Οριόλα στο Gazzetta: «Το ένα εκατομμύριο της Μπαρτσελόνα για μένα ήταν αυτοκτονία»!
Το Καμπ Νόου και το όνειρο να γίνει τερματοφύλακας, οι συγκρίσεις με τον Πικέ και η Μπαρτσελόνα που θύμισε ταινία του Ταραντίνο, η ΑΕΚ που του δίνει ό,τι χρειάζεται και ο... καλός Ρονάλντο. Ο Πιέρ Οριόλα στο Gazzetta.
Συνέντευξη στους Μιχάλη Γκιουλένογλου, Γιάννη Σταυρουλάκη
Με ένα ζευγάρι δανεικά γάντια. Και όνειρα. Ο Πιέρ Οριόλα φαντάζονταν τον εαυτό του στο «Καμπ Νόου». Με το έμβλημα της αγαπημένης του ομάδας εκεί που είναι η καρδιά. Και την ευθύνη να αποτελεί τον τελευταίο παίκτη της ομάδας του. Ένας γκολκίπερ. Ο μικρός Πιέρ συνήθιζε να πηγαίνει στο θρυλικό γήπεδο της Μπαρτσελόνα. Και το βλέμμα του ήταν στραμμένο πάνω στον μεγαλύτερο αντιήρωα όλων των αθλημάτων. Μέχρι που ψήλωσε και δεν μπορούσε, πλέον, να χαμηλώνει το βλέμμα του. Έμαθε να κοιτάζει ψηλά. Και να έχει στα χέρια του μία άλλη μπάλα. Μα το σήμα που ήθελε, το φόρεσε. Με καμάρι, με περηφάνεια. Και ας μην είχε το φινάλε που θα ήθελε.
Στο μυαλό του ήθελε να μείνει για πάντα στη Βαρκελώνη. Αυτό το «πάντα» είναι πολλές φορές, αν όχι... πάντα, περίεργο. Από την πρωταθλήτρια Βαλένθια βρέθηκε σε μία νύχτα εκεί που καρτερούσε. Και ας παραδέχεται στο Gazzetta πως το ένα εκατομμύριο ευρώ που πλήρωσε η Μπάρτσα για την απόκτησή του ήταν μία... αυτοκτονία. Το πρόωρο φινάλε της συνεργασίας του με τους Καταλανούς έμοιαζε περισσότερο με... δολοφονία, δίχως ελαφρυντικά, παρά μία ηθελημένη αποτελειωτική κίνηση. Στην Μπαρτσελόνα έζησε πολλά. Χαρούμενα και λυπηρά. Ο δρόμος, μετά από την καταξίωση στην κορυφαία ευρωπαϊκή μπασκετική δύναμη του 20ού αιώνα, την Ισπανία, τον έφερε στην ΑΕΚ.
Για να αγαπήσει ξανά εκείνο το άθλημα που του στέρησε το όνειρο του γκολκίπερ. Ο Πιέρ Οριόλα μπορεί να μην πήρε ποτέ τη φανέλα με το Νο.1 στο ποδόσφαιρο, αλλά ξέρει καλύτερα από πολλούς πως να γίνει χρήσιμος στο παρκέ. Το έχει δείξει από την πρώτη στιγμή στην «Ένωση». Ακολουθώντας το ισπανικό (υπο)δείγμα: Αυτό που κάνεις, να είναι με τέλειο τρόπο. Και επειδή ο Οριόλα είναι γέννημα θρέμμα Καταλανός, η κουβέντα δεν θα μπορούσε να μην έχει ποδόσφαιρο. Από τον G.O.A.T. Μέσι, στον δεύτερο Κριστιάνο και τον... καλό Ρονάλντο! Ο Οριόλα λατρεύει το σινεμά και πριν από καιρό είχε την ευκαιρία να γίνει για μία... ατάκα και ηθοποιός. Ίσως μία νέα καριέρα να ανοίγει μπροστά του. Σε 6-7 χρόνια που λέει ότι θα βάλει τέλος στην καριέρα του.
«Πήγαινα στο Καμπ Νόου και ήθελα να γίνω σαν τον Βίτορ Μπαΐα»
Το μπάσκετ ήταν πάντα σε πρώτο πλάνο στη ζωή σου; Ποιες ήταν οι συνθήκες και τα γεγονότα που σε έφεραν ως εδώ;
«Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή έπαιζα ποδόσφαιρο. Όταν ήμουν μικρός, το όνειρό μου ήταν να γίνω τερματοφύλακας στην Μπαρτσελόνα! Θυμάμαι, για παράδειγμα να πηγαίνω στο Καμπ Νόου, να βλέπω τον Βίτορ Μπαΐα και να θέλω να γίνω σαν αυτόν! Παρεμπιπτόντως, πηγαίναμε συνέχεια στο γήπεδο μαζί με τον πατέρα μου αφού είμαστε μέλη της Μπαρτσελόνα. Σε κάθε περίπτωση, ήταν μια κακή εποχή για το κλαμπ. Ύστερα ήλθε ο Τζοάν Λαπόρτα και άλλαξε τα πάντα. Ο Βίκτορ Βαλντές έγινε πια ο τερματοφύλακας της Μπαρτσελόνα και, παράλληλα ο νέος ήρωάς μου! Το πράγμα άλλαξε στην πορεία όταν άρχισα να παίζω μπάσκετ σε ηλικία 12 ετών. Τότε ήταν που κατέληξα μέσα μου και άρχισα να δουλεύω πιο σκληρά για να γίνω καλύτερος παίκτης».
Επομένως, το πρώτο σου είδωλο ήταν ένας ποδοσφαιριστής, σωστά;
«Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τον αθλητισμό, το είδωλό μου ήταν ο Τιερί Ανρί! Σύμφωνοι, δεν ήταν τερματοφύλακας, ήταν όμως ένας από τους καλύτερους στράικερ στον κόσμο και έφτασα στο σημείο να παρακολουθώ φανατικά την Εθνική Γαλλίας αφού ο παππούς μου και η οικογένεια της μητέρας μου είναι από εκεί. Θυμάμαι, δηλαδή τον τελικό με τη Βραζιλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο ή όταν η Γαλλία κατέκτησε το Euro. Όταν όμως η κουβέντα φτάνει στο μπάσκετ, σίγουρα ο Πάου Γκασόλ ήταν ένα από τα είδωλά μου. Όπως επίσης ο Φελίπε Ρέγιες και ο Κόμπι Μπράιαντ».
Πώς είναι για έναν Καταλανό να φοράει τη φανέλα της Μπαρτσελόνα; Να παίζει, δηλαδή στην ομάδα που κομπάζει όλα αυτά τα χρόνια ότι είναι κάτι παραπάνω από ένας σύλλογος;
«Μεγάλωσα στην Τάρεγκα, μια μικρή πόλη που απέχει σχεδόν μια ώρα από τη Βαρκελώνη και μπορώ να μιλήσω ως Καταλανός. Το να είσαι, λοιπόν κομμάτι αυτού του κλαμπ είναι ένα τεράστιο προνόμιο. Είτε είσαι παίκτης, είτε προπονητής, είτε πρόεδρος, είτε... οτιδήποτε άλλο. Απλώς να είσαι εκεί! Η Μπαρτσελόνα στην Καταλονία είναι κάτι σαν θρησκεία. Προσωπικά μιλώντας, το να παίξω στην Μπαρτσελόνα ήταν ένα από τα όνειρά της ζωής μου. Όταν ήμουν πιτσιρικάς, έκλεινα τα μάτια μου και ονειρευόμουν να φορέσω τη φανέλα της. Εν τέλει, κατάφερα να παίξω πέντε χρόνια και μάλιστα, να γίνω αρχηγός της».
Πώς προέκυψαν οι συγκρίσεις με τον Πικέ;
«Μετά από τους αγώνες της Μπαρτσελόνα, έδινα κάποιες συνεντεύξεις και μιλούσα λίγο… άσχημα για τη Ρεάλ Μαδρίτης (γέλια)! Πάντως ο Πικέ έχει κατακτήσει τα πάντα στην καριέρα του. Champions League, πρωταθλήματα, Παγκόσμιο Κύπελλο και Euro. Επομένως, είναι δύσκολο να με συγκρίνεις μαζί του».
«Θέλω να χαρώ ξανά το παιχνίδι»
Όσο ήσουν στην Μπαρτσελόνα, τι δεν πήγε καλά και μολονότι ήταν γκραν φαβορί τα τελευταία χρόνια, δεν κατάφερε να κατακτήσει την EuroLeague;
«Μετά από τη σεζόν που διεκόπη λόγω Covid, παίξαμε σε δυο σερί Final 4. Την πρώτη χρονιά η Αναντολού Εφές είχε μια πραγματικά καλή ομάδα όμως νομίζω ότι και εμείς παίξαμε ωραίο μπάσκετ εκείνη την περίοδο. Με τον Ντέιβις, τον Χίγκινς, τον Μίροτιτς και τον Αμπρίνες στο ρόστερ. Ήμασταν άτυχοι όταν ο Καλάθης τραυματίστηκε δυο μέρες νωρίτερα στον ημιτελικό με την Αρμάνι Μιλάνο, όταν δηλαδή χτύπησε στον αστράγαλο και δεν μπορούσε να αποδώσει στον βαθμό που ήθελε. Πέρσι στο Βελιγράδι σταματήσαμε να παίζουμε στο ημίχρονο. Ήμασταν μπροστά στον ημιτελικό για 11 πόντους όμως από ένα σημείο και μετά η Ρεάλ Μαδρίτης βρήκε ρυθμό και η ιστορία τελείωσε. Μιλάμε για δυο διαφορετικές καταστάσεις όμως ήμασταν πραγματικά κοντά στο να κερδίσουμε την EuroLeague. Σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεσαι όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά».
Τι είναι για σένα η ΑΕΚ; Ίσως μια καλή ευκαιρία να αποδείξεις ότι δεν έχεις ξοφλήσει ώστε να γυρίσεις κάποια στιγμή στην ACB;
«Όχι, δεν σκέφτομαι την επιστροφή στην Ισπανία. Τα τελευταία χρόνια ήταν τόσο άσχημα και περίπλοκα για μένα. Πέρσι στην Μπαρτσελόνα, το ίδιο φέτος στην Τζιρόνα... Ας πούμε, λοιπόν πως ο τελευταίος ενάμισης χρόνος δεν ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής μου. Πλέον σκέφτομαι μόνο την ΑΕΚ. Θέλω να βγάλω τον καλύτερο εαυτό μου εδώ και να βοηθήσω αυτή την ομάδα να πετύχει. Έτσι θα χαρώ ξανά το παιχνίδι και θα βρω την αυτοπεποίθησή μου! Θέλω να αποδείξω κυρίως στον εαυτό μου ότι μπορώ να παίξω στο top επίπεδο για πολλά χρόνια ακόμη. Το σκέφτομαι από την πρώτη στιγμή που συμφώνησα και ήλθα στην Ελλάδα. Από 'κει και πέρα, έχω συμβόλαιο με την ΑΕΚ μέχρι τον Ιούνιο. Θα δούμε τι θα γίνει την επόμενη χρονιά».
Παρεμπιπτόντως, για ποιο λόγο θεωρείς ότι δεν έχουμε δει τόσους Ισπανούς παίκτες στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια;
«Το πρωτάθλημα εδώ είναι εντελώς διαφορετικό. Η ελληνική λίγκα είναι πιο physical και στηρίζεται περισσότερο στην τακτική. Θυμάμαι το πρώτο παιχνίδι μου με την ΑΕΚ κόντρα στον Ιωνικό. Όλοι μιλούσαν για τον Λουκά Μαυροκεφαλίδη. Ο Λουκάς είναι σχεδόν 40 χρονών και έπαιζε τόσο σκληρά. Σαν... τρελός! Τον θυμάμαι όταν ήλθε στην Μπαρτσελόνα, είναι ένας σπουδαίος παίκτης. Έτσι κατάλαβα από την πρώτη στιγμή πόσο δύσκολο είναι να παίζεις στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, στην Ισπανία κυριαρχεί περισσότερο ο ρυθμός και οι ομάδες «τρέχουν» πολύ. Θα προσπαθήσω, λοιπόν να παίξω όσο καλύτερα μπορώ αυτούς τους τρεις μήνες και μετά θα δούμε τι θα συμβεί. Αν δηλαδή η ΑΕΚ θέλει να με κρατήσει εδώ. Σε αυτούς τους τρεις μήνες θα προσπαθήσω να βρω ρυθμό, να χτίσω ξανά την αυτοπεποίθησή μου και φυσικά, να βοηθήσω την ΑΕΚ με όποιον τρόπο μπορώ».
«Σαν ένα μικρό παιδί που το φορτώνουν δώρα»!
Στα 25 σου χρόνια, η Μπαρτσελόνα πλήρωσε ένα εκατομμύριο ευρώ για να σπάσει το συμβόλαιό σου με τη Βαλένθια και να σε φέρει στο Palau. Αλήθεια, πώς αισθάνθηκες όταν το έμαθες;
«Ήταν σαν... αυτοκτονία! Το ένα εκατομμύριο της Μπαρτσελόνα για μένα ήταν αυτοκτονία (γέλια)! Δεν είμαι ο Μάικλ Τζόρνταν, ούτε ο Ναβάρο, ούτε ο Ντόντσιτς. Θυμάμαι, λοιπόν πως είχα συμβόλαιο για ακόμη έναν χρόνο με τη Βαλένθια, είχαμε κερδίσει το πρωτάθλημα εκείνη την χρονιά (σ.σ. το 2017) και ήθελαν να ανανεώσω. Παρ' όλα αυτά έπιασα τον μάνατζέρ μου και του ξεκαθάρισα από την πρώτη στιγμή πως ήθελα να παίξω στην Μπαρτσελόνα, πως δεν με νοιάζει αν έδιναν περισσότερα ή λιγότερα από τη Βαλένθια. Μπορείς να το φανταστείς; Η ομάδα που αγαπάς να πληρώνει ένα εκατομμύριο για να σε υπογράψει; Ε, δεν μπορείς να πεις όχι»!
Στη συνέχεια έκανες το επόμενο βήμα και έγινες αρχηγός...
«Από τη στιγμή που έπαιξα στην Μπαρτσελόνα, έζησα το όνειρό μου. Δεν με ένοιαζε αν ήμουν αρχηγός ή όχι. Το μόνο που ήθελα ήταν να φορέσω αυτή τη φανέλα. Έπειτα μου ανακοίνωσαν πως θα είμαι ο κάπτεν. Ήταν σαν να μου έκαναν το ένα δώρο μετά το άλλο! Έτσι ακριβώς ένιωσα. Σαν ένα μικρό παιδί που το φορτώνουν δώρα! Όταν ο Σάρας μου ανακοίνωσε πως με υπολόγιζε για αρχηγό, είπα "γουάου". Σίγουρα η ευθύνη ήταν τεράστια. Δεν είχα ποτέ ξανά τέτοια ευθύνη στις ομάδες που έπαιξα. Οι προπονητές μου δεν περιμένουν από εμένα να σκοράρω 20 πόντους ή να μαζέψω 15 ριμπάουντ σε κάθε παιχνίδι. Πάντα παίζω για να βοηθάω τις ομάδες μου. Είμαι ομαδικός παίκτης, ποτέ δεν ήμουν σούπερ σταρ. Εκείνη τη στιγμή φορτώθηκα τη μεγαλύτερη ευθύνη που είχα ποτέ στην μπασκετική ζωή μου».
«Ο Μαρκ μού τηλεφωνούσε κάθε μέρα για να πάω στην Τζιρόνα»
Πώς είναι, λοιπόν να παίζεις στην ομάδα που αγαπάς, να γίνεσαι αρχηγός και να σου λένε ότι δεν σε υπολογίζουν ενώ είχες ακόμη δυο χρόνια συμβόλαιο;
«Ήταν στενάχωρο... Συναντήθηκα με τον Χουάν Κάρλος Ναβάρο και τον Μάριο Μπρούνο, τον αθλητικό διευθυντή της Μπαρτσελόνα και μου εξήγησαν ότι ήθελαν να τερματίσουν το συμβόλαιό μου. Μου είπαν σε μέσες άκρες ότι δεν είχα θέση στο νέο πρότζεκτ που είχαν στο μυαλό τους. Ένιωσα τόσο άσχημα... Πίστευα ότι θα μείνω στην Μπαρτσελόνα για πολλά χρόνια και θα τελειώσω την καριέρα μου στην ομάδα που λατρεύω. Στο τέλος της ημέρας, μιλάμε για business. Στην Μπαρτσελόνα ήταν όλα τέλεια. Ήμουν στο σπίτι μου, μαζί με την οικογένειά μου και τους φίλους μου. Τι να κάνουμε... Πέρασα άσχημα 2-3 εβδομάδες όμως η ζωή συνεχίζεται. Είμαι ακόμα νέος, είμαι 30 χρονών και θέλω να παίξω το καλύτερο μπάσκετ που μπορώ. Εκείνη τη στιμή προέκυψε η Τζιρόνα. Ο Μαρκ Γκασόλ μου τηλεφωνούσε κάθε μέρα»!
Τουλάχιστον έδειξε ότι σε ήθελε πολύ...
«Ήμουν σε διακοπές με τη σύζυγό μου και μου τηλεφωνούσε καθημερινά! Κάποια στιγμή η γυναίκα μου δεν άντεξε και με ρώτησε: "Τι γίνεται; Ποιος είναι αυτός που σε παίρνει τηλέφωνο κάθε μέρα; Με ποιον μιλάς πια"; Προσπάθησα να την ηρεμήσω: "Όχι, όχι! Μην ανησυχείς! Είναι ο Μαρκ Γκασόλ»! Από τη στιγμή που διευθετήθηκε το ζήτημα της αποζημίωσής μου από την Μπαρτσελόνα, υπέγραψα στην Τζιρόνα. Νομίζω πως πήρα τη σωστή απόφαση».
Ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους ήταν εκείνος που σου έδωσε την αρχηγία στην Μπαρτσελόνα. Τι πιστεύεις πως άλλαξε και τελικά έφυγες με αυτόν τον τρόπο;
«Δεν ξέρω! Έχει περάσει ενάμισης χρόνος και δεν έχω καταλάβει ακόμη! Είχα καλά λεπτά, ήμουν στο rotation της Μπαρτσελόνα και κάποιες φορές άρχιζα βασικός. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το παιχνίδι στο ΣΕΦ με τον Ολυμπιακό. Ήμουν starter, πέτυχα 10 πόντους στη σειρά και στο τέλος κερδίσαμε. Πραγματικά, λοιπόν δεν γνωρίζω. Ίσως έκανα κάτι λάθος εκείνη την περίοδο. Ίσως επίσης οι συμπαίκτες μου να έπαιζαν καλύτερα από εμένα. Για παράδειγμα, ο Σμιτς ήταν εξαιρετικός στις προπονήσεις και στους αγώνες. Στη συνέχεια ήλθε και ο Πάου Γκασόλ. Οι ρόλοι άλλαξαν, όλα άλλαξαν. Μίλησα με τον Σάρας 2-3 φορές, μου είπε μάλιστα πως ήταν ικανοποιημένος μαζί μου, πως όλα ήταν ΟΚ, ότι το μόνο που είχα να κάνω είναι να συνεχίσω να προπονούμαι και να παίζω έτσι. Μέχρι που έφυγα. Δεν έχω κακές σχέσεις μαζί του. Ίσως από ένα σημείο και μετά, δεν του άρεσα. Μπορεί να ήθελε άλλου τύπου παίκτες. Είναι κάτι που μπορεί να συμβεί».
Πολλοί λένε για τον Σάρας ότι δεν δίνει ελευθερία στους παίκτες του. Ότι με τον τρόπο που κοουτσάρει, ουσιαστικά δεν τους αφήνει να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους. Εσύ πώς έζησες τη συνεργασία μαζί του;
«Σε κάθε περίπτωση, έμαθα πολλά από τον Σάρας. Νομίζω ότι η Μπαρτσελόνα έδειξε χαρακτήρα στο παρκέ στην πρώτη χρονιά του Γιασικεβίτσιους όμως όπως είπα πριν, δεν είχαμε την τύχη με το μέρος μας. Η Εφές έπαιξε καλύτερα και κατέκτησε την EuroLeague. Παίξαμε τρομερό μπάσκετ εκείνη τη σεζόν. Έπειτα όμως κάτι άλλαξε. Ξέρεις... Ο Σάρας συνέχισε να μας πιέζει. Συνέχισε να μας λέει "πρέπει να είστε οι καλύτεροι, πρέπει να δουλεύετε σκληρά...". Θέλει να είναι ο καλύτερος. Θέλει η ομάδα του να είναι η καλύτερη. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Λένε πως μερικές φορές είναι επιθετικός όμως αυτό είναι το στιλ του. Κάποιοι άλλοι προπονητές δίνουν ελευθερία στους παίκτες τους. Εκείνος προτιμά περισσότερο την τακτική, θέλει να ελέγχει τα πάντα».
Εκτός από τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, τι γνωρίζουν οι Ισπανοί για το ελληνικό μπάσκετ;
«Όταν παίζεις κόντρα σε Έλληνες, είναι πάντα δύσκολα. Θυμάμαι, για παράδειγμα όταν αντιμετώπισα τον Νίκο Ζήση στην Μπιλμπάο. Ή τον Μαυροειδή και τον Βασιλειάδη. Είναι σαν... μηχανές! Από τη στιγμή που θα βάλουν τη φανέλα και θα μπουν στο γήπεδο, σκέφτονται μόνο το μπάσκετ και παλεύουν ως το τέλος. Νομίζω πως αυτός ακριβώς είναι ο χαρακτήρας των Ελλήνων. Παλεύουν μέχρι τέλους, δεν έχει σημασία αν κερδίζουν ή αν χάνουν για 20 πόντους. Έχει να κάνει με τον χαρακτήρα. Πιστεύω πως όλοι οι Έλληνες παίκτες κουβαλούν αυτό το στοιχείο. Είναι μαχητές».
«Η τελευταία σεζόν στην Μπαρτσελόνα ήταν σαν το Kill Bill»
Ο αγαπημένος σου σκηνοθέτης είναι ο Κουέντιν Ταραντίνο. Αν μπορούσες να διαλέξεις μία ταινία του για τα χρόνια στην Μπαρτσελόνα, ποια θα ήταν αυτή;
«Δεν ξέρω... Σίγουρα η τελευταία σεζόν στην Μπαρτσελόνα ήταν σαν το Kill Bill. Aλλά δεν ξέρω για την πρώτη χρονιά. Έτσι και αλλιώς, οι ταινίες του Ταραντίνο τελειώνουν με έναν βίαιο τρόπο. Αλλά η τελευταία σεζόν ήταν σίγουρα το Kill Bill (σ.σ.: γέλια)».
Στο λογαριασμό σου στο Instagram έχεις ανεβάσει και φωτογραφίες από μπάσκετ με αμαξίδιο. Πώς ήταν η εμπειρία;
«Υπέροχη. Αλλά παίζουν με περισσότερη δύναμη απ' ότι εμείς. Το έκανα και όταν ήμουν στην Μπαρτσελόνα και όταν αγωνίστηκα στην Τζιρόνα. Μας κάλεσαν για να μας κάνουν μία επίδειξη. Αλλά η Τζιρόνα έχει και τη δική της ομάδα με αμαξίδιο. Μας έδειξαν πως παίζουν, τα πάντα. Η εμπειρία ήταν υπέροχη, αλλά οι κανόνες είναι εντελώς διαφορετικοί. Χτυπάνε συνεχώς τα αμαξίδια σε κάθε πιθανή ευκαιρία».
Η βασική φωτογραφία σου στο προφίλ σου στο Instagram δεν είναι ένας τίτλος, ένα μετάλλιο, αλλά η σύζυγός σου. Αυτό σημαίνει ότι είσαι πάνω απ' όλα οικογενειάρχης;
«Και στο κινητό μου έχω τη σύζυγό και το σκύλο μας. Είναι τα δύο πιο αγαπημένα πρόσωπα στη ζωή μου. Η σύζυγός μου είναι σημαντική, είναι κοντά μου εδώ και χρόνια και όταν τα πράγματα πάνε καλά, είναι δίπλα μου. Όταν δεν πάνε καλά, είναι αυτή που με υποστηρίζει, με ακολουθεί όπου πάω. Είναι το στήριγμα. Η σύζυγός μου ήρθε στην Ελλάδα, όχι όμως και ο σκύλος, έχει μείνει στη Βαρκελώνη».
«Όταν λένε ότι δεν μπορούμε, μας δίνουν τρελό κίνητρο»
Αλήθεια, τι έγινε στην Κίνα, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2019;
«Δεν ξέρω... Ακόμα δεν ξέρω. Αλλά ό,τι έγινε ήταν απίστευτο. Όσα βιώσαμε ήταν απίστευτα».
Μπορείς να μας εξηγήσεις τη νοοτροπία της «ρόχα», γιατί κάθε φορά που η ομάδα μοιάζει να διαλύεται, κάτι συμβαίνει και είναι πάλι στην κορυφή;
«Γιατί πάντα υπάρχει ένα μέλος που έχει περισσότερα χρόνια στην ομάδα. Το 2019 είχαμε τον Μαρκ Γκασόλ, τον Ρίκι Ρούμπιο, τον Σέρχιο Γιουλ, τον Ρούντι Φερνάντεθ, τον Βίκτορ Κλαβέρ. Αυτοί οι πέντε διέθεταν μπόλικη εμπειρία, ήξεραν πως να παίξουν για την Εθνική ομάδα. Σου προσφέρουν όσα εφόδια χρειάζεσαι για εκείνη την περίοδο. Θυμάμαι την πρώτη μου χρονιά, το 2017 όταν παίξαμε στο EuroBasket, πρώτα στη Ρουμανία και μετά στην Τουρκία. Πήραμε το χάλκινο μετάλλιο. Στην πρώτη μου προπόνηση ήταν ο Πάου και ο Μαρκ Γκασόλ και εγώ σκεφτόμουν "γουάου"!
Αλλά μου συμπεριφέρθηκαν σαν να είμαι ίσος τους. Είναι ο Μαρκ και ο Πάου, είναι τεράστια αστέρια του μπάσκετ στην Ισπανία, οι πιο γνωστοί παίκτες στη χώρα εκείνη την εποχή. Και κάνουν αυτή την κίνηση. Είναι σαν να είμαι και εγώ ένα μεγάλο αστέρι. Νομίζω ότι αυτό είναι το κλειδί, όλοι συμπεριφέρονται σε όλους ως ίσους. Δεν έχει σημασία αν είναι ο Πάου Γκασόλ, ο Κίνο, ο Μπειράν, ο Οριόλα. Είσαι ίσος. Και έχεις να ακολουθήσεις έναν κανόνα: Να κάνεις μία δουλειά και να την κάνεις τέλεια. Θυμάμαι ότι στον τελικό, κόντρα στην Αργεντινή, την παραμονή ο Σκαριόλο με κάλεσε να μιλήσουμε.
Μου είπε "θα ξεκινήσεις αύριο και θα μαρκάρεις τον Σκόλα". Εγώ σάστισα, του είπα "μισό λεπτό, ώπα.." και τον ρώτησα πως θα το κάνω απέναντι σε έναν παίκτη που είχε βάλει 30 πόντους στον ημιτελικό, διέλυσε μόνος του τη Γαλλία. "Θα με σκοτώσει, πώς θα το κάνω;", τον ρώτησα ξανά. Και εκείνος μου είπε ψύχραιμα ότι χρειάζεται να κάνω δύο-τρία πράγματα. "Σε εμπιστεύομαι ότι θα το κάνεις", πρόσθεσε. Ήμουν τόσο νευρικός το βράδυ. Ο Κίνο (σ.σ. Κολόμ) ήταν ο συγκάτοικός μου και μου είπε να χαλαρώσω, να συγκεντρωθώ. Ότι πρέπει να αμυνθώ απέναντι στον Σκόλα και να μην κάνω τίποτα άλλο στο ματς. Δεν χρειάζεται να βάλω πόντους, να πάρω ριμπάουντ. Αυτό είναι το κλειδί. Ο Σκαριόλο κάνει απίθανη δουλειά και το επιτελείο του επίσης για να βάλει κάθε ένα παίκτη στο ρόλο του στο παρκέ. Διαθέτει σκόρερ, σε εκείνη τη διοργάνωση το είχαν αναλάβει ο Ρίκι, ο Μαρκ, ο Ρούντι, ο Γιουλ. Οι άλλοι πρέπει να ακολουθήσουν και να κάνουν αυτό που πρέπει. Να παίξουν το ρόλο τους».
Υπάρχει όμως και η ιστορία, κατά τη διάρκεια του τελικού, με τον Χουάντσο Ερναγκόμεθ να σου λέει ότι βλέπει τον Κόμπι στην εξέδρα, την ώρα του τελικού...
«Ναι, τότε ο Χουάντσο φορούσε ένα ζευγάρι Κόμπι. Και μου λέει ότι είναι ο Κόμπι στο γήπεδο. Είχε ενθουσιαστεί τόσο. Και μετά το ματς πήγε απευθείας για να του υπογράψει τα παπούτσια του...».
Υπάρχει όμως και η νοοτροπία της ομάδας. Η Ισπανία σε διάστημα πολλών ετών είναι η ομάδα που σχεδόν πάντα κερδίζει. Στο μυαλό των υπολοίπων μοιάζετε λίγο με τους... κακούς της υπόθεσης. Σας βοηθάει αυτό;
«Πρώτα απ' όλα, όλοι στην Ισπανία έλεγαν και στο EuroBasket και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2019 – ότι δεν έχουν τον Πάου, τον "Τσάτσο" (σ.σ.: Σέρχιο Ροντρίγκεθ), ότι δεν διαθέτουμε τους καλύτερους παίκτες και έχουμε μία κανονική ομάδα. Και αν φτάσουμε μέχρι τα προημιτελικά θα είναι σαν μία μεγάλη νίκη. Αυτό το μήνυμα που μας στέλνει ο κόσμος και οι δημοσιογράφοι μας δίνει κίνητρο, τρελό κίνητρο. Ο χαρακτήρας των παικτών είναι ένα ακόμα κλειδί. Μετράει και ο χαρακτήρας του Σκαριόλο, μας δείχνει εμπιστοσύνη. Στο πρόσφατο EuroBasket παίξαμε με τη Γαλλία στον τελικό και μόλις είδα τα πρόσωπα των συμπατριωτών μου είπα ότι θα κερδίσουμε. Εμφάνιζαν μία συγκέντρωση, ενώ οι Γάλλοι έμοιαζαν πιο ήρεμοι, επειδή δεν υπήρχε ο Παου και άλλοι σημαντικοί παίκτες. Ήμασταν συγκεντρωμένοι, θέλαμε τη νίκη και το κάναμε.
Ουσιαστικά τους διαλύσαμε με τα τρίποντα. Αν δεις το ρόστερ των Γάλλων, ως μονάδες, είναι καλύτερο απ' της Ισπανίας. Εμείς βαδίζουμε με το σκεπτικό πως όλοι πρέπει να ακολουθήσουν τους κανόνες τους, να παιζουν το ρόλο τους. Επίσης και στην Κίνα, στον ημιτελικό κόντρα στην Αυστραλία. Ήταν ένα δύσκολο παιχνίδι. Ο Πάτι Μιλς αστόχησε σε μία βολή στο τέλος. Προκριθήκαμε στον τελικό έχοντας παίξει διπλή παράταση και αμέσως είπαμε ότι θα νικήσουμε την Αργεντινή. Δεν έχει σημασία αν έχουν τους καλύτερους παίκτες όλων των εποχών. Θα νικήσουμε».
«Στην ΑΕΚ μού δίνουν ό,τι χρειάζομαι»
Τώρα που επέστρεψες, έχοντας ξεπεράσει τα προβλήματα στην πλάτη σου, τα οποία σε κράτησαν και εκτός του EuroBasket 2023, σε τι κατάσταση βρίσκεσαι;
«Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Στην ΑΕΚ μου δίνουν ό,τι χρειάζομαι. Αν μία ημέρα πρέπει να κάνω λιγότερη προπόνηση, το κάνω. Μέχρι στιγμής η κατάσταση είναι εξαιρετική, ο τρόπος συμπεριφοράς, μου δίνουν τα πάντα για να είμαι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση για να είμαι ανταγωνιστικός. Αυτό ήθελα...».
Είπες νωρίτερα ότι η ΑΕΚ θα σε βοηθήσει να κερδίσεις ξανά την εμπιστοσύνη σου, θα μπορέσει να σου δώσει ξανά, τρόπον τινά, την αγάπη για το παιχνίδι. Αισθάνεσαι ότι είσαι ένας ηγέτης που έχει υψηλούς στόχους;
«Μπορώ να βοηθήσω την ομάδα, δεν ξέρω αν μπορώ να ηγηθώ. Η ΑΕΚ έχει αρκετούς καλούς παίκτες, τον Ακίλ, τον Κένι, τον Αϊζάια, τον Φλιώνη, τον Γόντικα, τον Γιάνκοβιτς. Νομίζω ότι μπορώ να τους βοηθήσω να γίνουν καλύτεροι. Με την εμπειρία μου να βοηθήσω την ομάδα να πετύχει τους στόχους της. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να βρούμε ισορροπία στο παιχνίδι μας. Δεν έχω δει πολλά φετινά ματς της ΑΕΚ, αλλά νομίζω ότι μπορούμε να νικήσουμε τον καθένα. Παίζουμε καλό μπάσκετ, αλλά μερικές φορές χάνουμε την επαφή με το ματς. Δεν αποδίδουμε αυτό που μπορούμε, χανόμαστε στην άμυνα μας. Κόντρα στη Λιμόζ ξεκινήσαμε καλά, χαλαρώσαμε, οι αντίπαλοί μας άρχισαν να σκοράρουν δύσκολα καλάθια. Αλλά καταφέραμε να επιστρέψουμε. Έχουμε καλό υλικό για να πετύχουμε ωραία πράγματα».
Έχοντας ήδη εκπληρώσει κάποια όνειρα, ποιο είναι το επόμενο στη σειρά;
«Να παίξω μπάσκετ για 6-7 χρόνια και να διασκεδάσω. Είναι μία δουλειά, τα χρήματα παίζουν ρόλο, είναι σημαντικά, όποιος λέει το αντίθετο, ψεύδεται. Θέλω να είμαι χαρούμενος και να το διασκεδάζω. Αυτός είναι ο πρωταρχικός μου στόχος. Επίσης, η σύζυγος μου, μου λέει ότι δεν την ενδιαφέρουν τα χρήματα, αλλά θέλει να είμαι εγώ καλά. "Δεν έχει σημασία πόσα χρήματα σε πληρώνουν, αρκεί να το απολαμβάνεις", είναι τα λόγια της και εγώ της απαντάω "εντάξει, ας συζητήσουμε καλύτερα το οικονομικό..." (γέλια). Πέρα από το αστείο, θέλω να είμαι χαρούμενος. Αν μπορεί να γίνει εδώ. Είμαι εντάξει με αυτό».
Έχεις συνεργαστεί και με τον Αΐτο Ρενέσες. Πώς είναι ως προπονητής;
«Έχει το ίδιο πάθος και κίνητρο, όπως παλιότερα. Τότε ήταν περισσότερο σκληρός, πλέον έχει χαλαρώσει λίγο. Αλλά αγαπάει το μπάσκετ, λατρεύει να κάνει προπονήσεις με τους νέους παίκτες, να τους δίνει την μπασκετική του σοφία, να τους μεταδίδει όσα ξέρει. Ήταν τιμή που ήμουν υπό τις οδηγίες του αυτούς τους 5-6 μήνες. Οι προπονήσεις του είναι εντελώς διαφορετικές απ' αυτές που κάνουμε εδώ. Υπάρχει ένα πλάνο και το ακολουθούμε. Ένα παιχνίδι "πέντε εναντίον πέντε". Εκεί ξεκινάμε "δύο εναντίον... κανενός". Σε ένα μικρό κομμάτι του γηπέδου. Μετά αυτό θα γίνει "δύο εναντίον δύο", "τρεις εναντίον τριών" και πάει λέγοντας. Είναι σαν μία προπόνηση εκμάθησης. Είναι απίστευτο».
Οπότε το συμπέρασμα είναι πως δεν έγινες ένας καλός τερματοφύλακας, αλλά έγινες ένας καλός μπασκετμπολίστας...
«Προσπαθώ να είμαι ο καλύτερος που μπορώ...».
«Εχω τη φανέλα του Ρονάλντο, του καλού...»
Ο Οριόλα χαμογελάει όταν παραδέχεται ότι προσπαθεί να είναι ο καλύτερος. Κάπου εκεί του θυμίζουμε ότι η φανέλα του βρίσκεται στο Μουσείο της Μπαρτσελόνα για να είναι τόσο μετριόφρονας. Και η επόμενη ερώτηση είχε την αναμενόμενη απάντηση. Και άνοιξε ένα πελώριο μονοπάτι στον κόσμο του ποδοσφαίρου. «Έχεις τη φανέλα σου από την Μπαρτσελόνα στο σπίτι;». «Φυσικά! Στο σπίτι έχω πολλές φανέλες της Μπαρτσελόνα με το όνομά του. Αλλά έχω και μία του Ρονάλντο, του καλού, όχι του άλλου. Έπαιξε για τη Ρεάλ, αλλά στην Μπαρτσελόνα είχε κάνει μία επικη σεζόν, 45 γκολ. Θυμάμαι ένα γκολ του απέναντι στην Κομποστέλα, είχε περάσει τη μισή ομάδα».
Τον έχεις συναντήσει;
«Όχι, αλλά είναι ένα από τα είδωλά μου».
Πιθανότατα θα έχεις βρεθεί με τον Λιονέλ Μέσι...
«Ποτέ! Ξέρω τον Ζεράρ Πικέ, τον Σέρχι Ρομπέρτο, έχουμε καλή σχέση, τον Έρικ Γκαρθία, αλλά με τον Μέσι δεν έχουμε βρεθεί ποτέ. Κρίμα, γιατί είναι ο G.O.A.T. Ούτε ο Κριστιάνο, ούτε κανένας. Ο Κριστιάνο είναι δεύτερος. Ο Λιονέλ τα κέρδισε όλα».
Πάμε και στο σινεμά. Συμμετείχες και στην ταινία Hustle. Πώς ήταν η εμπειρία;
«Με πήρε τηλέφωνο ο Χουάντσο και μου ζήτησε αν θέλω να συμμετάσχω στην ταινία. Μου έστειλαν το σενάριο, είχα μία μικρή ατάκα. Σχεδόν τίποτα. Αλλά μείναμε κάπου 67 ώρες για να γυρίσουμε τη σκηνή. Ηταν και ο Άνταμ Σάντλερ εκεί, ήταν τόσο κουρασμένος, γιατί το προηγούμενο βράδυ είχαν ξενυχτίσει γυρίζοντας μία άλλη σκηνή. Πήγαμε στη Μαγιόρκα, μας έστειλαν τα εισιτήρια. Μείναμε για τρεις ημέρες και μας πλήρωσαν κάτι. Ήταν όμορφα».
Πώς ήταν ο Χουάντσο ως ηθοποιός;
«Σε εκείνη τη σκηνή δεν είχε τόσο διάλογο. Αλλά για ντεμπούτο στο σινεμά ήταν πολύ καλός».
Και αφού μας είπες τον G.O.A.T στο ποδόσφαιρο, ποια μπασκετική ταινία είναι η κορυφαία όλων των εποχών; White men can't jump ή το He Got Game;
«Θα διαλέξω μία άλλη. Η δική μου είναι το Coach Carter».