Μαραντόνα: Μιλώντας με τον «αδερφό» του Ντιέγκο στον υπόγειο ναό που έφτιαξε για χάρη του
Ένα ταξίδι, ένα μοναδικό μουσείο. Το Gazzetta βρέθηκε στη Νάπολη, θαύμασε από κοντά τον ναό που έφτιαξε ο Μάσιμο Βινιάτι για χάρη του Ντιέγκο Μαραντόνα στο υπόγειο του σπιτιού του και μίλησε μαζί του για τον Θεό της πόλης.
Οι πόρτες του C67 ανοίγουν κι εσύ, μπαίνοντας, ψάχνεις ένα ελεύθερο χερούλι να κρατηθείς. Ανηφόρες, στροφές, στάσεις. Σιγά σιγά αφήνεις πίσω σου το γραφικό κέντρο της Νάπολης. Ο, ιδρωμένος ελέω καύσωνα, οδηγός δεν προτίθεται να αποφεύγει τις λακούβες της ασφάλτου κι έτσι κάθε πτώση του λεωφορείου σε αυτές διακόπτει άγαρμπα τις σκέψεις σου. Τσεκάρεις τους χάρτες στο κινητό σου, μετράς τις στάσεις που απομένουν. Τσεκάρεις και τις συνομιλίες σου με τον κύριο Βινιάτι. Εντάξει είσαι, θα έχεις φτάσει στις 12:00, όταν σου είπε να είσαι εκεί.
Προσπαθείς να αντιληφθείς πού θα βρεθείς σε λίγη ώρα, ξέρεις ότι θα είναι μια από αυτές τις στιγμές που απλά πρέπει να απορροφήσεις στο έπακρο. Πρέπει να φυλακίσεις τη μαγεία μέσα σου. Λίγο πριν κατέβεις, κάτι σου λέει να γυρίσεις το κεφάλι σου δεξιά. Η ολογάλανη πλαϊνή όψη μιας ψηλής πολυκατοικίας απλώνεται μπροστά σου. Φέρει δύο ζωηρά μάτια και ένα μεγάλο χαμόγελο. Ντιέγκο. Ακόμα μια – από τις αμέτρητες – έκφραση της ακραίας αγάπης αυτής της πόλης για τον Μαραντόνα. Έχεις ακούσει, διαβάσει, μάθει, δει, θαυμάσει. Μα σαν βρεθείς εκεί, είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσεις πραγματικά πώς γίνεται αυτός ο λαός να λατρεύει μέχρι σήμερα έναν ποδοσφαιριστή τόσο παράφορα.
Μόνο που γρήγορα οι σκέψεις σου διακόπτονται ξανά. Αυτή τη φορά δεν φταίνε οι λακούβες. Stazione Lombardia. Έφτασες. Κατεβαίνεις από το C67 και κάνεις δυο βήματα. Είσαι πια έξω από το σπίτι του Μάσιμο Βινιάτι, έξω από τον υπόγειο ναό του Ντιέγκο.
«Ήθελα να φτιάξω έναν χώρο στον οποίο θα αισθάνεσαι τον Θεό»
Δεν θα βρεις τα ωράρια αυτού του μουσείου πουθενά, μόνο μια τοποθεσία στo Google Maps και τον αριθμό του Μάσιμο. Για να βρεθείς εδώ θα πρέπει να συνεννοηθείς ο ίδιος μαζί του και να περιμένεις στο παγκάκι δίπλα από την εξώπορτα, αφού βγάλει το κεφάλι του από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου και σου δείξει με τα δάκτυλά του πως θα χρειαστεί να κάνεις υπομονή πέντε λεπτάκια ακόμα.
Να τος. Κατεβαίνει και σου ανοίγει. Μπαίνεις στην αυλή της πολυκατοικίας και όσο ξεκλειδώνει την πόρτα της εισόδου αρχίζει να σου μιλά. Σου εξηγεί πού έχεις έρθει. «Buongiorno, benvenuto. Εδώ είμαστε. Με λένε Μάσιμο κι έχω φτιάξει έναν ναό για τον πατέρα μου και τον Ντιέγκο στο υπόγειο του σπιτιού μου. Δυστυχώς τα κατάφερα αφού έφυγε από τη ζωή ο μπαμπάς μου, ο λόγος για τον οποίο από παιδί υποστηρίζω τη Νάπολι κι έχω όλα αυτά τα αντικείμενα στην κατοχή μου. Σε αυτό το μέρος έρχονται άνθρωποι από όλον τον κόσμο, το βλέπουν και συγκινούνται», λέει, την ώρα που μπαίνετε στην πολυκατοικία. Στο αριστερό σας χέρι, ένα μικρό γαλάζιο πορτάκι με το μεγάλο «Ν» στο κέντρο του. Αν δεν ήταν βαμμένο θα έμοιαζε με κάποιο κοινό αποθηκάκι μα είναι προφανές πως εκεί κατευθύνεστε.
Το ξέρεις ήδη από την πρώτη σας συνεννόηση, αλλά στο υπενθυμίζει. Δεν υπάρχει κάποιο εισιτήριο για αυτόν τον χώρο, μια εθελοντική δωρεά για καλό σκοπό αρκεί. «Εντάξει, δεν θα μπορούσα να βάλω εισιτήριο στο σπίτι μου», λέει με απόλυτη φυσικότητα ο κύριος Βινιάτι. «Προσφέρουμε όμως τη δυνατότητα χρηματικής δωρεάς σε ένα νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύονται παιδιά με λευχαιμία. Η “Μπλε Σταγόνα”, ο σύλλογός μας, προσπαθεί να προτρέψει τον κόσμο να δωρίσει αίμα και να βοηθήσει αυτά τα παιδιά. Ξέρω πως ο πατέρας μου αυτό θα ήθελε και ο Ντιέγκο συμφώνησε με την ιδέα».
Η γαλάζια πόρτα ανοίγει κι εκείνος προπορεύεται στα σκαλιά και τον στενό διάδρομο. Τον ακολουθείς περικυκλωμένος από τρεις τοίχους γεμάτους πληροφορία, γεμάτους Ντιέγκο. Δεξιά, αριστερά και στο ταβάνι αμέτρητες φωτογραφίες, αποκόμματα από εφημερίδες, ένα σωρό εικαστικά με επίκεντρο εκείνον. Μα ο περίπατός σου στον προθάλαμο φτάνει γρήγορα στο τέλος του. Στρίβεις δεξιά.
Ένα δωματιάκι μια σταλιά, που δεν γίνεται όμως να μη σε αφήσει με το στόμα ανοιχτό. Τέσσερις τοίχοι χωρίς κενό σημείο. Ο Μάσιμο σπάει τη σιωπή: «Ήθελα να φτιάξω έναν χώρο στον οποίο θα αισθάνεσαι τον Θεό». Σπάνια θα αποκαλέσει τον Μαραντόνα με το πραγματικό του όνομα, συνήθως αναφέρεται σε αυτόν ως «Dio». «Νομίζω τα κατάφερα», συνεχίζει και γελάει περήφανα.
Πράγματι, η αίσθηση είναι απερίγραπτη. Όσο οι τρίχες στον πήχη του χεριού σου σηκώνονται αργά, τα μάτια σου ταξιδεύουν. Γύρω σου βλέπεις φορεμένες φανέλες από κάθε εποχή, κάθε ομάδα του Ντιέγκο. Από την Αρχεντίνος Τζούνιορς και την Μπόκα, ως τη Νιούελς, την Αργεντινή και φυσικά τη Νάπολι. Μπάλες, ζακέτες, φωτογραφίες και μικρά αντικείμενα.
Ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί που έχει σχέση με τον Ντιέγκο, ο Μάσιμο το έχει χωρέσει σε αυτό το μικρό δωμάτιο. Η απορία γεννάται αυτόματα, μα ο κύριος Βινιάτι είναι εκεί για να τη λύσει.
«Όλοι αυτοί οι θησαυροί βρέθηκαν στα χέρια μου εξαιτίας της οικογένειάς μου. Ο πατέρας μου ήταν φροντιστής στα αποδυτήρια του ‘’Σαν Πάολο’’ για 35 χρόνια και φυσικά έζησε την εποχή του Ντιέγκο στη Νάπολη. Επίσης, η μητέρα μου ήταν η μοναδική του γκουβερνάντα. Κάθε μέρα βρισκόταν στο σπίτι του, εκείνη τού μαγείρευε, εκείνη τού καθάριζε, ενώ όταν γεννήθηκε η Ντάλμα, η πρώτη του κόρη και αργότερα και η Τζανίνα, η μεγαλύτερη από τις αδερφές μου ανέλαβε να τις προσέχει και να τις μεγαλώσει.
Ο Ντιέγκο καθημερινά περνούσε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πολλές ώρες με την οικογένειά μου και κάπως έτσι όλοι δεθήκαμε πολύ. Για τους γονείς μου, ειδικά για τη μαμά μου, ήταν ένας ακόμη γιος, το δωδέκατό τους παιδί, και για εμένα ήταν κάτι παραπάνω από φίλος, ήταν αδερφός μου», λέει
Δεν υπάρχουν όροφοι και ατελείωτοι διάδρομοι όπως στα παραδοσιακά μουσεία, μα εδώ μέσα μπορείς να σπαταλήσεις ώρες χαζεύοντας τα μοναδικά εκθέματα. Ο Μάσιμο αρχίζει να σου εξηγεί μερικά πράγματα. Απλώνει το δάκτυλό του στο χαρακτηριστικό μπλε τζάκετ που κρέμεται από τον ξύλινο πάγκο του Ντιέγκο από τα αποδυτήρια της Νάπολι και τραγουδά τη μελωδία του Live is Life των Opus, «να να, να να να». Χωμένος εκεί μέσα, ο Θεός χάρισε το πιο όμορφο ζέσταμα όλων των εποχών. Σου δείχνει τις φωτογραφίες του Μαραντόνα με τον πατέρα του και τον ίδιο. Πράγματι, το δέσιμό τους μοιάζει ξεχωριστό, παντού είναι αγκαλιασμένοι.
Δίπλα στο τζάκετ, υπογεγραμμένη η φανέλα του Ντιέγκο από τη μέρα που η Νάπολι κλείδωσε το δεύτερό της πρωτάθλημα, το σταυρουδάκι που φορούσε στον λαιμό σε εκείνο το ματς και από πάνω η μπάλα από το σφύριγμα της λήξης στο Scudetto του 1987. Το «guampa» του, η κούπα στην οποία έπινε μάτε, μετάλλια, μινιατούρες, αγιογραφίες του, μπιμπελό από το σπίτι του. Κυριολεκτικά χάνεσαι.
«Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο αντικείμενο», ομολογεί ο κύριος Βινιάτι. «Όλα αυτά τα ενθύμια για μένα είναι πολύτιμα. Κάθε μπάλα, κάθε φανέλα, κάθε παπούτσι, το μυθικό τζάκετ. Έχω το πρώτο του συμβόλαιο, αυτό που τον έφερε από την Μπαρτσελόνα στη Νάπολι, ένα απλό χαρτί που όμως άλλαξε την ιστορία της ομάδας και της πόλης μου. Μέχρι κι ο καναπές που βλέπεις εδώ είναι από το σαλόνι του. Όλα αυτά μας τα έδινε ο ίδιος ο Ντιέγκο ή μας τα έστελνε ακόμα και από την Αργεντινή. Για άλλους μπορεί να είναι απλά αντικείμενα αλλά για μένα χωρίς υπερβολή είναι το ίδιο σημαντικά με την ίδια μου τη μάνα ή με την κόρη μου. Είναι οι αναμνήσεις της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας και η κληρονομιά της οικογένειάς μου».
Σε κάποια φάση, διακόπτει το πινγκ-πονγκ του βλέμματός σου και σε προτρέπει να ανοίξεις τα χέρια σου. Σου βάζει λίγο αντισηπτικό και τοποθετεί πάνω τους το αριστερό παπούτσι του Μαραντόνα. Εκείνο το μαύρο παλαιάς κοπής Puma με τις λευκές λεπτομέρειες, που φορούσε στο Μουντιάλ του 1986. Σοκ. Προσπαθείς να αντιληφθείς αυτό που κρατάς μα, σχεδόν αστεία, σκέφτεσαι πόσο μικρό ήταν αυτό το θαυματουργό πόδι. Νούμερο 39 φορούσε ο βραχύσωμος Θεός.
Η περιπλάνηση στα λίγα τετραγωνικά μέτρα του υπόγειου ναού συνεχίζεται αλλά αναπόφευκτα η κουβέντα φεύγει από τα αντικείμενα, πηγαίνει σε εκείνον, στον πολιούχο του υπογείου.
«Ο πραγματικός Ντιέγκο ήταν απλός, πάντα κέρδιζε τον λαό, τους φτωχούς, τους τελευταίους»
Αγκαλιές, φιλιά, χαμόγελα πάνω από τούρτες με κεράκια και κατσαρόλες με φαγητό. Δεν υπάρχει μέρος στο οποίο θα μπορέσει να δει κανείς τον Ντιέγκο σε πιο ανθρώπινες, καθημερινές στιγμές, από το υπόγειο του Μάσιμο. Είτε με τη μητέρα του, είτε με τον πατέρα του, είτε με τον ίδιο, ο Dio δείχνει τόσο κανονικός και χαρούμενος.
Ο κύριος Βινιάτι στέκεται σε αυτή του την ευτυχία: «Προσωπικά, έχω υπάρξει πολύ τυχερός. Μπορώ να λέω πως πέρα από το ότι είδα τον Μαραντόνα, γνώρισα και τον Ντιέγκο. Στη Νάπολη, για μεγάλο μέρος των επτά ετών που πέρασε εδώ, έζησε μια ταπεινή, όμορφη και απλή ζωή. Εδώ ήταν πιο χαρούμενος από οπουδήποτε αλλού και για αυτό λέω πως στην πραγματικότητα υπήρξε ένας Ναπολιτάνος που απλά έτυχε να γεννηθεί στην Αργεντινή».
Αυτός τον έζησε όσο λίγοι και το ξέρει. Μα κυρίως τον έζησε όπως λίγοι. Τόσο αληθινά, ώστε αυτό που επιλέγει να θυμάται πιο έντονα από εκείνον μέχρι σήμερα δεν είναι κάποιο γκολ, κάποιο τρόπαιο, αλλά οι απλές τους Δευτέρες.
«Αυτές θυμάμαι. Κάθε Δευτέρα οι παίκτες είχαν ρεπό μετά το Κυριακάτικο παιχνίδι και παίζαμε μπάλα μαζί. Εντελώς ξέγνοιαστα. Και μετά φεύγαμε και πηγαίναμε σπίτι του, εκεί όπου μας είχε μαγειρέψει η μητέρα μου. Τις περισσότερες φορές κοιμόμουν στο σπίτι του και έφευγα το επόμενο πρωί. Είχαμε μια πολύ γλυκιά και αληθινή σχέση, σαν να ήμασταν πραγματικά αδέρφια, ενωμένοι. Έζησα ένα πανέμορφο, πανέμορφο παραμύθι μαζί του, είναι φοβερό», θυμάται συγκινημένος.
Πιθανότατα έχει περάσει αμέτρητες ώρες από τη ζωή του μιλώντας για τον Μαραντόνα, με τον οποίο φυσικά διατηρούσε σχέσεις μέχρι να «φύγει», όμως ο κυρίος Βινιάτι δεν βαριέται να βάζει λέξεις στη σειρά για χάρη του δικού του Θεού, προσπαθεί να σου δώσει την εικόνα πίσω από τον μύθο, να σε βοηθήσει να καταλάβεις τι στην πραγματικότητα εστί Ντιέγκο.
«Ο Μαραντόνα ήταν απίστευτος, αλλά ο Ντιέγκο ήταν ακόμα πιο δυνατός, πέρα από όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, Όσοι πράγματι τον έζησαν από κοντά το γνωρίζουν αυτό και για αυτό το λένε μέχρι σήμερα. Φυσικά ήταν ένας ασύλληπτος ποδοσφαιριστής, χωρίς αμφιβολία ο καλύτερος της ιστορίας, ωστόσο ήταν ένας ακόμη πιο σπουδαίος άνθρωπος», λέει με σοβαρό ύφος, λίγο πριν σε ταξιδέψει στη Βίγια Φιορίτο, στο πατρικό του Dio, στον τρόπο με τον οποίο εκείνο τον σμίλεψε.
«Ό,τι κι αν πέρασε, ποτέ δεν σταμάτησε να είναι αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος, ποτέ δεν άλλαξε. Δεν ξέχασε ποτέ το μέρος που γεννήθηκε, τις συνθήκες στις οποίες μεγάλωσε πριν γίνει αυτός που έγινε και αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Ήρθε στον κόσμο βυθισμένος στη φτώχεια και για αυτό εκνευριζόταν με αυτή, ήθελε να την εξαφανίσει. Ο πραγματικός Ντιέγκο ήταν απλός, όμορφος, καλόκαρδος και ταπεινός. Ίσως το πιο σημαντικό όμως ήταν κάτι άλλο». Σταματά για λίγο, δείχνει να ψάχνει τις κατάλληλες λέξεις, για να συνεχίσει:
«Ξέρεις, είχε αυτό το ξεχωριστό χάρισμα, πάντα κέρδιζε τον λαό, τους φτωχούς, τους τελευταίους, πάντα τους μαγνήτιζε και τους έδινε σκοπό. Δεν άφηνε επιλογή, σε ανάγκαζε να τον ακολουθήσεις πιστά ως το τέρμα».
Ακόμα δεν έχει μιλήσει για μπάλα, για το παιχνίδι αυτό καθ’αυτό αλλά η κουβέντα φτάνει και στο τρίτο πρωτάθλημα της Νάπολι, το πρώτο της μετά τον Μαραντόνα. Είναι φανερό πως η παρέα του Κβαρατσχέλια και του Οσιμέν χάρισε μια λύτρωση και μια ευτυχία ξεχασμένη στον Μάσιμο και όλους τους υπόλοιπους φίλους των Παρτενοπέι αλλά ο ίδιος ξεκαθαρίζει κατηγορηματικά πως τίποτα δεν συγκρίνεται με το 1987 και το 1990.
«Τότε, ο Ντιέγκο ήταν μόνος του. Έτσι το βλέπαμε εμείς. Πρώτα κέρδισε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο με την Αργεντινή μόνος του κι έπειτα επέστρεψε εδώ κι έκανε το ίδιο, χάρισε και σε εμάς το πρωτάθλημα. Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς με λέξεις τη διαφορά, την αισθανόμασταν όμως.
Όταν έπαιζε εκείνος, νιώθαμε ότι είχαμε πλεονέκτημα και μια άλλη πίστη, σαν να μπαίναμε στο γήπεδο και να κερδίζαμε 1-0 πριν καν σφυρίξει ο διαιτητής. Το φετινό Scudetto είναι επίσης σπουδαίο, αλλά είναι πιο συλλογικό. Εκείνα τα δύο πρωταθλήματα ήταν ολόδικά του. Τώρα πρωταθλητές ήταν όλοι, τότε μόνο ο Ντιέγκο».
«Για εμάς είναι τα πάντα, είναι τόσο απλό»
Σε πολλά σημεία στον χώρο, ανάμεσα στα χαμόγελα του Μαραντόνα βλέπεις την πλήρη ονομασία του ναού του Μάσιμο. «Club Napoli Saverio Silvio Vignati», εμπνευσμένη από τον πατέρα του. Και από κάτω μια απλή φράση: «La storia continua…» ή αλλιώς: «Η ιστορία συνεχίζεται…».
Είναι ένα μέρος της αποστολής του κυρίου Βινιάτι, του σκοπού αυτού του υπόγειου ναού, να βοηθήσει την ιστορία να συνεχιστεί, να σπρώξει παραπέρα τον μύθο που έχτισε ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα στη Νάπολη. Μέρα με τη μέρα, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο. Ο Μάσιμο είναι εκεί, στο σπίτι του, για να σου δείξει και να σου μιλήσει για το δωδέκατο παιδί των γονιών του, για τον δικό του αδερφό, που έτυχε να γίνει ο Θεός μιας ολόκληρης πόλης.
«Είναι πραγματικά δύσκολο να απομονώσει κανείς όσα αντιπροσωπεύει ο Ντιέγκο στη Νάπολη, όσα σημαίνει εδώ», λέει και κάνει μια μικρή παύση. «Per il Napoli, Diego e tutto». Για εδώ δεν χρειάζεσαι το Google translate: «Για τη Νάπολη, ο Ντιέγκο είναι τα πάντα».
«Είναι τόσο απλό», λέει - πράγματι τόσο απλά - ο κύριος Βινιάτι. «Το ότι έφυγε από τη ζωή ή το ότι πήραμε ξανά το πρωτάθλημα δεν αλλάζει τίποτα. Είναι η υπερηφάνεια του λαού και της πόλης. Εμείς εδώ έχουμε τον Σαν Τζενάρο, τον προστάτη της πόλης μας, και τον Ντιέγκο. Είναι ένας αληθινός Άγιος, ένας Θεός για εμάς.
Μπορεί ο Σαν Τζενάρο να έχει μια επιβλητική εκκλησία στο κέντρο της πόλης, αλλά στους δρόμους της, το βλέπεις, τα πάντα έχουν να κάνουν με τον Ντιέγκο. Όλες οι εικόνες και οι τοιχογραφίες είναι για εκείνον. Κι αυτές δεν πρόκειται να φύγουν ή να σταματήσουν να γεννιούνται ποτέ».
Ο χρόνος έχει περάσει, η συζήτηση σιγά σιγά κλείνει. Γυρνάς για μια τελευταία φορά γύρω γύρω, παίρνεις μια τελευταία τζούρα από το ναό του Ντιέγκο στο υπόγειο του Μάσιμο και φεύγεις. Ανεβαίνεις τα σκαλιά και βγαίνεις από την πολυκατοικία. Κάθεσαι στο παγκάκι που περίμενες πριν και, όσο προσπαθείς να απορροφήσεις τις στιγμές, τσεκάρεις τα δρομολόγια των λεωφορείων.
Α, να το, το C67 περνάει μετά από λίγη ώρα. Κρατιέσαι σφιχτά από το ίδιο χερούλι και τραντάζεσαι ξανά από τις ίδιες λακούβες μέχρι που στην ίδια στροφή περνάς και πάλι από εκεί. Από την ολογάλανη πλαϊνή όψη της ψηλής πολυκατοικίας με τα ζωηρά μάτια και το μεγάλο χαμόγελο εκείνου.
Το σκέφτεσαι ξανά, εξακολουθείς να ζορίζεσαι να το συνειδητοποιήσεις πραγματικά. Αλλά τα λόγια του Μάσιμο Βινιάτι, όλες οι εικόνες από το σπίτι του, προσφέρουν μια διαφορετική βάση στη σκέψη σου. Τώρα καταλαβαίνεις καλύτερα πως αυτός ο λαός δεν λάτρεψε και δεν λατρεύει μέχρι σήμερα τόσο παράφορα έναν ποδοσφαιριστή. Αλλά έναν άνθρωπο. Τον Ντιέγκο.