Κουαλιαρέλα: Η μεγαλύτερη νίκη του ήρθε κόντρα στον δικό του «μεταμφιεσμένο διάβολο»
«Στεκόταν εκεί ανάμεσα στο μακελειό, αίμα στα χέρια του και κλεμμένα κοσμήματα στην τσέπη του και με μια έκφραση τραυματισμένης αθωότητας δήλωνε: "Εγώ; Τι έκανα;" Και ήταν πιστευτό μέχρι που κοίταξες προσεκτικά αυτά τα αναιδή, χαμογελαστά μάτια και είδες, βαθιά μέσα τους, τους δαίμονες».
Με λίγες λέξεις ο Τέρι Πράτσετ χτίζει τη δική του αναλογία, δίνοντας όσες πληροφορίες χρειάζεται να ξέρει κανείς για τον «κακό» της νουβέλας του, «Night Watch». Και ποιος ξέρει; Αν ο Φάμπιο Κουαλιαρέλα τύχαινε ποτέ να ξεφυλλίσει τις σελίδες αυτές, ίσως να έβρισκε την έξοδο του μεγαλύτερου λαβυρίνθου στον οποίο μπλέχτηκε ποτέ. Ίσως να κατάφερνε να εξιχνιάσει γρηγορότερα το πιο βασανιστικό μυστήριο της ζωής του, να ανακαλύψει τον δικό του «κακό», να διακρίνει κι εκείνος τους «δαίμονες πίσω από τα χαμογελαστά μάτια».
Την έκφραση «Devil in disguise» χρησιμοποιούν στην Αγγλία, θέλοντας να περιγράψουν έναν «μεταμφιεσμένο διάβολο». Ο Κουαλιαρέλα για χρόνια έζησε εγκλωβισμένος στη φυλακή που ένας τέτοιος, ο δικός του ανατριχιαστικός διώκτης, έχτισε για εκείνον, χωμένος σε μια απάτη που θύμιζε ψυχολογικό θρίλερ. Είδε το όνειρό του να διαλύεται, θεωρήθηκε προδότης από τον λαό που αγάπησε πιο πολύ, ισορρόπησε στον γκρεμό.
Και για κάποιον σαν τον Φάμπιο, κάποιον που βυθίστηκε στο μίσος, η δικαίωση, η πλημμύρα της αγάπης που τελικά έγραψε τον επίλογο μιας καριέρας που, όπως όλα δείχνουν κλείνει, και για καιρό στο παρασκήνιο πήρε την τροπή μιας ταινίας τρόμου δεν θα μπορούσε να έχει πιο γλυκιά γεύση από αυτή της λύτρωσης.
Το όνειρο
Όπως κάθε παιδί που γεννήθηκε στη σκιά του Βεζούβιου, στη Νάπολη, τα όνειρα του νεαρού Φάμπιο ήταν ανέκαθεν συγκεκριμένα. Συνήθιζε να μιμείται τον Ντιέγκο Μαραντόνα, να φαντάζεται τον εαυτό του να παίζει στο «Σαν Πάολο» και να ματώνει, να σκοράρει με την γαλάζια φανέλα.
Και μπόρεσε να γίνει η εξαίρεση, ένα από τα ελάχιστα πιτσιρίκια της εποχής του που πράγματι θα ζούσε την αποθέωση του γηπέδου των αγαπημένων του Παρτενοπέι. Μπορεί να μην τα κατάφερε αμέσως, να χρειάστηκε να κάνει τις παρακάμψεις του και να περάσει από τη Σαμπντόρια, τη Τορίνο και την Ουντινέζε, όμως ο Κουαλιαρέλα βρέθηκε τελικά στην πόλη του, έγινε μέλος της αγαπημένης του ομάδας. Και για να γίνει αυτό, ο Αουρέλιο Ντε Λαουρέντις χρειάστηκε το 2009 να ξοδέψει 18.000.000 ευρώ, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο.
Μα τα... μηδενικά έχαναν τη σημασία τους μπροστά στην αμοιβαία σχέση αγάπης ανάμεσα στον τότε 26χρονο και τον κόσμο της ομάδας. Εκείνος θα κάνει πραγματικότητα τις φαντασιώσεις του, θα σκοράρει 11 γκολ στην πρώτη του χρονιά και θα ακούσει το όνομά του να γίνεται σύνθημα στα χείλη των παθιασμένων Παρτενοπέι. Κάθε τέρμα έρχεται και με ένα φιλί στο μεγάλο μπλε «Ν» που κουβαλά στο στήθος του, οι κερκίδες σείονται περήφανα για πάρτη του, για το παιδί της πόλης που είναι πλέον παιδί της ομάδας. Μόνο που ο έρωτας θα μπλoκαριστεί από απρόσμενα τείχη.
Ξεκινά να αργεί στις προπονήσεις, να μην έχει την ίδια διάθεση, καλή ψυχολογία, να «τρώγεται» από την ένταση που βράζει μέσα του. Μέσα του. Εκεί κρατά τα πάντα. Δεν μιλά ακόμα κι όταν τον προσέγγιζει με πατρική αγάπη ο Ντε Λαουρέντις. Το τέλος αναπόφευκτο. Έναν χρόνο μετά την ονειρεμένη του μεταγραφή, ο Κουαλιαρέλα αποχωρεί από τη Νάπολι, η οποία τον πουλά στην πιο μισητή αντίπαλο, τη Γιουβέντους. Το αγαπημένο παιδί της κερκίδας γίνεται «Ιούδας», βομβαρδίζεται από την αγανάκτηση των Ναπολιτάνων, κατηγορείται για τα πάντα. Αλλά η αλήθεια μένει καλά κρυμμένη.
Ο εφιάλτης
Κατά τη διάρκεια της σεζόν του 2009 το κινητό του τηλέφωνο είχε αρχίσει να δονείται επίμονα. Στην αρχή, λάμβανε ακατανόητα μηνύματα, μπλεγμένα κεφαλαία γράμματα και αριθμούς που θύμιζαν κωδικούς.
Ένας φίλος του κολλητού του, ένας αστυνομικός εν ονόματι Ραφαέλε Πίκολο, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει, «καθάρισε» το κινητό του από τους ενδεχόμενους ιούς και οι δυό τους ξεκίνησαν να έχουν μια ευχάριστη φιλική σχέση. Η κατάσταση όμως σύντομα ξέφυγε.
Στο σπίτι του Κουαλιαρέλα και των γονιών του πλέον έφταναν γράμματα με κατεβασμένες από το διαδίκτυο φωτογραφίες γυμνών κοριτσιών συνοδευόμενες με κατηγορίες περί παιδοφιλίας του 26χρονου.
Οι κατηγορίες με τον καιρό έγιναν απειλές. «Ξέρουμε που βρίσκεται ο γιος σου, θα τον πυροβολήσουμε, θα τον ξυλοκοπήσουμε μέχρι θανάτου», έγραφαν μερικά από τα μηνύματα που λάμβανε ο πατέρας του, ενώ σταδιακά έφταναν στα χέρια ή τα αυτιά τους στοιχεία πραγματικά, προσδίδοντας μια ανατριχιαστική πτυχή στην όλη ιστορία. Κατηγορούταν ως παιδόφιλος, μπλεγμένος με τα ναρκωτικά και τη μαφία. Απειλούταν πως τα πάντα θα βγουν στη δημοσιότητα.
Ο Πίκολο ερευνούσε την υπόθεση, είχε υποσχεθεί να λύσει το μυστήριο αλλά απαιτούσε από τον Φάμπιο να μη μάθει τίποτα κανείς, ούτε ο ίδιος ο Ντε Λαουρέντις. Οι φήμες που άρχισαν να ακούγονται όμως, σε συνδυασμό με την προβληματική εικόνα του έκαναν τη Νάπολι να του δείξει την πόρτα της εξόδου.
«Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Φοβόμουν πως κινδύνευα ανά πάσα στιγμή. Δεν έβγαινα, ένιωθα ότι με ακολουθούσε κόσμος. Αυτό συνέβαινε για μήνες, με έφθειρε», θυμάται ο ίδιος ο Φάμπιο.
Η απομάκρυνσή του από την πόλη που μεγάλωσε και έπαιζε φάνταζε σαν διέξοδος, όμως τα πράγματα, σε αντίθεση με τους αριθμούς τηλεφώνου του Ιταλού, δεν άλλαζαν και τα χρόνια κυλούσαν. Ο Κουαλιαρέλα προσπαθούσε να παίξει παρά τους δαίμονές τους αλλά ποτέ δεν κατάφερε να γίνει η πραγματικά καλύτερη έκδοση του εαυτού του, αρκέστηκες σε μεμονωμένες κορυφές. Ο Πίκολο, που πλέον είχε περισσότερες επαφές με τον πατέρα του Φάμπιο, ζητούσε υπομονή.
Τα μηνύματα είχαν γίνει μια επώδυνη κανονικότητα και μετά από κάποια χρόνια ο Πίκολο ανέφερε στον πατέρα του Φάμπιο πως κι εκείνος είχε λάβει παρόμοιες απειλές από τον συγκεκριμένο διώκτη. Μόνο που όταν ο Βιτόριο Κουαλιαρέλα ζήτησε να τα δει, εκείνος του είπε ότι τα είχε σβήσει. Ο μπαμπάς του υποψιάστηκε τον, μέχρι τότε υπεράνω πάσης υποψίας, Πίκολο και η... λύση του μυστηρίου ήρθε τελικά από έναν τρίτο.
Τον Τζοβάνι Μπαρίλε, έναν δικηγόρο, φίλο της οικογένειας, ο οποίος επίσης ήξερε τον Πίκολο και από λάθος άκουσε τον Κουαλιαρέλα και τον Βιτόριο να καβγαδίζουν επί του θέματος. Ρώτησε για τα μηνύματα και τις απειλές και αποκάλυψε πως και αυτός είχε βρεθεί στον ίδιο λαβύρινθο. Οι δύο τους κατέληξαν στον κοινό παρονομαστή, Ραφαέλε Πίκολο. Μετά από μεγάλη πίεση ο αστυνομικός που υποτίθεται πως βοηθούσε τον Κουλιαρέλα βρέθηκε στο στόχαστρο του και το 2017, όσο αγωνιζόταν ξανά στη Σαμπντόρια, αποδείχθηκε πως εκείνος ήταν ο διώκτης του. Ο εφιάλτης που στοίχειωνε το κεφάλι του ήταν εκεί, μέσα στη ζωή του, ανάμεσα στα πόδια του. Ένας ψυχοπαθής, ένας μεταμφιεσμένος διάβολος που δημιούργησε την κόλαση του Φάμπιο.
Κι όταν εκείνος «χάθηκε» το 2019, όταν καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αυτή η κόλαση εξαφανίστηκε μαζί του, απελευθερώνοντας τον Ιταλό.
«Αναγεννήθηκα όταν καταδικάστηκε. Τα πάντα άλλαξαν, μετά από χρόνια ένιωσα χαλαρός, απαλλαγμένος από την πίεση. Μποσούσα και πάλι να συγκεντρωθώ στο ποδόσφαιρο», δήλωσε ο Κουαλιαρέλα όταν όλα τελείωσαν.
Το «αντίο» αγάπης που του άξιζε
Τα δάκρυα αφήνουν τα μάτια και τρέχουν στο πρόσωπό του. Δεν υπάρχει δύναμη που να μπορεί να τα συγκρατήσει, τη στιγμή που αμέτρητες στιγμές περνούν από το κεφάλι του. Το ίδιο κεφάλι που για καιρό υπήρξε το στοιχειωμένο καταφύγιο όλων των αρνητικών σκέψεων στις οποίες ο Φάμπιο είχε υποβληθεί βασανιστικά από τον Πίκολο.
Όσα είπε μετά το τέλος του θρίλερ του περί αναγέννησής του αποδείχθηκαν αληθινά. Μετά το 2019 έδειξε καλύτερος από ποτέ, μόνο φέτος σκόραρε 18 γκολ στη Serie A, σε μια Σαμπντόρια που παρέπαιε. Στα 40 του.
Για χρόνια στερήθηκε της αγάπης που ίσως να άξιζε, παρεξηγήθηκε και μισήθηκε χωρίς να φταίει. Μα τουλάχιστον το «αντίο» του ήταν αυτό που του άρμοζε. Γεμάτο αγάπη και πάθος από τους φίλους των Μπλουτσερκιάτι αλλά και της Νάπολι. Οι Γενοβέζοι τον λάτρεψαν σαν σημαία και οι Παρτενοπέι τον συγχώρεσαν, του έδειξαν ξανά πως τον εκτιμούν απεριόριστα, όταν ο εφιάλτης του, όλα όσα πέρασε έγιναν γνωστά.
Περπάτησε μέσα από την κόλαση και δεν γονάτισε ποτέ, δεν σταμάτησε να προχωρά μέχρι που την ξεπέρασε και την άφησε πίσω του. Και στο τέλος λυτρώθηκε, είδε την αλήθεια και τη δικαιοσύνη να νικούν. Σκόραρε απίθανα γκολ, πήρε μοναδικά βραβεία και κέρδισε τίτλους μα ποτέ τίποτα πιο πολύτιμο από όσα έζησε προς το τέλος της καριέρας του, τίποτα πιο πολύτιμο από αυτά τα αποχαιρετιστήρια συνθήματα και κλάματα. Γιατί η μεγαλύτερη νίκη του Κουαλιαρέλα ήταν πως βρήκε την αγάπη που πάντα άξιζε πραγματικά. Η μεγαλύτερη νίκη του ήρθε κόντρα στον δικό του «μεταμφιεσμένο διάβολο».