Δουβίκας στο Gazzetta: «Σκύβεις το κεφάλι, δουλεύεις και περιμένεις...»

Δουβίκας στο Gazzetta: «Σκύβεις το κεφάλι, δουλεύεις και περιμένεις...»

Θάνος Σαρρής

Ο Τάσος Δουβίκας αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στην Eredivisie και ανοίγει την καρδιά του στο Gazzetta: Οι δυσκολίες, η σκληρή δουλειά, το ενδιαφέρον για την απόκτησή του, η μεταγραφή στην Ολλανδία και το περιβάλλον που απελευθέρωσε το αναμφισβήτητο ταλέντο του στο σκοράρισμα.

H τελευταία μέρα του Νοεμβρίου του 2005, ξημέρωσε με πένθος για την Ουτρέχτη. Ο Νταβίντ Ντι Τομάσο, ο οποίος είχε πάρει το βραβείο του ποδοσφαιριστή της χρονιάς από τους οπαδούς της “Utreg” την προηγούμενη σεζόν, έπεσε για ύπνο και δεν ξύπνησε ποτέ, προδομένος από την καρδιά του. Από τότε, για να τιμήσουν τη μνήμη του, οι οπαδοί αποφάσισαν να δώσουν το όνομά του στο βραβείο που απονέμουν κάθε χρόνο στον δικό τους MVP.

Φέτος, το βραβείο αυτό πήγε στον Τάσο Δουβίκα, σε μια κίνηση ύψιστης αναγνώρισης από την κερκίδα για τα κατορθώματά του, τα οποία έφεραν την Ουτρέχτη στα play-off για την Ευρώπη και τον ίδιο στην κορυφή του πίνακα των σκόρερ. Σημείωσε 19 γκολ, συνεχίζοντας την πορεία εξέλιξης που είχε αφετηρία τον Βόλο και συνεχίστηκε στην Ολλανδία.

Ο Δουβίκας με την Εθνική

Απόλυτα συνειδητοποιημένος, με ωριμότητα και πλάνο από τα πρώτα χρόνια που ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο, ο Δουβίκας δεν το έβαλε κάτω από τις δυσκολίες που συνάντησε. Αντιμετώπισε την αγωνιστική απραξία με έξτρα δουλειά, κράτησε τα πόδια του στο έδαφος όταν το όνομά του «έπαιζε» στα μεταγραφικά ρεπορτάζ της Ελλάδας και του εξωτερικού και με την υποστήριξη της οικογένειάς του, χάραξε στόχους που δεν ξεθώριασαν ποτέ.

Στα 23 του και παρότι ουσιαστικά συμπληρώνει φέτος τον τρίτο χρόνο πλήρους αγωνιστικής δράσης σε επίπεδο πρώτης κατηγορίας, μοιάζει απόλυτα έτοιμος για κάθε πρόκληση που θα συναντήσει μπροστά του. Οι μεταγραφικές σειρήνες ηχούν, ωστόσο προς το παρόν προέχει το φινάλε της σεζόν με την Ουτρέχτη. Και όπως καταλαβαίνει κανείς από τη συνέντευξη που παραχώρησε στο Gazzetta, ο Τάσος έχει μάθει να επικεντρώνεται κάθε φορά στον στόχο του.

Το πέρασμα από τον Παναθηναϊκό, οι δυσκολίες στην Τρίπολη, η υπόσχεση του Αχιλλέα Μπέου, η υποδοχή στην Ουτρέχτη, η μεγαλύτερη νίκη στην καριέρα του, η Εθνική και η ζωή έξω από το γήπεδο. Το στόρι της πορείας του Τάσου Δουβίκα, στο Gazzetta...

image

«Ο θείος μου είχε... μάτι!»

Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;

«Μεγάλωσα στο Άργος, όλη την παιδική μου ηλικία μέχρι και τα 18, που έπαιζα μεν στην ακαδημία του Αστέρα, αλλά ακόμα έμενα στο Άργος. Έχω αγωνιστεί στον Παναθηναϊκό από Κ-10 μέχρι Κ-14, αλλά δεν έμενα στην Αθήνα, πήγαινα κάθε Σαββατοκύριακο για τους αγώνες».

Πότε μπήκε το ποδόσφαιρο στη ζωή σου;

« Ήμουν περίπου πέντε χρονών, όταν ξεκίνησα και πήγαινα σε μια ακαδημία, στο Άργος. Και εκεί ξεκίνησαν όλα, φυσικά δεν έκανα κάτι το εξεζητημένο σε ηλικία 5 χρονών, αλλά από τα 10 κιόλας ξεκίνησα και έξτρα ατομικές προπονήσεις, είτε με τον θείο μου είτε με τον πατέρα μου».

Ήσουν πάντα επιθετικός; Είχες ποδοσφαιριστές που να έλεγες «εγώ κάποια μέρα θα γίνω σαν αυτόν»;

«Ναι, πάντα ήμουν επιθετικός. Είχα από πάντα ως είδωλο τον Ρονάλντο το “Φαινόμενο”, όπως και ο θείος μου. Αυτόν μου έδειχνε πάντα, ακόμα και τώρα!»

Πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε το οικογενειακό σου περιβάλλον για την αγάπη σου προς τον αθλητισμό;

«Πολύ, γιατί ο πατέρας μου ασχολιόταν με το ποδόσφαιρο. Ήταν εκείνη την περίοδο προπονητής στον Παναργειακό. Αλλά είχα πολύ δέσιμο και με τον θείο μου, ήταν σαν πατέρας μου. Επειδή ο πατέρας μου δεν είχε και πάρα πολύ χρόνο λόγω των ομάδων, με τον θείο μου, που ήταν φιλόλογος, κάναμε συνέχεια προπονήσεις. Είχε μάτι, που λέμε, ο θείος μου!»

Έκανε διαφορά αυτό, το είδες ας πούμε με άλλους συνομήλικους που οι γονείς τους δεν είχαν αυτό το mentality;

«Δεν θεωρώ ότι το σημαντικό ήταν ότι οι γονείς μου είχαν αυτό το mentality, αλλά το ότι το είχα από μόνος μου. Αυτό που με βοήθησε πιο πολύ, ήταν ότι είχα καλή τεχνική κατάρτιση στην ηλικία που θα έπρεπε. Σε αυτές τις ηλικίες, θεωρώ, από τα 8-10 μέχρι τα 15, ένας ποδοσφαιριστής θα πρέπει να δίνει βάση μόνο στην τεχνική του κατάρτιση. Γιατί εκεί χτίζεται η τεχνική. Και μετά θα βάλει τα τρεξίματα, τα γυμναστήρια κι όλα αυτά. Θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο κάποιος που δεν είναι τεχνικά καλά μετά να φτάσει σε κορυφαίο επίπεδο. Με τη δουλειά θα βελτιωθεί σίγουρα, αλλά μέχρι ένα σημείο».

image

«Δική μου επιλογή να φύγω από τον Παναθηναϊκό»

Πώς ξεκίνησε η περιπέτειά σου στον Αστέρα Τρίπολης;

«Εγώ τότε έπαιζα στο τοπικό. Ήρθαν και με βρήκαν γιατί με ήξεραν, επειδή έπαιζα παλιά στον Παναθηναϊκό και είχαμε παίξει αρκετές φορές αντίπαλοι με τον Αστέρα Τρίπολης. Είχα πάει για μισό χρόνο στην Κ-17, μετά για έναν χρόνο στην Κ-20 και μετά ήμουν τρία χρόνια στην πρώτη ομάδα».

Σε στεναχώρησε το γεγονός ότι ενώ ήσουν στην ακαδημία μιας ομάδας όπως ο Παναθηναϊκός, δεν συνέχισες εκεί;

«Όχι, γιατί ήταν δική μου επιλογή. Επειδή τότε ο Παναθηναϊκός έφευγε από την Παιανία και πήγαινε στο Κορωπί, μου έκαναν κατά κάποιο τρόπο αίτημα να συνεχίσω, αλλά θα έπρεπε μετά να μείνω στην Αθήνα, είτε σε κάποιο συγγενή είτε σε κάποια σπίτια που είχε η ομάδα στο Κορωπί. Αλλά τότε δεν ήταν αυτός ο στόχος μου. Ήμουν μικρός και ούτε εγώ, ούτε οι γονείς μου ήθελαν να με αφήσουν. Οπότε πήραμε την απόφαση να μην συνεχίσω».

Το όνομά σου είχε ακουστεί από πολύ νωρίς για την ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό. Είχε περάσει από το μυαλό σου να πας σε κάποια άλλη ομάδα;

«Όχι, γιατί σε όλες αυτές τις ακαδημίες έπρεπε τα παιδιά να πάνε να μείνουν εκεί. Και εμένα ο στόχος μου δεν ήταν αυτός. Ήθελα να είμαι στο σπίτι μου και ταυτόχρονα να κάνω και τις έξτρα προπονήσεις μου. Αν ήμουν μόνος στην Αθήνα, θα ήταν πολύ πιο δύσκολο.»

Ο Τάσος Δουβίκας με τη φανέλα του Αστέρα Τρίπολης

Ποια στιγμή κατάλαβες ότι θα γίνεις επαγγελματίας ποδοσφαιριστής;

«Από μικρός το πίστευα, γιατί είχα πολύ μεγάλη θέληση. Εννοείται με βοήθησε και η οικογένειά μου στο να έχω αυτά τα όνειρα, οπότε το είχα καταλάβει από πολύ μικρή ηλικία».

Στον Αστέρα ενώ έδειξες ότι έχεις όλα τα φόντα να αγωνιστείς, δεν καθιερώθηκες. Τι έφταιξε;

«Δεν το γνωρίζω ακόμα. Δεν γνωρίζω τι έγινε και δεν μπορούσα να αγωνιστώ στον Αστέρα, το ήθελα από την πρώτη μου χρονιά που είχα βγει ο καλύτερος νέος. Το πιο σημαντικό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να μην προσπαθείς να κατηγορήσεις και να ρίχνεις ευθύνες για το ποιος φταίει, αλλά να συνεχίσεις να δουλεύεις σκληρά. Και τότε, εκείνη την περίοδο, θυμάμαι ότι για δύο χρόνια δεν έμενα και στην Τρίπολη. Είχα καταλάβει ότι ήμουν εκτός πλάνων και πήγαινα το πρωί από το Άργος στην Τρίπολη, έκανα προπόνηση με την ομάδα και το απόγευμα γυρνούσα στο Άργος και έκανα πάντα διπλή προπόνηση. Είτε γυμναστήριο, είτε τρεξίματα είτε με μπάλα. Οπότε, αυτός ήταν κι ο λόγος που έπειτα από δύο χρόνια, ουσιαστικά, απραξίας στον Αστέρα, πήγα στον Βόλο και έδειξα τι αξίζω».

Τον Απρίλιο του 2018, η Mundo Deportivo σε είχε χαρακτηρίσει ελληνικό μαργαριτάρι, αποκαλύπτοντας το ενδιαφέρον της Χετάφε για σένα. Πόσο εύκολο είναι σε μια μικρή ηλικία να διαχειριστείς αυτά τα δημοσιεύματα;

«Σε εκείνη την ηλικία σίγουρα ήταν πιο δύσκολο από ό,τι είναι τώρα, δεν έχει καμία σχέση. Η αλήθεια πως σε αυτές τις ηλικίες πάντα θα είναι δύσκολο, όσο ώριμος κι αν είναι ο ποδοσφαιριστής, αν ακούγονται τεράστια ονόματα ότι σε ζητάνε. Πόσω μάλλον σε μια χώρα όπως είναι η Ελλάδα, γιατί στην Ισπανία σίγουρα θα υπάρχει μια πιο ομαλή μετάβαση του ποδοσφαιριστή από μια ομάδα σε μια πολύ μεγαλύτερη. Εδώ είναι τελείως διαφορετικό να πας από τον Αστέρα, σε μια ομάδα πολύ υψηλού επιπέδου στην Ισπανία. Σίγουρα είναι δύσκολο, προσπαθούσα να το διαχειριστώ, αλλά δεν έγινε οπότε δεν χρειάστηκε παραπάνω διαχείριση».

image

«Ήμουν σίγουρος για τη δικαίωση»

Το 2019-20, πριν αρχίσει η πορεία εκτόξευσης, έκανες ίσως τη χειρότερη χρονιά σου, δεν είχες ευκαιρίες. Επίσης είναι κάτι που θέλει διαχείριση, ειδικά για ένα παιδί που γνωρίζει το ταλέντο του, έχει ακούσει ότι το ζητούν άλλες ομάδες κ.ο.κ…

«Σίγουρα θέλει διαχείριση, αλλά αυτή για μένα είναι μια από τις μεγαλύτερες νίκες που έχω κάνει ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Επειδή θεωρώ πως σε αυτές τις καταστάσεις, όπως είπα και πριν, δεν πρέπει να βλέπεις το τι γίνεται εκείνη τη στιγμή, που ήμουν εκτός ομάδας. Κοιτούσα το πώς θα βελτιωθώ ώστε όταν μου δοθεί η ευκαιρία να είμαι έτοιμος. Η ευκαιρία δεν ήρθε ποτέ στην Τρίπολη, αλλά ήρθε έναν χρόνο μετά στον Βόλο».

Εκεί ποιο είναι το στοιχείο που κάνει τη διαφορά; Η σωστή καθοδήγηση; Η πίστη στις δυνατότητές σου;

«Η πίστη στις δυνατότητές σου αρχικά, αλλά είναι πολύ είναι δύσκολες καταστάσεις. Τις έχουν περάσει πολλοί ποδοσφαιριστές. Άλλοι μπορεί να τα παράτησαν, άλλοι να τα κατάφεραν, αλλά το θέμα θεωρώ είναι για κάθε παιδί να είναι το μότο τους αυτό: Ακόμα κι αν τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως αυτοί θέλουν ή όπως αξίζουν, να σκύβουν το κεφάλι, να δουλεύουν και να περιμένουν την ευκαιρία τους».

Ποιο ήταν το στόρι της μεταγραφής σου στον Βόλο;

«Μετά τον τρίτο χρόνο είχα αρχίσει και εγώ να ψάχνω το πώς θα μπορούσα να πάω σε μια άλλη ομάδα δανεικός, επειδή έβλεπα ότι δεν θα πάρω ευκαιρίες στον Αστέρα. Από εκεί και πέρα μέσω ενός μάνατζερ, κατάφερα και μίλησα με κάποια άτομα από τον Βόλο, οι οποίοι μίλησαν μετά με τον Αστέρα και εν τέλει βρέθηκε μια λύση και κατάφερα και έφυγα».

Στην πρώτη σου σεζόν στο Βόλο σημείωσες 14 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις και αναδείχθηκες πρώτος Έλληνας σκόρερ του πρωταθλήματος. Ήταν μια δικαίωση για σένα;

«Σίγουρα, ήταν μια δικαίωση που τη χρειαζόμουν και να σου πω την αλήθεια ήμουν βέβαιος ότι θα συνέβαινε».

image

«Ενδιαφέρον από τον ΠΑΟΚ, αλλά ήθελα εξωτερικό»

Έκανες ντεμπούτο στις 28 Μαρτίου 2021 με τον Φαν'τ Σχιπ, στο φιλικό της Εθνικής με την Ονδούρα. Πώς αισθάνθηκες όταν έμαθες για την κλήση;

«Είναι κάτι πέρα από κάθε φαντασία, επειδή πριν από 7 μήνες ήμουν ουσιαστικά εκτός ομάδας στον Αστέρα. Και αφού πέρασαν αυτοί οι μήνες, κλήθηκα στην Εθνική Ελλάδος. Ήταν κι αυτό μια πολύ μεγάλη δικαίωση και κάτι που το ήθελα και το πίστευα πάρα πολύ».

Πριν πας στην Ουτρέχτη υπήρξε ενδιαφέρον από μεγάλη ομάδα της Ελλάδας;

«Υπήρχε ενδιαφέρον, ναι, ειδικά από τον ΠΑΟΚ. Αλλά εγώ είχα κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις μου εξαρχής και με την πολύ καλή συνεργασία που είχαμε με τον πρόεδρο, τον κύριο Αχιλλέα Μπέο, είχα συνεννοηθεί μεταξύ μας ότι εγώ θέλω να παίξω στο εξωτερικό. Σεβάστηκε την απόφασή μου και έτσι έγινε η μεταγραφή».

Πώς σε υποδέχθηκαν στην Ολλανδία;

«Πολύ ζεστά. Με αγάπησαν από την πρώτη στιγμή και εμένα μου άρεσε πάρα πολύ εδώ, τους αγάπησα όλους. Η πρώτη χρονιά δεν ήταν μια τέλεια σεζόν, αλλά μια χρονιά καλή για να προσαρμοστώ στο κλίμα και να προετοιμαστώ για αυτή που έκανα φέτος».

O Τάσος Δουβίκας με το βραβείο τον οπαδών και τον Βασίλη Μπάρκα

Φέτος είχες και τον Βασίλη Μπάρκα συμπαίκτη. Είναι σημαντικό να υπάρχουν στα αποδυτήρια παιδιά που μιλάτε την ίδια γλώσσα;

«Με τον Βασίλη είμαστε πολύ καλοί φίλοι, βγαίνουμε συνέχεια. Είναι εξαιρετικό παιδί, εξαιρετικός ποδοσφαιριστής και τερματοφύλακας. Θεωρώ ότι πράγματι ήταν πολύ διαφορετικό σε σχέση με πέρυσι, το γεγονός ότι είχα τον Βασίλη. Ακόμα και μια συζήτηση που μπορείς να έχεις στα αποδυτήρια, σου αλλάζει τη διάθεση».

Είσαι ο τρίτος Έλληνας ποδοσφαιριστής που αναδεικνύεσαι πρώτος σκόρερ στο ολλανδικό πρωτάθλημα. Πώς αισθάνεσαι γι' αυτό;

«Είναι τεράστια τιμή για εμένα. Ήταν κάτι που το ήθελα πολύ. Παρότι αυτή η χρονιά δεν ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο, γιατί ήρθε ένα πολύ μεγάλο όνομα στην επίθεση, ο Μπας Ντοστ. Στην αρχή ήταν να παίξουμε μαζί, τελικά άλλαξε ο προπονητής και μια έπαιζα εγώ, μία αυτός. Μέχρι να σταθεροποιηθώ ως ο βασικός στράικερ, γύρω στον Φεβρουάριο, τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως τώρα. Ήταν δύσκολο, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν θα το άλλαζα με τίποτα. Με τον Μπας έχουμε εξαιρετική σχέση και με έχει βοηθήσει σε πάρα πολλά θέματα αγωνιστικά. Με τις τοποθετήσεις μου κι όλα αυτά».

image

«Γεμάτα γήπεδα και κόσμος από όλες τις ηλικίες»

Γιατί το ολλανδικό πρωτάθλημα σας ταιριάζει; Πολλοί στέκονται στις κακές άμυνες και στην επιθετική φιλοσοφία, η οποία ευνοεί τους παίκτες στη θέση σου, αλλά δική μου αίσθηση είναι ότι ο τρόπος που δουλεύουν τα κλαμπ βοηθά τους ποδοσφαιριστές να εξελίσσονται ατομικά και τακτικά κι αυτό είναι πιο σημαντικό. Τι πιστεύεις;

«Ακριβώς, συμφωνώ απόλυτα. Σίγουρα κυριαρχεί το επιθετικό στοιχείο. Δεν έχω παίξει σε άλλα πρωταθλήματα, αλλά θα μιλήσω σε σχέση με το ελληνικό. Στην Ελλάδα λοιπόν υπάρχει περισσότερο το ότι χρειαζόμαστε το αποτέλεσμα, να παίξουμε άμυνα, να κάνουμε συνέχεια φάουλ. Εδώ είναι διαφορετικό το στιλ, είναι πιο επιθετικό το ποδόσφαιρο. Αυτό ισχύει, αλλά εννοείται ότι εδώ υπάρχουν και πολύ καλύτεροι παίκτες. Είναι διαφορετικό να έχεις πολλούς καλούς αμυντικούς. Δεδομένα στην αρχή χρειάζεσαι προσαρμογή, δεν τίθεται θέμα γι’ αυτό. Από εκεί και πέρα όμως, αν είσαι συγκεντρωμένος και επιδιώκεις να βελτιώνεσαι μέρα με τη μέρα, τόσο στο αγωνιστικό κομμάτι όσο και στην επικοινωνία με τους συμπαίκτες σου, θεωρώ ότι με τον καιρό καταφέρνεις και μπαίνεις στο κλίμα τους. Δεν είναι πολύ δύσκολοι άνθρωποι».

Με τον Νίκο Μαχλά έχεις μιλήσει; Πρόσφατα δήλωσε στην ΕΡΑ ΣΠΟΡ ότι πρέπει να είσαι βασικός στην Εθνική...

«Δεν είχαμε μιλήσει, ανταλλάξαμε κάποια μηνύματα πριν από τρεις μέρες. Μου μετέφερε τα συγχαρητήρια του και ότι με πιστεύει. Εγώ τον θεωρώ έναν εξαιρετικό στράικερ, ο οποίος έχει καταφέρει κάποια πράγματα, όπως το Χρυσό Παπούτσι, που δεν τα έχει καταφέρει άλλος Έλληνας. Νομίζω είναι κάτι το απίστευτο!»

Πόσο διαφορετική είναι η αντίληψη για το ποδόσφαιρο των Ολλανδών; Γενικότερα, στο πώς αντιλαμβάνονται το παιχνίδι, η παρουσία τους στο γήπεδο κτλπ…

«Καταρχάς είναι πανέμορφο το ότι βλέπεις στις κερκίδες όλες τις ηλικίες, τα γήπεδα είναι όλα γεμάτα. Είναι πραγματικά κάτι το πολύ ωραίο αυτό που σου προσφέρει ένας αγώνας στο ολλανδικό πρωτάθλημα. Θα πας να παίξεις με τον τελευταίο, ο οποίος έχει υποβιβαστεί, και το γήπεδο θα είναι γεμάτο με τον κόσμο να χειροκροτά. Είναι εκπληκτικό. Από εκεί και πέρα, θα σταθώ και στις υποδομές των ομάδων, το πώς διαχειρίζονται τις ακαδημίες. Είναι εξαιρετικοί και νομίζω άνετα ένα παιδάκι από το εξωτερικό θα μπορούσε να έρθει εδώ και να προσαρμοστεί πολύ εύκολα».

Με τους διαιτητές ασχολούνται καθόλου;

«Ασχολούνται, αλλά όχι όπως είναι στην Ελλάδα. Καμία σχέση. Πριν από λίγες μέρες δηλαδή παρακολούθησαμε τον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος και ήταν πολύ στενάχωρο, να βλέπεις ένα τέτοιο ματς χωρίς κόσμο. Εγώ δεν είμαι αυτός που θα κρίνω αν είναι σωστό ή λάθος, αλλά δεν είναι αυτό το ποδόσφαιρο που αγαπάμε».

Μίλησε μας για εκείνο το εκπληκτικό Αλκμααρ - Ουτρέχτη 5-5, όπου εσύ και ο Παυλίδης κάνατε χατ-τρικ. Τι συζητήσατε μετά;

«Ναι, ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο παιχνίδι. Θεωρώ ότι θα μείνει για πάντα στη μνήμη όλων εκείνων που αγωνίστηκαν, ίσως και όλων των θεατών. Δεν τελειώνει εύκολα ένας αγώνας 5-5. Και εννοείται ότι ήταν ξεχωριστές οι εμφανίσεις μας, η δική μου και του Παυλίδη, που σημειώσαμε δύο χατ-τρικ. Δεν ξέρω αν έχει ξαναγίνει αυτό, δύο Έλληνες παίκτες να βάλουν από τρία γκολ, σε ένα ματς, σε μια ξένη χώρα!»

image

«Δεν θα άλλαζα τίποτα στην πορεία μου»

Πώς εξελίχθηκες σε αγαπημένο των οπαδών; Σου έδωσαν το βραβείο Νταβίντ Ντι Τομάσο και θυμάμαι χαρακτηριστικά κάτι μπλουζάκια και πανό που είχαν τυπώσει με το όνομά σου.

«Είναι κάτι το πολύ ξεχωριστό. Ήταν και πολύ συγκινητικό το ότι μου απένειμαν αυτό το βραβείο, γιατί σημαίνει πολλά για τους οπαδούς εδώ. Πήρε το όνομά του από έναν ποδοσφαιριστή που το 2005 έφυγε από τη ζωή, ενώ ήταν εν ενεργεία στην Ουτρέχτη. Συγκινούνται πολύ με αυτό το βραβείο και πραγματικά ήταν πολύ ιδιαίτερο για εμένα. Ο κόσμος μου δείχνει συνέχεια την αγάπη του, είτε μέσα στην πόλη, είτε στο γήπεδο. Μου έχουν φτιάξει πανό, φοράνε καπέλα με το όνομά μου… Κινήσεις που είναι πολύ ξεχωριστές και μου δίνουν τεράστιο κίνητρο για να παίζω».

Έχεις συμβόλαιο μέχρι το 2025, το όνομά σου έχει ακουστεί για αρκετές ομάδες, ενώ πρόσφατα ο τεχνικός διευθυντής της Ουτρέχτης είχε δηλώσει ότι υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον για σένα. Τι σκέφτεσαι για το μέλλον σου;

«Αυτή τη στιγμή έχουμε δύο πολλούς σημαντικούς αγώνες μπροστά μας, τα πλέι οφ για το πρωτάθλημα για να μπορέσουμε να βγούμε Ευρώπη. Η αλήθεια είναι ότι όλο το focus μου είναι σε αυτούς τους αγώνες και μετά θα ξεκινήσω να σκέφτομαι τι γίνεται στον μεταγραφικό τομέα. Πάνω από όλα, το έχω αφήσει στο μάνατζέρ μου και στον τεχνικό διευθυντή της ομάδας, γιατί έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στους εκπροσώπους μου».

Θα ήθελες κάποια στιγμή να παίξεις σε μεγάλη ελληνική ομάδα; Το έχεις στόχο;

«Δεν το έχω σκεφτεί, αλλά θα δείξει το μέλλον. Πάντως σίγουρα δεν είναι κάτι που θα συμβεί στο κοντινό μέλλον».

Ο Τάσος Δουβίκας στην Ουτρέχτη

Πώς περνάς τον ελεύθερό σου χρόνο; Περιέγραψέ μας μια συνηθισμένη σου μέρα.

«Τις περισσότερες μέρες έχω διπλή προπόνηση, οπότε τα απογεύματα πηγαίνω γυμναστήριο. Τις μέρες που δεν συμβαίνει αυτό, θα πάω το πρωί για προπόνηση και μετά θα πάω καμία βόλτα με τους φίλους που έχω εδώ ή με την κοπέλα μου, που μένουμε μαζί στην Ολλανδία, ή θα περάσω χρόνο στο σπίτι. Κι αν βγω, θα πάμε για φαγητό, καμιά βόλτα και τέλος. Δεν είμαι πολύ του έξω και είναι σημαντικό να ξεκουράζομαι, με τόσες προπονήσεις, εκ των οποίων πολλές διπλές, και με τόσους αγώνες. Οπότε ναι, προτιμώ να μένουμε σπίτι και να ξεκουράζομαι».

Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που είδες στην Ολλανδία και είπες μακάρι να το είχαμε αυτό στο ελληνικό ποδόσφαιρο;

«Τα γεμάτα θα γήπεδα θα πω, είναι πολύ σημαντικό».

Ποια είναι η έδρα που σου αρέσει να παίζεις περισσότερο ως αντίπαλος;

«Έχουμε τρία γήπεδα που είναι φανταστικά. Της Φέγενορντ, της PSV και του Άγιαξ. Το καθένα έχει τη δική του ομορφιά. Της Φέγενορντ είναι πιο παραδοσιακό, οι οπαδοί είναι πολύ φανατισμένοι και καμιά φορά όταν βάζει γκολ η ομάδα τους, το γήπεδο πραγματικά τρέμει. Από την άλλη, είναι το γήπεδο του Άγιαξ, το οποίο είναι πολύ πιο μοντέρνο και πανέμορφο».

Αν γυρνούσες τον χρόνο πίσω, θα άλλαζες κάτι στην πορεία σου;

«Όχι, νομίζω τίποτα. Γιατί έχω πάρει όλες τις αρνητικές στιγμές της ζωής μου και τις έχω μετατρέψει σε θετικές. Σε κάθε δυσκολία, έβαλα θετικό πρόσημο».

image

Η Premier League, το μπιλιάρδο και ο Μπακασέτας

Τι θα ήσουν, αν δεν γινόσουν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής;

«Θα ασχολιόμουν με το μπιλιάρδο! Παίζω και είμαι γενικά καλός. Έχω μεγαλώσει ουσιαστικά σε μπιλιαρδάδικο, που το έχουν κάτι φίλοι μου, με τους οποίους δέσαμε πολύ και τώρα είμαστε αχώριστοι».

Σε ποιο πρωτάθλημα θα ήθελες να αγωνιστείς;

«Στην Premier League. Και η Ισπανία μου αρέσει πολύ, αλλά η Premier League είναι άλλο level!»

Αν έπρεπε να διαλέξεις έναν, ποιον συμπαίκτη σου στην Εθνική θα ήθελες για συμπαίκτη και στον σύλλογο που αγωνίζεσαι;

«Τον Τάσο Μπακασέτα. Έχουμε πολύ καλή επικοινωνία και εκτός από καλοί φίλοι, θεωρώ ότι κάνουμε πολύ καλούς συνδυασμούς και μέσα στο γήπεδο».

Τάσος Δουβίκας και Τάσος Μπακασέτας

Πώς βλέπεις την Εθνική του Γκουστάβο Πογιέτ και αυτή την προσπάθεια που είναι σε εξέλιξη;

«Έχουμε μπει σε έναν πολύ δύσκολο όμιλο. Η Γαλλία και η Ολλανδία είναι μεγαθήρια του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Εμείς εννοείται θα παλέψουμε μέχρι το τέλος, αλλά πρέπει να είμαστε και ρεαλιστές, ότι είναι ένας πολύ δύσκολος στόχος να περάσουμε από τους ομίλους στο Euro. Είναι σημαντικό το ότι έχουμε και το παραθυράκι του Nations League, που θεωρώ ότι είναι ο πιο ρεαλιστικός στόχος μας για να προκριθούμε. Πιστεύω ότι έχουμε μια πολύ καλή ομάδα και αρκετές ελπίδες να περάσουμε».

Ποια στοιχεία σου θεωρείς ότι είναι τα πιο σημαντικά για το παιχνίδι σου και την εξέλιξή σου και τι είναι αυτό που θα ήθελες να βελτιώσεις περισσότερο;

«Θεωρώ ότι το ένστισκτό μου για το γκολ με βοηθάει πολύ, μου δίνει ψυχολογία. Και η ψυχολογία όταν σκοράρεις, είναι πολύ σημαντική για ένα σέντερ φορ. Επίσης θεωρώ πως μου αρέσει πολύ να πηγαίνω και στον χώρο, αλλά και να ζητάω την μπάλα στα πόδια μου, μου δίνει πολλή αυτοπεποίθηση αυτό. Όσον αφορά αυτό που θα ήθελα να βελτιωθεί, δεν θα ήθελα να σταθώ σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο. Εννοείται ότι πρέπει να υπάρχει βελτίωση, αλλά θεωρώ ότι η εμπειρία είναι κάτι που μου λείπει αυτή τη στιγμή, επειδή δεν έχω ολοκληρώσει ούτε τον τρίτο μου χρόνο ως σέντερ φορ σε υψηλό επίπεδο. Ήταν ουσιαστικά ένας χρόνος στον Βόλο και τώρα θα κλείσω τον δεύτερο στην Ουτρέχτη».

Κλείνοντας, θα μας πεις μια ευχή για το ελληνικό ποδόσφαιρο;

«Δεν θέλουμε άλλα οπαδικά επεισόδια που μας φέρνουν δυστυχία στο ελληνικό ποδόσφαιρο, είναι πράγματα που δεν τα θέλουμε στο γήπεδο. Γι’ αυτό και ανέφερα πριν ότι για κάποιους λόγους, μπορεί και να φαίνεται φυσιολογικό ότι ένα ματς μπορεί να γίνει χωρίς κόσμο, γιατί θυμόμαστε όλοι τι είχε γίνει στο ΑΕΚ – ΠΑΟΚ πριν από τρία χρόνια. Το θεωρώ το πιο άσχημο που συμβαίνει στον ελληνικό χώρο».