Beastie Boys: Ένα τσούρμο λευκοί που εκτόξευσαν το χιπ-χοπ

Beastie Boys: Ένα τσούρμο λευκοί που εκτόξευσαν το χιπ-χοπ

Gazzetta team

Butcher me on the court
Too many elbows to report
Now you're poking me in the eye
Bill Laimbeer motherfucker, it's time for you to die

Πιθανότατα δεν είναι ο καλύτερος στίχος των Beastie Boys. Αλλά συμπυκνώνει σε λίγες λέξεις όλη την ουσία του εμβληματικού συγκροτήματος από το Μπρούκλιν.
Στίχοι με αιχμή, με μπόλικη διάθεση χιούμορ. Και αν πιάσουμε και το ηχητικό κομμάτι, μία μοναδική μελωδία.
Φυσικά και ο Μπιλ Λαϊμπίρ είναι αυτός που νομίζετε. Ο άλλοτε σέντερ των Ντιτρόιτ Πίστονς, των «Κακών Παιδιών» του NBA, διαβόητος για τον σκληρό τρόπο παιχνιδιού, τότε που το μπάσκετ ήταν διαφορετικό. Όπως και η μουσική.
Και στο Tough Guy οι Beastie Boys έχουν συνθέσει μία άνευ προηγούμενη λυρική επίθεση.
Όπως έκαναν σε όλη την καριέρα τους. Από τον καιρό των Young Aborigines, το μακρινό 1978, μέχρι την περιοδεία με την Madonna το 1985, εξαιτίας της φήμης που τους έφερε το αμφιλεγόμενο «Cooky Puss» και μέχρι τα χρόνια των (πραγματικών) Beastie Boys, το συγκρότημα των «κακομαθημένων κωλόπαιδων», με τους Michael Diamond (Mike D), Adam Yauch (MCA) και Adam Horovitz (Ad-Rock) να αποτελούν την οριστική σύνθεσή του, γέμισε τον κόσμο με μπόλικο χιούμορ, απίστευτες μουσικές και πολλά μηνύματα μέσα από τους στίχους τους.
Αν και το βασικότερο στοιχείο τους λογίζεται το χιούμορ, τελικά ήταν μία διάθεση, μέσα απ' αυτό, να καυτηριάσουν συμπεριφορές και στερεότυπα.
Και μετά από λίγο, τους έγινε συνήθεια. Και ο κόσμος περίμενε το με ανυπομονησία νέο βίντεο κλιπ τους. Μία ιστορία αποτυπωμένη σε μερικά λεπτά της ώρας. Και πάντα με διαφορετική μουσική χροιά.
Τι και αν το εμβληματικό «Sabotage» δεν αναδείχθηκε ως το κορυφαίο κλιπ στα (τότε εξαιρετικά σημαντικά) MTV Awards, χάνοντας από το «Everybody hurts» των R.E.M.;
Κάποτε οι κασέτες των Beastie Boys άλλαζαν χέρια με απίστευτη ταχύτητα. Μολονότι οι νέοι ιδιοκτήτες τους συνειδητοποιούσαν ότι το ηχητικό αποτέλεσμα ήταν από ένα τσούρμο λευκά παιδιά, αυτό δεν μείωνε την απήχηση και τις πωλήσεις.
Και η Capitol Records υποχρεώθηκε να σπαταλήσει 250.000 δολάρια για τα δικαιώματα των samples που ήθελαν για τα τραγούδια τους!
Όπως απέδειξε η ιστορία, όλα ήταν καλώς καμωμένα. Και οδήγησαν στη δημιουργία ενός μουσικού μύθου.
Από ένα μάτσο «μεγαλόφωνα παλιόπαιδα», τα οποία λάτρευαν, δίχως να είναι, να καυτηριάζουν τη συμπεριφορά των ηλιθίων (knukleheads).
Τα παλιά χρόνια, συνήθιζαν να ολοκληρώνουν τα σόου τους με την εμφάνιση ενός πελώριου υδραυλικού πέους. Το μετάνιωσαν και χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να λησμονηθεί.
Ακόμη και το όνομά τους ήταν ένα καλοστημένο αστείο. Χρόνια μετά την ίδρυσή τους σκαρφίστηκαν την ιστορία πως το Beastie είναι ένα ακρώνυμο. Το οποίο ακόμη και τώρα μπορεί να ζοριστούν για να θυμηθούν: Boys Entering Anarchistic States Towards Inner Excellence. [photo credits: imdb, Facebook, επίσημη σελίδα του γκρουπ]

Επιμέλεια: ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΙΟΥΛΕΝΟΓΛΟΥ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

image

Οι τύποι δεν προσποιούνταν

Πρώτα τα ονόματα. Πρώτα η «αγία τριάδα» της χιπ-χοπ σκηνής. Όσοι τους ξέρετε, θυμηθείτε τους. Όσοι δεν τους ξέρετε, πληκτρολογήστε και μάθετε πως οι Michael Diamond (Mike D), Adam Horovitz (Ad Rock), Adam Yauch (MCA), άλλαξαν την πορεία της μουσικής (!), αυτής που ξέρουμε ως «Popular Music». Μεγάλωσαν στη Νέα Υόρκη, τότε, στα 70’s, που η οικονομία βρισκόταν σε τέλμα και ο πολιτισμός άνθιζε! Οι μουσικές-καλλιτεχνικές τους ρίζες βρίσκονται σε δύο ιστορικά (δεν υπάρχουν πια) κέντρα διασκέδασης της πόλης: το CBGB και το Roxy. Όταν, λοιπόν, τα λυκειόπαιδα από το Μανχάταν αποφάσισαν να δημιουργήσουν μια μπάντα -και στην αρχή ήταν οι Diamond, Yauch, John Berry και Kate Schellenbach- , «έτσι για πλάκα», της έδωσαν «το πιο ηλίθιο όνομα» (sic), όπως παραδέχτηκε ο Yauch. Κάπως έτσι γράφτηκε η πρώτη αράδα της ιστορίας των Beasties.
Βρισκόμαστε στις αρχές των 80’s. Το 1982 κυκλοφορεί η πρώτη δουλειά του γκρουπ, το υψηλών ταχυτήτων πανκ EP «Polly Wog Stew». Και μετά αρχίζει η ενασχόληση με τον κόσμο του χιπ-χοπ. Πρώτο single το «Cooky Puss». Αλαζονικός, φαρσικός ήχος και το σχήμα αρχίζει να παίρνει μορφή. Η έλευση του Horovitz και η επαφή με τον παραγωγό Rick Rubin διαμορφώνουν το υφολογικό, ηχητικό, αποτύπωμα της μπάντας. Υπογράφουν με την «Def Jam Records» και γίνονται αμέσως αποδεκτοί. Ο λόγος; Ήταν αληθινοί! Δεν ήταν μια χούφτα λευκοί τύποι που προσποιούνταν απλά και μόνο για να κάνουν παρέα με τους χιπ-χόπερς.[λόγια του φίλου και πρώην συνεργάτη DMC].
Η έκθεση τους στη δημόσια καλλιτεχνική σφαίρα, όπως την αναμενόμενο, είχε και δυσκολίες και απόρριψη. Το 1985, ο μάνατζερ τους, ο Russell Simmons, τους εξασφαλίζει θέση στην περιοδεία της Madonna. Η τριάδα ετοιμάζεται για επαφή με το κοινό σε μεγάλη κλίμακα. Το κοινό, όμως, δεν είναι, ακόμη, δικό τους. Έτσι, τα ουρλιαχτά τους και το πιάσιμο του καβάλου σοκάρουν, τρομοκρατούν, του θαυμαστές της «Βασίλισσας της ποπ». Σχεδόν όλοι τους σιχαίνονταν εκείνη τη στιγμή. Αυτό, ωστόσο, αρκούσε για να φτιάξουν τη δική τους βάση ακροατών. Αν το 95% στις συναυλίες της Madonna τους αποστρεφόταν, το υπόλοιπο τους άκουγε. Την ίδια περίοδο είναι στο στούντιο και ηχογραφούν. Όταν θα τελειώσει η διαδικασία θα παραδώσουν στο κοινό ένα σπουδαίο άλμπουμ, το «Licensed to Ill» (1986). Ασταμάτητο. «Φώναζε» ότι εδώ θα ακούσετε-βρείτε πολλή μπίρα, πολλά κορίτσια και πολλές βρισιές (sic). Η παραγωγή του Ρούμπιν έδωσε καλειδοσκοπικά, γεμάτα τριγμούς, μοτίβα και το LP πούλησε πολύ γρήγορα τέσσερα εκατομμύρια αντίτυπα. Το γκρουπ βρισκόταν στο μεταίχμιο εξυπνάδας-βλακείας! Η εφημερίδα «Village Voice» έγραψε για το «Licensed to Ill» πως τρεις κόπανοι έφτιαξαν ένα αριστούργημα! Σε αυτό το άλμπουμ υπάρχουν κομμάτια που αγαπήθηκαν τρελά. Με το «(You Gotta) fight for your Right (to party)» η κατάσταση ξέφυγε για τα καλά. Μια λέξη μπορούσε να περιγράψει τα σόου που έδιναν τότε: πανδαιμόνιο! Η τριάδα ζούσε και δρούσε σε τρελούς ρυθμούς. Αναπόφευκτα ήρθε η κούραση και η ρήξη. Το διάλειμμα ήταν αναγκαίο. Η ανασύνταξη και επιστροφή στη δημιουργία έγινε στο Λος Άντζελες και το 1989 έδωσαν στη μουσική βιομηχανία το ασύγκριτο «Paul’s Boutique». Στίχοι πυκνοί και εύθυμοι, ενώ η μουσική ένα περίτεχνο ψηφιδωτό ρυθμών και δειγμάτων (samples). Το κοινό, παρ’ όλα αυτά, δεν ανταποκρίθηκε. Η αμεσότητα και η απλότητα του προηγούμενου άλμπουμ, έστρεψε αλλού την προσοχή του κόσμου. Αυτό, όμως, βγήκε σε καλό για τους Beasties! Περιόρισαν τις προσδοκίες τους, όσον αφορά την απήχηση, και επικεντρώθηκαν στην ποιότητα της δουλειάς τους. Μετακόμισαν σε δικό τους στούντιο στο Λος Άντζελες και δούλεψαν με τον τρόπο που ήξεραν. Έτσι, το 1992 ήρθε το LP «Check Your Head». Το μίγμα πανκ, φανκ, ραπ κέρδισε τους ακροατές. Η παρέα από τη Νέα Υόρκη έμεινε πιστή στην πορεία της και δεν ξέφυγε ποτέ απ’ αυτήν. Κι αν το εκτόπισμά τους μεγάλωνε -ενσάρκωσαν μια ευαισθησία που ένωσε τους κόσμους της χιπ-χοπ, του σκέιτμπορντ, της πολιτικής ανησυχίας και της αστικής κομψότητας- αυτοί έμεναν πιστοί σε αυτό που αγαπούσαν.
Το 1994, λοιπόν, θα παραδώσουν το «Ill Communication» και θα βρεθούν στην κορυφή των προτιμήσεων. Σε αυτή τη δουλειά ξεχωρίζει το καταιγιστικό κομμάτι «Sabotage». Τέσσερα χρόνια μετά έρχεται το «Hello Nasty». Δίσκος πλούσιος σε ήχους και μελωδίες, υψηλών ταχυτήτων και ηλεκτρονικών, άγριων, κυμάτων. Εδώ συναντάμε το «Intergalactic», η μεγαλύτερη επιτυχία τους μετά το «Fight for Your Right». Ο 21ος αιώνας θα τους βρεις πιο ήρεμους και περισσότερο εκλεκτικούς. Το 2004 παραδίδουν το «To The 5 Boroughs», δίσκος-επιστροφή σε αυτό που τους ενέπνευσε. Το 2007 επικεντρώνονται στο ορχηστρικό κομμάτι και φτιάχνουν το «The Mix-Up», ενώ το 2011 κυκλοφορούν το «Hot Sauce Committee Part 2». Τον επόμενο χρόνο, 2012, ο Adam Yauch πεθαίνει από καρκίνο. Η συνέχεια είναι αδύνατη πια. Το έργο, η κληρονομιά, των Beasties μένει άφθαρτο και αξιοθαύμαστο.

image

H επιρροή τους

Η σκούφια των Beastie Boys πρέπει να αποτελέσει προϊόν μελέτης. Ένα τσούρμο λευκοί, Εβραίοι, μεγαλωμένοι στο Μπρούκλιν, οι οποίοι ασχολήθηκαν και εκτόξευσαν κάτι που (θα) έμοιαζε απίστευτο να συμβεί.
Ασχολήθηκαν με μία κουλτούρα, η οποία σε μία άλλη εποχή, αν δεν είχαν τόσο πείσμα, θα τους απέρριπτε.
Δεν θα ήταν υπερβολή να τους χαρακτηρίσουμε ως πρωτοπόρους. Ένα συγκρότημα που άλλαξε μία ολόκληρη κουλτούρα σε μία δύσκολη εποχή, τις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του '80.
Κατάφεραν να κάνουν τη ραπ (και το χιπ χοπ) ως μία τρόπον τινά αποδεκτή κουλτούρα. Και δεν ανήκαν στο χώρο της Αφροαμερικάνης κοινότητας. Ίσως το τελευταίο να είναι και ο λόγος.
Τα δικά τους τραγούδια έγιναν εμπορικά και άνοιξαν το δρόμο για τους επόμενους. Μολονότι η μουσική προϋπήρχε, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και (περισσότερο) στη «Μέκκα» της Νέας Υόρκης.
Οι Beastie Boys ξεκίνησαν για να κάνουν πλάκα. Ο χαρακτηρισμός ως «smart ass punks», δηλαδή «εξυπνάκηδες» και «αλήτες» ήταν τόσο εύστοχος, όχι μόνο επειδή στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής τους ήταν ένα πανκ συγκρότημα.
Όταν ο Adam Yauch (προφέρεται Γιάουκ, για όποιον έχει την απορία) ασπάστηκε τον Βουδισμό, επιχείρησε να αλλάξει πολλά πράγματα.
Αυτό έφερε κοινωνική ενσυναίσθηση στην μπάντα, η οποία επιχείρησε να πετάξει από πάνω τις... αμαρτίες του παρελθόντος.
Κάποτε, ανάμεσα στα ακούσματα από κουδούνες, οι Beastie Boys φώναζαν «Hey Ladies», φορώντας μονόχρωμα και έντονα κοστούμια.
Στο Sure Shot, του εμβληματικού «Ill Communication», ο Yauch λέει: «I want to say a little something that’s long overdue/the disrespect to women has got to be through/to all the mothers and sisters and wives and friends/I want to offer my love and respect to the end».
Σε μία ελεύθερη μετάφραση, δίχως ρίμες, οι στίχοι λένε: «Θέλω να πω κάτι μικρό που έχει καθυστερήσει αρκετά, η ασέβεια προς τις γυναίκες πρέπει να σταματήσει, προς όλες τις μητέρες, τις αδερφές και τις συζύγους, θέλω να προσφέρω την αγάπη και το σεβασμό μου μέχρι το τέλος».
Έπειτα από την παρέμβαση του Yauch, οι Beastie Boys άλλαξαν.
Θαρρείς πως τα παιδιά, στον τίτλο του συγκροτήματος, έγιναν άνδρες. Και άρχισαν να προσφέρουν σε φιλανθρωπίες, αλλά και στη στήριξη του πολιτικού ακτιβιστή και δημοσιογράφου, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε θάνατο, Μούμια Αμπου-Τζαμάλ.

image

Γιατί μας αρέσουν; Γιατί άλλαξαν, παραμένοντας οι ίδιοι!

Δίχως υπερβολή, οι Beastie Boys είναι αυτό που ονομάζουμε OG! Originals. Αυθεντικοί. Και πρωτοπόροι. Από τη στιγμή που άφησαν στην άκρη την punk rock μουσική, δίχως να την απαρνηθούν ολοκληρωτικά, αφού πρόσθεσαν όργανα στη μουσική τους, δεν άλλαξαν ποτέ. Και στην ουσία, δεν ήταν ποτέ οι ίδιοι.
Τα samples που έχουν χρησιμοποιήσει είναι τόσο πρωτοποριακά, όσο και μοναδικά. Και κάθε άλμπουμ, έχει διαφορετικά ακούσματα από το επόμενο.
Και κάτι ακόμα, γύρω από το όνομά τους δημιούργησαν ένα κλίμα χαβαλέ. Τρόπον τινά έκαναν την πλάκα τους και αυτό το διατήρησαν μέχρι το τέλος. Κάνοντας μόνο μουσική και επικά βίντεο κλιπ, δίχως κινήσεις εντυπωσιασμού, δίχως να κραδαίνουν όπλα και δίχως να απειλούν κανέναν.
Και ακόμα και τα λάθη που έκαναν, λόγω ανωριμότητας ή απειρίας, είχαν τη δύναμη για να τα παραδεχτούν και να ζητήσουν συγνώμη.
Όταν πλέον αποφάσισαν να προσθέσουν και όργανα στη μουσική τους, πέρα από τα sample, είναι τότε που απέκτησαν μία δεύτερη ταυτότητα. Το μπάσο του MCA που ανοίγει το θρυλικό «Sabotage» μοιάζει αξεπέραστο. Και αν ακούτε ή ακούγατε Beastie Boys θα είναι αδύνατο να το βγάλετε από το μυαλό σας.
Τα βίντεο κλιπ τους έκλεβαν πάντα την παράσταση. Και το τραγούδι, πολλές φορές, περνούσε στα... ψιλά. Από την πρώτη στιγμή, εκείνη του «Fight for your right to party», το τραγούδι που τελικά μίσησαν, όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες μπάντες και τις επιτυχίες τους, μέχρι το «Sabotage» και το «Body Movin'» και το «Intergalactic», όπου οι Boys έμοιαζαν να απολαμβάνουν τους ρόλους τους με το παραπάνω. Και τη μουσική του ακόμα περισσότερο.
Και για όποιον δεν το έχει ακούσει ή θέλει να το ακούσει ξανά, η... ψυχή των Beastie Boys είναι το άλμπουμ «The Mix-up» του 2007. Μόνο μουσική, χωρίς στίχους.
Η διάθεση του Yauch να... παίξει με το κοινό ήταν τόσο τεράστια, ώστε χρειάστηκε να δημιουργήσει την περσόνα του (θείου του) Nathaniel Hornblower. Εμφανίστηκε σε video clip, παρέλαβε ένα βραβείο εκ μέρους του Yauch. Για όσους γνωρίζουν τον θρυλικό κωμικό Andy Kaufman (σ.σ.: Η ταινία Man on the Moon, με πρωταγωνιστή τον Jim Carrey, μιλάει γι' αυτόν), είχε πράξει κάτι ανάλογο, με την περσόνα του Τόνι Κλίφτον. Ενός φωνακλά, αθυρόστομου χαρακτήρα που δεν είχε καμία σχέση με τον Kaufman. Όπως ακριβώς και ο Hornblower.

image

Τα καλύτερά τους τραγούδια

«Get It Together»
Οι Beasties σπάνια συνεργάζονταν με άλλους ράπερ. Εδώ, η συνύπαρξη με τον Q-Tip ήταν ουσιαστική και στο ύφος του γκρουπ. Τα δύο μέρη ανταλλάσσουν στίχους με άνεση. Την παράσταση, όμως, κλέβει ο Ad-Rock με το γελάκι του στο σημείο του ρομποτικού Τζέιμς Μπράουν sample.

«Shake Υour Rump»
Το ακούς και λες αυτό μπορεί να φτιαχτεί από διάφορα δείγματα άλλων κομματιών. Δεν μένεις, όμως, σε αυτό. Σε αυτό το τραγούδι φαίνεται η ικανότητα των τριών να «φτύνουν» διασκεδαστικές, χαζές (sic) ρίμες.

«Sure Shot»
Μουσικά δεν είναι το κορυφαίο τους. Παρ’ όλα αυτά, στιχουργικά έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ακούμε κάτι που ακουμπά τη φιλοσοφική διάσταση και τη συγγνώμη της μπάντας για απρεπείς στίχους εναντίον γυναικών στο παρελθόν.

«Brass Monkey»
Σε αυτό το κομμάτι συνοψίζουν την ατμόσφαιρα του «Licensed to Ill». Το μπιτ είναι ακαταμάχητα ωμό και το ρεφρέν πανέξυπνο και ελκυστικό.

«Intergalactic»
Το 1998 θα δώσουν αυτή την κομματάρα! Επιστρέφουν στις μεγάλες επιτυχίες, αλλά το πιο σημαντικό είναι η αλλαγή στο ύφος. Οι γνωστοί ρυθμοί, στίχοι, ενώνονται με την ηλεκτρονική, φουτουριστική, ρετρό, προσέγγιση.

«No Sleep Till Brooklyn»
Εντάξει, είναι ένα από τραγούδια-υπογραφή των Beasties. Μολαταύτα, δεν έγινε αμέσως επιτυχία. Τα πάντα σε αυτό το κομμάτι είναι όπως τα θέλει ο ακροατής της χιπ-χοπ.

«(You Cotta) Fight For Your Right (to Party)»
Κλασικό, διαχρονικό, τραγούδι-είδωλο που έμεινε για χρόνια στο προφίλ του γκρουπ. Μάλιστα, οι Beasties προσπάθησαν πολύ για να πείσουν ότι δεν ήταν τύποι που τους άρεσε μόνο να κάνουν πάρτι. Ενοχλητικές ρίμες και μέταλ συγχορδίες, τι άλλο να θέλετε;

«So What’cha Want»
Η τριάδα πάντα ήξερε να προσαρμόζεται και να φτιάχνει αυθεντικά καλλιτεχνήματα. Εδώ ο ήχος είναι λίγο πιο σκοτεινός, πιο βαρύς και ακολουθεί άνετα τα μουσικά ρεύμα των αρχών των 90’s. Ήτοι, γκραντζ, indie ροκ, και πιο σκληρό χιπ-χοπ.

«Paul Revere»
Τα τρία λευκά αγόρια μιλούν για την καλλιτεχνική τους καταγωγή. Ξεχωριστό κομμάτι, επιτομή του αρχικού τους ύφους. Αργότερα ζήτησαν συγγνώμη για τα βίαια και μισογυνικά λόγια.

«Sabotage»
Ό,τι και να γράψεις είναι λίγο. Η ένωση χιπ-χοπ με την πανκ-ροκ αισθητική ήταν άψογη. Οι τσιριχτές φωνές και τα οργανικά μέρη έδωσαν επιθετικό ύφος και funky διάθεση. Το ακούς ξανά και ξανά και ξανά… Α, και το βίντεο κλιπ είναι αριστούργημα.

image

Δεν θα υπάρξουν νέοι Beastie Boys!

Φυσικά και δεν θα ξαναβγεί τέτοιο χιπ-χοπ συγκρότημα. Είναι δυνατόν; Κανείς δεν μπορεί να αντιγράψει τους Beasties! Πριν μπούμε σε αδιαπραγμάτευτες αναλύσεις και ιδιαίτερες, αδιάψευστες, επισημάνσεις, ας μείνουμε λίγο ακόμη στην επιφάνεια της κατηγορηματικής άρνησης μας. Σαρώστε το Youtube, το Spotify, το tik-tok και όποια άλλη πλατφόρμα θέλετε, κι αν βρείτε κάτι αντίστοιχο με τους Beastie Boys στείλε το αμέσως να το ακούσουμε! Σε αυτό το γκρουπ δεν θα βρείτε hit, σουξέ, με τη φτηνή, «πλαστική», έννοια. Ακόμη και τα πιο γνωστά τους κομμάτια δεν μπορούν να «χωνευτούν» από τη σημερινή επικρατούσα τάση. Ποιοι λευκοί τύποι σήμερα, ως ομάδα, επικοινωνούν με το παγκόσμιο χιπ-χοπ ακροατήριο; Αυτοί εδώ -ως συγκρότημα- το πήγαν σε άλλο επίπεδο. Και κρατήστε αυτό: μεταμόρφωσαν και διεύρυναν τα όρια του είδους όσο κανείς. Άρα, πριν απ’ αυτούς τίποτα, μετά αυτοί και τώρα… πάλι αυτοί! Και κάτι ακόμη. Πότε άλλοτε η χιπ-χοπ φόρεσε κοστούμι και γραβάτα; Εντάξει, αφήστε το.
Πάμε και στα… ενδότερα. Το μεγαλείο των Beasties, εκφραστικά, υφολογικά, οπτικά, οφείλεται στην εμφάνιση τους και όσα έλεγε και λέει αυτή. Τι εννοούμε; Τρεις «συνηθισμένοι» λευκοί άνδρες τα έριχναν πειστικά και εμφατικά. Η κουλτούρα-κοινότητα της χιπ-χοπ τους αποδέχτηκε και τους έκανε ισότιμα μέλη με αυτά της αφροαμερικανικής. Αυτό που έδιναν -και δίνουν- το γούσταρε το κοινό χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Αυτό συνέβαινε σε μια εποχή που φαινόταν αδιανόητο να χωρέσουν μη αφροαμερικανοί στο παιχνίδι. Μέχρι σήμερα -σε επίπεδο γκρουπ- δεν έχουμε δει κάτι ανάλογο. Οι Beastie Boys έβγαζαν δίσκους που τους άκουγες ό,τι και να γίνει. Γιατί; Διότι ο πειραματισμός και η εξέλιξη δεν σταματούσαν ποτέ. Και για τα live τους δεν υπάρχουν λόγια. Ενώ οι περισσότεροι έμεναν στο νοσταλγικό κομμάτι του σόου, αυτοί ξεσήκωναν και διασκέδαζαν το κοινό λες και ήταν η πρώτη φορά! Ρόκαραν, κρατούσαν τη φάση αληθινή και γεμάτη ένταση ως το τέλος. Και φτάνουμε στον πυρήνα της δημιουργίας, σε αυτό που καθόρισε την αξία και τη φυσιογνωμία τους. Οι Beastie Boys ανέδειξαν και επέβαλλαν στο έργο τους τη λανθάνουσα κατάσταση που υπήρχε στο μουσικό κομμάτι (ραπ) της χιπ-χοπ! Αυτό μπορείτε να το πείτε αβάν-γκαρντ προσέγγιση, καινοτομία, πρωτοπορία ή πολύ απλά αληθινά διαφορετικό. Αν ακούσετε (και πρέπει) τα LP «Paul’s Boutique», «Ill Communication», «The Mix-Up» (εδώ έχει σημασία και το εξώφυλλο) θα καταλάβετε. Το χαοτικό, χαλαρό, κολλάζ τζαζ, γκραντζ, πανκ τους έκανε αμίμητους. Αυτή η σύνθεση των διαφορετικών ειδών, μελωδιών, φράσεων, ήχων, τους καθιστά αξεπέραστους και αληθινά μοναδικούς.

Πηγές
-«Reader’s Poll: The Best Beastie Boys Songs of All Time» [rollingstone.com]

-«Beastie Boys’ legacy: Making hip-hop ours» [972mag.com]

-«Rock&Roll Hall Of Fame. Beastie Boys» [rockhall.com]

@Photo credits: imdb, facebook