Κάρλες Πουγιόλ: Ποδόσφαιρο ψυχής
Η βαθιά μπαλιά γίνεται, ο Μπονάνο χάνει την έξοδο και ο Ομπιόρα φεύγει μόνος του. Κατευθύνεται γρήγορα προς την ανυπεράσπιστη εστία, όσο το Camp Nou κρατάει την ανάσα του, όσο χιλιάδες μυαλά έχουν προεξοφλήσει πως η ομάδα τους θα δεχθεί το γκολ, όσο χιλιάδες χείλη ετοιμάζονται να αναστενάξουν ή να απασφαλίσουν ωρυόμενα για το τραγικό λάθος, όσο χιλιάδες βλέμματα κοιτούν καρφωμένα, χαμένα στην κρίσιμη στιγμή.
Εκείνος δεν στέκεται αποσβολωμένος. Είναι πιο μπροστά, όπως πάντα, ένα βήμα παραπέρα. Έχει προνοήσει, σπριντάρει προς τα πίσω. Πότε τα παράτησε για να το κάνει τώρα; Στέκεται μπροστά από τον Νιγηριανό μέσο της Λοκομοτίβ. Γίνεται η τελευταία σπιθαμή ανάμεσα στο «μηδέν» και το γκολ. Περήφανα, δίνοντας την αίσθηση πως θα κάνει τα πάντα για να αποσοβήσει τον κίνδυνο. Και στιγμές μετά, τα κάνει.
Η μπάλα φεύγει από το πόδι του Ομπιόρα, ο Πουγιόλ εκτινάσσεται σαν ακρωτηριασμένος τερματοφύλακας και τη σταματά με το στήθος. Εκεί ακριβώς που βρίσκεται το σήμα της Μπαρτσελόνα στην μπλαουγκράνα φανέλα, πάνω στην καρδιά του. Για ένα δευτερόλεπτο, είναι τα πάντα εκεί, στην ίδια ευθεία, σε απόλυτη σύνδεση. Όλα όσα χρόνια μετά σκέφτεται κανείς, όταν ακούει το όνομά του. Κάρλες Πουγιόλ. μπάλα, Μπαρτσελόνα, ψυχή. Η τέλεια ευθυγράμμιση κάθε στοιχείου του «είναι» του, σε μια από τις σπουδαιότερες φάσεις της καριέρας του. Μια εικόνα που σχεδόν μαρτυρά τα πάντα για εκείνον.
Άλλωστε, το δικό του παιχνίδι, το δικό του ποδόσφαιρο, δεν είχε ποτέ να κάνει με την επιδεξιότητα των ποδιών του. Είχε να κάνει με το μυαλό του, τη νοοτροπία του, μα κυρίως με την ψυχή του. Στο δικό του ποδόσφαιρο ο Κάρλες Πουγιόλ, που σήμερα (13/04) γίνεται 45 ετών, «κλωτσούσε» με την ψυχή.
Η Masia και το Clasico της πρώτης αναγνώρισης
Εκείνος ανέκαθεν αγαπούσε το ποδόσφαιρο αλλά τα πόδια του δεν έκαναν ποτέ τα μαγικά που ήλπιζε πως θα μπορούσαν να κάνουν. Κάπως έτσι η περιπλάνησή του ανάμεσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου ξεκίνησε κάτω από τα δοκάρια, με τα γάντια στα χέρια. Ένας τραυματισμός ωστόσο, τον ανάγκασε να μετακομίσει στην άλλη άκρη της ομάδας και να μετατραπεί σε επιθετικό.
Ήταν από εκείνα τα παιδιά που στην περίφημη Masia μπήκαν αργά, εκείνος τα κατάφερε στην τρίτη και τελευταία του ευκαιρία, όταν ήταν 16 χρονών και ακολουθώντας πλήρως τη συμβουλή του πατέρα του. Στην Πόμπλα ντε Σεγκούρ, την περιοχή όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η Μπαρτσελόνα είναι πράγματι κάτι παραπάνω από ομάδα, κάτι που προσιδιάζει στη θρησκεία. Και το να μπορέσει να παίξει ένα παιδί για εκείνη ήταν κάτι ιερό. Ο πατέρας του τού είπε να μη γυρίσει σπίτι αν δεν έχει αφήσει στο προπονητικό της Μπάρτσα όλο του το «είναι» κι εκείνος το έκανε πείθοντας, έστω και αργά, τους Μπλαουγκράνα να πιστέψουν σε εκείνον.
Εκεί γύρισε πιο πίσω, έγινε αμυντικός μέσος και στη συνέχεια, πριν καταλήξει στα στόπερ, δεξί μπακ και άρχισε να δουλεύει πιο σκληρά από ποτέ, να εξελίσσεται. Όσο μεγάλωνε όμως, η δίοδος προς την πρώτη ομάδα δεν φάνταζε εύκολη. Η Μάλαγα στα 20 του επιχείρησε να τον «κλέψει» από τη Masia, υποσχόμενη σταθερό χρόνο συμμετοχής, αλλά στο δικό του κεφάλι υπήρχε μόνο η σκληρή δουλειά και η Μπαρτσελόνα. Ο Λουίς Φαν Χάαλ τον επιβράβευσε, τον προστάτευσε ακόμα και από την κριτική και το 1999 του χάρισε το ντεμπούτο του.
Αν κάποιος δεν πείστηκε στην αρχή, έναν χρόνο μετά σίγουρα τον χειροκροτούσε. Στην πρώτη στιγμή αναγνώρισης εκείνου του τύπου με το σγουρό μαλλί, στην πρώτη στιγμή καθιέρωσης.
Το Camp Nou «έβραζε», ετοιμαζόταν να φιλοξενήσει ένα από τα πιο τεταμένα Clasico της ιστορίας, ο... Ιούδας επέστρεφε στη Βαρκελώνη. Η Ρεάλ Μαδρίτης του μισητού για τους Μπλαουγκράνα Λουίς Φίγκο ταξίδευε στη Βαρκελώνη και η εντολή του Φαν Χάαλ στον 22χρονο Πουγιόλ ήταν σαφής: «Σβήσε τον Φίγκο».
Και αυτό έκανε. Με λυσσασμένο man to man μαρκάρισμα σε κάθε μήκος και πλάτος του γηπέδου, με δυνατά τάκλιν και κλεψίματα. Ο Πορτογάλος δεν βοήθησε τους Μπλάνκος και ο Πουγιόλ έπεισε τους πάντες πως μπορεί να μην είναι φανταχτερός, αλλά είναι εντυπωσιακός.
Χρυσός αρχηγός
Ίσως ήταν μοιραίο. Τόσο για την Μπαρτσελόνα όσο και για τον ίδιο το να βρεθεί στο Camp Nou εκείνη την εποχή. Μια εποχή μεταβατική για τον σύλλογο ο οποίος στεκόταν ανάμεσα στο λαμπερό παρελθόν της θητείας του Γιόχαν Κρόιφ στον πάγκο του και στην πρόκληση του «αύριο». Η Ρεάλ Μαδρίτης των Galacticos κυριαρχούσε σε Ισπανία και Ευρώπη, κάνοντας ακόμα μια επιτακτική την ανάγκη των Μπλαουγκράνα να βρουν τα πατήματά τους.
Και σε αυτή τη διαδικασία, ο Πουγιόλ ήταν εκεί. Πυλώνας, μια σταθερά, μια γέφυρα που εξασφάλιζε την ομαλή συνέχεια, τη μεταφορά και την παρουσία των αξιών που διδάχθηκε στη Masia στο «τώρα». Σημαντικές μονάδες, όπως ο Φίγκο, ο Ριβάλντο, ο Γκουαρδιόλα και ο Ενρίκε είχαν αποχωρήσει, αφήνοντας στους νέους την υποχρέωση να κουβαλήσουν εκείνοι την Μπάρτσα σε μια νέα εποχή. Και αυτό ακριβώς έκανε ο Κάρλες. Από τον τελευταίο μάλιστα, το 2004 κληρονόμησε και το χαρακτηριστικό κίτρινο και κόκκινο ριγέ περιβραχιόνιο, αυτό που φόρεσε με περισσότερη υπερηφάνεια από τον καθένα για χρόνια.
Η πορεία δεν ήταν εύκολη, ειδικά στην αρχή. Στα πρώτα του έξι έτη στην ομάδα δεν κατάφερε να πανηγυρίσει ούτε έναν τίτλο. Μα αυτή η ξηρασία προετοίμαζε με κάποιον μοιραίο τρόπο την πιο σπουδαία εποχή της Μπάρτσα. Για αρχή, το 2005, σήκωσε το πρώτο από τα έξι πρωταθλήματά του. Μετά ήρθε το Παρίσι, η Ρώμη, το Λονδίνο, τα αστραφτερά Champions League σε αυτούς τους σπουδαίους τελικούς, και ανάμεσά τους πόσα ακόμα Κύπελλα και διακρίσεις.
Το κοντέρ με την Μπαρτσελόνα σταμάτησε στους 21 τίτλους. Τα πήρε όλα. Με την εθνική το ίδιο. Κωλώνα στο Euro του 2008, στο Μουντιάλ του 2010. Μα όσα πέτυχε στη Βαρκελώνη είχαν μια ξεχωριστή νότα. Εξαιτίας της αφετηρίας και εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο έφτασε σε αυτά. Ως εμβληματικός αρχηγός, ως Guerrero πρώτης γραμμής, μαχητής δηλαδή, πάντα εκεί για την ομάδα και τους συμπαίκτες του. Μια χρυσή λεπτομέρεια στην πιο χρυσή εποχή του συλλόγου. Ένας χρυσός Capitá.
Κάτι παραπάνω από ποδοσφαιριστής
«Ποτέ δεν είχε την τεχνική του Ρομάριο, την ταχύτητα του Όφερμααρς ή τη δύναμη του Κλάιφερτ. Πάντα όμως δούλευα σκληρότερα από όλους. Ήμουν σαν εκείνον τον μαθητή που δεν είναι έξυπνος αλλά μελετάει για τις εξετάσεις και στο τέλος τα πηγαίνει εντάξει».
Ένα μικρό… tutorial της επιτυχίας του μέσα από τα δικά του χείλη, αν και το «εντάξει» σε καμιά περίπτωση δεν περικλείει τη σπουδαιότητα της καριέρας του. Μιας καριέρας που λίγοι θυμούνται αμιγώς ποδοσφαιρικά. Γιατί ακριβώς όπως η Μπαρτσελόνα αρέσκεται να λέει για τον εαυτό της πως είναι κάτι παραπάνω από ένας σύλλογος, έτσι και ο Πουγιόλ ανέκαθεν ήταν κάτι παραπάνω από ποδοσφαιριστής. Ήταν μια φλόγα πάθους στη βάση της άμυνας, μια κραυγή αυτοθυσίας, έλλειψης φόβου λίγο πριν το σκληρότερο μα πάντα στα όρια του fair play τάκλιν και μια νότα μάχης, άρνησης παράδοσης.
«Ήταν κάποιος που ακόμα κι αν κέρδιζες με 3-0 και απέμεναν μερικά δευτερόλεπτα στο παιχνίδι θα σου ούρλιαζε αν καταλάβαινε πως δεν είσαι συγκεντρωμένος», θα πει κάποτε ο Πικέ. Ενώ ένας άλλος ανώνυμος συμπαίκτης μια φορά εξομολογήθηκε στον Guardian πως: «Είναι ένα κακό σπυρί στα οπίσθια, αλλά συχνά ακριβώς αυτό χρειαζόμαστε».
Πράγματι, κανείς δεν ισχυρίστηκε πως είναι ο πιο εύκολος άνθρωπος του πλανήτη. Πάντα έδειχνε σκληρός, οριακά ψυχρός. Σχεδόν απαραίτητα, αφού το περιβραχιόνιο των Μπλαουγκράνα, την περίοδο που εκείνος το τίμησε, ήταν πιο βαρύ από ποτέ. Αλλά και το δικό του μπράτσο το πιο κατάλληλο για να το σηκώσει, να κάνει την πίεση που του μετέδιδε ορμή, δύναμη, δίψα για νίκη.
Ακριβώς επειδή δεν επρόκειτο για το μπράτσο ενός απλού ποδοσφαιριστή, αλλά ενός τέρατος νοοτροπίας. Ακριβώς επειδή επρόκειτο για το μπράτσο του Κάρλες Πουγιόλ, του πιο πιστού μαχητή της Βαρκελώνης. Εκείνου του τύπου με το σγουρό μαλλί που σε κάθε του ενέργεια σε έκανε να πιστεύεις ότι η μπάλα, το δικό του ποδόσφαιρο, δεν γεννάται από τα πόδια του, παρά αναβλύζει από την ψυχή του.