Μάθαμε τα μυστικά του ποδοβόλεϊ από τον Λουτσιάνο Ντε Σόουζα
Μπορεί να έχουν περάσει ήδη δώδεκα χρόνια από τη στιγμή που ο Λουτσιάνο Ντε Σόουζα αποφάσισε να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, ωστόσο, ποτέ δεν σταμάτησε να παίζει. Μόνο που τα γκολπόστ έχουν αντικατασταθεί πια από τα φιλέ. Όχι του βόλεϊ, αλλά του ποδοβόλεϊ. Του αθλήματος που, όπως εξηγεί, είναι σήμερα μία από τις μεγαλύτερες αγάπες του.
Τον συναντήσαμε στα γηπεδάκια της Βάρης, λίγο πριν ξεκινήσει την προπόνηση μαζί με τον γιο του και την υπόλοιπη παρέα. Μεταξύ αυτών ο, επίσης παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, Κλέιτον και ο Έλληνας Ολυμπιονίκης στο Ταε Κβον Ντο, Μιχάλης, Μουρούτσος.
«Παίζουμε πάρα πολύ το καλοκαίρι. Βέβαια, το μόνο δύσκολο είναι πως δεν μπορούμε να βρούμε εύκολα γήπεδα και ερχόμαστε ως εδώ. Υπάρχει μια κόντρα με όσους παίζουν μπιτς βόλεϊ. Δεν μας θέλουν στα γήπεδα. Αλλά εμείς βρίσκουμε την άκρη» λέει γελώντας, ενώ ετοιμάζεται για το ματς.
«Είναι μύθος πως οι Βραζιλιάνοι είναι τόσο κάλοι στο ποδόσφαιρο επειδή έπαιζαν στην άμμο. Υπάρχουν πάρα πολλές περιοχές της χώρας που τα παιδιά δεν έχουν πρόσβαση στη θάλασσα»
Φοράει το σορτσάκι, τη κίτρινη μπλούζα για να μην τον κάψει ο ήλιος και μπαίνει στην άμμο που ζεματάει, εξαιτίας του καύσωνα που πλήττει τη χώρα εδώ και 15 μέρες. Το ζέσταμά του είναι απλό: μερικά γκελάκια, λίγες κεφαλιές και καμιά πάσα με τον γιο του, Λούκας. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τη μπάλα δεν διαφέρει σε τίποτα με την εικόνα που όλοι έχουμε από το πέρασμά του από τα ελληνικά γήπεδα.
Είναι, όπως εξηγεί, κομμάτι του DNA του. Είναι ο τρόπος να θυμάται από πού ξεκίνησε. Ο Λουτσιάνο Ντε Σόουζα γεννήθηκε στις 21 Αυγούστου 1972, σε μια μικρή πόλη έξω από το Ρίο Ντε Τζανέιρο. Θάλασσα κοντά δεν υπήρχε, οπότε έμαθε να παίζει ποδόσφαιρο πάνω στις χωμάτινες αλλαγές με τις πέτρες, οι οποίες με το που έπιανε βροχή γίνονταν λάσπη.
«Είναι μύθος πως οι Βραζιλιάνοι είναι τόσο κάλοι στο ποδόσφαιρο επειδή έπαιζαν στην άμμο. Υπάρχουν πάρα πολλές περιοχές της χώρας που τα παιδιά δεν έχουν πρόσβαση στη θάλασσα. Εμείς παίζαμε παντού. Στο τσιμέντο, στα χαλίκια παντού. Είναι στο αίμα μας» προσθέτει.
Πρώτη φορά που πάτησε το πόδι του σε παραλία ήταν στην ηλικία των 16 ετών, όταν και πήρε μεταγραφή στη Σάντος. Τότε κατάλαβε πόσο σημαντικό είναι το ποδοβόλεϊ για τους Βραζιλιάνους. «Βλέπεις ανθρώπους που είναι 60 χρονών και δεν μπορείς να πιστέψεις πόσο καλά παίζουν. Και οι περισσότεροι από αυτούς δεν έπαιξαν ποτέ μπάλα επαγγελματικά. Μόνο ποδοβόλεϊ».
Ο Λουτσιάνο επισκέπτεται τη Βραζιλία κάθε Δεκέμβρη. Πολύ κοντά στο σπίτι του μένει ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους του ποδοσφαίρου της χώρας, ο Ρομάριο. Υπάρχουν πολλές φορές, λοιπόν, που τον έχει συναντήσει να παίζει με τις ώρες.
«Είναι κάθε μέρα στην παραλία. Πηγαίνει στις 10 το πρωί και φεύγει στις 9 το βράδυ. Δεν σταματάει να παίζει ούτε μια στιγμή. Ακόμη κι αν του λένε πως έχει φαγητό στο τραπέζι. Εκείνος μένει. Και τρελαίνεται όταν χάνει. Καμιά φορά, μάλιστα, τσακώνεται για το ποιος θα παίξει στο γήπεδο» θυμάται.
Η ιστορία του αθλήματος ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, υπήρξαν ορισμένοι ποδοσφαιριστές που τους απαγορεύτηκε να παίξουν στην παραλία. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισαν να πάνε στα φιλέ που έπαιζαν beach volley και να δοκιμάσουν να παίξουν με τα πόδια.
Το σπορ σήμερα είναι εξαιρετικά διαδεδομένο σε ολόκληρο τον πλανήτη και για αυτό ευθύνονται κυρίως οι Βραζιλιάνοι μετανάστες. Ο Λουτσιάνο υπήρξε ένας από τους πρώτους ανθρώπους που έπαιξε ποδοβόλεϊ στην Ελλάδα.
«Στην αρχή ήμασταν μόνο τρια άτομα. Εγώ, ο Μαρσέλο και ο Τζιοβάνι του Ολυμπιακού. Παίζαμε συνέχεια δύο εναντίον ενός, γιατί δεν βρίσκαμε τέταρτο. Αργότερα διοργανώσαμε μερικούς αγώνες επίδειξης με Βραζιλιάνους φίλους μας. Οι Έλληνες δεν είχαν ακόμη ιδέα» προσθέτει.
Μέσα στο πέρασμα των χρόνων, όμως, υπήρξαν αρκετοί κάτοικοι της χώρας που το αγάπησαν και έγιναν εξαιρετικά καλοί σε αυτό. Και το εντυπωσιακό είναι πως οι περισσότεροι δεν έπαιξαν ποτέ τους επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
«Αν είσαι καλός ποδοσφαιριστής, δε είναι απαραίτητο πως θα είσαι παράλληλα και καλός στο ποδοβόλεϊ. Πρέπει να έχεις καλή αίσθηση του χώρου, να έχεις δυνατό στήθος, κεφάλι. Για παράδειγμα, είχα παίξει μια φορά μαζί με τον Γιώργο Καραγκούνη και δεν τα πήγε καθόλου καλά» σημειώνει.
Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, πως το σπορ δεν μπορεί να βοηθήσει έναν ποδοσφαιριστή να εξελιχθεί. Ο Λουτσιάνο βελτίωσε τις κεφαλιές του, την επαφή του με τη μπάλα -ιδιαίτερα όταν είναι στον αέρα- και το κυριότερο: απέκτησε ανθεκτικότητα στους τραυματισμούς στους αστραγάλους, που μπορούν να αποβούν μοιραίοι για την καριέρα ενός αθλητή.
«Το ποδοβόλεϊ έχει ένα καλό: μπορεί να είναι ένα κουραστικό άθλημα, αλλά δεν έχεις το ρίσκο του τραυματισμού. Δεν συμβαίνει το ίδιο για παράδειγμα στην περίπτωση του beach soccer» συμπληρώνει.
Ο Λουτσιάνο Ντε Σόουζα υπήρξε ένας από τους ποδοσφαιριστές που εκπροσώπησε την εθνική Ελλάδος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010. Όπως εξηγεί, το beach soccer δεν τον ξετρέλανε ποτέ. Κι αυτό εξαιτίας της τεράστιας καταπόνησης πάνω στην άμμο. «Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Πρέπει να κάνεις συνεχώς ντρίπλες, να έχεις επαφή με τον αντίπαλο. Το ποδοβόλεϊ είναι περισσότερο θέαμα. Κι αυτό μου αρέσει».
«Ο γιος μου είναι πολύ καλός. Αν είχε και περισσότερο χρόνο για προπόνηση, θα γινόταν τέλειος. Έχει το ύψος, τη τεχνική. Έχει πάρει από καλό DNA»
Η κατάσταση σήμερα στο άθλημα, κατά τον ίδιο, δεν είχε καμία σχέση με εκείνη προ εικοσαετίας. Κι όντως. Σήμερα υπάρχει κανονικό καλεντάρι με τουρνουά σε ολόκληρη τη χώρα, το FOOTVOLLEY TOUR 2023, συνολική κατάταξη και αθλητές που προπονούνται ακόμη και τον χειμώνα για να βρεθούν όσο το δυνατόν ψηλότερα στη βαθμολογία.
Εξαιτίας, όμως, των επαγγελματικών του υποχρεώσεων -μέχρι πρότινος συνεργαζόταν με την ομάδα του Παναιτωλικού-, αδυνατεί να παίξει τον χειμώνα. Υπάρχουν, όμως, πολλοί πίσω που συνεχίζουν. Ένας εξ αυτών είναι και ο Ολυμπιονίκης, Μιχάλης Μουρούτσος.
«Ξεκίνησα να ασχολούμαι όταν τελείωνε η καριέρα μου στο Ταε Κβον Ντο. Για ένα διάστημα, μάλιστα, το έκανα παράλληλα. Στην αρχή το έβλεπα περισσότερο ως διασκέδαση. Σήμερα είναι πολύ πιο ανταγωνιστικό» εξηγεί.
Ο μόνιμος παρτενέρ του είναι ο, επίσης Βραζιλιάνος, Πίρο. Οι δυο τους τα έχουν βρει και δείχνουν να έχουν πολύ καλή χημεία μέσα στο γήπεδο. Οι προπονήσεις, όπως εξηγούν, δεν σταματούν ούτε τον χειμώνα. Τότε που όλες οι παραλίες αδειάζουν.
«Είναι πιο δύσκολα τα πράγματα τους χειμερινούς μήνες. Πρέπει να ντυθείς καλά. Και κυρίως στα πόδια. Γιατί η άμμος τον χειμώνα είναι σαν το χιόνι. Έτσι, λοιπόν, και εμείς χρησιμοποιούμε καταδυτικά καλτσάκια. Για να μην περνάει το κρύο και να μην μας εμποδίζουν στο παιχνίδι» συμπληρώνει.
Ο Μιχάλης Μουρούτσος και ο Πίρο είναι οι σημερινοί αντίπαλοι του Λουτσιάνο Ντε Σόουζα και του γιου του, Λούκας, ή αλλιώς Mc Daddy, όπως είναι το καλλιτεχνικό του προσωνύμιο. Καθ' όλη τη διάρκεια του ματς, πατέρας και γιος πειράζονται διαρκώς.
«Ο γιος μου είναι πολύ καλός. Αν είχε και περισσότερο χρόνο για προπόνηση, θα γινόταν τέλειος. Έχει το ύψος, τη τεχνική. Έχει πάρει από καλό DNA. Πολλές φορές, όμως, τον κουβαλάω εγώ. Και δεν γίνεται ένας 50χρονος να κουβαλάει έναν 20χρονο» λέει και ο Λούκας γελάει.
Η ώρα περνά και ο Λουτσιάνο παίζει στο φουλ. Δεν καταλαβαίνει ούτε από τον καύσωνα, ούτε από τον δυνατό ήλιο, ούτε από τίποτα. Έτσι ακριβώς όπως έκανε όταν έπαιζε μικρός στις αλάνες της πόλης που μεγάλωσε. Κι ας έχουν περάσει κάτι παραπάνω από σαράντα χρόνια. Η αγάπη για την μπάλα, άλλωστε, όπως του δίδαξε ο Ρομάριο, δε ξέρει από ηλικίες.