανεπιστήμιο του Νοσατέλ, που κατατάσσει ομάδες σε όλο τον κόσμο σύμφωνα με τη συνολική εκτιμώμενη μεταγραφική αξία των παικτών από τις ακαδημίες (μεταξύ 15 και 21 ετών) που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από 50 επαγγελματικά πρωταθλήματα.
Οι Αετοί βρίσκονται στην κορυφή του σχετικού πίνακα με συνολική αξία παικτών από τις ακαδημίες στα 670 εκατομμύρια ευρώ. Το ποσό κατανέμεται μεταξύ 104 παικτών, εκ των οποίων 151 εκατομμύρια ευρώ είναι από 20 ποδοσφαιριστές των οποίων τα μεταγραφικά δικαιώματα εξακολουθούν να ανήκουν στην πορτογαλική ομάδα.
Η λίστα του CIES:
- Μπενφίκα (104 παίκτες - 670 εκατ. ευρώ)
- Τσέλσι (78 παίκτες - 630 εκατ. ευρώ)
- Μπαρτσελόνα (102 παίκτες - 581 εκατ. ευρώ)
- Αγιαξ (114 παίκτες - 555 εκατ. ευρώ)
- Μάντσεστερ Σίτι (81- 510 εκατ. ευρώ)
- Παρί Σεν Ζερμέν (83 - 491 εκατ. ευρώ)
- Σάο Πάολο (73 - 474 εκατ. ευρώ)
- Σάντος (61 - 444 εκατ. ευρώ)
- Φλαμένγκο (58- 438 εκατ. ευρώ)
- Σπόρτινγκ Λισαβόνας (97 παίκτες - 399 εκατ. ευρώ).
Τα Mega-deals των Αετών
Ντάργουιν Νούνιες, Έντερσον και Φερνάντες κόστισαν στη Λίβερπουλ, τη Μάντσεστερ Σίτι και την Τσέλσι περίπου 250 εκατομμύρια ευρώ, ξεκινώντας από συλλόγους της Νότιας Αμερικής, οι οποίοι τους πούλησαν για κάτι περισσότερο από 50 εκατομμύρια ευρώ. Ζοάο Φέλιξ, Ρούμπεν Ντίας, Μπερνάρντο Σίλβα, Ζοάο Κανσέλο και Γκονσάλο Γκέδες είναι μόλις λίγα από τα «διαμάντια» που δεν τα βρήκε αλλά τα... έφτιαξε. Κάπως έτσι οι Αετοί καταφέρνουν να γεμίσουν τα ταμεία τους και να παραμένουν στην ελίτ της Ευρώπης.
Μέσα σε έξι μήνες οι Αετοί της Λισαβόνας έκαναν δύο από τις τρεις πιο ακριβές πωλήσεις στην ιστορία τους με παίκτες που αγοράστηκαν αντί χαμηλού ποσού και το πέρασμα τους στην Πορτογαλία ήταν ένα σκαλοπάτι για τα σαλόνια της Premier League. Η Λίβερπουλ του Γιούργκεν Κλοπ είναι γνωστή για την... επιλεκτικότητά της. Από τη στιγμή που ο Γερμανός τεχνικός είδε στον Ουρουγουανό έναν άξιο αντικαταστάτη του μεγάλου κενού που άφησε ο Σαντιό Μανέ μιλάμε για έναν πραγματικά ξεχωριστό ποδοσφαιριστή. H Μπενφίκα αγόρασε έναν άγουρο αλλά ταλαντούχο και γρήγορο σέντερ φορ από την Αλμερία της δεύτερης κατηγορίας του ισπανικού ποδοσφαίρου για 34 εκατομμύρια ευρώ και μετά από δύο χρόνια τον πούλησε για 80.
Η περίπτωση του Έντσο Φερνάντες ήταν ακόμα πιο... γρήγορη και κερδοφόρα από του Νούνιες. Τον Ιούλιο οι Πορτογάλοι αγόρασαν τον νεαρό Αργεντινό χαφ από την Ρίβερ Πλέιτ για ένα ποσά που έφτασε τα 14 εκατομμύρια ευρώ και το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου τον πούλησε στην Τσέλσι για 121 εκατομμύρια ευρώ! Όσον αφορά την ταχύτητα του κέρδους, μπορεί να είναι ακόμη και η πιο εντυπωσιακή συμφωνία στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
H Μπενφίκα μπορεί να «παινεύεται» πως η μεγαλύτερη πώληση της είναι από ένα παιδί από τις ακαδημίες της, το οποίο μάλιστα είχε ξεκινήσει από την «μισητή» Πόρτο. Ο Ζοάο Φέλιξ χρειάστηκε μόλις μια σεζόν με την πρώτη ομάδα των Αετών με 43 εμφανίσεις, 20 γκολ και έντεκα ασίστ για να τον πουλήσει στην Ατλέτικο Μαδρίτης για 127 εκατομμύρια ευρώ! H αγορά του τότε 19χρονου επιθετικού είναι η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του συλλόγου, 55 εκατομμύρια πιο ακριβή από τον δεύτερο Τόμας Λεμάρ (72 εκατ.). H πώληση του Φέλιξ είναι η πέμπτη πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του αθλήματος, με το «super deal» για τον Έντσο Φερνάντες να ακολουθεί.
Οι δέκα ακριβότερες μεταγραφές της Μπενφίκα:
- Ζοάο Φέλιξ (2019) 127 εκ. ευρώ στην Ατλέτικο Μαδρίτης
- Έντσο Φερνάντες (2023) 121 εκ. ευρώ στην Τσέλσι
- Ντάργουιν Νούνιες (2022) 80 εκ. ευρώ στη Λίβερπουλ
- Ρούμπεν Ντίας (2020) 71 εκ. ευρώ στην Μάντσεστερ Σίτι
- Έντερσον (2017) 40 εκ. ευρώ στην Μάντσεστερ Σίτι
- Άξελ Βίτσελ (2012) 40 εκ. ευρώ στη Ζενίτ Αγ. Πετρούπολης
- Ραούλ Χιμένες (2019) 38 εκ. ευρώ στη Γουλβς
- Νέλσον Σεμέδο 2017) 35 εκ. ευρώ στην Μπαρτσελόνα
- Βίκτορ Λίντελοφ (2017) 35 εκ. ευρώ στη Μάν. Γιουνάιτεντ
- Ρενάτο Σάντσες (2016) 35 εκ. ευρώ στην Μπάγερν Μονάχου
Οι... διάδοχοι
Φυσικά, η Μπενφίκα δεν πρόκειται να σταματήσει να κάνει αυτό που για χρόνια την ξεχωρίζει και την τοποθετεί στην κορυφή κάθε σχετικής κατηγορίας. Η οικονομική βιωσιμότητα άλλωστε, η εξασφάλιση μιας συνέχειας για το club δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αλλιώς. Και κάπως έτσι, δείχνει να έχει μια σχεδόν έτοιμη λύση για κάθε εκκωφαντικό «αντίο» που καλείται, πάντα με το... αζημίωτο, να πει. Κι αυτή τις περισσότερες φορές προκύπτει εκ των έσω.
Πολλοί αναρωτήθηκαν ποια θα ήταν η τύχη της επιθετικής γραμμής των Αετών μετά την αποχώρηση του Νούνιες το καλοκαίρι. Κι όμως, το επόμενο... πυροβολικό είχε ήδη αρχίσει να «γυαλίζεται». Ο Γκονσάλο Ράμος άφησε τα πρώτα καλά δείγματα στη φάση των ομίλων του Champions League, αλλά κατάφερε να κάνει όλον τον ποδοσφαιρικό κόσμο να γουρλώσει τα μάτια και να σημειώσει το όνομά του με εκείνο το εκρηκτικό χατ-τρικ απέναντι στην Ελβετία στο Μουντιάλ, όταν και κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Κριστιάνο Ρονάλντο. O 21χρονος στράικερ φέτος μετρά 19 γκολ και 8 ασίστ σε 32 εμφανίσεις σε όλες τις διοργανώσεις και οι μεγαλύτεροι σύλλογοι της Ευρώπης ήδη τον... λιγουρεύονται.
Μια παρόμοια εσωτερική αλλά θαυματουργή λύση δείχνει να έχει βρει ο Σμιντ και στο πρόσωπο του Φλορεντίνο, τους ώμους του οποίου βάρυνε η ευθύνης της αναπλήρωσης του κενού του Έντσο Φερνάντες, με τον 23χρονο να τα πηγαίνει περίφημα. Η περίπτωση του Αντόνιο Σίλβα επίσης είναι μια από αυτές που έχουν τραβήξει πολλά βλέμματα. Ο γεννηθείς το 2003 υψηλόσωμος στόπερ μέχρι και πέρυσι αγωνιζόταν στην Κ-19 του συλλόγου, όμως με απροσδόκητη επιτυχία έχει καταφέρει να κάνει το «άλμα» στην πρώτη ομάδα και να δείχνει πιο έτοιμος, πιο ώριμος από όσα θα φανταζόταν και ο πιο αισιόδοξος προπονητής του, ανεβάζοντας με τρελούς ρυθμούς τις μετοχές του. Εξαιρετικά λόγια ακούγονται και για τον 15χρονο (!) αριστερό μπακ Φρανσίσκο Μασάντο, τον οποίο οι άνθρωποι της ομάδας προσέχουν σαν τα μάτια τους, μιας και θεωρούν πως θα είναι η επόμενη σημαντική αποκάλυψή τους.
Κανείς δεν ξέρει βέβαια ποιος μικρός ποδοσφαιριστής θα ανθίσει πρώτος. Άλλωστε, το Caixa είναι γεμάτο «διαμάντια», έτοιμα να εξελιχθούν στα αστέρια του μέλλοντος, να γίνουν οι επόμενοι, οι διάδοχοι, αυτοί που θα συνεχίσουν την παράδοση της ομάδας. Αυτοί που θα αναγκάσουν τον ποδοσφαιρικό κόσμο να ψελίσσει ξανά: «Τι βγάζει αυτή η Μπενφίκα;»